Η αρχη μιας (ακομα) δυσης;

Σκέψεις με αφορμή την κατάργηση δικαιωμάτων στην εκπαίδευση στις ΗΠΑ

Την Πέμπτη 29 Ιουνίου 2023, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ εξέδωσε απόφαση σύμφωνα με την οποία το «φυλετικό» δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων για εισαγωγή τους σε τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η απόφαση πλήττει κυρίως μαύρους και ισπανόφωνους. Και τι μας νοιάζει εμάς; Μας νοιάζει!

Το ζήτημα των θετικών διακρίσεων (positive discrimination) στην εκπαίδευση έχει να κάνει με τη διευκόλυνση στην εγγραφή και στη φοίτηση ατόμων που προέρχονται από κοινότητες οι οποίες, για μακρό χρονικό διάστημα, παρέμεναν περιθωριοποιημένες, κυρίως λόγω συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων της Πολιτείας. Πρόκειται, λοιπόν, για αντισταθμιστικό μέτρο υπέρ μειονοτικών ομάδων που έχουν για καιρό υποστεί διακρίσεις και έχει σαφή στόχο τη μείωση των ανισοτήτων μέσα σε μια κοινωνία.

Η πρώτη εφαρμογή μέτρων θετικής διάκρισης στην εκπαίδευση έγινε το 1919 στην Ινδία, όταν η αγγλική αποικιοκρατική διοίκηση αποφάσισε να εφαρμόσει μέτρα (ήταν μέρος των Montagu – Chelmsford Reforms), για να διευκολύνει τη φοίτηση παιδιών από κατώτερες κάστες, τα οποία, μέχρι τότε, αποκλειόταν περίπου από την εκπαίδευση. Αρκετά αργότερα, ανάλογο μέτρο εφαρμόστηκε και στην Αμερική, όταν στις αρχές του 1961, και σε συνέχεια απόφασης του τότε προέδρου J. Κennedy (το γνωστό Affirmative Action Plan), που όριζε ότι οι υποψήφιοι εργαζόμενοι δεν μπορεί να υφίστανται διακρίσεις αναφορικά με την πρόσληψή τους, με βάση τη φυλή, τη θρησκεία, το χρώμα και την εθνική τους καταγωγή. Τότε είναι που λαμβάνονται συγκεκριμένα μέτρα για την υποβοήθηση της φοίτησης παιδιών από κοινότητες που μειονεκτούσαν. Λίγο αργότερα, ανάλογα συνέβησαν και στον ανατολικό κόσμο, όταν σοσιαλιστικές κυβερνήσεις στα Βαλκάνια λαμβάνουν ανάλογα θετικά μέτρα, κυρίως με στόχο τη διευκόλυνση ένταξης των Ρομά.

Η δεκαετία του 1960 είναι η εποχή που τα κοινωνικά κινήματα στον δυτικό κόσμο ωριμάζουν την ιδέα (στα μυαλά του γενικού πληθυσμού) για μείωση των ανισοτήτων μέσα από παρεμβάσεις του κράτους. Παράλληλα, εκείνη την εποχή, εμφανίζονται νέες ιδέες στον χώρο της εκπαίδευσης. Στον χώρο της παιδαγωγικής γίνεται πια αντιληπτό ότι η γνώση δεν μεταλαμπαδεύεται από τον δάσκαλο, αλλά δομείται από τον μαθητευόμενο, και όλη αυτή η διαδικασία εξαρτάται από ένα σύνολο παραγόντων (και όχι μόνο από την «ευφυία»). Συνάμα, εκείνη την εποχή, η κοινωνιολογία της εκπαίδευσης αποδεικνύει, μέσα από έρευνες, ότι η σχολική σταδιοδρομία εξαρτάται από το τι «κληρονομεί» το κάθε παιδί και, πάντως, συνδέεται άμεσα με τη μορφωτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του.

Εκείνη την εποχή είναι και που ο όρος “equity” –ο όρος υπάρχει στα αγγλικά από το 1300 περίπου, με ποικίλο περιεχόμενο– αρχίζει να χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τη «δίκαιη ισότητα», δηλαδή τη δράση με βάση τη λογική ότι οι παροχές και οι επιβαρύνσεις, οι οποίες πάντα γίνονται με κάποιον σκοπό, θα είναι αποτελεσματικές μόνο αν λαμβάνουν υπ’ όψιν το προφίλ και τις διαφορετικές δυνατότητες και ανάγκες του κάθε ανθρώπου.

