Ο μοχθος της φωτιας

«Όταν καίγεται το δικό σου βουνό, καίγεται το σπίτι σου, καίγεσαι εσύ»

Yπάρχει μια εκκλησία στο Άμστερνταμ, σαν πατριαρχικός σταυρός, που είναι προτεσταντική. Οι λειτουργίες είναι λίγες, οι επισκέψεις όμως πολλές. Στο βάθος δεξιά, η «βάτος που καίγεται»
–βιβλική γλυπτική να ενώσει τα δόγματα. Στο Παπίκιο δεν υπάρχει προτεσταντική εκκλησία, «καιόμενη βάτος» όμως;[1] Τα θαύματα γίνονται για να πιστέψεις. Όταν καίγεται ένα βουνό δεν είναι θαύμα. Όλοι ξέρουμε πως είναι καταστροφή. Όταν καίγεται το δικό σου βουνό, καίγεται το σπίτι σου, καίγεσαι εσύ. Τα θαύματα εξαφανίζονται, περιμένοντας να γίνεις εσύ το θαύμα. Ούτε τον λαό σου έχεις να οδηγήσεις στην ελευθερία ούτε τα ουράνια πλάσματα έρχονται. Αν και ο τόπος είναι ιερός και μητρικός της Ιστορίας. Οι λειτουργίες των βουνών είναι άρρητες, κάποιες φορές γίνονται κέντρα μοναστικά –έχει συμβεί επανειλημμένως– και οι ιστορίες αποκτούν γλώσσα, βίωμα, βιβλιοθήκες, πάθος αντιγραφών.[2]

Όταν καίγεται το βουνό, η φωτιά καίει και ό,τι έχει συμβεί. Δεν το διαγράφει από τη μνήμη, καίει την επίγεια παρουσία του: τα ίχνη, τις πορείες που έχουν ακολουθηθεί. Όταν καίγεται ένα βουνό στα σύνορα, καίγονται τα σύνορα. Φλέγονται, υποφέρουν, μαρτυρούν. Πώς ακούγονται; Πού ακούγονται; Μήπως ένας δημόσιος θηλασμός είναι αντιφώνηση; Μήπως ένας δημόσιος θηλασμός στα σύνορα είναι κραυγή μητρικής επιβολής, είναι διώνησημιας λειτουργίας αναπαραγωγικής που υπόσχεται ασφάλεια; Συνδέεται ο θηλασμός με τη μνήμη; Γιατί μετά τη φωτιά πρέπει να θυμάσαι περισσότερο από πριν. Αν θηλάσεις ή θηλαστείς, θα θυμάσαι; Θα αναλάβεις την εγρήγορση των βουνών;

Όταν έκανα την έρευνα για την «ανείπωτη γλώσσα μάνας και κόρης στα σύνορα»[3] θυμάμαι γυναίκες στο Τριεθνές να με πηγαίνουν σε ένα χωριό. Υπήρχε βλάστηση και πλάσματα που ζούσαν σε αυτήν και από αυτήν. Ίσως κάποια στιγμή το χωριό να κάηκε. Είχε περάσεις καιρός πολύς. Η βλάστηση δεν έχει σύνορα. Κυριαρχεί πάνω στις γραμμές, τις σβήνει, τις καταπίνει. Όπως η φωτιά. Θυμάμαι μικρά λευκά κολωνάκια. Σε τακτά διαστήματα, όρθια. «Τι είναι», ρώτησα. Και πέρασα από την άλλη πλευρά. «Η Βουλγαρία», μου είπαν, και γύρισα.

Στο Μεξικό, στις συνοριακές πόλεις, η δολοφονία των γυναικών είναι καθημερινή υπόθεση. Υποφέρουν, μαρτυρούν και πεθαίνουν. Είμαστε μακρυά από το Μεξικό αλλά δεν είμαστε μακρυά από τα σύνορα. Αυτούς τους αμφίσημους τόπους όπου δημιουργείς και δημιουργείσαι. Όπου μιλάς και σε μιλούν. Όπου το σώμα και το έδαφος αλληλοσπαράζονται δημιουργώντας γλώσσες φωνικές και άφωνες. Εντός και εκτός της φωτιάς. Εντός και εκτός της ασφάλειας.

*Η Χριστιάνα Λαμπρινίδη είναι συγγραφέας, σκηνοθέτης και ακτιβίστρια.


[1] Έξοδος 3: 1-22.

[2] Pierre Michon, «Μυθολογίες του Χειμώνα», Ίνδικτος, Αθήνα 2006.

[3] Έδρα Νεοελληνικών Σπουδών «Γιώργος Σεφέρης», Harvard University.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.