Summer in the city!

Έχω ακόμα καλοκαίρι να ξοδέψω, σκέπτομαι παρηγορητικά, έχω και τον Αύγουστο που μου χρωστά ο καιρός να σπαταλήσω όπως μου αρέσει! Κι έτσι όπως οι αποφράδες ξεροψήνονται η μια πάνω στην άλλη μέσα στο φετινό θέρος, αραδιάζω μαγιό και πετσέτες θαλάσσης να περιμένουν με υπομονή την ώρα που θα βουτήξω στις ακτές του Ιονίου. Να κολυμπήσω με νοιάζει κι ας γίνονται όλα γύρω μου στάχτη και μπούλμπερη από λιμούς, λοιμούς, σεισμούς, καταποντισμούς, να κολυμπήσω και να εξατμιστώ!!!
 
Αυτό ήταν το νόημα, άλλωστε, του ελληνικού θέρους από τότε που το σπούδαζα μικρή στο Θρακικό, στην ακτή της Αλεξανδρούπολης, στα «Σίδερα», στον «Ταρσανά», στο «Φλοίσβο». Ακτές χωμένες πια, ακτές που έγιναν στεριά από έργα «ανάπτυξης», μπάζα και ντόκα, από όλη την απέλπιδα προσπάθεια του «έθνους» να «θωρακίσει» τους τόπους δια της «μακροχρονίου αναπτύξεως»… Έτσι έλεγαν όλα τα κιτάπια τότε, όλοι οι πολιτικοί λόγοι που εκφωνούνταν από μπαλκόνια, σκαλοπάτια, από το ραδιόφωνο τον ευδαίμονα καιρό που με μεγάλωσε, με χειραφέτησε, με σπούδασε, με πολιτικοποίησε, κι ύστερα με νοικοκύρεψε κατά τα στερεότυπα. Σ’ όλη αυτή τη διαδρομή δεν έλειπαν και τα ωραία παραμύθια, παράλληλα στην αφήγηση της νέας Ελλάδας.
 
Μου άρεσε ιδιαιτέρως εκείνο το όμορφο παραμυθάκι που έλεγε ο Παντελής μου, τα καλοκαιρινά μεσημέρια που ξεκουραζόμασταν στο διπλό κρεβάτι. Το παραμύθι έλεγε την ιστορία μιας όμορφης κοπέλας, της Ειρήνης, Ερηνούς ή Ερήνης, που ζούσε στην Ικαριά. Ήταν άτακτη η όμορφη κι όλο τη μάλωνε η μάνα της να κάτσει φρόνιμα, να μη γυρίζει, να μη ξεφεύγει από το σωστό. Κάποια φορά, αγανακτισμένη η μάνα από την απείθαρχη κόρη την καταράστηκε: «Ερήνη φώκια να γενείς στο πέλαο να πλεύσεις!», της είπε κι έτσι έγινε… Η Ειρήνη έγινε φώκια και έμεινε να κάνει τις αταξίες της στο Αιγαίο, βρήκε και μια ωραία σπηλιά κι έκανε τη φωλιά της. Την ήξερα τη σπηλιά, ήταν στο πιο όμορφο μέρος του νησιού, στο Σαρακήνικο… Μικρά παιδιά όταν κάναμε διακοπές στο νησί, μπαίναμε στα βαρκάκια συνομήλικων θαλασσόλυκων και φτάναμε ίσαμε την είσοδό της. Οι πιο τολμηρές βουτούσαμε κιόλας ψάχνοντας τη φώκια, εις μάτην όμως. Πρέπει να χάθηκε στα τέλη του 60, αν λάβω υπόψη τις πληροφορίες γερόντων από το νησί.
 
Η φώκια δεν είναι το μόνο είδος που χάθηκε από το σενάριο των ευδαιμόνων αφηγήσεων της εφηβείας μου. Όλα έγιναν φύλλο και φτερό, λίγοι νομίζω ότι έμειναν με ακμαία την προσήλωση σε αταξίες, υπερβάσεις και βουτιές στα βαθειά …monachus- monachus. Ακραία κατάληξη αλλά ταιριαστή στη θαλασσοδαρμένη Ελλάδα, που διέθετε προορισμό για τα παιδιά της από παλιά. Ή γοργόνα θα γινόσουν, ή φώκια αν ήσουν θηλυκό, καπετάνιος ή καραβοκύρης αν γεννιόσουν άνδρας.
 
Από τότε πέρασαν αιώνες. Οι φώκιες τελούν υπό εξαφάνιση, ενώ γοργόνες σήμερα είναι μονάχα οι πλαστικοχειρουργημένες πατριώτισσες… Μεσολάβησε βλέπεις μια εποχή που επιχείρησε άλλου τύπου αφηγήσεις. Κι όμως όλα είχαν ξεκινήσει τόσο όμορφα, τόσο απλά, τόσο ευφρόσυνα!
 
Εκείνο τον καιρό όλοι φύγαμε από το χωριό για σπουδές. Γέμισε γιατρούς, δικηγόρους, μηχανικούς ο τόπος, καμάρι και προκοπή. Στις όψιμες επιστροφές μου στην πατρίδα συνομιλούσα με τον Παντελή που είχε μείνει πίσω και μου μετέφερε όλες τις …εξελίξεις. Ο γιος της μοδίστρας έγινε αναισθησιολόγος, του Σαρακατσάνου η κόρη αρχιτέκτων, ο Θόδωρος του αγροφύλακα φαρμακοποιός, κι ο γιος της Βλάχας καθηγητής… «Κι ο Μαρίνος, τι έγινε ο συμμαθητής μου ο Μαρίνος;», τον ρώτησα κάποια φορά. «Α, ο καημένος, έγινε μπαξεβάνης», απάντησε με απογοήτευση ο Παντελής… Μέσα στην απάντησή του η απόχρωση απαξίωσης στην κατωτέρα των νεοελλήνων τάξη, που τότε είναι αλήθεια με εξόργισε… Ήταν η εποχή αναδιάρθρωσης καλλιεργειών και επιδοτήσεων. Ο όρος «μπαξεβάνης» έδινε θέση στον «καλλιεργητή». Τότε που με το στανιό επιχειρούσαμε να αλλάξει ο Μανολιός, να βάλει τα ρούχα του αλλιώς.
 
Στο βάθος του κήπου παρέμενε η αθωότητα που την ανακάλυπτες μονάχα στις ακτές τα καλοκαίρια όταν όλοι βουτούσαμε άτσαλα στα βαθειά, όπως παλιά, αν τύχαινε να συναντηθούμε.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.