Η «Τσανακλειος» της Κομοτηνης και των διαλογων

Ένα από τα πιο γόνιμα συμβάντα του τελευταίου καιρού, για μας που γράφουμε εξακολουθώντας να διατηρούμε τους ρόλους μας σ’ ένα ιστορικά εκρηξιγενές μετερίζι, αυτό του τύπου, που εν τούτοις έχει αλλάξει σήμερα συνολικά ρότα, γεγονός ευκόλως παρατηρήσιμο στην απολύτως κοινή ροή των τηλεοπτικών ειδήσεων των οκτώ,
 
ένα από τα πιο γόνιμα συμβάντα του τελευταίου καιρού είναι ο αριθμός των προτάσεων- θέσεων που ενεγράφησαν στα social media με αφορμή ένα σχόλιό μας για την Τσανάκλειο ως μουσείο Κ. Καραθεοδωρή, όπως έχει προεξαγγελθεί από το Δήμο Κομοτηνής, καθώς και ένα ακόμη σχόλιο-υπενθύμιση μιας αιωρούμενης δωρεάς τεκμηρίων από τη ζωή και το έργο του διάσημου στον κόσμο όλο επιχειρηματία Νέστορα Τσανακλή, με την οικονομική υποστήριξη του οποίου ανεγέρθη το 1906 η εξαιρετικής ωραιότητας αρχιτεκτονικά Ελληνική Αστική Σχολή Νέστορα Τσανακλή.
 
Ικανοποιητικός αριθμός προτάσεων-θέσεων που «σπάζουν» το εν σιωπή διακείμενο σώμα της πλειοψηφίας των πολιτών της πόλης μας, τις τύχες της οποίας μοιάζει να έχουν εναποθέσει στους θεσμικά ενδυομένους τους ρόλους του υπευθύνου για την πορεία της στο παρόν, σ’ όλους τους τομείς του κοινωνικού βίου και στον πολιτισμό.
 
Προτάσεις επωνύμων συμπολιτών, η παιδεία των οποίων τους συνυφαίνει αδιάρρηκτα με την πόλη και τον πολιτισμό της, τώρα πια που δεν τίθενται ιστορικά διλήμματα αστών-ευεργετών και σχέδια απελευθέρωσης ή ενσωμάτωσης και ουδενός τύπου αλυτρωτισμός.
 
Προτάσεις επωνύμων συμπολιτών, τα οποία με τη σειρά που διατυπώθηκαν υπογράφουν ο συνεργάτης μας εκκλησιαστικός ιστορικός Γιάννης Σιδηράς, η αρχιτεκτόνισσα Μαριάννα Σκαπαριώτου-Σωτηριάδου και ο δημοσιογράφος Ξάνθος Κώστογλου, εισάγοντάς μας ως κοινωνία σ’ ένα πλέγμα νέων συνθηκών ενδιαφέροντος διαλόγου για μελλοντικώς συμβησόμενα στην πόλη, τα οποία δεν μπορούν κι αυτή τη φορά να γίνουν ερήμην μας, ερήμην του συνόλου των πολιτών που ενδιαφέρονται να σπάσει το απόστημα των «ιδιοκτησιών» και νομής του πολιτισμικού παρελθόντος και παρόντος της πόλης, κατά τα μικροαστικά, προσωπικά και ιδιοτελή συμφέροντα, τα κατά την αρεσκεία των επικυριάρχων, όπως πολλάκις μέχρι τώρα έχει συμβεί, επικεντρώνοντας αντί του διαλόγου στα τετελεσμένα της «μαγκιάς» του δυναμένου εξουσιαστή αλλά και στα συνεπαγόμενα αυταρχικά του στιλ σ’ όποιον αρέσει.
 
