Για την επιλογη του Ντειβιντ Καμερον ως νεου υπουργου Εξωτερικων της Μεγαλης Βρετανιας

Πριν από λίγες ημέρες, στον ανασχηματισμό που προχώρησε ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Ρίσι Σούνακ, επέλεξε για την θέση του υπουργού Εξωτερικών τον πρώην πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας, Ντέιβιντ Κάμερον, που εν προκειμένω ήταν πρωθυπουργός όταν έλαβε χώρα το δημοψήφισμα (2016) για την έξοδο ή την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Μετά την υπερψήφιση της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση ο Ντέιβιντ Κάμερον, ένας υποστηρικτής[1] του “Remain” (παραμονή της Μεγάλης Βρετανίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης) παραιτήθηκε από το πρωθυπουργικό αξίωμα, θέτοντας εαυτόν εκτός κεντρικής πολιτικής σκηνής.

Ποιοι μπορεί να είναι όμως οι λόγοι που ώθησαν τον νυν Βρετανό πρωθυπουργό Ρίσι Σούνακ να τον επιλέξει για την συγκεκριμένη νευραλγική θέση; Ο πρώτος λόγος άπτεται του ότι ο Ντέιβιντ Κάμερον ποτέ δεν έπαψε να είναι ένας «επαγγελματίας πολιτικός»,[2] για να παραπέμψουμε στην ανάλυση της Μανίνας Κακεπάκη και του Γιάννη Καραγιάννη. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο;

Σημαίνει πως παρά την αποχώρηση του από την κεντρική πολιτική σκηνή το 2016 δεν σκέφθηκε καθόλου το ενδεχόμενο της πολιτικής του «αποστρατείας» (ο Ντέιβιντ Κάμερον δεν υπονόησε κάτι τέτοιο).

 Αντιθέτως, αυτός ο φιλο-ευρωπαίος Βρετανός πολιτικός προετοιμαζόταν[3] για το ενδεχόμενο της επιστροφής του στην κεντρική πολιτική σκηνή, θεωρώντας την πολιτική αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του (ένας επαγγελματίας πολιτικός συνήθως θεωρεί πως μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα στην πολιτική από ό,τι σε άλλους τομείς), και εξακολουθώντας να έχει επαφές με υπουργούς της κυβέρνησης του Συντηρητικού κόμματος.

Η ιδιότητα του επαγγελματία πολιτικού που έφερε συνετέλεσε και στο να μην απαξιωθεί πολιτικά όλα αυτά τα χρόνια (η «αξία του πολιτικού του κεφαλαίου»,[4] σύμφωνα με την διατύπωση του Παντελή Κυπριανού, παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα), ωθώντας τον πρωθυπουργό Ρίσι Σούνακ να στραφεί σε έναν «έτοιμο» πολιτικό που γνωρίζει πολύ καλά από διεθνείς επαφές, για την θέση του υπουργού Εξωτερικών.

 Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο και επελέγη τελικά, αφορά το γεγονός πως για τον πρωθυπουργό της χώρας, η Ρωσο-ουκρανική σύγκρουση και η υποστήριξη της Ουκρανίας ιεραρχούνται ως η πρώτη προτεραιότητα της Βρετανικής εξωτερικής πολιτικής.

Για τον λόγο αυτόν λοιπόν, προτίμησε να επιλέξει έναν πολιτικό που τάσσεται αναφανδόν υπέρ της Ουκρανίας, έχει εικόνα και δη πολύ καλή εικόνα των στρατιωτικών και κυρίως των διπλωματικών εξελίξεων γύρω από αυτό τον πόλεμο, και, επίσης, μπορεί να «υπηρετήσει» με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την Βρετανική πολιτική υποστήριξης της Ουκρανίας και της Ουκρανικής κυβέρνησης. Από την στιγμή μάλιστα όπου έχει ασκήσει ηγεσία[5] εν καιρώ πολέμου: Ήτοι, εν καιρώ της στρατιωτικής επέμβασης για την ανατροπή του Λίβυου δικτάτορα Μουάμαρ Καντάφι από την εξουσία, το 2011.

