Αγγελος Παληκιδης Επικουρος Καθηγητης Διδακτικης Ιστοριας στο ΤΙΕ/ΔΠΘ

Διδάσκοντας ιστορία σε συγκρουσιακές κοινωνίες: η περίπτωση της Κύπρου

Α. ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΑΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Υπάρχει μια πλειάδα ορισμών για το ποιο γεγονός μπορεί να χαρακτηριστεί συγκρουσιακό. Στην ελληνική γλώσσα χρησιμοποιούμε εναλλακτικά και τους όρους επίμαχο, αμφιλεγόμενο, ευαίσθητο, χωρίς αυτό να συνεπάγε¬ται ότι οι όροι είναι ταυτόσημοι. Ίσως ο πιο περιεκτικός και εννοιολογικά ευρύχωρος ορισμός είναι αυτός που έδωσε ο Robert Stradling, ένας από τους πρώτους ευρωπαίους ερευνητές που ασχολήθηκαν με το θέμα: «Συγκρουσιακά είναι τα θέματα για τα οποία μια κοινωνία είναι διαιρεμένη, και σημαντικές ομάδες της υποστηρίζουν αντικρουόμενες ερμηνείες ή λύσεις, βασισμένες σε διαφορετικές αξίες». Θα προσθέσω και μερικές ακόμη σημαντικές παραμέτρους:

  • Τα συγκρουσιακά ζητήματα προκαλούν ισχυρά συναισθήματα που εμποδίζουν την ορθολογική προσέγγισή τους, ενώ δεν αρκεί η επίκληση σε αποδεικτικά στοιχεία, ακόμη κι όταν αυτά είναι αδιαμφισβήτητα.
  • Η αναψηλάφηση συγκρουσιακών ζητημάτων και, κυρίως, η εισαγωγή τους στην εκπαίδευση κατά κανόνα εγείρουν δημόσια καχυποψία, οργή και ανησυχία σε μαθητές, γονείς, εκπαιδευτικούς, δημόσιους λειτουργούς, θρησκευτικούς και κοινοτικούς ηγέτες και πολιτικά κόμματα. Με άλλα λόγια, τα συγκρουσιακά ζητήματα βγάζουν το μά¬θημα της ιστορίας από το σχολείο και το φέρνουν στο επίκεντρο του δημόσιου χώρου, το κάνουν κομμάτι της Δημόσιας Ιστορίας.
  • Επιχειρώντας μια πιο εξειδικευμένη ιστορική προσέγγιση που, κατά τη γνώμη μου, ταιριάζει περισσότερο στην κυπριακή περίπτωση, θα έλεγα ότι συγκρουσιακό είναι ένα γεγονός που όχι μόνο δίχασε μια κοινωνία στο παρελθόν, αλλά και εξακολουθεί έκτοτε να τη διχάζει, αφού δεν επιλύθηκε. Ωστόσο, το συγκρουσιακό αυτό ζήτημα δεν εί¬ναι στατικό αλλά δυναμικό, γι’ αυτό και οι διαμάχες που προκαλεί στο παρόν, ακριβώς επειδή ζούμε σε μια Κύπρο πολύ διαφορετική από την Κύπρο του 1958, 1964, 1974 και 2003, έχουν διαφορετική μορφή, εδράζονται σε διαφορετικές οπτικές και παράγουν νέες ερμηνείες.

Είναι οι εκπαιδευτικοί πρόθυμοι να διδάξουν επίμαχα και συγκρουσιακά ζητήματα στο μάθημα της ιστορίας; Αναμφίβολα, στην πλειονότητά τους όχι. Μεταφράζω τη σχετική αναφορά στο τελευταίο κείμενο Οδηγιών και Αρχών για τη Διδασκαλία της Ιστορίας του Συμβουλίου της Ευρώπης (2018), στη σύνταξη του οποίου είχα την τιμή να συμβάλω:

«Συχνά υπάρχει απροθυμία να εξετάσουμε γεγονότα που θεωρούνται οδυνηρά, τραγικά, ταπεινωτικά και διχαστικά. Υπάρχει φόβος ότι η αναφορά σε αυτά μπορεί να ανοίξει ξανά τις πληγές, να παροξύνει τις διαιρέσεις και να προκαλέσει προστριβές μέσα και έξω από την τάξη. Ωστόσο, ο κίνδυνος είναι υπαρκτός: αποφεύγοντας να διδάξουμε τέτοια γεγονότα, το αποτέλεσμα θα είναι οι μαθητές να προσλαμβάνουν μια στρεβλή και παραπλανητική αφήγηση της ιστορίας. Τέτοια κενά καλύπτονται από αφηγήματααμφίβολης εγκυρότητας που προέρχονται από πηγές έξω από το σχολείο».

Στους προφανείς πολιτικούς, ιδεολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες που λειτουργούν αποτρεπτικά στη διδασκαλία συγκρουσιακών θεμάτων, πρέπει να συνυπολογίσουμε και εγγενείς εκπαιδευτικές αιτίες:

(α) η κατάλληλη μεθοδολογία απαιτεί μεγάλο χρόνο εφαρμογής,

(β) οι εκπαιδευτικοί είναι ουσιαστικά ανεκπαίδευτοι να τα διαχειριστούν (σπάνια ή καθόλου διδάχθηκαν συγκρουσιακά ιστορικά γεγονότα κατά τη διάρκεια των σπουδών τους ή τουλάχιστον δεν τα διδάχθηκαν ως συγκρουσιακά, ενώ και με¬τέπειτα δεν έτυχαν σχετικής επιμόρφωσης από τις εκπαιδευτικές αρχές).

Β. ΤΑ ΟΦΕΛΗ ΑΠΟΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΑΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ

Πολύ συνοπτικά θα απαριθμήσω αυτά που θεωρώ πιο καίρια:

1.Ακριβώς επειδή το πιο ευαίσθητο και σημαντικό τμήμα αυτών των ζητημάτων αφορά τα «ανώνυμα» θύματα της ιστορίας, τις παράπλευρες απώλειες των πολέμων και των διενέξεων, η εισαγωγή τους στο σχολείο, στην πιο επίσημη δηλαδή κοινωνική εκδοχή της ιστορίας, η οποία μάλιστα καλλιεργεί τη συνείδηση της αυριανής γενιάς, αποτελεί ένα είδος αναδρο-μικής δικαίωσης αυτών των θυμάτων, μια ηθική της μνήμης.

