Η τελευταια Ανασταση

της Φωτεινής Ναούμ*

Μεγάλη Παρασκευή ήταν που περνούσε μπροστά απ το πάρκο ο επιτάφιος κι εμείς στο παγκάκι με ένα κασετόφωνο στη διαπασών τα χέβι μέταλ, ένα μπουκάλι κρασί κόκκινο δίπλα μας, τσιγάρα να κρέμονται απ τα έφηβα χείλη. Κι ο κόσμος ακολουθούσε ήσυχος, κατανυχτικός σε μια ηρεμία σχεδόν απόκοσμη μα εμείς προκλητικά εθισμένοι στη αλαζονεία της νιότης και του έρωτα, κουνούσαμε τα τρελαμένα μας κεφάλια πάνω κάτω στο ρυθμό της μουσικής, κι όταν κουραζόμασταν μ’ αυτή την ανώφελη επίδειξη μαγκιάς και μαζί απόγνωσης, κουρνιάζαμε σαν τσακισμένα πουλιά στο παγκάκι μας, το ίδιο πάντα, τόσο χρόνια μετά χαραγμένο με τα ονόματά μας και αγκαλιαζόμασταν σφιχτά, διαπερνούσαν ένιωθα τα στήθη μου τη σάρκα σου, χωνόμουν, βούλιαζα στο σώμα σου, ήταν θυμάμαι πάντα μυρωδάτο κι απαλό κι ύστερα αλλάζαμε θέση και χωνόσουν εσύ μέσα μου, δεν θα έκανα ποτέ δικό σου παιδί, στο’ χα πει κι εσύ συμφωνούσες κι ας χρόνια μετά που σε συνάντησα τυχαία στο δρόμο σου είχα πει πως είχα γνωρίσει μια μικρή, θα ‘ταν τριών ή τεσσάρων και πόσο μας έμοιαζε να δεις, είχε τα μάτια σου, τα χείλη, τα μαλλιά μου.

 

Κι έπειτα άλλαξαν οι καιροί, άλλαξαν οι συνήθεις. Εσύ τα κάπνισες, τα κατάπιες, τα ρούφηξες κι εγώ εκεί. Εγώ που μισούσα τα αίματα σ άφηνα να σκίζεις τη σάρκα μου για να μου μεταγγίσεις το αίμα σου, εγώ που φοβόμουν τα ύψη να σε κοιτώ να πετάς ολοένα και πιο ψηλά σάρκινος χαρταετός εσύ κι εγώ στη γη με πόδια σταθερά δυο να σου κρατάω τα μπόσκα. Να σου βαστάω το σκοινί όλο και πιο γερά, μην και μου ξεφύγεις, μην και χαθείς μέσα στα οράματα και μου φύγεις για πάντα.

 

Τα χείλη μου στο σβέρκο σου, σκέπαζαν τα μαλλιά το πρόσωπό μου κι ήταν η στιγμή ιερή, συγχώρα με θεέ γι’ αυτή την ύβρη, πόσο πολύ προσκύνησα στην τεράστια αγάπη μας, πόσο πολύ την έβαλα πάνω από ανθρώπους, οικογένεια, φιλίες και θεούς, που δεν ξέρω αν θα χω το χρόνο ποτέ ακόμη κι αν το θελήσω, πραγματικά να μετανοήσω. Και τρέχαμε μαζί σε εκκλησιές κι ανάβαμε κεριά χωρίς να ξέρουμε γιατί, τρέχαμε στα στενά σοκάκια της πόλης πότε καβάλα στο μηχανάκι σου δυο και τρεις μαζί και πότε με τα πόδια, πόσο πολύ περπατούσαμε τότε γιατί ήμουν μικρή κι εσύ μεγάλωνες και μου έλεγες σταμάτα επιτέλους αυτά τα ανόητα παιχνίδια…

 

Κι ύστερα άρχισες να οπισθοχωρείς. Άρχισες να φεύγεις από μένα κι όλο να δίνεσαι. Να βουλιάζεις και να πνίγεσαι. Σ’ αγαπώ, μην το κάνεις αυτό έλεγες όταν σου φώναζα κι άρχισες να κρύβεσαι. Μυστικά από μένα που σου τα ‘μαθα όλα, που σου τα ‘δωσα όλα και όταν χρόνια μετά ήρθες μια νύχτα να με βρεις, μόνη σ ένα τραπέζι να σε περιμένω, μου’ χες μιλήσει για κείνες τις εποχές, τις ενοχικές, που εγώ τόσο πολύ σε μάλωνα κι έπειτα μου πες πως είσαι ευτυχισμένος, στο ίδιο σπίτι μένατε μακριά από εδώ, σ’ αγαπούσε και σε φρόντιζε, ήσασταν καλά μαζί, πολύ καλύτερα απ’ ό,τι ήσουν μ’ εμένα.

