Για την αποχωρηση συνδικαλιστων απο τον ΣΥΡΙΖΑ

Oι συνδικαλιστές που εν προκειμένω έσπευσαν να ανακοινώσουν την αποχώρηση τους από το κόμμα, διαφωνώντας με την ρητορική και τις πρακτικές του Στέφανου Κασσελάκη, είναι αισθητά λιγότεροι από τα μέλη της νεολαίας του κόμματος τα οποία πριν από λίγες ημέρες ανακοίνωσαν την αποχώρηση τους από τον ΣΥΡΙΖΑ

Μετά την ομιλία του προέδρου του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος, μία ομάδα συνδικαλιστών που μέχρι πρότινος ανήκαν στο κόμμα, ανακοίνωσαν την αποχώρηση τους από αυτό.

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως οι συνδικαλιστές που εν προκειμένω έσπευσαν να ανακοινώσουν την αποχώρηση τους από το κόμμα, διαφωνώντας με την ρητορική και τις πρακτικές του Στέφανου Κασσελάκη,[1] είναι αισθητά λιγότεροι από τα μέλη της νεολαίας του κόμματος τα οποία πριν από λίγες ημέρες ανακοίνωσαν την αποχώρηση τους από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Επρόκειτο για μία ακόμη αποχώρηση στελεχών από έναν χώρο που δεν ενδιαφέρει μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τα υπόλοιπα τρία μεγαλύτερα κοινοβουλευτικά κόμματα (Νέα Δημοκρατία, Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα-Κίνημα Αλλαγής, ΚΚΕ), κάτι που δυσχεραίνει τις όποιες προσπάθειες να διευρύνει ο ΣΥΡΙΖΑ υπό την προεδρία Κασσελάκη, την μικρή επιρροή που διαθέτει εντός του περιώνυμου συνδικαλιστικού κινήματος. Επιθυμούμε να εμβαθύνουμε περαιτέρω στην ανάλυσης μας.

Και σε αυτό θα μας βοηθήσει η μελέτη των Χριστόφορου Βερναρδάκη, Κωνσταντίνου Μαυρέα και Βασίλη Πατρώνη περί συνδικαλιστικής πυκνότητας εν Ελλάδι, την περίοδο 1990-2004.

Τι σημαίνει όμως συνδικαλιστική πυκνότητα; Δίνουμε τον λόγο στους τρεις συγγραφείς. Συνδικαλιστική πυκνότητα σημαίνει «το ποσοστό των συνδικαλισμένων μισθωτών στο σύνολο του μισθωτού πληθυσμού της οικονομίας ή των επιμέρους κλάδων της».[2] Λαμβάνοντας υπόψιν τον ορισμό που δίνουν οι τρεις συγγραφείς, θα υποστηρίξουμε, εν είδει υποθέσεως εργασίας, πως η εκλογική και πολιτική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ εν καιρώ βαθιάς κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής κρίσης, δεν συνέπεσε με την αύξηση του δείκτη συνδικαλιστικής πυκνότητας.

Μπορούμε να το θέσουμε και διαφορετικά, προς διευκόλυνση των αναγνωστών. Η εκλογική και πολιτική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο της κρίσης, δεν συνέβαλε στην ένταξη εργαζομένων σε συνδικαλιστικές οργανώσεις του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.[3] Δεύτερη υπόθεση εργασίας: Η ενίσχυση της πολιτικής και εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, δεν επέφερε και την αύξηση της «συνδικαλιστικής συμμετοχής», σύμφωνα με την ανάλυση των Cohen et al.[4]

Δηλαδή, δεν επηρέασε θετικά ήδη συνδικαλισμένους εργαζόμενους, ωθώντας τους να συμμετάσχουν μαζικά σε πορείες διαμαρτυρίες και σε απεργιακές κινητοποιήσεις.

Και δεν είναι ίσως τυχαίο το γεγονός πως ακόμη και την περίοδο 2012-2014, όταν κατείχε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να συντελέσει στην οργάνωση συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων, μη έχοντας τη δυνατότητα να διαθέσει πόρους, στηριζόμενος περισσότερο στις πρωτοβουλίες που αναλάμβαναν οργανωμένα σωματεία (βλέπε τον «Σπάρτακο» της ΔΕΗ), η ηγεσία των οποίων είχε μετακινηθεί προς τον ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτή την «ατελή» συνδικαλιστική «κληρονομιά» παρέλαβε ο Στέφανος Κασσελάκης, με τον ίδιο και το κόμμα του να στερούνται πλέον την παρουσία «σκληρών» συνδικαλιστών όπως είναι  ο Μάριος Θεοφιλάτος, αναπληρωματικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εργατικού Κέντρου Αθηνών.[5]

Δεύτερον, να χάνουν συνδικαλιστές που είχαν ηγετική παρουσία στους κλάδους της, κάτι που μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την συνέχιση της εκπροσώπησης της συνδικαλιστικής του παράταξης στο προεδρείο της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ).