2.Η εισαγωγή συγκρουσιακών θεμάτων στην εκπαίδευση αποτελεί μια μορφή δέσμευσης της πολιτείας ότι θα καταβάλλει κάθε προσπάθεια ώστε να προσφέρει στις νέες γενιές τη γνώση, την κρίση και τις αξίες για να μην γίνουν ανάλογα γεγονότα στο μέλλον.

3.Οι κοινωνίες με τραυματική και διαιρεμένη μνήμη εγκλωβίζονται σε ένα ψυχαναγκαστικό παρελθόν, από το οποίο μπορούν να απελευθερωθούν και να κοιτάξουν μπροστά μόνο αν το επεξεργαστούν κριτικά και ορθολογικά.

4.Η ένταξη επίμαχων και συγκρουσιακών ζητημάτων στη σχολική εκπαίδευση συμβάλλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση πολιτών με υψηλής ποιότητας δημοκρατικές δεξιότητες και αξίες:

Οι μαθητές ασκούνται να αναγνωρίζουν εχθρικά στερεότυπα και προκαταλήψεις, μελετούν πηγές και αξιολογούν την αξιοπιστία τους, συζητούν για τη βασιμότητα των επιχειρημάτων των αντίπαλων πλευρών, εντοπίζουν την προπαγάνδα και τις σκόπιμες στρεβλώσεις και αποσιωπήσεις στις ιστορικές αφηγήσεις, παρατηρούν τις συνέπειες που έχει ο δημαγωγικός λόγος και η ρητορική του μίσους στις σχέσεις των ανθρώπων και των ομάδων στην ίδια ή σε διαφορετικές κοινωνίες, αποκτούν εναλλακτικές οπτικές και προτείνουν εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των συγκρούσεων, ακόμη και για γεγονότα που συνέβησαν στο παρελθόν.

 

 

Στις κοινωνίες μας, άλλωστε, θα υπάρχουν πάντα επίμαχα και συγκρουσιακά θέματα, και θα ήταν αφελές και εξαιρετικά επικίνδυνο να υποκρινόμαστε ότι δεν υπάρχουν ή να ενοχοποιούμε τη διαφωνία και τη διαφορετική στάση των άλλων. Με άλλα λόγια, με μια τέτοια διδασκαλία προετοιμάζουμε δημοκρατικούς πολίτες, ικανούς να αντιμετωπίζουν ειρηνικά και εποικοδομητικά συγκρουσιακές καταστάσεις που αντιμετωπίζουν και θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν στο μέλλον.

Γ. ΤΑ ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΑΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ

Ίσως δεν υπάρχει χώρα στον κόσμο στην οποία να μην σοβούν ευαίσθη¬τα, επίμαχα και συγκρουσιακά ιστορικά ζητήματα. Αναφέρω ενδεικτικά τις περιπτώσεις:

  • των λαών της πρώην Γιουγκοσλαβίας (Σερβία, Κροατία, Κόσοβο, Βοσνία),
  • την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία με τα ζητήματα των Αβορίγινων και των Μαορί αντίστοιχα
  • τη σφαγή της Ναντσίνγκ (1937) που στοιχειώνει μέχρι σήμερα τις σινοϊ¬απωνικές σχέσεις,
  • τη στάση των ευρωπαίων αποίκων απέναντι στους ιθαγενείς πληθυ¬σμούς της αμερικανικής ηπείρου,
  • αλλά και των ΗΠΑ μέχρι σήμερα απέναντι στους αφροαμερικανούς και τους ισπανόφωνους πολίτες της,
  • το ζήτημα των διακρίσεων σε βάρος των γαλλόφωνων του Κεμπέκ στον Καναδά,
  • τη μετα-φρανκική Ισπανία, την περίοδο του καθεστώτος του Απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική,
  • τη διένεξη μεταξύ καθολικών και προτεσταντών στη Βόρεια Ιρλανδία υπότο πρίσμα της απόσχισής της από τη βρετανική αυτοκρατορία,
  • τη διαχείριση από τις μεταπολιτευτικές κοινωνίες της Νότιας Αμερικής (κυρίως της Χιλής και της Αργεντινής) της τραυματικής μνήμης και των ατιμώρητων εγκλημάτων των δικτατορικών καθεστώτων, δηλαδή των βασανισμών, απαγωγών, δολοφονιών και εξαφανίσεων αντιφρονούντων πολιτών∙ ακόμη και σήμερα οι κοινωνίες αυτές μετρούν χιλιάδες αγνοού-μενους και πραγματικά βλέπει κανείς εκεί, όπως στην Κύπρο, μαυροντυμένες γυναίκες να περιφέρονται με τις φωτογραφίες των αγνοούμενων παιδιών τους στην αγκαλιά. Αρκεί να σημειωθεί ότι όταν άρχισαν οι εκτα¬φές των αγνοουμένων στην Κύπρο την πρώτη δεκαετία του 2000, αυτές έγιναν υπό την εποπτεία της Ομάδας Δικανικής Ανθρωπολογίας της Αργεντινής, ενώ αξιοποιήθηκε η τεχνογνωσία ταυτοποίησης με DNA από την πρώην Γιουγκοσλαβία.

Η επαναφορά των Σταυροφοριών μετά την 11η Σεπτεμβρίου

 

Σε ένα διαφορετικό επίπεδο, ακόμη και οι Σταυροφορίες επανέκαμψαν ως επίμαχο και συγκρουσιακό ιστορικό ζήτημα ανάμεσα στον χριστιανικό και μουσουλμανικό κόσμο, ειδικά μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Άλλωστε, οι Σταυροφορίες ήταν επί αιώνες και πιθανόν εξακολουθούν να είναι τραυματικό και επίμαχο γεγονός για τον ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο.

Το ζήτημα του Εμφυλίου στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα το ζήτημα του Εμφυλίου Πολέμου (1946-9) εξακολουθεί να είναι επίμαχο και ενίοτε συγκρουσιακό, όπως και η μακρά δεκαετία του 1940 (με αιχμή τα κομβικά ερωτήματα: Ποιοι αντιστάθηκαν στις κατοχικές δυνάμεις και ποιοι συνεργάστηκαν μαζί τους; Ποια στάση κράτησαν οι ντόπιοι χριστιανικοί πληθυσμοί απέναντι στους Έλληνες Εβραίους;

Ποιος ευθύνεται τελικά για τον Εμφύλιο;), και, όπως είδαμε πρόσφατα με αφορμή το «μακεδονικό», η εμφυλιοπολεμική ρητορική και η ακραία ιδεολογική αντιπαράθεση κάθε άλλο παρά έχει λησμονηθεί.