 

Εκείνη σε αποδέχονταν ολόκληρο, δεν έκρινε τις επιλογές, δεν σε έκρυβε απ’ τον περίγυρο. Κάπως σαν να βούρκωσα, χάρηκα και πικράθηκα μαζί για τις κουβέντες, όταν έσκυψες, έσκυψες με τον ίδιο γνώριμο τρόπο να αγγίξεις τα χείλη μου, άραγε πώς να ήταν εκείνο το φιλί που δεν σου χάρισα; Πώς να ήταν αντί να σε χλευάσω αν σε άφηνα να τύλιγες τα χέρια σου γύρω μου; Πώς θα ‘ταν άραγε αν δεν το ‘παιζα τόσο μοιραία, τόσο ωραία, τόσο απρόσιτη; Πόσο θα κράταγε εκείνο το φιλί, πόσο μακριά θα μας τράβαγε από αυτά που είχαμε επιλέξει να ζούμε; Πού θα μας έβρισκε το άλλο πρωί; Θα χώριζες, θα χώριζα, θα προχωρούσαμε, θα φτάναμε κάπου, θα παντρευόμασταν, θα ρουτινιάζαμε, θα μισούσαμε ο ένας τον άλλο, θα χωρίζαμε, πες μου πώς.

 

Μα ύστερα πέρασαν τα καλοκαίρια, πέρασαν οι χειμώνες και οι πρωταπριλιές, μεγάλο Σάββατο στην εκκλησία του Ευαγγελισμού, με εντόπισες από μακριά και ήρθες και μου φίλησες τα χέρια. «Πώς γίναμε οι άνθρωποι. Πόσο έχουν αλλάξει οι ζωές», ψιθύρισες τόσο σιγά που δεν είμαι βέβαιη αν το είπες ή δεν το είπες. Κι ύστερα μπήκαμε μαζί στη μεγάλη εκκλησιά, είχα να μπω από πότε δεν θυμόμουν, στριμωχτήκαμε ανάμεσα σε ξένα, καλοντυμένα κορμιά, κάθισες σε μια καρέκλα που βρήκες μπροστά και έσκυψα δίπλα σου. «Πεθαίνω» είπες και βρήκες εκείνη τη μέρα να το πεις, λίγες στιγμές μακριά από την Ανάσταση.

 

Έσφιξα το χέρι σου στο χέρι μου. Τα μαλλιά σου ήταν πια κοντά, δυο τρεις ρυτίδες στο πλάι των χειλιών σου. Έγειρες να ακουμπήσεις στα χείλη μου ένα φιλί, μα εγώ αγάπη μου δεν. Άλλη αμαρτία σε τούτη τη ζωή δεν πρόφταινα. Εγώ αγάπη μου, το κάποτε μαύρο πρόβατο, τόσα χρόνια πάσχιζα να γίνω λευκό. Για αυτό με βλέπεις θολή και γκρι. Ήταν το μόνο που μέσα από μύριους κόπους κατάφερα. Σου λέω αγάπη μου πως εγώ δεν. Δεν ήξερα τότε. Δεν πίστεψα, πως εσύ θα φύγεις κι άλλο φιλί ποτέ στον κόσμο αυτό δεν θα πρόφταινα. Σου λέω πως δεν, πως εγώ δεν τα ήξερα όλα αυτά που πέρασες και ούτε που πίστεψα τα λόγια που μου είπες.

 

Οι εικόνες όλες μας περιέβαλαν. Μάτια θλιμμένα έφταναν πάνω μας από παντού παντού κι εγώ έτρεμα. Μέσα στην Άνοιξη ένα κρύο ανυπόφορο. Ακούστηκαν οι καμπάνες χαρμόσυνες κι εσύ άρχισες να κλαις. Έκλαιγα βουβά κι εγώ και δώσ’ του τα φιλιά και τα χαμόγελα και οι αγκαλιές. Μα εμείς μαζί αγάπη μου δεν. Δεν θα προφταίναμε τη χαρά, δεν θα προφταίναμε το μέλλον μας, άλλη Ανάσταση δεν θα ζούσαμε ξανά. Άλλη Ανάσταση ίδια η παρόμοια δύο χιλιάδων χρόνων να μας θυμίζει ξανά και ξανά πως η ζωή δεν είναι τίποτα παραπάνω από έναν καλά ντυμένο θάνατο. Εγώ αγάπη μου, δεν.

 

*Η Φωτεινή Ναούμ γεννήθηκε στην Κομοτηνή, όπου ζει και εργάζεται τα τελευταία χρόνια. Ανακάλυψε το γράψιμο σε νεαρή ηλικία, όταν ακόμα ανακάτευε τους μαρκαδόρους και τα μολύβια στην τσάντα της. Αργότερα, ψάχνοντας πάνω σε λέξεις τον εαυτό της, έγραψε τα πρώτα της ποιήματα. Η σχέση της με τη γραφή υπήρξε πάντα καθοριστική γι’ αυτή: είναι ο τρόπος της να αντιμετωπίζει τη ζωή πιο αισιόδοξα.

Έχει γράψει τα μυθιστορήματα «Ο Διαχειριστής» και «Το Κορίτσι με τα Κόκκινα Παπούτσια», «Αποκαΐδια και Βατόμουρο Γλυκό» και «Χωρίς παρελθόν».

 
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.