Για την αποχωρηση της «Ομαδας Αχτσιογλου» απο τον ΣΥΡΙΖΑ

Η αποχώρηση της λεγόμενης «Ομάδας Αχτσιόγλου» από το κόμμα του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία απλά επιβεβαίωσε αφενός μεν την βαθιά κρίση που διέρχεται το συγκεκριμένο κόμμα εδώ και αρκετούς μήνες και αφετέρου δε, την ύπαρξη φυγόκεντρων τάσεων οι οποίες ενισχύθηκαν μετά την αποχώρηση μελών της «Ομπρέλας» από τον ΣΥΡΙΖΑ, μετά την συνεδρίαση της κεντρικής επιτροπής το διήμερο 11-12 Νοεμβρίου του 2023.[1]  

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η αποχώρηση στελεχών και βουλευτών που πρόσκεινται στην πρώην υπουργό Εργασίας της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξαρτήτων Ελλήνων, αποκτά έναν ισχυρό κοινοβουλευτικό αντίκτυπο, πέραν του αμιγώς κομματικού.

Και αυτό διότι, εννέα εκ των στελεχών που αποχώρησαν είναι και εν ενεργεία βουλευτές, που εν προκειμένω ήδη κινούνται προς την κατεύθυνση συγκρότησης Κοινοβουλευτικής Ομάδας με την προσθήκη και των ήδη αποχωρησάντων Ευκλείδη Τσακαλώτου & Πέτης Πέρκα.[2] Υπό αυτό το πρίσμα, τόσο θεωρητικά όσο και πολιτικά, μας καλύπτει ο ορισμός που έχει δώσει στην έννοια της «κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης» ο Γάλλος πολιτειολόγος J.C Colliard. Σύμφωνα με τον ίδιο, «κοινοβουλευτική αντιπολίτευση είναι το σύνολο των ομάδων ή των βουλευτών που δεν συμμετέχουν στην Κυβέρνηση και που δεν τη στηρίζουν με τακτικό τρόπο με την ψήφο τους».[3]

Οπότε, μία νέα «κοινοβουλευτική αντιπολίτευση» προς την κυβέρνηση θα προκύψει άμεσα, με την συγκρότηση μίας νέας και με κλασικές Αριστερές-Ριζοσπαστικές αναφορές κοινοβουλευτικής ομάδας, επηρεάζει ποσοτικά την νυν κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ η οποία χάνει επιπλέον μέλη, κάποια εκ των οποίων έχουν παραπάνω από μία κοινοβουλευτικές θητείες στο ενεργητικό τους.

 Ήσαν οι κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις και ομιλίες  βουλευτών που αποχώρησαν από το κόμμα όπως ο Νάσος Ηλιόπουλος και ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, αυτές που συνέβαλλαν στο να προσλάβει ο πολιτικός τους λόγος απλοϊκές και λαϊκιστικές αντι-μητσοτακικές αναφορές.

Εκεί όπου, το πρόσφατο κοινοβουλευτικό παρελθόν αρκετών εκ των βουλευτών-μελών που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ,[4] δεν προοινωνίζεται πως αυτή η νέα κοινοβουλευτική ομάδα θα ξεφύγει από την κλασική Συριζαϊκή «πεπατημένη» έτσι όπως την γνωρίσαμε τα προηγούμενα χρόνια. Ένα ενδιαφέρον θεωρητικά ερώτημα καθίσταται το ακόλουθο: Η αποχώρηση έμπειρων κοινοβουλευτικών μπορεί να επηρεάσει την εν γένει απόδοση και αποτελεσματικότητα της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ;

Φρονούμε πως είναι πρώιμο, αντι-επιστημονικό και εσφαλμένο να απαντήσουμε καταφατικά σε αυτή την ερώτηση. Από την στιγμή όπου κάλλιστα η αύξηση του ρυθμού παραγωγής κοινοβουλευτικού έργου, ο επαρκής συντονισμός και η ανάδειξη κοινοβουλευτικών «ηγετών» μπορούν να συντελέσουν ώστε το «κενό», στο όποιο κοινοβουλευτικό «κενό» να μην φανεί καθόλου.