Προτάσεις που μας γυρίζουν πίσω στον καιρό, τότε που τα social media δεν είχαν εγκαθιδρυθεί στην καθημερινότητά μας απορροφώντας το μαζί και τον διάλογο, κι ήταν ακόμη ζωντανή η αναγκαιότητα για κύκλιους χορούς κι αλλαγές που δεν θα μπορούσαν να συμβαίνουν χωρίς εμάς, με πολίτες σερνάμενους κατά μόνας όπως σήμερα…
 
Τσανάκλειος και προτάσεις ενεργών πολιτών όμως, που αναζητούν ακόμη τα βέλτιστα διαλεγόμενοι, ελπίζοντας σε ευήκοα ώτα… Για τη φροντίδα προς την πόλη μας που οφείλει να είναι κοινό ενδιαίτημα…

Προσφέρω τα ανέκδοτα έγγραφα του αρχείου μου που αφορούν στην προϊστορία ανεγέρσεως του κτιρίου της Τσανακλείου

Του Γιάννη Σιδηρά, εκκλησιαστικού ιστορικού
 
Η ουσιαστική αξιοποίηση του ιστορικού κτιρίου της επταταξίου Αστικής Σχολής Αρρένων, που ανηγέρθη από τον μεγάλο ευεργέτη της Κομοτηνής Νέστορα Τσανακλή, θα μπορούσε να οδηγήσει τους αρμοδίους στην απόφαση να στεγάσουν εκεί το ομώνυμο Μουσείο ή το «Μουσείο Πολιτισμών» της Κομοτηνής.
 
Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσα να συνεισφέρω το σύνολο των ανέκδοτων εγγράφων που διατηρώ στο αρχείο μου και αφορούν στην προϊστορία ανεγέρσεως του νέου κτιρίου (1906-1907), όπου στεγάσθηκε το λεγόμενο Σχολαρχείο της Κομοτηνής. 

Η Τσανάκλειος ως νέα αφετηρία για την πόλη της Κομοτηνής

Της Μαριάννας Σκαπαριώτου- Σωτηριάδου
 
Για όλους εμάς τους παλιότερους, καθώς και για πολλούς επισκέπτες, η Τσανάκλειος αποτελεί αναφορά του πρώτου οικιστικού πυρήνα και χαρακτηριστικό σημείο της πόλης μας.
 
Όλοι, -ιδιαίτερα όσοι με κάποιο τρόπο «πλησιάσαμε» πιο πολύ στο κτίριο και το ζήσαμε από κοντά ή και από μέσα – νοιώθουμε ένα δέος και την ανάγκη προστασίας και φροντίδας του πολύ επιτακτική. Γι’ αυτό το υπέροχο κτίριο των αρχών του 20ου αιώνα με τα νεοκλασικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά και την ογκομετρική αίσθηση, στολίδι –σήμα μιας εποχής, όπου η «παγκοσμιοποίηση» είχε ουσιαστική εφαρμογή στη ζωή των ντόπιων Κομοτηναίων. Επιφανές τέκνο της – με οικουμενική λάμψη – ο Νέστωρ Τσανακλής στη μνήμη του οποίου πραγματοποιήθηκαν εκδηλώσεις.
 
Ας μου επιτραπεί λοιπόν να εκφράσω μερικές σκέψεις μου, και επειδή έζησα το κτίριο από πολύ κοντά: Ως εργαζόμενη στην Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών -για λίγο- που το κτίριο φιλοξενούσε Νομαρχιακές υπηρεσίες γύρω στα 1972. Ως μελετήτρια, όταν επί νομαρχίας του αείμνηστου Παναγιώτη Φωτέα με παραίνεση και προτροπή του οποίου, μελετήσαμε τη συντήρηση και επισκευή του, για να στεγάσει λειτουργικές ανάγκες του Πανεπιστημίου, συμμετέχοντας στην προσπάθεια όλων να το στηρίξουμε και να βοηθήσουμε την ίδρυση και εγκατάστασή του. Τότε με πολύ σεβασμό και δέος και μετά από πολύμηνη συνεργασία με τις υπηρεσίες της αρμόδιας Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων ολοκληρώσαμε τη μελέτη και στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε η αποκατάσταση με κατασκευαστή τον αείμνηστο συνάδελφο και καλό φίλο Δημήτρη Τσετινέ.
 
