Το καφενειο του «Λεωνιδα» στη Μεσσουνη

Το καφενείο των παιδικών αναμνήσεων

Στο μέσο του ανατολικού μαχαλά του χωριού, στα όρια της χριστιανικής και μουσουλμανικής γειτονιάς, ήταν το ιστορικό καφενείο του «Λεωνίδα» (Τατσίδης), το καφενείο των παιδικών μου αναμνήσεων.

Μπροστά στο καφενείο, το τρίστρατο δημιουργεί μια μικρή πλατεία όπου συγκεντρώνονταν, με την ανατολή του ηλίου, τα ζώα (αγελάδες-ιουάδις) για τη βοσκή από τον αγελαδάρη (ιουαδάρς).

 Ο πατέρας μου, όπως και όλοι οι νταήδες (μεσήλικες) και οι παππούδες της γειτονιάς, τακτικά, αν όχι καθημερινά, ειδικά το χειμωνιάτικα βραδάκια, ανέβαιναν τα πέτρινα σκαλοπάτια του.

Ο πατέρας μου, φορούσε πάντα καθαρά ρούχα και φεύγοντας έλεγε:

-Θοδώρα, θα πάω στο «ντικιάν(ι)», εννοώντας το καφενείο.

Περίμενα με αγωνία την επιστροφή μήπως έχει μαζί του κανένα καλούδι, καραμέλα ή λουκούμι, από την αναμέτρηση στην ξερή με την παρέα του.

Μετά την έξοδο του πατέρα, τα καλοκαιρινά βραδάκια, βγαίναμε και εμείς με τη μάνα μου.

Οι γυναίκες αντάμωναν και αυτές, κατά γειτονιές, στο δικό τους υπαίθριο καφενείο.

Καθόντουσαν σε όμορφα τακτοποιημένες πέτρες, που ήταν μόνιμα στημένες στο πλάι της αυλόπορτας του πάππου του Πασιά.

Πάππος Πασιάς, ιστορικό πρόσωπο του χωριού, ο μεγαλύτερος, ο απροσπέραστος, ο ανεπανάληπτος,  ψεύτης του χωριού.

Τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, που ακολουθούσαμε τις μανάδες μας, παίζαμε κρυφτό, κυνηγητό και άλλα παιχνίδια ή συζητούσαμε για φαντάσματα και «βλοημένα».

Το καφενείο, φάνταζε στο παιδικό μυαλό μου τεράστιο.

Ήταν ένα τετράγωνο υπερυψωμένο κτίσμα, με την ωραιότερη πρόσοψη κτηρίου της Μεσσούνης. Στην είσοδό του είχε τέσσερα ή πέντε πέτρινα σκαλιά, όμορφη πόρτα  και δυο μεγάλα παράθυρα με σιδεριές.

Μέσα είχε μερικά τραπεζάκια με ψάθινες καρέκλες, την όρθια ξυλόσομπα, απέναντι ακριβώς τον πάγκο του καφετζή και μερικά ράφια.

Στα ράφια και πίσω από τον πάγκο ήταν όμορφα αραδιασμένα είδη καθημερινής χρήσης:

Λαμπογιάλια, σπίρτα, χύμα τσιγάρα (κρυφά), πετρέλαιο για την γκαζόλαμπα, οινόπνευμα, κρασί, τσίπουρο, ελαιόλαδο και άλλα είδη, ένα μικρό παντοπωλείο.

Στο δεξιό τοίχο θυμούμαι  ήταν σε μια κορνιζαρισμένη φωτογραφία ένας  καθισμένος κυνηγός, με τον τσιφτέ (εμπροσθογεμές μονόκαννο κυνηγετικό όπλο)  στο ένα χέρι και το αλατζάδικο (ασπρόμαυρο) κυνηγόσκυλό του στην άλλη πλευρά. Ήταν ο παππούς ο Μπάιος (Βάϊος), Σιναπλιώτης και αυτός, που μετεγκαταστάθηκε  το 1930 από το Πολύκαστρο στη Μεσσούνη, αγόρασε το οικόπεδο από μουσουλμάνο που έφυγε στην Τουρκία και έκτισε καινούργιο σπίτι και το καφενείο.

Στον αριστερό τοίχο ήταν η γκαζόλαμπα που φώτιζε το χώρο. Έγινε ανέκδοτο στη Μεσσούνη η γκαζόλαμπα του Λεωνίδα.

– Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, παίζοντας ξερή με τον Πατσιατζή, ο θηριώδης μουσουλμάνος Παλά Μπουγιούκ, φτερνίστηκε τόσο δυνατά που από τα εκτοξευμένα αέρια έσβησε η λάμπα και βυθίστηκε στο σκοτάδι το καφενείο.

Έτσι, αυτό το γεγονός έγινε  μασάλι στη Μεσσούνη. Ακόμη και σήμερα όταν κάποιος φτερνίζεται πολύ δυνατά, οι Μεσσουνιώτες τον αποκαλούν ειρωνικά «Παλά Μπουγιούκ».

Όταν το καφενείο ήταν κλειστό οι προμήθειες γίνονταν από την πίσω πόρτα. Με λίγα ξύλινα σκαλοπάτια ανέβαινες στο καφενείο και με μερικά πέτρινα, δίπλα από την ξύλινη σκάλα, κατέβαινες στην ίζβα (χαμηλό υπόγειο), που ήταν γεμάτο με μπόμπες κρασί, νταμιτζάνες τσίπουρο και άλλα αποθηκευμένα αγαθά.

Βοηθός του Λεωνίδα η Λεωνίδενα, η γυναίκα του, και ο μεγάλος του γιος ο Βάιος.