Πρέπει να σημειωθεί ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει μια τάση, συνήθως η κυρίαρχη και ελεγχόμενη από την κρατική εξουσία, που είτε επιδιώκει τη συγκάλυψη, την αποσιώπηση και τη λήθη είτε, ακόμη χειρό¬τερα, αρνείται ότι τα φρικτά γεγονότα συνέβησαν και μάλιστα ότι έγιναν με την ανοχή ή την καθοδήγηση των πολιτικών και στρατιωτικών ηγεσιών των κρατών θυτών.

Μεταμελειακές «συγνώμες»

Από την άλλη πλευρά, ως ένδειξη μεταμέλειας για τα εγκλήματα που δι¬έπραξαν οι προπάτορές μας στο παρελθόν, ένα μαζικό κύμα συγνώμης έχει εκδηλωθεί τα τελευταία χρόνια. ΟΠάπας έχει ζητήσει συγνώμη για τις Σταυροφορίες, ο Μπιλ Κλίντον για τη δουλεία των αφροαμερικανών, ο Τόνι Μπλερ για την έλλειψη πατάτας στην Ιρλανδία, ο Ζακ Σιράκ για τη συνεργασία των γαλλικών αρχών με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής στη σύλληψη των Γαλλοεβραίων, ο ομοσπονδιακός πρόεδρος της Γερμανίας Γιόακιμ Γκάουκ το 2014 απότισε φόρο τιμής στις Λιγκιάδες Ιωαννίνων για τη σφαγή των κατοίκων του από τον γερμανικό στρατό το 1943, κάτι που έκανε και στη Γαλλία την ίδια στιγμή όμως το γερμανικό κράτος αρνούνταν να συζητήσει για πολεμικές επανορθώσεις και αποζημιώσεις των συγγενών των θυμάτων.

Χωρίς ασφαλώς να εξισώνω τις πράξεις μεταμέλειας, απότις πιο φαιδρές περιπτώσεις έκφρασης συγνώμης ήταν όταν ένας απόγονοςτου Sir John Hawkins, δουλεμπόρου του 16ου αιώνα, με μια ομάδα 27 ατό¬μων που φορούσαν μπλούζες με το λογότυπο “so sorry” μπήκαν δεμένοι με αλυσίδες σε μια εκδήλωση που έγινε το 2006 στο γήπεδο της Γκάμπια και ζήτησαν συγνώμη από τους αφρικανικούς λαούς για το δουλεμπόριο της Δύσης

(http://www.bbc.co.uk/devon/content/articles/2007/01/25/ slavery_abolition_hawkins_feature.shtml).

Ας αφήσουμε όμως στην άκρη γραφικά περιστατικά, όπως το τελευταίο. Πολλές από τις παραπάνω περιπτώσεις θεωρώ ότι αποτελούν μεν μορφές αναγνώρισης της συλλογικής ενοχής και ανάληψης της ευθύνης για ιστορι¬κά εγκλήματα από τους διάδοχους ηγέτες. Άλλωστε, η συζήτηση για το αν είναι κληρονομική η ενοχή για τα εγκλήματα που ένα καθεστώς διέπραξε στο παρελθόν είναι πανάρχαια. Ανάγεται στην ελληνική αρχαιότητα –στο στίγμα του μηδισμού των Θηβαίων αλλά και στα εγκλήματα των Τριάκοντα Τυράννων. Υπό μία έννοια, στην κατηγορία αυτή θα μπορούσε να ενταχθεί για τους Έλληνες και το υποκινούμενο από την ελληνική δικτατορία των συνταγματαρχών πραξικόπημα στην Κύπρο, το οποίο και προκάλεσε την τουρκική εισβολή

Απέναντι σε αυτές τις, λιγότερο ή περισσότερο, εκδηλώσεις εντυπωσια¬σμού, μπορεί κανείς να αντιτάξει ουσιαστικές προσπάθειες υπέρβασης του επίμαχου και συγκρουσιακού παρελθόντος. Η πρώτη περίπτωση είναι η Νότια Αφρική και αποτελεί, στο μέτρο που μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο, υπόδειγμα πολιτικής και κοινωνικής διαχείρισης. Η δεύτερη αφορά στην εκπαιδευτική διαχείριση του ιρλανδικού ζητήματος στα σχολεία της Βόρειας Ιρλανδίας.

Νότια Αφρική

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 το εθνικιστικό κόμμα των λευκών δια¬πραγματευόταν με το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο του Νέλσον Μαντέλα τη μετάβαση από το Απαρτχάιντ στη δημοκρατία. Οι δύο πλευρές επιχειρούσαν να ισορροπήσουν ανάμεσα π.χ. στο αίτημα των δυνάμεων ασφαλείας που ζητούσαν αμνήστευση για όλα όσα έκαναν σε βάρος των μαύρων υπηκόων του κράτους και στην επιθυμία των μαύρων για εκδίκηση και τιμωρία των ενόχων. Το 1995, μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις, κατέληξαν στην ψήφιση της Πράξης Προώθησης της Εθνικής Ενότητας και Συμφιλίωσης και στη σύσταση της Επιτροπής Αλήθειας και Συμφιλίωσης. Η επιτροπή πραγματοποίησε 140 δημόσιες ακροάσεις σε όλη τη χώρα και συγκέντρωσε περίπου 22.000 μαρτυρίες από τα θύματα του ρατσιστικού καθεστώτος. 7.000 μέλη του παλαιού καθεστώτος ομολόγησαν ότι είχαν κάνει βασανισμούς και φόνους, ζήτησαν δημοσίως συγνώμη και αιτήθηκαν αμνήστευση, ενώ το κράτος χορήγησε αποζημιώσεις στα θύματα. Παρά τις αντιδράσεις πολλών συγγενών των θυμάτων, η Επιτροπή ολοκλήρωσε το έργο της τρία χρόνια μετά, και η χώρα, επισήμως τουλάχιστον, άρχισε να πορεύεται προς ένα κοινό πολυεθνοτικό και πολυθρησκευτικό μέλλον.