Στη συνέχεια και ως εργαζόμενη στο Πανεπιστήμιο, συμμετέχοντας στην εκπόνηση μελετών επισκευών, όταν στέγασε διοικητικές υπηρεσίες καθώς και την Πρυτανεία του Πανεπιστημίου, η οποία παρέμεινε μεγάλο χρονικό διάστημα έως ότου μεταφερθεί στις μόνιμες εγκαταστάσεις στην Πανεπιστημιούπολη.
 
Αργότερα το κτίριο «έζησε» αρκετό καιρό έρημο και ψυχορραγούσε παραμελημένο αναζητώντας τους …ιδιοκτήτες του, με αποτέλεσμα να ταλαιπωρείται με την γνωστή γραφειοκρατία. Τέλος …και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, η Πολιτεία εξασφάλισε τις απαραίτητες πιστώσεις και με φορέα υλοποίησης τον Δήμο Κομοτηναίων, ολοκληρώνεται η αποκατάστασή του και προβάλλει πάλι ως υπέροχο στολίδι , αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα και ιστορικό κειμήλιο μιας λαμπρής εποχής.
 
Αυτό το εξαιρετικό οικοδόμημα , δωρεά του Νέστορος Τσανακλή, είναι επιτακτικά αναγκαίο και σκόπιμο, να αποδοθεί ως μικρή αναγνώριση στον δωρητή του. Να οργανωθεί δηλαδή ως «ΚΕΝΤΡΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΝΕΣΤΟΡΟΣ ΤΣΑΝΑΚΛΗ». Ένα κτίριο – ζωντανό κύτταρο πολιτισμού και όχι απλά μουσειακός απόμακρος χώρος- που θα λειτουργεί και θα φυλάσσεται μόνιμη έκθεση ιστορικών στοιχείων, φωτογραφιών, συγγραμμάτων, εγγράφων, εντύπων, ηλεκτρονικών προϊόντων κλπ. με περιεχόμενο την ιστορία της πόλης μας, ένα Κέντρο όπου ο κάθε ενδιαφερόμενος θα μπορεί να πληροφορηθεί και να συλλέξει στοιχεία για τον δωρητή του αλλά και για την πόλη και την περιοχή μας, με την οποία ο Ν. Τσανακλής είναι άρρηκτα συνδεδεμένος. Μια μοναδική ευκαιρία να συγκεντρωθεί αυτό το πλούσιο και πολύτιμο υλικό που βρίσκεται σκορπισμένο σε φορείς και ιδιώτες.
 
Παράλληλα θα μπορούσε να δέχεται και να φιλοξενεί περιοδικές εκθέσεις ανάλογου περιεχομένου στους χώρους του, αλλά και στον μοναδικό κήπο που το περιβάλλει καθώς και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις μουσικής, ζωγραφικής κ.λ.π.
Δεν επιτρέπεται να αλλοιώσουμε τον χαρακτήρα του και να το «φορτώσουμε» με τη φιλοξενία και άλλων ετερόκλητων συλλόγων π.χ. Σύλλογος Καραθεοδωρή αποδυναμώνοντας την αίγλη, τον στόχο και τον προορισμό του. Οι σύλλογοι αυτοί διαθέτουν χώρους και ήδη στεγάζονται ή θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν άλλα κτίρια. Έτσι που η πόλη να αναπτύσσει και να συντηρεί ένα δίκτυο πολιτισμικών σημείων – κόμβων.
 
Με τον τρόπο αυτό η Τσανάκλειος θα επανακτήσει την αίγλη και την ιστορική αξία της και θα προβάλλει την ιστορία της πόλης και τον Νέστορα Τσανακλή. Ένα ζωντανό «Κέντρο Ιστορίας και Πολιτισμού».
 