Ο Ντέιβιντ Κάμερον που ήταν πρωθυπουργός όταν το αυταρχικό, Πουτινικό καθεστώς προσάρτησε παράνομα την χερσόνησο της Κριμαίας το 2014, γνωρίζει με ποιον τρόπο να κερδίσει την εμπιστοσύνη τόσο του Ουκρανού πρωθυπουργού Βολοντίμιρ Ζελένσκι όσο και του υπουργού Εξωτερικών, Ντμίτρο Κουλέμπα. Μάλιστα, η πρώτη του επίσκεψη από την νέα του θέση, ήταν στο Κίεβο.

 Ο τρίτος λόγος που εντοπίζουμε, έχει να κάνει, θεωρητικώ τω τρόπω, με αυτό καθαυτό το γεγονός πως είναι ένας φιλο-ευρωπαίος πολιτικός, δίχως βέβαια κάτι τέτοιο να σημαίνει πως θα θέσει εκ νέου στο επίκεντρο το ζήτημα «επιστροφής» της Μεγάλης Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.[6]

Υπό αυτό το πρίσμα, επελέγη για να διαχειρισθεί από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών τις σχέσεις της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, εκεί όπου πλέον, μετά την επιτυχημένη ολοκλήρωση της διαδικασίας εξόδου, ο Ρίσι Σούνακ ζητά ομαλότητα, ανάπτυξη συνεργειών σε επιμέρους τομείς και αποφυγή λαϊκιστικών εξάρσεων, εκτιμώντας πως όλα αυτά μπορεί να του τα προσφέρει ο Ντέιβιντ Κάμερον.

Και, ο τέταρτος λόγος έχει σχέση με το ότι ο Βρετανός πρωθυπουργός έκρινε πως ως βαθιά φιλελεύθερος πολιτικός είναι ο πλέον κατάλληλος για να αντιμετωπίσει αυταρχικούς ηγέτες και διάφορα αυταρχικά καθεστώτα, επενδύοντας στις αξίες που διαπερνούν μία ισχυρή φιλελεύθερη Δυτική δημοκρατία σαν την Βρετανική.

 Οι τέσσερις λόγοι που αναφέραμε πιο πάνω, προφανώς και δεν εξαντλούν πολιτικά και θεωρητικά, το ζήτημα της επιλογής του, ακριβώς διότι μπορεί να προκύψουν άλλοι τόσοι λόγοι που εξηγούν επαρκώς την απόφαση του Ρίσι Σούνακ να στραφεί στον Ντέιβιντ Κάμερον. Και ένας ακόμη λόγος για την επιλογή Κάμερον μπορεί να είναι το γεγονός πως ο Βρετανός πρωθυπουργός επιθυμούσε να αποκτήσει ένα «στήριγμα» και δη ένα σημαντικό «στήριγμα» εντός κυβέρνησης.