Παρατηρούμε πως όσον αφορά το ερώτημα που διατυπώσαμε, προστίθενται και άλλες παράμετροι τις οποίες οφείλουμε να εξετάσουμε (ποια κοινοβουλευτικός του ΣΥΡΙΖΑ θα αναλάβει τον ρόλο της «αντι-Αχτσιόγλου»; ).[5]

Αυτομάτως η Έφη Αχτσιόγλου βρίσκει την «ευκαιρία», την πολιτική «ευκαιρία» να ενισχύσει το πολιτικό της κεφάλαιο το οποίο επλήγη μετά την ήττα της από τον Στέφανο Κασσελάκη στον δεύτερο γύρο των εσωκομματικών εκλογών, οικοδομώντας ένα ηγετικό προφίλ και επισκιάζοντας[6] τον Στέφανο Κασσελάκη που δεν είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.

Η διπλή εκλογική ήττα και οι επιπτώσεις από τις παράλληλες κρίσεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ, επιφέρουν κοινοβουλευτικές συνέπειες που θυμίζουν, έστω και εν μέρει, την πρώτη περίοδο της βαθιάς κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, όταν οι διασπάσεις είχαν καταστεί κοινοβουλευτική «κανονικότητα».

Συμπράξεις και συνεργασίες με το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, στο «βωμό» της αντι-κυβερνητικής στάσης και ρητορικής, δεν μπορούν να αποκλειστούν.

 Από την άλλη όμως, δεν θα προκύψει συνεργασία σε κεντρικό επίπεδο που θα μπορούσε να καταλήξει σε απορρόφηση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας Αχτσιόγλου από την αντίστοιχη του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής. Μπορεί αυτή η Κοινοβουλευτική Ομάδα να προκαλέσει «ψηφοφορίες κλειδιά»; Σύμφωνα με την διατύπωση του Dahl;[7]

Όχι, εφόσον και αριθμητικά δεν μπορεί να προκύψει κάτι τέτοιο. Το «ρεύμα» της «Ομπρέλας» δεν διαθέτει πολλούς βουλευτές ώστε να προχωρούσε σε μία ανάλογη κίνηση με αυτή της «Ομάδας Αχτσιόγλου».


[1] Θεωρητικώ τω τρόπω, είναι πιο δόκιμο να υποστηρίξουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βιώνει μία σειρά από παράλληλες κρίσεις που εν προκειμένω οξύνθηκαν μετά την εκλογική επικράτηση του Στέφανου Κασσελάκη στις εσωκομματικές εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου. Παραπέμποντας στην ανάλυση του καθηγητή Ευθύμη Παπαβλασόπουλου (ο άλλοτε «θεωρητικός» του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ Χριστόφορος Βερναρδάκης έχει παραμείνει σιωπηλός), θα επισημάνουμε τα εξής: Πρώτον, ο ΣΥΡΙΖΑ πάσχει από «κρίση αποτελεσματικότητας»; Και τι σημαίνει εδώ «κρίση αποτελεσματικότητας»; Σημαίνει πως αδυνατεί να αρθρώσει αξιόπιστο αντιπολιτευτικό λόγο και να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που απορρέουν από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης που κατέχει. Σημαίνει πως αδυνατεί να ανταπεξέλθει επαρκώς στην πίεση που υφίσταται και από το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα-Κίνημα Αλλαγής και από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος. Δεν έχει υπάρξει στην περίοδο της Μεταπολίτευσης κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης που καλείται εκ των πραγμάτων να «κοιτά» προς τα πίσω του, προς τα κόμματα που ακολουθούν και όχι πως τα μπροστά.  Δεύτερον, βιώνει μία «κρίση αντιπροσώπευσης» οι «ρίζες» της οποίας ανιχνεύονται στο 2019, με το εκλογικό αποτέλεσμα του Μαϊου και του Ιουνίου να την οξύνει περαιτέρω και να την καθιστά δύσκολα διαχειρίσιμη και από την νέα ηγεσία του κόμματος. Τρίτον, ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία διέρχεται μία «κρίση νομιμοποίησης», στο εγκάρσιο σημείο όπου κάτι τέτοιο συνεπάγεται πως όλο και λιγότεροι πολίτες αναγνωρίζουν πως αυτό το κόμμα μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο και στο άμεσο και στο μεσο-μακροπρόθεσμο μέλλον. Η συνύπαρξη των τριών κρίσεων παραγάγει φυγόκεντρες τάσεις, οι οποίες ενισχύονται περαιτέρω από την ύπαρξη και μίας κρίσης «ηγεσίας» που έχει εκδηλωθεί στο κόμμα μετά την εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη στην προεδρία του. Και τι εννοούμε μιλώντας για μία «κρίση ηγεσίας»; Εννοούμε πως ένα διόλου ευκαταφρόνητο τμήμα του στελεχιακού δυναμικού του κόμματος, που μπορεί να εισήλθε σε αυτό προ της περιόδου της κρίσης, δυσκολεύεται να αποδεχθεί τον νέο πρόεδρο και την πολιτική του κουλτούρα, με ό,τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο και ως προς την εν γένει «ανθεκτικότητα» του κόμματος, και ως προς την διαμόρφωση μίας νέας κομματικής στρατηγικής από πλευράς του προέδρου. Βλέπε σχετικά, Παπαβλασόπουλος Ευθύμης, «Μετατοπίσεις στο ελληνικό κομματικό σύστημα: Από το ενιαίο μαζικό κόμμα του κράτους στο κόμμα “εκτάκτου εθνικής ανάγκης”;» στο: Γεωργαράκης Ν-Γ., & Δεμερτζής Ν., (επιμ.), «Το Πολιτικό Πορτραίτο της Ελλάδας. Κρίση και η αποδόμηση του πολιτικού», Εκδόσεις Gutenberg/Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα, 2015, σελ. 155, 156, 157.