Ο θεσμός της Επιτροπής Αλήθειας και Συμφιλίωσης πρωτοεμφανίστηκε στην Ουγκάντα το 1974 για τους εξαφανισθέντες από το καθεστώς, αλλά καθιερώθηκε στη Λατινική Αμερική για τα θύματα και τους αγνοούμενους των στρατιωτικών δικτατοριών (το 1982 στη Βολιβία και στη συνέχεια στην Αργεντινή και τη Χιλή), για να ακολουθήσουν ανάλογες επιτροπές στο Νε-πάλ, το Ελ Σαλβαδόρ, τη Γουτεμάλα, το Μαρόκο, το Κογκό κ.α. Ανεξάρτητααπό το αν και σε ποιο βαθμό πέτυχε στην πράξη αυτή η ιδέα, κινητήρια δύναμη όλων των προσπαθειών υπήρξε η αντίληψη ότι η συμφιλίωση σε διαιρεμένες κοινωνίες μπορεί να επέλθει μετά την αποκάλυψη της αλήθειας, τη δημόσια μαρτυρία των θυμάτων και τη δημόσια απολογία των εμπλεκομένων στα εγκλήματα του καθεστώτος.

Βόρεια Ιρλανδία

Για πολλούς Ελληνοκύπριους και Έλληνες το εθνικό ιστορικό ανάλογο του κυπριακού αγώνα ήταν ασφαλώς η Ελληνική Επανάσταση του 1821, αλλά το διεθνές ανάλογο ήταν η Βόρεια Ιρλανδία. Κι αυτό για δύο λόγους:

(α) Ο κυπριακός απελευθερωτικός αγώνας ήταν και αυτός αντιαποικιακός και μάλιστα εναντίον της μισητής Βρετανικής Αυτοκρατορίας και

(β) ο αγώνας των Βορειοϊρλανδών αποσκοπούσε στην ένωση με τη μητέρα Ιρλανδία, όπως ο κυπριακός αγώνας οραματιζόταν την ένωση με την Ελλάδα. Άλλω¬στε, το παλλαϊκό αίτημα για ένωση μαρτυρούν τα τρία δημοψηφίσματα που διεξάχθηκαν στην Κύπρο: το πρώτο στις 25 Μαρτίου 1921 (στην επέτειο της εκατονταετηρίδας από την Ελληνική Επανάσταση), το δεύτερο το 1930 και το τρίτο το 1950.

Η Βόρεια Ιρλανδία υπήρξε μια από τις πιο σοβαρές περιπτώσεις διαιρεμέ¬νης κοινωνίας στην Ευρώπη. Χωρισμένοι σε καθολικούς, που επιδίωκαν την απόσχιση από το Ηνωμένο Βασίλειο και την ένωση με την Ιρλανδία, και σε προτεστάντες, που αυτοπροσδιορίζονταν ως Βρετανοί και ήθελαν τη διατήρηση του status quo, οι Ιρλανδοί δεν άργησαν να μετατρέψουν τις θρησκευτικές και πολιτικές διαφορές τους σε ένοπλη αντιπαράθεση, δολοφονίες και βομβιστικές επιθέσεις εναντίον αμάχων. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε στην εμπέδωση κλίματος τρόμου και μίσους και στην παγίδευση ολόκληρης της κοινωνίας σε έναν αδιέξοδο κύκλο αίματος.

Οι περισσότεροι μαθητές φοιτούσαν σε χωριστά σχολεία και διδάσκονταν αντιπαρατιθέμενα ιστορικά αφηγήματα: Στα καθολικά σχολεία η ιρλανδική ιστορία προβαλλό¬ταν ως ένας διαρκής ηρωικός αγώνας για ανεξαρτησία από τον βρετανικό ζυγό, ενώ στα προτεσταντικά η ιρλανδική ιστορία ήταν αδιαχώριστο κεφάλαιο της βρετανικής. Η ειρήνευση που επιτεύχθηκε με τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής (10 Απριλίου 1998) και η είσοδος της Ιρλανδίας σε μια περίοδο ευημερίας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνοδεύτηκε από έναν βαθύ και δομικό μετασχηματισμό στην εκπαίδευση: νέα προγράμματα σπουδών και σχολικά εγχειρίδια, μικτά σχολεία, κοινές δράσεις καθολικών και προτεσταντικών εκπαιδευτικών κοινοτήτων, απάλειψη των εκατέρωθεν εχθρικών στερεοτύπων στο εκπαιδευτικό υλικό. Η παραγωγή σχετικής θεωρίας και μεθοδολογίας από τους ερευνητές της εκπαίδευσης στην Ιρλανδία αποτελεί σήμερα πρότυπο και πηγή έμπνευσης για χώρες με ανάλογα προβλήματα. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν πρέπει να ωραιο¬ποιούμε τα πράγματα. Ασφαλώς το εγχείρημα συνάντησε αντιδράσεις από πολλούς γονείς και από ακραίους πολιτικούς κύκλους, ενώ δεν έλειπαν και οι εκπαιδευτικοί που εξέφρασαν επιφυλάξεις ή φοβήθηκαν να ακολου¬θήσουν. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις και οι εκπαιδευτικές αρχές στήριξαν τις προσπάθειες, γι’ αυτό και σήμερα μπορούμε να μιλάμε για θετικό ισοζύγιο, παρά το γεγονός ότι εξακολουθούν να υπάρχουν αρκετά χωριστά σχολεία.

Δ. ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΩΣ ΕΠΙΜΑΧΟ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΑΚΟ

Τι καθιστά το Κυπριακό Ζήτημα συγκρουσιακό; Δεν αναφέρομαι τόσο στο Κυπριακό Ζήτημα ως διεθνές πρόβλημα που άπτεται της διπλωματίας και της πολιτικής, αλλά ως ιστορικό γεγονός που έχει πολλαπλές και δυναμικές συνέπειες στην κοινωνία, τον δημόσιο λόγο και κυρίως στην εκπαίδευση.