Τρίτον, να βλέπουν να μειώνεται η σχετικά ισόρροπη συνδικαλιστική εκπροσώπηση ανά περιοχή, καθότι αρκετοί εκ των αποχωρησάντων δραστηριοποιούνται σε κλάδους και σε σωματεία της περιφέρειας. Τέταρτον, να χάνουν την δυνατότητα ενεργού συμμετοχής και ειδικότερα, άσκησης πολιτικής επιρροής στους επαγγελματίες οδηγούς ταξί που απεργούν συχνά αυτή την περίοδο.

Ηγετικά στελέχη του κλάδου όπως ο Αλέξανδρος Αλεξανδρόπουλος, πρόεδρος του κλάδου επαγγελματιών οδηγών του νομού Σερρών, και ο Πέτρος Δίπλαρος, αντιπρόεδρος του σωματείου οδηγών ταξί Αττικής, αποχώρησαν από το κόμμα.[6] Σε αυτό το σημείο της ανάλυσης μας, θα κάνουμε χρήση του ό,τι οι Shorter & Tilly ορίζουν ως «σχήμα απεργιών».[7] Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα υπογραμμίσουμε πως η συμμετοχή του Στέφανου Κασσελάκη στις πρόσφατες κινητοποιήσεις των ελεύθερων επαγγελματιών, στηρίχθηκε πάνω στο ότι οι συμμετέχοντες στην απεργία προσέδωσαν οιονεί πολιτικά, δηλαδή αντι-κυβερνητικά, χαρακτηριστικά στην απεργία τους.

Εάν αυτή η απεργία είχε εξ αρχής στενά κλαδικά-σωματειακά χαρακτηριστικά, θα ήσαν δύσκολο για τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ να συμμετάσχει σε αυτή. Ο Στέφανος Κασσελάκης «δανείστηκε» από τον Αλέξη Τσίπρα, την προτίμηση του δεύτερου σε μη στενά κομματικές και περιχαρακωμένες απεργιακές συγκεντρώσεις.

Σε αυτή την περίπτωση, έσπευσε να δώσει το «παρών» σε μία συγκέντρωση στην οποία συμμετείχαν συνδικαλιστές διαφορετικών παρατάξεων, συνοδευόμενος βέβαια από συνδικαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση μπορεί να αντιτάξει σε αυτό το συνδικαλιστικό «μπλοκ», την μεταρρυθμιστική της αποφασιστικότητα.