Ο μπάρμπα Λεωνίδας, καλός άνθρωπος, καταδεκτικός, έξυπνος, μυαλωμένος, προοδευτικός, μορφωμένος για την εποχή του, έβλεπε αρκετά μακριά. Ήταν ο πρώτος Μεσσουνιώτης που έστειλε τα παιδιά του στο γυμνάσιο.

Κάθε φορά που περνώ από το δρόμο λυπούμαι με την εικόνα εγκατάλειψης που αντικρίζω. Το καφενείο έκλεισε πριν πολλά χρόνια και τα τελευταία χρόνια έγινε πραγματικό ερείπιο. Έπεσε η σκεπή, πέφτουν και οι τοίχοι, η πόρτα και τα παράθυρα καταστράφηκαν, μπάζα παντού.

Πριν μερικά χρόνια ανέβηκα τα σκαλοπάτια, κοίταξα από την μισάνοιχτη πόρτα και τα παράθυρα. Τα ξύλα της σκεπής και τα κεραμίδια είχαν πέσει πάνω στα τραπέζια και τις καρέκλες, που ήταν στη θέση τους, καθώς και ο πάγκος με τα ράφια και  μερικά μπουκάλια.

Είπα να μπω μέσα να σκαλίσω, ίσως εύρισκα το τεφτέρι με τα βερεσέδια, πιθανόν, έστω και σπασμένη τη λάμπα του Παλά Μπουγιούκ, το κάθισμα και το τραπέζι, όπου ο μπάρμπα Σταύρος ο Αγγουρίδης παρέδιδε υποδειγματικά μαθήματα «γερμί αλτί», το τραπέζι όπου ο Γκαϊντατζής περιτριγυρισμένος από θαμώνες διηγιόταν με περισσή μαεστρία ανέκδοτα και μακάμια σατιρίζοντας ανθρώπους και εποχές και το μπάρμπα Δήμο, το διπλανό σιδερά, να διηγείται τις περιπέτειές του στο πυροβολικό, όπου υπηρέτησε.

Ίσως να έκανα και τη μεγάλη ανακάλυψη, να έβρισκα τη φωτογραφία του κυνηγού, πιθανόν ακόμη να άκουγα τους ψιθύρους των καφενόβιων από τις χιλιάδες συζητήσεις, συμφωνίες αλλά κυρίως διαφωνίες, που έψαχναν λύσεις στα προβλήματα που τους απασχολούσαν.

Πόσα προβλήματα του κόσμου δεν λύθηκαν στις πιωμένες  και αΐκικες (ξεμέθυστες) παρέες, μέσα στην αντάρα από τον καπνό του στριφτού τσιγάρου, πόσοι καυγάδες, πόσες ώρες σχόλης και ξεγνοιασιάς δεν είδαν και δεν άκουσαν αυτοί οι μισογκρεμισμένοι τοίχοι!

Τα χρόνια πέρασαν, αποδήμησε εις Κύριον πριν πολλά χρόνια ο δημιουργός και πρωταγωνιστής, δυστυχώς όμως χάνεται σιγά σιγά και το κτίσμα, το καφενείο.

Περνώντας από μπροστά η θλίψη μου μεγαλώνει, κάτι όμως όμορφο και νοσταλγικό πάντα έχω να θυμηθώ.

Μπερδεμένα μέσα μου, παιδικές θύμησες και αναμνήσεις, άνθρωποι, γεγονότα, στιγμές, αισθήματα, συναισθήματα.

-Τι ψάχνεις, τι γυρεύεις τώρα Τάσο; Άστα να πάνε!!!.

Αναρωτιέμαι και μονολογώ:

-Τι ψάχνω; Απλά, αποζητώ την αληθινή μου ταυτότητα, τη νιότη μου, πού αλλού να ψάξω;

Το κείμενο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του μικρού Βασίλη, που τον κρατά στην αγκαλιά η μάνα του η Ροδόπη (Ράντω), στην μοναδική φωτογραφία της οικογένειας του Λεωνίδα Τατσίδη, το έτος 1936.

Μας άφησε για τους κήπους του παραδείσου, πριν λίγο καιρό.

Χαιρόταν, με επαινούσε και με παρότρυνε να συνεχίσω τις δημοσιεύσεις των αναμνήσεων μου για το χωριό.

Με βοήθησε σε κείμενα, ιστορίες και με πρωτότυπο φωτογραφικό και ιστορικό υλικό.

Ήταν ο πρώτος Μεσσουνιώτης που τελείωσε το γυμνάσιο, γραμματέας της κοινότητας Αμβροσίας για τριάντα πέντε χρόνια.  

Σε πρόσφατη επίσκεψή μου, δεν υπήρχε πλέον κτίσμα. Ο χρόνος και η εγκατάλειψη επέφεραν την ολοκληρωτική του κατάρρευση. Τα υλικά μεταμορφώθηκαν σε μπάζα, που έκλεισαν ακόμη και το δρόμο.

Γράφω, για να κρατήσουμε σημειώσεις μνήμης με τους χωριανούς, ώστε τουλάχιστον οι αναμνήσεις να μεταφερθούν στις επόμενες γενιές.

Η Μεσσούνη, το χωριό μας, δυστυχώς σβήνει, όπως τα περισσότερα χωριά της πατρίδας μας.

Οι Σιναπλιώτες και οι Μεσσουνιώτες δημιουργώντας το μέλλον τους  σε άλλους τόπους και πατρίδες, όπως και εγώ, πιστεύω ότι καλό είναι να έχουν γνώση του παρελθόντος και της ιστορίας τους.    

Ιανουάριος 2022

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.