Το Κυπριακό είναι αυτονόητα ένα τραυματικό γεγονός. Όχι μόνο επειδή η τουρκική εισβολή άφησε πίσω της νεκρούς και αγνοούμενους, διαίρεσε το νησί και ανάγκασε ανθρώπους να εγκαταλείψουν τον τόπο και τα σπίτια τους και να γίνουν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα. Παραμένει τραυματικό, επειδή, κατά τη γνώμη μου, η κυπριακή κοινωνία δεν έχει προχωρήσει δημόσια και συλλογικά στη διεργασία του τραύματος, δεν έχει κατορθώσει να υπερβεί ή, έστω, να μετριάσει το ισχυρό συναισθηματικό φορτίο που έχει εναποθέσει στη μνήμη, ώστε να το μελετήσει ορθολογικά και κυρίως πολύπλευρα –πολυπρισματικά, θα έλεγα, χρησιμοποιώντας τον όρο της επιστήμης μου.

Το Κυπριακό Ζήτημα είναι όμως ταυτόχρονα και ευαίσθητο, επίμαχο και συγκρουσιακό για την ίδια την κυπριακή κοινωνία –ειδικά αν διευρύνουμε χρονικά το ιστορικό πεδίο. Αν δηλαδή αρχίσουμε από τη δεκαετία του 1950 με τον αντιαποικιακό αγώνα της ΕΟΚΑ εναντίον των Βρετανών, το αίτημα της ένωσης με την Ελλάδα, αλλά και τις προστριβές με την τουρκοκυπριακή κοινότητα και την κυπριακή αριστερά, αν συμπεριλάβουμε τη συζήτηση για τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου (1959), τη βιωσιμότητα της νεοπαγούς Κυπριακής Δημοκρατίας και κυρίως τη δημόσια διαμάχη για το ποιος ευθύνεται για τις δικοινοτικές συγκρούσεις (1964-1974), την τουρκική εισβολή και τα συνεχή ναυάγια των διαπραγματεύσεων για την επανένωση του νησιού.

Όλα αυτά τα αναφέρω όχι επειδή προσεγγίζω το Κυπριακό Ζήτημα από την πολιτική και διπλωματική του πλευρά. Δεν είμαι ειδικός σε αυτό ούτε ασφαλώς φιλοδοξώ να γίνω. Οι επίμαχες πτυχές του τραυματικού παρελ¬θόντος μάς ενδιαφέρουν και πρέπει να τις λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη, ακριβώς επειδή δημιουργούν ένα κλίμα στον δημόσιο χώρο που ασκεί πανίσχυρη επιρροή στη σχολική εκπαίδευση και μάλιστα στο μάθημα της ιστορίας. Η Κύπρος είναι γεμάτη με τόπους μνήμης και μνημεία θυμάτων του απελευθερωτικού αγώνα και της τουρκικής εισβολής, ονοματοδοσίες δρόμων και πλατείων, γίνονται τελετουργικές μνημονεύσεις και εκδηλώσεις, εκδίδονται βιβλία και αφιερώματα σε εφημερίδες, γράφεται λογοτεχνία και προβάλλονται ντοκιμαντέρ και ταινίες.

Είναι, ωστόσο, το Κυπριακό Ζήτημα επίμαχο και συγκρουσιακό για την ίδια την κυπριακή κοινωνία; Ή, αντίθετα, υπάρχει μια ευρεία κοινωνική και πολιτική συναίνεση, μια ομογνωμία και ομοθυμία απέναντι στο τραυματικό ιστορικό παρελθόν και τις προβολές του στο παρόν. Η εντύπωση που έχω αποκομίσει είναι ότι, πέρα από την αυτονόητη συγκρουσιακότητα των ανταγωνιστικών αφηγήσεων της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας για το επίμαχο παρελθόν, υφέρπει εντός της ελληνοκυπριακής κοινότητας μια συγκρουσιακότητα που ενίοτε εκδηλώνεται στον δημόσιο χώρο, συνήθως όμως καλύπτεται από μια συναίνεση σιωπής. Ποια είναι τα δίπολα αυτής της συγκρουσιακότητας;

Σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο πηγή της συγκρουσιακότητας είναι αυτό που ο συνάδελφος Χάρης Αθανασιάδης ονομάζει «ασυμφιλίωτες μνήμες» της κυπριακής δεξιάς και αριστεράς. Το επίμαχο σημείο είναι η στάση των ανθρώπων της αριστεράς απέναντι στην ΕΟΚΑ κατά τη διάρκεια του αντιαποικιακού αγώνα, καθώς και η στάση της οργάνω¬σης απέναντί τους. Είναι γνωστό ότι μέλη της ΕΟΚΑ προχώρησαν σε διαπομπεύσεις, ξυλοδαρμούς και δολοφονίες εκατοντάδων μελών της ελληνοκυπριακής αριστεράς κατηγορώντας τους για προδοσία και συ¬νεργασία με τους Βρετανούς. Είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη ότι για δεκαετίες μετά, και ίσως μέχρι σήμερα, το στίγμα της προδοσίας κηλίδωνε όχι μόνο τη μνήμη των ανθρώπων αυτών, αλλά και τις οικογένειές τους. Δεν είναι προφανώς τυχαίο το γεγονός ότι απέναντι στους πολυάριθμους Συνδέσμους Αγωνιστών της ΕΟΚΑ, ιδρύθηκε το 1995 ο Σύνδεσμος Συγγενών Δολοφονηθέντων για τα Πολιτικά τους Φρονήμα¬τα της περιόδου 1955-59. Πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει αντίστοιχη οργάνωση Τουρκοκυπρίων με το όνομα «Σύνδεσμος Μαρτύρων της Δημοκρατίας» που μετρά τα θύματα της ΤMΤ (Τουρκική Αντιστασιακή Οργάνωση) (https://dialogos.com.cy/385495-2).

Ο ρόλος και ο δημόσιος λόγος της κυπριακής εκκλησίας απέναντι στον λόγο κοσμικών, κοινωνικών και πολιτικών ομάδων και παρατάξεων.

Η στάση των Ελληνοκύπριων των ελεύθερων εδαφών απέναντι στους πρόσφυγες που κατέφθασαν από τα κατεχόμενα. Άλλωστε, από μόνο του το γεγονός ότι διαμορφώθηκαν ενδοκυπριακές προσφυγικές ταυτότητες είναι αποκαλυπτικό των διακρίσεων. Ένας περίπατος στη Λευκωσία αρκεί για να διαπιστώσει κανείς πόσοι και τι είδους σύλλογοι έχουν συσταθεί με κοινό παρονομαστή την προσφυγική ιδιότητα (η ΠΟΕΔ Κερύνειας είναι η παρούσα απόδειξη).

Ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός, όχι σε επίσημο-διπλωματικό επίπεδο, αλλά σε επίπεδο ατομικό-ταυτοτικό. Αν η έννοια της ταυτότητας δεν προσδιορίζεται μόνο αυτοαναφορικά (τι είμαι) αλλά σε αντίστιξη με τον άλλο (τι δεν είμαι), πώς αυτός που ζει στην Κύπρο σήμερα αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως εθνικό υποκείμενο; Ως Κύπριος, ως Ελληνοκύπριος, ως Έλληνας και αντίστοιχα ως Κύπριος, ως Τουρκοκύπριος, ως Τούρκος; Καθοριστικό ρόλο για τον αυτοπροσδιορισμό της ταυτότητάς μας παίζει η ιστορική μας συνείδηση, ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το ιστορικό παρελθόν.

Τελευταίο, αλλά ίσως πιο σημαντικό επειδή συνδέεται πολλαπλά με όλα τα προηγούμενα, είναι αυτό που ονομάζουμε γενεακό χάσμα της εμπειρίας. Όσοι γεννήθηκαν μετά το 1974 στην Κύπρο δεν βίωσαν τη συνύπαρξη με τον άλλον. Στην πραγματικότητα μόνο οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας φέρουν την εμπειρία και τις μνήμες της ειρηνικής καθη-μερινότητας της συνύπαρξης. Θυμούνται τα ονόματα, τις φυσιογνωμίες, τα επαγγέλματα, τις συνήθειες, το χαμόγελο των γειτόνων τους. Όλοι οι υπόλοιποι και, κυρίως οι νέοι άνθρωποι, έχουν διαμορφώσει την εικόνα του άλλου, του Τουρκοκύπριου, μέσα από τραυματικές αφηγήσεις, επίσημες ή οικογενειακές, που μοιραία γεννούν φόβο και μίσος, που μπορούν δηλαδή να διαμορφώσουν ένα τοξικό κλίμα που υπονομεύει σχεδόν κάθε πιθανότητα ουσιαστικής επικοινωνίας και συνάντησης.

Οι λίγες αυτές επισημάνσεις νομίζω ότι αρκούν για να συμφωνήσουμε ότι το ζήτημα είναι όχι μόνο ευαίσθητο, αλλά και επίμαχο και συγκρουσιακό σε περισσότερα επίπεδα απ’ ό,τι φανταζόμαστε.

Ε. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ-ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η διεθνής έρευνα πάνω στη διαχείριση ευαίσθητων, τραυματικών και συγκρουσιακών ζητημάτων στην εκπαίδευση έδειξε ότι η επιτυχία του εγχειρήματος συναρτάται από ορισμένες θεμελιώδεις προϋποθέσεις:

1.Απαιτείται ευρεία πολιτική συναίνεση ή, έστω, η ευρύτερη δυνατή. Τα πολιτικά κόμματα και οι πολίτες οφείλουν να εγκαταλείψουν το μυ¬ωπικό πεδίο που εκτείνεται στα όρια της κοινοβουλευτικής θητείας τους και να θέσουν στον εαυτό τους ένα υπαρξιακό για την κυπριακή κοινωνία ερώτημα: πώς φαντάζονται τη ζωή στο μέλλον; Αν απαντήσουν στο ερώτημα αυτό, όπως οι περισσότεροι ευχόμαστε, τόσο η Κύπρος όσο και η ευρωπαϊκή επιστημονική κοινότητα διαθέτει εξαιρετικούς συναδέλφους για να σχεδιάσουν σπουδαία εκπαιδευτικά προγράμματα και να επιμορφώ¬σουν τους εκπαιδευτικούς. Φαντάζομαι ότι πολλοί θα επισημάνουν ότι η κοινωνία δεν είναι έτοιμη να δεχτεί κάτι τέτοιο. Η απάντηση σε αυτήν την αιτίαση είναι απλή: Οι κοινωνίες ποτέ δεν είναι έτοιμες και δεν θα είναι αν δεν αναληφθούν θαρραλέες πρωτοβουλίες σε πολιτικό και εκπαιδευτικό επίπεδο. Πρέπει να παρατηρήσω ότι σε πολιτικό επίπεδο υπάρχουν πολύ θετικές ενδείξεις προς αυτήν την κατεύθυνση. Τον Δεκέμβριο του 2018 πραγματοποιήθηκε κοινή επίσκεψη αντιπροσωπειών από τη συντριπτική πλειονότητα των ελληνοκυπριακών και τουρκοκυπριακών κομμάτων στην Ορόκλινη και τη Γαλάτεια, όπου εντοπίστηκαν ομαδικοί τάφοι αγνοουμένων. Οι εκπρόσωποι των πολιτικών δυνάμεων ζήτησαν να δημιουργηθεί ένα κοινό μνημείο για τους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους αγνο¬ούμενους, καθώς και να καθιερωθεί μία κοινή ημέρα μνήμης. Αντίστοιχα, στην εκπαίδευση είναι σπουδαία η έκδοση που πραγματοποίησε το 2012 ο Όμιλος Ιστορικού Διαλόγου και Έρευνας σε συνεργασία με το Κέντρο Μεταβατικής Δικαιοσύνης με τίτλο «Σκεφτόμαστε ιστορικά για τη ζήτημα των αγνοουμένων. Ένας οδηγός για εκπαιδευτικούς», καθώς και η έκδο¬ση “History Education and Conflict Transformation” το 2017, καρπός ενός ευρωπαϊκού ερευνητικού προγράμματος, στο οποίο συμμετείχαν και μέλη του Πανεπιστημίου της Κύπρου. Ασφαλώς, δεν πρέπει να υποτιμηθεί και η πολύπλευρη και πολυετής προσπάθεια του Συμβουλίου της Ευρώπης με τη συμμετοχή εμπνευσμένων Κύπριων εκπαιδευτικών.