[2] Χρήζει θεωρητικής επισήμανσης το γεγονός πως δεν ήtαν η πρώην υποψήφια για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ Έφη Αχτσιόγλου, αυτή που προσέδωσε στο μπλοκ των στελεχών που την στηρίζουν εδώ και αρκετό καιρό, τον τίτλο «Ομάδα Αχτσιόγλου». Εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα υποστηρίξουμε πως ήταν οι δημοσιογράφοι που καταπιάνονται επισταμένως με τα του ΣΥΡΙΖΑ αυτοί που προσέδωσαν στο συγκεκριμένο μπλοκ στελεχών αυτόν τον μη ευφάνταστο γλωσσικά, τίτλο (δεν εκλείπουν περιπτώσεις στη Μεταπολιτευτική πολιτική ιστορία, όπου δημοσιογράφοι ονομάζουν και μετονομάζουν ομάδες και «ρεύματα» εντός πολιτικών κομμάτων), ακριβώς διότι τα στελέχη που απαρτίζουν αυτή το μπλοκ δεν μπόρεσαν να βρουν έναν περισσότερο «επιχρωματισμένο» πολιτικοϊδεολογικά τίτλο. Παρά το γεγονός πως συνέτρεχε μία βασική προϋπόθεση: Η ύπαρξη πολιτικοϊδεολογικής εγγύτητας μεταξύ τους. Έτσι ο όρος «ομάδα Αχτσιόγλου», εκτός από το ότι μπορεί και φανερώνει την επιρροή που έχει η Έφη Αχτσιόγλου εντός αυτής της ομάδας στελεχών, καταδεικνύει πως η πολιτικοϊδεολογική ταυτότητα των μελών της δεν είναι καλά εδραιωμένη και συμπαγής. Αντιθέτως, ήταν και είναι αρκούντως ρευστή, και μάλιστα συνειδητά. Με αυτόν τον τρόπο, τα μέλη της ομάδας στοχεύουν στο να προσελκύσουν μέλη του ΣΥΡΙΖΑ στην ομάδα τους (όχι απαραίτητα μέλη που ανήκαν στην «Ομπρέλα»), με μόνη προϋπόθεση την αποδοχή του προσώπου της «αρχηγού»: «Είσαι υπέρ της Έφης Αχτσιόγλου; Τότε δεν έχεις παρά να ενταχθείς στη δική μας ομάδα. Και όσο για τις πολιτικές και ιδεολογικές σου θέσεις, θα τα βρούμε στην πορεία».

