Κομοτηνη, πολις οικουμενη, ευδαιμων και μεγαλη

Κομοτηνή, πόλις οικουμένη, ευδαίμων και μεγάλη. Και δεν είναι, βέβαια, μόνο αυτά τα χαρακτηριστικά της πόλης μας…
 
Μακάρια και συνάμα θορυβώδης, εντυπωσιάζει με την καθημερινή της κίνηση. Κάθε φορά που κατεβαίνω από τα βόρεια… «προάστια», λόγω της κατοικίας μου, απολαμβάνω την ανεμελιά και τη νωχελικότητα των συμπολιτών μου και θαυμάζω τη διάχυτη ευτυχία τους. Η πρώτη ανθρώπινη «συστάδα», μετά την πρώην Αγροτική Τράπεζα, αναλύει εμβριθώς την καθημερινότητα… Δίπλα τους, μια μικρή ομάδα συνταξιούχων, των «υψηλών» ταμείων, διαταράσσει τη μονοτονία. Αλλιώς θα νόμιζε κανείς πως βρίσκεται σε χώρο εργασίας. Κατεβαίνοντας τη Συντάγματος Κρητών είναι αδύνατο να αντισταθείς και να μη στρίψεις δεξιά, στο χώρο πάνω από τα δημόσια ουρητήρια, διότι το πολύβουο ανθρώπινο «σμήνος» προκαλεί και σε προσκαλεί… Εκεί υπάρχει το αδιαχώρητο. Νωχελικοί φοιτητές παίζουν τάβλι και κουβεντιάζουν χαλαρά. Και σε κάποια τραπεζάκια μερικά άτομα, μιας ιδιότυπης ελίτ συνταξιούχων, υπογραμμίζουν με νοσταλγία παλιές … συγγένειες.
 
Και μπαίνουμε στην πλατεία… Στη δεξιά μεριά, κατεβαίνοντας, δηλώνεις αδυναμία για κάποια … ταξινόμηση. Δέχεσαι πως ένα πλήθος ανείπωτων αποχρώσεων έχει κάνει κατάληψη. Και μια τέτοια κατάσταση πάντοτε είναι εκτός ελέγχου. Στις άλλες πλευρές της πλατείας η κατάσταση είναι ελεγχόμενη και θυμίζει τους χαροκόπους που χρειάζονται τις ανάσες τους, ύστερα από τη μεγάλη …γιορτή. Διότι, στην Κομοτηνή κάθε μέρα έχουμε γιορτή. Υπάρχουν και ορισμένα στέκια όπου μερακλήδες συνταξιούχοι πίνουν από τις 10 μέχρι τις 12 τα ούζα τους. Κάθε μέρα… -Έλα να πιείς ένα ούζο μαζί μας, με προσκαλούν. Ειλικρινά, ντρέπομαι να καθίσω τέτοια ώρα. Το θεωρώ πρόκληση. Αλλά, τους απαντώ πως βιάζομαι και κάπου …πηγαίνω. Συνεχίζοντας προς τη Βενιζέλου και μέχρι το τέλος της, μετά τη Λέσχη Κομοτηναίων, το ίδιο απαράλλαχτο φαινόμενο. Κάθε περιγραφή θα ήταν μονότονη επανάληψη…
 
Αυτό το θέμα με απασχολεί εδώ και τρία χρόνια και το ερευνώ. Συζήτησα με πολλούς «ειδικούς», μαγαζάτορες, σερβιτόρους, επίμονους παρατηρητές των γεγονότων της πόλης, αναλυτές. Αλλά και με κάθε άνθρωπο που μπορεί να κάνει μια εκτίμηση. Είχαμε την ίδια άποψη. Στην Κομοτηνή, μέχρι το μεσημέρι κινείται ένα πλήθος ανθρώπων γύρω στις 2500 με 3000 καθημερινά. Σ' αυτόν τον αριθμό υπολογίσαμε και τη συνολική λειτουργία της αγοράς, των καφενείων και των καταστημάτων που βρίσκονται στους παράδρομους. Κι επειδή δεν έχω αίσθηση της νυχτερινής ζωής, ένας ειδήμων συνομιλητής υπολόγισε πως η κίνηση του 24ώρου φτάνει στις 15000 άτομα. Αλλά ο αριθμός αυτός είναι εντυπωσιακός για μια πόλη σαν την Κομοτηνή, αφού εκτός από τους 10000 φοιτητές, που δεν βρίσκονται κιόλας συνέχεια στους δρόμους, ο άλλος κόσμος είναι ή … πρέπει να είναι, εργαζόμενος, ή άνεργος και κάπου αλλού να διαχειρίζεται τα προσωπικά του προβλήματα. Έτσι, γνωρίζοντας και την κοινωνία της πόλης μας, καταλήξαμε σε κάποια συμπεράσματα.
 
Την πόλη επισκέπτεται μεγάλος αριθμός ανθρώπων από τα χωριά, μια και οι αγρότες δεν είναι πια … αγρότες και πως οι άνθρωποι της μειονότητας έχουν εγκαταλείψει τα απομονωμένα μαγαζιά και για να θεωρούνται in, όπως είπε χαρακτηριστικά ο φίλος μου, έρχονται στα κεντρικά μαγαζιά της πόλης. Κι όλα αυτά εν μέσω μεγάλης οικονομικής κρίσης, η οποία είναι απότοκος μιας βαθιάς και πολυεπίπεδης κοινωνικής κρίσης.
 
Μπήκα στην οδό Μιχαήλ Καραολή, αγκάλιασα με το βλέμμα και τη σκέψη μου το γνώριμο χρώμα της παλιάς Κομοτηνής κι ενώθηκαν οι προβληματισμοί μου μ' αυτούς που κουβαλάν οι γειτονιές. Γιατί τα σπίτια και τα άλλα στοιχεία της πόλης μιλάνε κι αυτά, όταν, βέβαια, υπάρχουν κοινοί κώδικες… Ανηφόρησα μ' ένα αίσθημα αποσυμπίεσης για την άλλη Κομοτηνή. Της ανθρώπινης επαφής με απλούς ανθρώπους, γνωστούς και άγνωστους. Και με τους άγνωστους ..γνωριζόμαστε και μιλάμε με πολλή ζεστασιά και ψάχνουμε τα αίτια.. της ευδαιμονίας και της δυστυχίας. Αυτές οι δυο έννοιες δεν απέχουν και πολύ μεταξύ τους. Είναι δίπλα, συνταιριασμένες. Και πήγε ο νους μου και σ' άλλες πόλεις. Μα κι εκεί, σχεδόν, τα ίδια παρατηρούνται. Σκέφτηκα πως αν ήταν άλλες εποχές θα μιλούσαμε για το Βυζάντιο της παρακμής. Αλλά, δεν το είπα σε κανένα. Πώς να σκιάσεις το δικαίωμα στο όνειρο;
 

*Ο Σπύρος Παπουτσής είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός. Το κείμενο προέρχεται από τη σελίδα του στο fb. Όπως ο ίδιος σημειώνει το είχε δημοσιεύσει για πρώτη φορά το 2015, «κι από τότε, τίποτα δεν έχει αλλάξει για τη μακάρια πόλη μας!!!»

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.