2.Διδάσκουμε λοιπόν με σκοπούς που εκτείνονται πέρα από τα όρια του σχολείου. Μελετάμε το παρελθόν με τα πόδια στο παρόν και με το βλέμμα στο μέλλον. Με άλλα λόγια, η ιστορική εκπαίδευση οφείλει να είναι όχι μόνο ελεύθερη, στα μέτρα του εφικτού, αλλά και απελευθερωτική. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα σύγχρονα προγράμματα σπουδών Ιστορίας, μεταξύ αυτών τα κυπριακά και τα νεότερα ελληνικά, περιλαμβάνουν όχι μόνο στόχους περιεχομένου (οι μαθητές να μάθουν τι συνέβη) αλλά και στόχους συναισθηματικούς, νοητικούς και κυρίως αξίες, στάσεις και συμπεριφορές.

3.Ένα τριγωνικό μεθοδολογικό πλαίσιο που θα ορίζεται από τις έννοι¬ες κριτική σκέψη – ιστορική ενσυναίσθηση – πολυπρισματικότητα. Κριτική σκέψη σημαίνει ότι δεν επιβάλλουμε στα παιδιά ένα και μοναδικό αφήγημα, αλλά, αντίθετα, δημιουργούμε ένα κατάλληλο μαθησιακό περιβάλλον για να στοχαστούν, να προβληματιστούν, να αντιπαρατεθούν με τεκμήρια και επιχειρήματα, να διατυπώσουν υποθέσεις και να καταλήξουν σε συμπεράσματα, τα οποία ενδεχομένως θα διαφέρουν από τα δικά μας και από αυτά που κυριαρχούν στην κοινωνία. Ιστορική ενσυναίσθηση, επίσης, δεν σημαίνει ψυχολογική ταύτιση με τα ιστορικά υποκείμενα, αλλά έλλογη κατανόηση των συναισθημάτων, των στάσεων και των συμπερι¬φορών που υιοθέτησαν οι άνθρωποι μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Για παράδειγμα, ιστορική ενσυναίσθηση σημαίνει να κατανοούμε πώς οξύνθηκαν τα πάθη και πώς βάθυνε ο διχασμός στην κυπριακή κοι¬νωνία κατά την επίμαχη περίοδο. Τέλος, η πολυπρισματικότητα απαιτεί την ανάλυση ιστορικών πηγών που απηχούν διαφορετικές απόψεις ή και που αφηγούνται με διαφορετικό τρόπο το ίδιο γεγονός.

4.Η προσέγγιση του κυπριακού ζητήματος για πολλούς λόγους δεν πρέ¬πει να περιορίζεται στη μεγάλη ιστορία, δηλαδή στα πολιτικά και στρα¬τιωτικά γεγονότα. Οφείλει να εγκολπώνει αυτό που ονομάζουμε «ιστορία από τα κάτω», δηλαδή αφενός την πολιτισμική ιστορία, τη μικροϊστορία και την τοπική ιστορία και αφετέρου τις βιοϊστορίες των προσφύγων και το τραύμα των αγνοουμένων. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να υιοθετεί μια πολλαπλή εστίαση που θα περιλαμβάνει όχι μόνο τη μεγάλη εικόνα αλλά και την ανθρώπινη μικροκλίμακα, ώστε να φέρουμε την ιστορία στα ανθρώπι¬να μέτρα, και τα παιδιά αντιληφθούν τις επιπτώσεις της μεγάλης ιστορίας στη ζωή των απλών ανθρώπων. Ποια από τα παραπάνω θέματα αρμόζουν σε καθεμιά από τις σχολικές βαθμίδες (Δημοτικό-Γυμνάσιο-Λύκειο) και ποια μεθοδολογία είναι αντίστοιχα η πιο κατάλληλη, είναι κάτι που μπορούμε να το συζητήσουμε.

5.Διεύρυνση του πεδίου μελέτης πέραν του τραυματικού γεγονότος. Στην περίπτωση του Κυπριακού Ζητήματος δεν έχουμε παρά να αξιοποιήσουμε τη μακρά εμπειρία και τη μεθοδολογία της διδακτικής του Ολοκαυτώματος και ειδικότερα το σχήμα πριν-κατά-μετά. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η διδασκαλία δεν πρέπει να εστιάζει μόνο στα τραυματικά γεγονότα, αλλά να διευρύνει τον χρονικό ορίζοντα του πεδίου μελέτης, συμπεριλαμβάνοντας όλες τις φάσεις:

(α) την ειρηνική ζωή πριν από τις διενέξεις και τον πόλεμο, τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα και την ετερογένεια της μικτής κυπριακής κοινωνίας, τον πλουραλισμό των θρησκευτικών και εθνοτοπικών ταυτοτήτων, τις νόρμες συμβίωσης και επικοινωνίας –χωρίς, ωστόσο, να διολισθαίνουμε στο άλλο άκρο, δηλαδή στην εξιδανίκευση και στην αποσιώπηση της μισαλλοδοξίας και των εκτροπών,

(β) την επενέρ¬γεια του πολέμου, του εθνικισμού και της ανομίας στις κοινότητες, ενδε-χομένως και υπό τη διπλή τους ιδιότητα, του θύτη και του θύματος –χωρίς να αποσιωπούμε ή να υποβαθμίζουμε τη βία και τα «ευαίσθητα» ζητήμα¬τα υπό το φόβο της αναζωπύρωσης του εθνικιστικού μίσους,

(γ) για τους Κύπριους πρόσφυγες, τις εμπειρίες του ξεριζωμού, την εγκατάλειψη της πατρίδας, τον αποχωρισμό με τους σύνοικους πληθυσμούς, το ταξίδι προς τη νέα πατρίδα, την απώλεια και την αναζήτηση αγαπημένων προσώπων, την εγκατάσταση, τον αγώνα για επιβίωση, τις σχέσεις με τους γηγενείς και

(δ) τη διαμόρφωση και εξέλιξη της προσφυγικής μνήμης σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, τον μετασχηματισμό του προσφυγικού τραύματος σε πολιτισμικό και τις εκδηλώσεις του μέσα από τη μουσική, τη λογοτεχνία,το θέατρο, τον κινηματογράφο, την ονοματοδοσία των χωριών, των συνοικισμών και των οδών, την κατασκευή μουσείων, μνημονικών τόπων και αρχείων, την έκδοση βιβλίων και τη δημοσίευση αφιερωμάτων στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.