Εξυπακούεται ότι βασική προϋπόθεση είναι να σταθούμε με πολύ σεβασμό τόσο στη λειτουργία του όσο και στην προβολή του και να μην «καταντήσει » ένα ακόμη στέκι ορισμένων «ομάδων» με ανάρμοστες λειτουργίες και χρήσεις (π.χ. Λέσχη Κομοτηναίων κ. ά.) Και κυρίως να στελεχωθεί με επιστήμονες ειδικούς που υπάρχουν ευτυχώς γέννημα – θρέμμα της πόλης μας αλλά δυστυχώς αναζητούν την τύχη τους σε άλλες πόλεις ή χώρες. Δεν καταφεύγουμε σε «πρόχειρες λύσεις», προσωρινές, ανεύθυνες και …φτηνές παραχωρώντας τη …φροντίδα τους σε συλλόγους…. Πρέπει ν’ αρχίσουμε επί τέλους να σκεφτόμαστε και να υπηρετούμε με σοβαρότητα, υπευθυνότητα και ποιότητα τις πολιτιστικές λειτουργίες του τόπου μας. 

Η «Τσανάκλειος» δεν είναι αντικείμενο μουσειολόγων

Του Ξάνθου Κώστογλου
 
Η μικροαστική τάξη πάει στον Παράδεισο ή η τιμή (υπεραξία) της «χαμένης» αστικής κληρονομιάς. Δηλαδή η Κομοτηνή δεν θα μπορούσε να φανταστεί την ύπαρξή της, χωρίς ένα «Μουσείο Τσανακλή»; Ό,τι απόμεινε από την «ευεργεσία» (Αρρεναγωγείο) του Νέστορος Τσανακλή στη γενέθλια πόλη, είναι το εμβληματικό κτίριο της δωρεάς κι εκείνο που μπορεί πρώτα πρώτα να αξιολογηθεί είναι η μέχρι σήμερα λειτουργικότητα του κτίσματος, μετά από έναν αιώνα περίπου, η αρχιτεκτονική και πολιτιστική του αξία. Γι ‘ αυτό είναι σήμερα σημαντική, μετά από μια γραφειοκρατική ταλαιπωρία, αδιαφορία και αναποφασιστικότητα, που το έφτασε στα όρια της κατάρρευσης, η απόφαση επιτέλους να αναπαλαιωθεί και να «ζωντανέψει» το εμβληματικό κτίριο στο ιστορικό κέντρο της πόλης.
 
Η «ευεργεσία» του Νέστορος Τσανακλή, η «Τσανάκλειος», πέρα από τα ιστορικά, οικονομικά, κοινωνικά, αρχιτεκτονικά στοιχεία μιας χρονικής περιόδου της τοπικής ιστορίας, σήμερα μπορεί να εκτιμηθεί ως προσφορά υλικής βοήθειας, με μια υψηλή παιδαγωγική σημασία, για τα χρόνια εκείνα, μια πράξη ιδιωτικής παρέμβασης, μια ιδιωτική δωρεά, στην τοπική δημόσια ζωή. Τα “εθνικά” χαρακτηριστικά που θέλουμε να ανακαλύψουμε σήμερα, για να υποστηρίξουμε συναισθηματικές υπερβολές και τοπικιστικές ιδεοληψίες και να συμπληρώσουμε το τεράστιο πνευματικό και πολιτιστικό κενό των σύγχρονων καιρών μας, δεν ανιχνεύονται στην ελλιπή και πολλές φορές γραμμένη με ποικίλες σκοπιμότητες τοπική ιστορία. Τα οποιαδήποτε «εθνικά» οφελήματα είχε η «ευεργεσία» του Τσανακλή, στο πνεύμα των “εθνικών ευεργεσιών”, που στήριξαν την προσπάθεια εθνικής ανασυγκρότησης μιας καθημαγμένης, από πολέμους και κρίσεις κοινωνία, φαίνεται πολύ σύντομα να απαξιώνονται, να υποτιμούνται. Έτσι ο εκπαιδευτικός και μορφωτικός σκοπός μιας δωρεάς, πολύ σύντομα αντικαθίσταται από τη λειτουργία διοικητικών μηχανισμών (Γενική Διοίκηση Θράκης, Νομαρχία, Πρυτανεία), ενώ ως κτίριο σε πολλές φάσεις της ζωής του εγκαταλείπεται, υποτιμάται, πέφτει θύμα φτηνών, ανταλλακτικών και συναλλακτικών, γραφειοκρατικών σχέσεων ή ενεργειών.
 
Προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι ούτε η «Τσανάκλειος», ούτε «Το Μέγαρο Στάλιου», ούτε η Λέσχη, ούτε κανένα, από όλα τα «απομεινάρια» που συνέθεταν κάποτε τη «χαμένη» αστική τάξη της πόλης, αφομοιώθηκαν ποτέ, αγαπήθηκαν, έγιναν κτήμα από την τοπική κοινωνία, που τα θεωρούσε απόμακρα και απρόσιτα. Έχει ενδιαφέρον η άποψη του κ. Παναγιώτη Νούτσου στο «Βήμα»: «Πού μπορούσε να ευδοκιμήσει μια τέτοια οικονομική δραστηριότητα (ευεργεσία); Σε όλους τους χώρους της Διασποράς, από τη Δυτική ως την Ανατολική Ευρώπη και τις αποικίες της. Μια τέτοια παρουσία κυμάνθηκε ανάμεσα στην «ενσωμάτωση» και την πλήρη «αφομοίωση». Οι συντελεστές που απέτρεπαν ή έστω που επιβράδυναν τη δεύτερη περίπτωση, δηλαδή την «αφομοίωση», ήταν η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι κοινότητες».
 
Η άποψή μου είναι γιατί όλα αυτά τα κτίρια στη διάρκεια της ζωής τους συνδέθηκαν, όχι με την πολιτιστική παράδοση της πόλης, αλλά περισσότερο, με «αυταρχικές» και «καταπιεστικές» μορφές εξουσίας και συμπεριφορών (Το Μέγαρο Στάλιου, ως κτίριο της Ασφάλειας, αλλά και το κτίριο της πρώην Δημοτικής Βιβλιοθήκης, επί της Νέστορος Τσανακλή, βασανίστηκαν πολλοί συμπολίτες μας, στις κατά καιρούς φασιστικές κατοχές). Αλλά πιστεύω και για έναν άλλο λόγο• αυτό που αντιπροσώπευε τη «χαμένη» αστική τάξη της πόλης και την πολιτιστική της παρουσία (κτίρια, δωρεές κλπ), δεν ήταν τίποτε άλλο από την ύπαρξη και την ανάπτυξη ενός σκληρού φεουδαρχικού οικονομικού μοντέλου τσιφλικάδων στην ημιαστική πόλη και στην ύπαιθρό της και μεταπρατών (μηδέ του Τσανακλή εξαιρουμένου).
 
Οι ιστορικές καταγραφές για τη σχέση του Νέστορος Τσανακλή με τη γενέθλια πόλη, την Κομοτηνή, είναι ελάχιστες, όπως και οι πέραν της «Τσανακλείου» ευεργετικές και οικονομικές δραστηριότητες του. Όπως αποδεικνύεται και από την εκδήλωση που επικαλείται ο «Παρατηρητής της Θράκης», πιο έντονη ήταν η οικονομική παρουσία του και οι ευεργετικές δραστηριότητες του στην Αίγυπτο. Και είναι λογικό: «Δεν εξιδανικεύω τους ευεργέτες του παρελθόντος ούτε του παρόντος», λέει ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Η ευεργεσία ήταν ένα είδος συσσώρευσης κοινωνικού κεφαλαίου χωρίς το οποίο δεν μπορούσε κάποιος να κάνει επιχειρήσεις ή πολιτική. Δεν γινόταν για την αγάπη της πατρίδας». «Οι Αβέρωφ της Αιγύπτου λ. χ. είχαν το διακομιστικό έργο των στρατευμάτων του Ιμπραήμ όταν εκείνος επενέβη στην Πελοπόννησο. Και εν συνεχεία, έκαναν μεγάλες δωρεές. Θέλω να πω ότι είναι λάθος να βλέπουμε τους ευεργέτες με αυτήν την παλιά ρομαντική άποψη. Σήμερα, έχοντας διαβάσει Πιερ Μπουρντιέ και πολλούς άλλους στον 20ό αιώνα βλέπουμε περισσότερο αναλυτικά τη στρατηγική της ευεργεσίας ως στρατηγική συσσώρευσης κοινωνικού κεφαλαίου, ως μέσο πρόσβασης σε μια χώρα, στην πολιτική της αλλά και στο φαντασιακό της ακόμη. Υπό αυτήν την έννοια, υπάρχουν και σήμερα ευεργέτες, γνωστά ιδρύματα». (Καθημερινή, δες σχετικό link).
 