[1] Εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα υποστηρίξουμε πως ο Ντέιβιντ Κάμερον άνηκε (και ανήκει) στην κατηγορία των φιλο-ευρωπαίων Βρετανών πολιτικών. Η ενσωμάτωση εντός της ανάλυσης και η πολύ ελαφριά τροποποίηση της τυπολογικής προσέγγιση του Hans-Dieter Klingemann, ο οποίος διακρίνει μεταξύ «ισχυρών δημοκρατών» (strong democrats), «αδύναμων δημοκρατών» (weak democrats) και «μη δημοκρατών» (non democrats), θα μας βοηθήσει να εμβαθύνουμε περισσότερο. Ως προς αυτό, θα επισημάνουμε πως ο πρώην πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας αφενός μεν εμπίπτει στην ευρύτερη κατηγορία των φιλο-ευρωπαίων Βρετανών πολιτικών, όπως τονίσαμε και πιο πάνω, και, αφετέρου δε, εντάσσεται στην υπο-κατηγορία των «ισχυρών», σύμφωνα με τη διατύπωση του Klingemann φιλο-ευρωπαίων. Και πώς μπορεί να τεκμηριωθεί μία τέτοια άποψη; Από το γεγονός πως αμέσως μετά το δημοψήφισμα του 2016 στο οποίο η πλειοψηφία των συμμετεχόντων τάχθηκε υπέρ της εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση παραιτήθηκε δίχως δεύτερες σκέψεις και δισταγμούς από τον πρωθυπουργικό θώκο, εκτιμώντας πως είναι η ασύμβατη με το εν γένει πολιτικό του προφίλ και τις πεποιθήσεις του η εφαρμογή μίας πολιτικής που θα είχε ως στόχο την επιτυχή ολοκλήρωση της διαδικασίας εξόδου της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεύτερον, από το ότι λίγο αργότερα παραιτήθηκε και από βουλευτής του Συντηρητικού κόμματος, μη διστάζοντας να διακινδυνεύσει την πολιτική του καριέρα χάριν των πεποιθήσεων του και του φιλο-ευρωπαϊκού του προφίλ. Τρίτον, από το ότι δεν παρενέβη καθόλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που διήρκεσαν αρκετά χρόνια, επιλέγοντας στρατηγικά, τη «σιωπή» και αποστασιοποιούμενος από κεντρικές επιλογές των Βρετανικών κυβερνήσεων. Η «σιωπή» δεν σήμαινε μόνο τη διαφωνία του αλλά και το γεγονός πως εξακολουθούσε να παραμένει ένας «ισχυρός» φιλο-ευρωπαίος πολιτικός που δεν επιθυμούσε να παρέμβει σε κάτι που δεν πίστευε. Βλέπε σχετικά, Klingemann Hans-Dieter, “Dissatisfied democrats: Democratic maturation in old and new democracies”, στο: Dalton, R., & Welzel, C., (επιμ.), “The Civic culture transformed”, Cambridge, Cambridge University Press, 2014, σελ. 116-157.

[2] Βλέπε σχετικά, Κακεπάκη Μανίνα, & Καραγιάννης Γιάννης, “ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ”, στο: Κακεπάκη Μανίνα, (επιμ.), «Η πολιτική αντιπροσώπευση στη σύγχρονη Ελλάδα. Χαρακτηριστικά και φυσιογνωμία των μελών του ελληνικού κοινοβουλίου, 1996-2015», Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2019, σελ. 85-108. Το γεγονός πως κάποιος πολιτικός είναι επαγγελματίας πολιτικός δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να αναζητεί εργασία και να εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα ή κάπου αλλού. Όμως, εάν κληθεί να διαλέξει μεταξύ της επιστροφής του στην εν ενεργεία πολιτική και της συνέχισης της εργασίας του, το πιθανότερο είναι πως θα επιλέξει το πρώτο.