6.Αφετηρία για την ιστορική προσέγγιση πρέπει να είναι το σήμερα και κινητήριο ερώτημα το «πώς φθάσαμε ως εδώ;». Τα παιδιά που δεν γνωρίζουν ιστορία ή δεν αντιλαμβάνονται την πανίσχυρη επίδρασή της πάνω μας, νομίζουν ότι οι αντιλήψεις και οι νοοτροπίες των ανθρώπων ήταν περίπου όμοιες με αυτές που εμείς έχουμε σήμερα και ότι κάπως έτσι θα είναι και στο μέλλον. Είναι αυτό που στη θεωρία της ιστορίας ονομάζουμε «παροντισμό». Δεν είναι καθόλου εύκολο, για παράδειγμα, να κατανοή¬σουν πόσο διαφορετική ήταν η καθημερινή ζωή στην αποικιοκρατική πο¬λυπολιτισμική κοινωνία της Κύπρου σε σύγκριση με τη ζωή σε μια σχεδόν μονοεθνοτική αλλά ευρωπαϊκή κοινωνία, όπως είναι σήμερα. Κλειδί για να κατανοήσουν τα παιδιά το παρελθόν είναι να αντιληφθούν την ιστορικότητα του παρόντος.

Το τονίζω αυτό, επειδή στα μαθήματα της Ιστορίας στο σχο-λείο και, δυστυχώς, σε μεγάλο βαθμό και στο πανεπιστήμιο, περιορίζουμε την ιστορία στο παρελθόν και δεν μελετάμε το πώς αυτό προβάλλεται στο παρόν και με ποιους τρόπους το επηρεάζει (δηλαδή τις δημόσιες χρήσεις της ιστορίας σήμερα).

7.Κρίσιμη υπόθεση, σε κάθε περίπτωση, είναι η εκπαίδευση των φοιτητών που προορίζονται να γίνουν εκπαιδευτικοί και η επιμόρφωση των εν ενεργεία εκπαιδευτικών. Έχοντας εμπεριστατωμένη γνώση της ελληνικής ακαδημαϊκής πραγματικότητας, πιστεύω ότι τέτοιες θεματικές πρέπει να καλύπτουν ικανό μέρος των προγραμμάτων σπουδών των ιστορικών και παιδαγωγικών τμημάτων. Επίσης, ακριβώς επειδή εδώ έχουμε να κά¬νουμε και με τις κοινωνικές, ανθρωπολογικές και ψυχολογικές διαστάσεις του ιστορικού τραύματος, θεωρώ ιδιαίτερα ωφέλιμη τη συνδρομή των κοινωνικών επιστημόνων. Με άλλα λόγια, έχουμε ασφαλώς να κάνουμε με ένα διεπιστημονικό πεδίο. Από την άλλη πλευρά, νομίζω ότι η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών σε τέτοια ζητήματα, ειδικά στην Κύπρο, πρέπει να είναι καλά σχεδιασμένη και συστηματική και να μην περιορίζεται στις αξιέπαινες, κατά τα άλλα, πρωτοβουλίες εκπαιδευτικών συλλόγων, όπως του ΠΟΕΔ Κερύνειας.
Αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι,

Στις 22 Αυγούστου 1939 ο Χίτλερ διακήρυξε ότι η Γερμανία θα εξολοθρεύσει του Πολωνούς «χωρίς έλεος και συμπόνια». Είπε ότι η διεθνής κοινότητα δεν θα ενίστατο, γιατί «Ποιος τέλος πάντως μιλάει σήμερα για την εξόντωση των Αρμενίων;». Ευτυχώς, υπήρξαν άνθρωποι που αγωνίστηκαν με πάθος και αυταπάρνηση για να αποδείξουν ότι ο Χίτλερ έκανε λάθος. Ασφαλώς, η αποκάλυψη, η προσαγωγή σε δίκη και η τιμωρία των ενόχων δεν θα είναι ποτέ αρκετή ούτε θα φέρει πίσω αυτούς που χάθηκαν. Θα προσφέρει όμως στους επιζήσαντες και στους συγγενείς των νεκρών ανακούφιση και ένα είδος αναδρομικής δικαίωσης. Ευρύτερα, θα βοηθήσει την κοινωνία να απελευθερωθεί από αυτό που ο Νορά ονόμασε «τυραννία της μνήμης», μια συλλογική ψύχωση της τραυματισμένης κοινωνίας, που παγιδεύεται εμμονικά στο παρελθόν και παραδίδεται στη σαγήνη ενός ατέρμονου πένθους. Απέναντι σε αυτήν την παθολογική μνήμη οφείλουμε και μπορούμε να αντιτάξουμε τη μνήμη που ο Ρικέρ ονομάζει «δίκαιη»: μια κριτική καιαναστοχαστική μνήμη που επεξεργάζεται το τραύμα, με αποτέλεσμα αυτό σιγά σιγά να εκτονώσει το αρνητικό του φορτίο και να γίνει πεδίο γόνιμης διαβούλευσης, ειλικρινούς προσέγγισης και κοινωνικής ειρήνης.

Στην είσοδο της ιδιαίτερης πατρίδας μου, της Καβάλας, εδώ και δεκαετίες στέκεται μια μεγάλη ταμπέλα με το σύνθημα «Δεν ξεχνώ». Όλοι θα συμφω¬νήσουμε ότι το βασικό μήνυμα είναι ότι έχουμε χρέος να διατηρούμε ανοιχτό το τραύμα του κυπριακού ελληνισμού ως την πραγματική του ίαση, που δεν είναι άλλη από την αποκατάσταση του δικαίου και την επανένωση του νησιού. Θα συνυπογράψω με όλη μου την καρδιά. Ωστόσο, 46 χρόνια μετά το 1974 θα παρακαλέσω να αφήσουμε για λίγο στην άκρη τις πολιτι¬κές, εθνικές και διπλωματικές πτυχές του ζητήματος, να τιθασεύσουμε τα συναισθήματα που μας κατακλύζουν και να στοχαστούμε ως εκπαιδευτικοί πάνω στα ακόλουθα ερωτήματα: Πώς οραματιζόμαστε το αύριο της κυπριακής κοινωνίας; Και αν το αύριο μέλλει να είναι σε μια ενωμένη και αδιαίρετη Κύπρο, πώς θα θέλαμε να ζουν οι σημερινοί μαθητές μας σε αυτήν; Την απάντηση για το αύριο θα τη δώσει η ιστορία που διδάσκουμε σήμερα.

Διαβάστε περισσότερα για το συνέδριο ΕΔΩ.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.