[1] Θεωρητικώ τω τρόπω, θα επισημάνουμε πως η πρόσφατη παρουσία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανου Κασσελάκη στις κινητοποιήσεις των ελεύθερων επαγγελματιών για το φορολογικό νομοσχέδιο δεν ώθησε τους αποχωρήσαντες συνδικαλιστές να παραμείνουν στο κόμμα, τουλάχιστον για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Παρά το γεγονός πως τόσο η παρουσία του όσο και η υποστήριξη που εξέφρασε στο ρεπερτόριο δράσης που έχουν επιλέξει εδώ και περίπου ένα μήνα (πραγματοποίηση απεργιακών κινητοποιήσεων), μπορεί και να τους ικανοποίησε. Άλλως πώς, να ικανοποιήσει εκείνο το τμήμα των συνδικαλιστών που ζητά μία πιο σκληρή στάση απέναντι στην κυβέρνηση. Η παρουσία Κασσελάκη βέβαια σε αυτές τις κινητοποιήσεις, δεν ήταν συμβολικού τύπου, όπως συμβαίνει με τον Γενικό Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (και με άλλους Γενικούς Γραμματείς), Δημήτρη Κουτσούμπα, ο οποίος αφενός μεν συμμετέχει σε απεργιακές και όχι μόνο πορείες του Πανεργατικού Αγωνιστικού Μετώπου (ΠΑΜΕ), και, αφετέρου δεν τίθεται στην «κεφαλή» της πορείας. Παράλληλα, αν και δεν φωνάζει συνθήματα με πάθος και ορμή συνδικαλισμένου εργάτη, δεν διστάζει να χειρονομεί και να αντιδρά με τρόπο οικείο σε κομμουνιστές και σε κομμουνίστριες: Να αντιδρά δηλαδή σηκώνοντας την γροθιά του και σφίγγοντας την σε ένδειξη αποφασιστικότητας. Ο Στέφανος Κασσελάκης δεν αξιοποίησε την συμμετοχή του σε αυτές τις κινητοποιήσεις προκειμένου να συγκροτήσει ένα αλά Κουτσούμπας συνδικαλιστικό προφίλ. Αντιθέτως, η όλη παρουσία του, οι αντιδράσεις και η γλωσσική συμπεριφορά που υιοθέτησαν παραπέμπουν σε έναν new age πολιτικό ο οποίος αντιλαμβάνεται την εκεί παρουσία του ως «συνέχεια» της προεκλογικής του δραστηριότητας για τις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι λοιπόν, επιδιώκει να καταστεί «ορατός», δια της συμμετοχής του, κυρίως στις ηγεσίες των κλάδων που απεργούν (δεν διακρίναμε συμμετοχή εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα στις πρόσφατες κινητοποιήσεις). Δεύτερον, συμμετέχει στις πορείες και στις κινητοποιήσεις αυτο-τοποθετούμενος περισσότερο σε θέση «αποδέκτη» αιτημάτων και πολιτικού που είναι διατεθειμένος να «ακούσει» και να «μάθει», στο εγκάρσιο σημείο όπου προκύπτει μία εμφανής ανισορροπία μεταξύ του Κασσελακικού τρόπου του «πολιτεύεσθαι» και των στόχων και των διεκδικήσεων των συμμετεχόντων στις απεργιακές κινητοποιήσεις. Οι «διεκδικητές» (challengers) αυτοί, για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Σεραφείμ Σεφεριάδη, επιθυμούν λύσεις απτές και άμεσες στα θεωρούμενα ως «μεγάλα προβλήματα τους», και όχι να εκφράσουν τα παράπονα και τη διαμαρτυρίας τους σε έναν πολιτικό, ακόμη και αν αυτός είναι ο αρχηγός του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Άρα, εν τοις πράγμασι καθίσταται δύσκολο να επενδύσουν αυτοί οι «διεκδικητές» στην παρουσία Κασσελάκη, την στιγμή όπου υπάρχουν αρκετοί άλλοι «ανταγωνιστές» που είναι κάτι παραπάνω από πρόθυμοι να προωθήσουν τα αιτήματα τους και να επιδιώξουν «δώσουν λύσεις». Τρίτον, υιοθετεί την τακτική «μένω όσο χρειάζεται αφήνοντας τους συνεργάτες μου, από ένα σημείο και έπειτα, να δώσουν το απαιτούμενο στίγμα». Ακόμη και ενδυματολογικά, ο Στέφανος Κασσελάκης αποκλίνει δραστικά από ό,τι θα προσδιορίσουμε, θεωρητικά ως «συνδικαλιστική κουλτούρα». Βλέπε σχετικά, Σεφεριάδης Σεραφείμ, «Συγκρουσιακή πολιτική, συλλογική δράση, κοινωνικά κινήματα: μια αποτύπωση», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τόμος 27, 2006, Διαθέσιμο στο: Συγκρουσιακή πολιτική, συλλογική δράση, κοινωνικά κινήματα: μια αποτύπωση| Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης (ekt.gr)

[2] Βλέπε σχετικά, Βερναρδάκης Χριστόφορος, Μαυρέας Κωνσταντίνος, & Πατρώνης Βασίλης, «Συνδικάτα και σχέσεις εκπροσώπησης στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1990-2004», χ.χ., Διαθέσιμο στο: Συνδικάτα και σχέσεις εκπροσώπησης στην Ελλάδα, 1990-2004 (vernardakis.gr) Η χρονική περίοδος των δεκατεσσάρων ετών, περίοδος αρκετά μεγάλη, επιτρέπει στους τρεις συγγραφείς να εξαγάγουν ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με τον δείκτη της συνδικαλιστικής πυκνότητας, ο οποίος βαίνει μειούμενος με την πάροδο του χρόνου.