[3] Τμήμα της προετοιμασίας ενός άλλοτε εν ενεργεία πολιτικού για την επιστροφή του στο πολιτικό προσκήνιο είναι και η ανάγνωση και η μελέτη πολιτικών κατά βάση πονημάτων, ώστε να είναι ακόμη καλύτερος από την πρώτη φορά, όταν κληθεί να ασχοληθεί και πάλι με την πολιτική. Κάτι παρόμοιο έπραξε και ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Αντώνης Σαμαράς, το χρονικό διάστημα που παρέμεινε εκτός κεντρικής πολιτικής σκηνής. Ή αλλιώς, εκτός ενεργού πολιτικής. Η μετεωρική πολιτική άνοδος του Αντώνη η οποία ξεκίνησε από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 2000 και κορυφώθηκε με την άνοδο του στο πρωθυπουργικό αξίωμα μετά τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 2012, διεκόπη απότομα την επαύριον του δημοψηφίσματος του Ιουλίου του 2015, εκεί όπου είχε υπερισχύσει, όπως είναι ευρύτερα γνωστό, το «Όχι». Και είναι εξόχως ενδιαφέρον το γεγονός πως οι πορείες των δύο πολιτικών (άθελα τους) συγκλίνουν ή αλλιώς, διασταυρώνονται, καθότι και ο Ντέιβιντ Κάμερον παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία (βέβαια είχε διαφορετική θεσμική ιδιότητα από αυτή που είχε ο Αντώνης Σαμαράς), μετά από δημοψήφισμα, εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο την αντίδραση του στην δημιουργία ενός «κύματος» λαϊκισμού που συνέβαλλε στην υπερψήφιση της «εξόδου» από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ο Αντώνης Σαμαράς έπραξε το ίδιο, μην αντέχοντας να δει από την θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης το «εφιαλτικό» ενδεχόμενο της εξόδου της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση. Επομένως και η δική του παραίτηση λογίζεται ως αντίδραση στον τότε επελαύνον Συριζαϊκό εθνικολαϊκισμό που αρκούσε για να οδηγήσει τον ΣΥΡΙΖΑ σε μία δεύτερη εκλογική νίκη τον Σεπτέμβριο του 2015, λίγους μήνες μετά την πρώτη. Οι συγκλίσεις όμως σταματούν εδώ, ακριβώς διότι ο Αντώνης Σαμαράς διατήρησε την βουλευτική ιδιότητα, κάνοντας χρήση του άτυπου πρωθυπουργικού δικαιώματος να «λέει αυτά που θέλει όποτε θέλει», αποφεύγοντας την οποιαδήποτε τριβή με τα εσωκομματικά της Νέας Δημοκρατίας και έχοντας πολύ λίγες ελπίδες να διαδραματίσει ρόλο ανάλογο του παρελθόντος. Από την άλλη, ο Ντέιβιντ Κάμερον παραιτήθηκε και από βουλευτής, διεκδικώντας όμως για τον εαυτό του, ως επαγγελματίας πολιτικός, ρόλο «εφεδρείας» που όταν οι συνθήκες θα ήταν κατάλληλες, θα μπορούσε να επιστρέψει. Όπως και συνέβη.

[4] Βλέπε σχετικά, Κυπριανός Παντελής, «Απαξία της πολιτικής και αξία του πολιτικού κεφαλαίου. Μεταλλάξεις του πολιτικού προσωπικού στη σημερινή Ελλάδα», στο: «Δημοκρατία και Κρατικές πολιτικές στη σημερινή Ελλάδα», Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα, 2011. Το γεγονός πως τα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας του Συντηρητικού Κόμματος δεν έσπευσαν να αντιδράσουν ή να διαμαρτυρηθούν εντόνως για την επιλογή του Ντέιβιντ Κάμερον, αποδεικνύει εναργώς πως η «αξία» του πολιτικού του κεφαλαίου ήταν και είναι ενεργή (διαμαρτυρίες δεν υπήρξαν ούτε και από Βρετανούς πολίτες), με την επιλογή του να γίνεται ευμενώς αποδεκτή από μετριοπαθείς,  φιλο-ευρωπαίους πολίτες της χώρας.

[5] Ως θιασώτης της ισχυρής ηγεσίας, ο Ντέιβιντ Κάμερον δεν υπαναχώρησε, και ορθώς,  από τον στόχο της απομάκρυνσης Καντάφι από την εξουσία, όταν οι φωνές εναντίωσης σε αυτή την στρατιωτική επέμβαση, άρχισαν να πυκνώνουν. Γνωρίζοντας πως να «πολιτικοποιήσει», κατά τον Κυπριανό, το ζήτημα. Βλέπε σχετικά, Κυπριανός Παντελής, «Απαξία της πολιτικής και αξία του πολιτικού κεφαλαίου. Μεταλλάξεις του πολιτικού προσωπικού στη σημερινή Ελλάδα…» ό.π., σελ. 6.

[6] Το πολιτικά μετριοπαθές και καταστατικά αντι-λαϊκιστικό πολιτικό προφίλ ευρωπαίων πολιτικών όπως είναι οι Ούρσουλα Φον Ντερ Λάϊεν και ο Σαρλ Μισέλ, είναι συμβατό με το αντίστοιχο προφίλ του Ντέιβιντ Κάμερον, κάτι που εν τοις πράγμασι μπορεί να διευκολύνει την επικοινωνία και κατ’ επέκταση τη συνεργασία μεταξύ των τριών.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.