Ξεκινησε το ταξιδι του το νεο μυθιστορημα του Βαγγελη Ραπτοπουλου με τιτλο «Ερωτες, ερωτες, ερωτες»

«Μιλάω για ιστορίες όπου οι πρωταγωνιστές κάνουν τα πάντα για να ικανοποιήσουν την ερωτική τους επιθυμία»

Ένας άνθρωπος που έχει καταγράψει πληθώρα συγγραφικών επιτυχιών σε όλη την καριέρα του, ετοιμάζεται να προσθέσει ακόμα μία. Περί Βαγγέλη Ραπτόπουλου ο λόγος και του νέου του βιβλίου με τίτλο «Έρωτες, έρωτες, έρωτες», το οποίο τέθηκε πρόσφατα σε κυκλοφορία. Ευκαιρίας δοθείσης, ο κ. Ραπτόπουλος μίλησε στο Ράδιο Παρατηρητής, δίνοντας αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με το θέμα που πραγματεύεται το νέο του μυθιστόρημα. Εκτός αυτού όμως, ο γνωστός συγγραφέας αναφέρθηκε και στην μεταφορά του βιβλίου του με τίτλο η «λεσβία» στις κινηματογραφικές αίθουσες, καθώς σύντομα κάνει πρεμιέρα η ταινία που θα είναι βασισμένη στο εν λόγω μυθιστόρημα, η οποία θα προβληθεί σε σενάριο και σκηνοθεσία του Κ. Μαζάνη.

Βαγγέλης Ραπτόπουλος όμως αναλυτικά…

«Ο έρωτας στην πληρότητά του είναι κάτι ιερό»

ΠτΘ: Μετά από δύο μήνες προεκλογικής περιόδου, επιστρέφουμε στην πρότερη δημοσιογραφική κανονικότητα, μιλώντας, κ. Ραπτόπουλε, για το νέο σας βιβλίο με τίτλο «Έρωτες, έρωτες, έρωτες», το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα.

Β.Ρ.: Προτού μιλήσω για το νέο μου βιβλίο, θα ήθελα να πω ότι εγώ έχω μια δική μου διεστραμμένη ιδέα ότι η πολιτική υπάρχει για να δημιουργήσει κοινωνίες που θα μπορούμε να ερωτευόμαστε αβίαστα και ανεμπόδιστα. Βέβαια όταν αυτό το λέω σε διάφορα «κομματόσκυλα», με κοιτούν με μισό μάτι, αλλά έτσι πιστεύω εγώ. Θεωρώ επίσης πως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι γυναίκες είχαν καλή σχέση με τον έρωτα, ενώ οι άνδρες τα περιφρονούσαν αυτά τα πράγματα, διότι η πατριαρχία το υποβλέπει αυτό. Ο έρωτας, όμως, στην πληρότητά του είναι κάτι ιερό και αυτό είναι κάτι που ισχύει και για το μυθιστόρημα, δηλαδή για χρόνια οι πατριαρχικές κοινωνίες αντιμετώπιζαν το μυθιστόρημα περιφρονητικά αποκαλώντας το ρομάντζο, θεωρώντας ότι περιλαμβάνει ρομαντικές ερωτικές ιστορίες που είναι για γυναικείο κοινό.

«Είναι ένα είδος σπονδυλωτού βιβλίου και μεταμοντέρνου μυθιστορήματος»

ΠτΘ: Θα μας πείτε λίγα λόγια για τους «Έρωτες, έρωτες, έρωτες»;

Β.Ρ.: Καταρχάς να πω ότι το βιβλίο αποτελείται από 12 ιστορίες, με την τελευταία να είναι μακράν η μεγαλύτερη όλων, καθώς καταλαμβάνει 100 σελίδες από το συνολικά 300 σελίδων βιβλίο, δηλαδή είναι το 1/3 του βιβλίου. Περιγράφεται, λοιπόν, η ζωή ενός ήρωα, ο οποίος μας αποκαλύπτει πως όλες τις προηγούμενες ιστορίες τις έχει γράψει αυτός, λέγοντας ότι αυτές οι ιστορίες βρίσκονται σε αναλογία με τη ζωή του. Όλες οι ιστορίες εξακτινώνονται προς την τελευταία ή από την τελευταία και προς τα πίσω. Υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα είδος σπονδυλωτού βιβλίου και μεταμοντέρνου μυθιστορήματος. Μιλάω για ιστορίες όπου οι πρωταγωνιστές κάνουν τα πάντα για να ικανοποιήσουν την ερωτική τους επιθυμία και να βιώσουν αυτό που δεν κάνουμε στην κοινωνία. Οι περισσότεροι άνθρωποι μέσα σε μια κοινωνία, πολύ δύσκολα καταφέρνουν να ικανοποιήσουν τις ερωτικές τους επιθυμίες. Αυτό το πράγμα το αποσιωπά  η κοινωνία μας, αλλά όταν οι άνθρωποι καταπιέσουν αυτή την πλευρά τους και μεταβληθούν σε ένα είδος «νεκροζώντανων», αυτό έχει μεγάλο κόστος στις ζωές τους, καθώς τις καθιστά ανέμπνευστες.