[3] Η ύπαρξη της κρίσης της συνδικαλιστικής εκπροσώπησης που προϋπήρχε της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής κρίσης (η κρίση την ενίσχυσε ακόμη περισσότερο), ήταν τόσο βαθιά, ώστε να μην καταφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ να αντιστρέψει τους όρους. Παρά το γεγονός πως τα μέλη του άρθρωναν έναν καθαυτό φιλεργατικό λόγο (με λαϊκιστικό πρόσημο βέβαια), πράττοντας ό,τι έπραξαν πριν από αυτόν το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ. Και τι εννοούμε λέγοντας κάτι τέτοιο; Εννοούμε πως τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, προεξάρχοντος του Αλέξη Τσίπρα, ήραν τον διαχωρισμό μεταξύ των εργαζομένων του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, δίχως όμως να καταφέρουν να επινοήσουν έναν γλωσσικό όρο που να περιγράφει αυτή την σύμπραξη, ή ορθότερα, την προσπάθεια του να τους εκπροσωπήσει πολιτικά. Πράγμα που είχε καταφέρει το Ανδρεοπαπανδρεϊκό λαϊκιστικό ΠΑΣΟΚ με τον όρο-ομπρέλα «μη-προνομιούχοι» εντός του οποίου ενέταξε τους εργαζόμενους του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Τώρα μπορούμε να αντιληφθούμε βαθύτερα για ποιους λόγους η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επένδυσε συμβολικούς και πολιτικοϊδεολογικούς πόρους στο «κίνημα των Αγανακτισμένων», επιδιώκοντας αυτό να «επιτύχει» ό,τι δεν είχαν «επιτύχει» εκείνη την περίοδο (2010-2011), τα συνδικάτα. Και ποιοι είναι αυτοί οι λόγοι; Ας το δούμε αναλυτικότερα: Πρώτον, η αδυναμία του  να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την υπέρβαση της κρίσης συνδικαλιστικής εκπροσώπησης, η οποία συμβάδιζε με τον πολύ χαμηλό βαθμό εμπιστοσύνης προς τα συνδικάτα και προς το συνδικαλιστικό κίνημα εν γένει. Και δεύτερον, η αδυναμία του να ενισχύσει την επιρροή του εντός συνδικάτων καθιστώντας την «Αυτόνομη Παρέμβαση» (συνδικαλιστική οργάνωση που πρόσκεινταν στον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ), κεντρικό συνδικαλιστικό «παίκτη». Η συγκρότηση του «κινήματος των Αγανακτισμένων» αποτέλεσε το σημείο τομής ώστε η Συριζαϊκή ρητορική περί συνδικάτων να αρχίσει να αλλάζει και να προσλαμβάνει περισσότερο καταγγελτικά χαρακτηριστικά, εκεί όπου, από την μία πλευρά κατέστη εμφανής η προσπάθεια της ηγεσίας του να διαχωρίσει μεταξύ συνδικαλιστικής ηγεσίας και συνδικαλιστικής βάσης, και, από την άλλη, να εντάξει την πρώτη στο αποκαλούμενο «μνημονιακό μπλοκ». Στις τότε Συριζαϊκές εθνικολαϊκιστικές αφηγήσεις, το απλουστευμένο σχήμα που τίθονταν στο προσκήνιο, ήταν το ακόλουθο: «Να πάτε κύριοι της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, κύριοι του ΣΕΒ και της κυβέρνησης στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο για εντολές. Εμείς θα μείνουμε με τον λαό».

[4] Βλέπε σχετικά, Coen et al., “Unpacking Union Density: Membership and Coverage in the Transformation of the Israeli IR System”, Industrial Relations, 42, 4, 2003, σελ. 692-711.

[5] Και τι μπορεί να σημαίνει «σκληρό» συνδικαλιστικό στέλεχος; Σημαίνει πως έχει εμπειρία και «τεχνογνωσία» οργάνωσης απεργιακών κινητοποιήσεων, και επίσης, την ικανότητα να ελίσσεται και να αποφεύγει τις συγκρούσεις και τις αντιπαραθέσεις, τουλάχιστον την ημέρα της απεργίας, με μέλη άλλων συνδικαλιστικών παρατάξεων. Στην κουλτούρα των «σκληρών» συνδικαλιστών, δεν περιλαμβάνονται οι όροι «συναίνεση», «διαπραγμάτευση» και «συμβιβασμός». Το συνδικαλιστικό «έλλειμμα» που διατρέχει εδώ και πολλά χρόνια τον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή η αδυναμία της συνδικαλιστικής του παράταξης να οργανώσει μόνη τις απεργίες, πλέον θα οξυνθεί περαιτέρω.