Και στην Ελλάδα υπήρξε μια ανάλογη κρατική παρέμβαση θετικής διάκρισης στην εκπαίδευση. Αναφέρομαι στη διευκόλυνση των Θρακιωτών Μουσουλμάνων Μειονοτικών νέων για την εισαγωγή και φοίτησή τους σε ελληνικά πανεπιστήμια. Ήταν εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 1990 όταν η ελληνική πολιτεία κατάφερε να δει συνολικότερα και με κριτική ματιά τα αποτελέσματα της πολιτικής της «αμοιβαιότητας», δηλαδή την εφαρμογή εκείνης της σειράς μέτρων και αντίμετρων εις βάρος των εδώ μειονοτικών, σε απάντηση ανάλογων που έκανε η Τουρκία με τους εκεί Ρωμιούς, και είχαν σαν αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την περιθωριοποίηση των μειονοτικών.

Με εκείνο το μέτρο, της λεγόμενης «ποσόστωσης», περίπου 350 μειονοτικοί νέοι μπορούσαν να μπουν κάθε χρονιά στα ελληνικά πανεπιστήμια, ουσιαστικά διαγωνιζόμενοι μεταξύ τους. Η εισαγωγή τους γινόταν σε θέσεις που είχαν δημιουργηθεί ειδικά για αυτούς –μία σε κάθε τμήμα– και ουσιαστικά επιπλέον των υπαρχόντων θέσεων, πράγμα που σημαίνει ότι, με τη χρήση αυτού του μέτρου, τα παιδιά των Θρακιωτών Μουσουλμάνων Μειονοτικών δεν «έκλεβαν» θέσεις που προορίζονταν για τα παιδιά του γενικού ελληνικού πληθυσμού. Το μέτρο ισχύει ακόμα, και καλώς ισχύει κατά τη γνώμη μου, καθώς έχει δώσει τη δυνατότητα σε εκατοντάδες παιδιά να σπουδάσουν, να ενταχθούν στην αγορά εργασίας σε ένα επίπεδο υψηλότερο από εκείνο των γονιών τους, να χειραφετηθούν, να νιώσουν απαλλαγμένα (σε έναν βαθμό) από το μειονοτικό στίγμα και να συμβάλλουν στην παραγωγή πλούτου στον τόπο μας.

Όμως, το χρώμα τ’ ουρανού όσο πάει και σκουραίνει…

Εδώ και καιρό παρατηρείται μια συντηρητική στροφή των κοινωνιών σε όλον τον κόσμο, ως αποτέλεσμα της μεγάλης παγκόσμιας κρίσης (που δεν οφειλόταν μόνο στον κορωνοϊό), και μια επέλαση νεοφιλελεύθερων πολιτικών, που ομνύουν στο όνομα της ισότητας –εκείνης της «ακριβοδίκαιης» ισότητας, που κατά κανόνα ωφελεί τους ισχυρότερους.

Τα μεσαία στρώματα δέχονται μεγάλη πίεση καθώς χάνουν εισόδημα και ασφάλεια, ενώ οι άνθρωποι που τα αποτελούν γίνονται πια νεο-μειονοτικοί και οδηγούνται σε κρίσεις ταυτότητας. Όλα αυτά κλονίζουν έντονα την ιδέα των θετικών διακρίσεων, τόσο σε επίπεδο σύλληψης και σχεδιασμού, όσο και σε επίπεδο εφαρμογής. Με άλλα λόγια, θέτουν υπό αμφισβήτηση όλες εκείνες τις πολιτικές που είχαν σκοπό να «ψηλώσουν» τις παλιές μειονότητες και να τις φέρουν κοντά στους εθνικούς μέσους όρους. Ναι, βεβαίως, υπάρχει παγκόσμια ανάπτυξη, αλλά ο νέος πλούτος, αυτός που για να παραχθεί δούλεψαν πολλοί, καταλήγει σε λίγα χέρια.

Το σίγουρο είναι ότι η αγορά και η ανάπτυξη δεν μπορούν να λύσουν τέτοια προβλήματα, ενώ ο περιορισμός ή κατάργηση των θετικών διακρίσεων θα αποτελέσει ένα ακόμη βήμα στην αύξηση των ανισοτήτων και στην αποσταθεροποίηση των κοινωνιών.

*Ο Γιώργος Μαυρομμάτης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στη Σχολή Επιστημών Αγωγής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.