Η «Τσανάκλειος» δεν είναι αντικείμενο μουσειολόγων. Εκτιμήθηκε ιστορικά, πολιτικά, κοινωνικά και αξίζει να παραδοθεί σήμερα σε περισσότερο σύγχρονες χρήσεις. Άλλωστε το κτίριο ευτυχώς ξαναποκτά την παλαιά αρχιτεκτονική του αίγλη, αποκαθίσταται ευκρινώς η επιγραφή του ιδρυτή της και η ημερομηνία της ίδρυσής της και είναι ενδιαφέρον πράγματι ότι κεντρίζει το ενδιαφέρον των νεαρότερων πολιτών της πόλης. Και ίσως αυτό να μεταφέρει το μήνυμα των καιρών. Την παράδοσή του σε πιο σύγχρονες και νεανικές δράσεις. Ε! Όχι που χρειαζόμαστε και τα …χρυσόβουλα των εκπροσώπων του πολιτιστικού μεσαίωνα και της πολιτιστικής οπισθοδρόμησης της πόλης περασμένων δεκαετιών. Αυτών που “εξόρισαν” το Γεώργιο Βιζυηνό από το παλμαρέ των πολιτιστικών δραστηριοτήτων τους, επειδή… «ήταν τρελός από έρωτα».
 
Την υπόθεση του Μουσείου Καραθεοδωρή και την πιθανή «συστέγασή» του δεν θέλω ούτε να τη φανταστώ. Μια υπόθεση με φανερές πολιτικές προεκτάσεις από την ίδρυσή του ακόμη και κυρίως με «σημεία», που αγγίζουν τα όρια ενός υστερικού πνευματικού ελιτισμού, από ανθρώπους που διεκδικούν το IQ του Αϊνστάϊν, επειδή ανακάλυψαν τη θρακιώτικη καταγωγή (όχι πάντως Κομοτηναίος) του καθηγητή του, Καραθεοδωρή.
 
Η άποψή μου λοιπόν είναι η χρήση της «Τσανακλείου» να περάσει σε νεανικές δραστηριότητες και μάλιστα δραστηριότητες, που ενσαρκώνουν το μαχόμενο ανθρωπισμό, τον εθελοντισμό. Τις σύγχρονες μορφές «ευεργετισμού» (δωρητές οργάνων και ακτιβιστικά κινήματα με επίκεντρο τον άνθρωπο). Σε μορφές που θα αμφισβητούν τις αυταρχικές απεικονίσεις του παρελθόντος και τις υποκριτικές φιέστες φιλανθρωπίας και αγοραπωλησίας κοινών αγαθών, σε δύσκολους καιρούς οικονομικής κρίσης. Σε χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας για την διάδοση πνευματικών και καλλιτεχνικών δημιουργημάτων.
 
Υ.Γ.: Η διαχρονική ιστορία των αστικών κληροδοτημάτων:
 
• Το «Μέγαρο Στάλιου», μετονομάζεται σε «Παπαδριέλειος Πινακοθήκη» για να καταλήξει σήμερα από Πινακοθήκη σε…Πινακωτή. (Όσοι έχουν έφεση στα παρωνύμια θα αντιληφθούν και το λογοπαίγνιο).
 
• Η δε αρχιτεκτονική αίγλη του περίφημου νεοκλασικού …υποσκάπτεται από το «τρολάρισμα», μιας μικροαστικής και ματαιόδοξης πολιτι

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.