[6] Βλέπε σχετικά, Σαδανά Γεωργία, «ΣΥΡΙΖΑ: Πυρά κατά Κασσελάκη από συνδικαλιστές που αποχωρούν – Πορεύεται αντιδημοκρατικά», Διαδικτυακή έκδοση εφημερίδας «Πρώτο Θέμα», 09/12/2023, ΣΥΡΙΖΑ: Πυρά κατά Κασσελάκη από συνδικαλιστές που αποχωρούν – Πορεύεται αντιδημοκρατικά (protothema.gr) Ταυτόχρονα, ο ΣΥΡΙΖΑ, χάνει συνδικαλιστικά στελέχη που δραστηριοποιούνται σε κατεξοχήν παραγωγικές και αποδοτικές επιχειρήσεις με ισχυρό αντίκτυπο, όπως είναι τα «Ελληνικά Πετρέλαια» (Γρηγόρης Σίμος), εντός των οποίων, το συνδικαλιστικό μοντέλο που προκρίνεται είναι αυτό της συνδιαλλαγής ή αλλιώς, των διαπραγματεύσεων για όσο χρονικό διάστημα απαιτηθεί,  για την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή, υφίσταται «αιμορραγία» συνδικαλιστών που ομνύουν σε ένα διαφορετικό μοντέλο διαπραγμάτευσης των εργασιακών συνθηκών, το οποίο απέχει αισθητά από το συγκρουσιακό-ταξικό μοντέλο. Για την εμπέδωση του οποίου εν καιρώ Μεταπολίτευσης, ευθύνονται τόσο οι Αριστερές συνδικαλιστικές οργανώσεις, όσο και η συνδικαλιστική παράταξη του ΠΑΣΟΚ, ήτοι η ΠΑΣΚΕ. Η έννοια της «επαναστατικής γυμναστικής» αποδίδει με ακρίβεια την εμπέδωση και την κατίσχυση (προ κρίσης), αυτού του μοντέλου, το οποίο παρήγαγε «επαναστάτες συνδικαλιστές» που μπορούσαν να κινητοποιηθούν για οτιδήποτε μπορούσε να φανταστεί ο κοινός νους, και πολύ λιγότερο εργαζομένους με πλήρη συναίσθηση της ευθύνης τους, και με εταιρική κουλτούρα.

[7] Βλέπε σχετικά, Shorter E., & Tilly Ch., “The shape of strikes in France, 1830-1960”, Comparative Studies in Society and History, 13, 1, 1971, σελ. 60-86. Αυτές οι κινητοποιήσεις ανοίγουν τον «κύκλο διαμαρτυρίας» της νέας κοινοβουλευτικής-πολιτικής περιόδου. Θυμίζουν σε κάτι παλαιότερες κινητοποιήσεις; Θυμίζουν στο ότι όπως το 2016-2017, επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξαρτήτων Ελλήνων, στο επίκεντρο εκείνων των κινητοποιήσεων ήταν οι νέοι και όχι καλά εδραιωμένοι δικηγόροι, έτσι και τώρα, σε πρώτο πλάνο τίθενται οι νέοι δικηγόροι, μεταξύ αυτών και αυτοί που εισήλθαν στον κλάδο πριν από λίγα χρόνια. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο όμως μοιράζονται με τους οδηγούς ταξί, οι οποίοι έχουν καταφέρει να υποσκελίσουν την Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ), εκεί όπου η ίδια, παρά το ότι είναι η πλέον εξοικειωμένη με «αμυντικές» κατά βάση, συνδικαλιστικές δράσεις, τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, δεν μπόρεσε να αντιληφθεί το ποιος είναι ο κυριότερος οργανωτικός πόρος (ας θυμηθούμε την πολύ σημαντική  θεωρία κινητοποίησης πόρων),  που διαθέτουν οι επαγγελματίες οδηγοί ταξί: Το γεγονός δηλαδή πως στοιχίζονται, ανεξαρτήτως κομματικής ένταξης και πολιτικοϊδεολογικών πεποιθήσεων, και δρουν πίσω από την ηγεσία. Και εν προκειμένω από τον λαϊκιστή Θύμιο Λυμπερόπουλο.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.