[3] Βλέπε σχετικά, Colliard J.C., “L’ opposition parlementaire”, Les Cahiers Francais, 174, σελ. 53-64.  Στρεφόμαστε στην θεώρηση του Parry: Μπορεί η νέα κοινοβουλευτική ομάδα που προέρχεται αποκλειστικά από την «μήτρα» του ΣΥΡΙΖΑ να προσφέρει «εναλλακτική λύση διακυβέρνησης»; Ξεκάθαρα Όχι, τουλάχιστον στην τωρινή κοινοβουλευτική περίοδο. Βλέπε σχετικά, Parry G., “Opposition questions”, Government and opposition, 32, 1997, σελ. 457-461.

[4] Ήδη διακινούνται πληροφορίες περί ενδεχόμενης ένταξης στην νέα κοινοβουλευτική ομάδα και των δύο βουλευτών που αποχώρησαν πρόσφατα από την Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου. Οι σχετικές συζητήσεις αποδεικνύουν πως από την μία πλευρά οι δύο ανεξάρτητοι, προς ώρας βουλευτές, διέπονται από το ίδιο αντι-Μητσοτακικό πνεύμα με τους πρώην πλέον βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, και, από την άλλη, διαθέτουν Αριστερές έως Συριζαϊκές αναφορές και βιώματα, τα οποία απέκτησαν κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Μία τέτοια προσχώρηση όμως μπορεί να φέρει εγγύτερα τον ΣΥΡΙΖΑ και την Πλεύση Ελευθερίας ώστε να αναπτύξουν από κοινού αντιπολιτευτικές πρωτοβουλίες εντός του Κοινοβουλίου; Όχι, είναι η απάντηση μας, διότι το πολιτικοϊδεολογικό και αξιακό χάσμα που χωρίζει τα δύο κόμματα (με αφετηρία τα γεγονότα του 2015 και την αποχώρηση Κωνσταντοπούλου από τον ΣΥΡΙΖΑ), εξακολουθεί να υφίσταται και να επηρεάζει την σχέση τους. Την κοινοβουλευτική και ευρύτερα την πολιτική τους σχέση. Πάντως, στην τρέχουσα κοινοβουλευτική περίοδο, δύο κοινοβουλευτικές ομάδες έχουν σχέση και δη άμεση σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που συνέβη και με το «ΜΕΡΑ 25» του Γιάνη Βαρουφάκη την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο: Η μεν «ομάδα Αχτσιόγλου» έχει μία σχέση εν στενή εννοία, που ήταν και οργανωτική, καθότι μέχρι πριν από λίγες ημέρες τα μέλη της αποτελούσαν μέλη του ΣΥΡΙΖΑ. Η δε Κοινοβουλευτική Ομάδα της Πλεύσης Ελευθερίας έχει μία σχέση περισσότερο «χαλαρή» και πολιτική, εκεί όπου αρκετά εκ των μελών της είχαν «γαλουχηθεί» στον περιώνυμο αντι-μνημονιακό «αγώνα» εντός του οποίου «πρωταγωνιστούσε»  ο ΣΥΡΙΖΑ.

[5] Το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση στην Α’ εκλογική περιφέρεια Αθηνών δεν σημαίνει εκ των προτέρων κάτι, εάν συνυπολογίσουμε το παράδειγμα του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής το οποίο δεν διέθετε επί μακρόν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση στην Α’ Αθηνών, δίχως αυτή η εξέλιξη να επηρεάζει επί τα χείρω το είδος της αντιπολίτευσης που ασκούσε και επί Φώφης Γεννηματά και επί προεδρίας Νίκου Ανδρουλάκη.

[6] Βέβαια, στη νέα Κοινοβουλευτική Ομάδα που φαίνεται πως προκύπτει, ουκ ολίγα μέλη της μπορούν να φωνάξουν εντόνως ( ο Τζανακόπουλος σε ρόλο ιδεολογικού «καθοδηγητή;» ), να καταγγείλουν με το γνωστό λαϊκιστικό ύφος και με γκριμάτσες αποδοκιμασίας τα «συμφέροντα»,   να πλειοδοτήσουν σε κοινότοπο αντιπολιτευτικό λόγο, να παραμερίσουν την Αχτσιόγλου, εκτιμώντας πως δεν έχει πυγμή και κατ’ επέκταση, να την  επισκιάσουν, αφήνοντας την σε θέση «απλού βουλευτή». Κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής της θητείας την περίοδο 2019-2023, οι ομιλίες της κατά κύριο λόγο ήσαν στενά «Συριζαϊκές», χωρίς «ανοίγματα» τα οποία η ίδια δείχνει πως φοβάται. Θεωρούμε πως τουλάχιστον την πρώτη περίοδο, θα ισχύει ένας άτυπος κοινοβουλευτικός ανταγωνισμός μεταξύ της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και της νέας Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Όσο περισσότερο η νυν ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και αρκετοί εκ των βουλευτών του εκλαμβάνουν ως «υπονομευτική» και «διασπαστική» την «ομάδα Αχτσιόγλου», τόσο περισσότερο αυξάνονται οι πιθανότητες να υπάρξει ένας έντονος κοινοβουλευτικός ανταγωνισμός. Όσο περισσότερο τα μέλη της νέας Κοινοβουλευτικής Ομάδας επιχειρούν να συγκροτήσουν μία νέα και διακριτή από αυτή του ΣΥΡΙΖΑ πολιτική ταυτότητα (έχουμε ήδη το πρώτο «αντί»/Η νέα Κοινοβουλευτική Ομάδα είναι καταστατικά «αντι-Κασσελακική»), τόσο περισσότερο αυξάνονται οι πιθανότητες να υπάρξει ένας έντονος κοινοβουλευτικός ανταγωνισμός. Βέβαια, διαφοροποίηση, σε ό,τι έχει να κάνει με την καταψήφιση νομοσχεδίων της κυβέρνησης (και πώς άλλωστε για τέτοιου τύπου πολιτικούς; ) δεν πρόκειται να υπάρξει. Εάν εμβαθύνουμε θεωρητικά, θα επισημάνουμε πως ένας εκ των βασικών λόγων για την αποχώρηση της «Ομάδας Αχτσιόγλου» από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι και το γεγονός πως τα μέλη του, καθώς και η ίδια η Έφη Αχτσιόγλου δεν θεωρούν τον Κασσελάκη «άξιο» να ηγηθεί του κόμματος αυτού. Δεν τον θεωρούν ‘σάρκα από την σάρκα’ του ΣΥΡΙΖΑ. Θα μπορούσε να συμμετάσχει σε αυτόν τον ανταγωνισμό και ο πρώην πρόεδρος του κόμματος Αλέξης Τσίπρας, δια των κοινοβουλευτικών του παρεμβάσεων; Παρατηρώντας τα του ΣΥΡΙΖΑ από θεωρητική σκοπιά, θα υπογραμμίσουμε πως η επίκληση του ονόματος του περισσότερο οξύνει τις αντιθέσεις και τις εντάσεις παρά τις κατευνάζει και τις εκτονώνει, με αποτέλεσμα να έχουμε δύο κοινοβουλευτικές ομάδες και δύο κόμματα (το εν δυνάμει της «Ομάδα Αχτσιόγλου»), που να διεκδικούν την «κληρονομιά» του.

[7] Βλέπε και, Dahl R., “L’ avenir de l’ opposition dans les democraties”, Paris, Futuribles-S.E.D.E.L.S, 1966. Η ανάλυση μας εμπεριείχε αρκετές ερωτήσεις ή αλλιώς, ερωταπαντήσεις, πράγμα απαραίτητο προκειμένου να αναδείξουμε επιμέρους πτυχές αυτής της απόφασης αποχώρησης βουλευτών-μελών από ένα κόμμα του οποίου οι τοπικές οργανώσεις δεν  μπορούν να αποτρέψουν τις φυγόκεντρες τάσεις. Όπως είχε συμβεί με την Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου λίγο πριν τις βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαϊου, όταν και είχε λάβει χώρα η αποχώρηση από το κόμμα τότε εν ενεργεία βουλευτών (Αντώνης Μυλωνάκης). Οι ερωταπαντήσεις μας βοηθούν να συνδέσουμε το παρόν με το μέλλον, λαμβάνοντας υπόψιν αυτό που στη θεωρία αποκαλείται ως «κοινοβουλευτική δραστηριότητα»). Ποιος θα είναι το «νούμερο 2» αυτής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας;

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.