«Υπάρχει μια τεράστια ποσότητα από έργα, τα οποία αποτελούν αναμάσημα του παρελθόντος»

ΠτΘ: Πώς δουλέψατε για αυτό το βιβλίο και πώς καταλήξατε στις συγκεκριμένες ιστορίες;

Β.Ρ.: Αυτό το βιβλίο είναι φτιαγμένο μέσα σε μια ολόκληρη δεκαετία, αλλά σταδιακά άρχισα να βασανίζομαι για το πώς θα συνδεθούν αυτές οι ιστορίες μεταξύ τους και εν τέλει συνδέθηκαν μέσω της ιστορίας του τελευταίου ήρωα. Αυτός, λοιπόν, είναι κομίστας, φτιάχνει δηλαδή κόμικ και σε ένα περιοδικό του έχουν δώσει ένα είδος στήλης όπου εκεί υπό την ετικέτα «έρωτες, έρωτες, έρωτες» γράφει ερωτικές ιστορίες. Καθώς αφηγείται αυτός ο ήρωας την ζωή του που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας, μου δίνεται η ευκαιρία να μιλήσω για την ιστορία του κόμικ στην Ελλάδα, ώστε να γίνει αντιληπτή όλη η ιστορία των τελευταίων χρόνων. Νομίζω, δηλαδή, πως η δική μου η γενιά το πρόλαβε το κόμικ, αυτό που οι μεγάλοι ονομάζουν περιφρονητικά «Μίκυ Μάου». Από αυτό το στάδιο και μετά, προέκυπτε μια εξέλιξη καταληκτική για το κόμικ κάθε δεκαετία και ξαφνικά γέμισε ο τόπος με τα λαϊκά κόμικ που τα έπαιρναν τα παιδιά, αλλά οι γονείς δεν τα άφηναν να τα διαβάζουν. Τα κόμικ ήταν τότε «του διαβόλου» για την ελληνική μικροαστική οικογένεια, θεωρούνταν παρακατιανά και ότι διέφθειραν τους νέους. Ύστερα περάσαμε σε ένα στάδιο όπου το κόμικ απέκτησε μια αριστερή απόχρωση με τη «Βαβέλ» και το «Παρά 5», καθώς κομμάτια της νεολαίας που ήταν ιδεολογικά πολύ ανήσυχα, συγκεντρώθηκαν γύρω από αυτά τα έντυπα και τα διάβαζαν με φανατισμό. Υπήρχαν, επίσης, και κόμικ στη Γαλλία όπου ήταν πολιτικοποιημένα και με πιο ενήλικο περιεχόμενο. Μετά ήρθε το περιοδικό «9» στην Ελευθεροτυπία, όταν και έγινε μια μετατόπιση από το περιθώριο προς την κεντρική πολιτιστική σκηνή στη χώρα, την οποία δεν πολυσυζητούσαν οι άνθρωποι, αλλά πράγματι συνέβη. Και κάπως έτσι φτάσαμε στην τελευταία δεκαετία με τα γκράφικ νόβελ, τα οποία έχουν αποσπάσει σημαντικά βραβεία στην Αμερική, αλλά και στην Ελλάδα και θεωρούνται πολύ σημαντικά ενήλικα έργα. Όλη αυτή η διαδρομή καταγράφεται στο βιβλίο μου, ενώ προσπαθώ μέσα από την διαδικασία του κόμικ στην Ελλάδα να περάσω και την ελληνική ιστορία, γιατί βάζω τον ήρωα να προσπαθεί να πιάσει δουλειά σε διάφορα έντυπα και γενικότερα να βρίσκεται σε μια αγωνία όσον αφορά το επαγγελματικό του μέλλον. Ταυτόχρονα όμως, μένω πιστός σε μια άλλη έμμονη δική μου ιδέα. Επειδή είμαστε μια μικροαστική χώρα της περιφέρειας, χώρα που πρέπει να πάψει να την πιάνει και εθνικιστικός οίστρος, έχουμε πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας. Είμαστε μια επαρχιακή χώρα και το βλέπουμε και στον πολιτισμό πολύ έντονα αυτό. Δεν οδηγούμε εμείς τα πράγματα. Αντιθέτως, μας οδηγούν απ’ έξω τα πράγματα που έρχονται και εν πάση περιπτώσει, αυτό που βλέπω εγώ στη λογοτεχνία, είναι ότι υπάρχει μια τεράστια ποσότητα από έργα, τα οποία αποτελούν αναμάσημα του παρελθόντος. Έχουν συντηρητικούς ήρωες και θέματα και δεν καταγράφουν την εποχή μας. Εγώ έχω σαν προγραμματικό μου στόχο να προσπαθώ να μιλάω για θέματα που δεν μπορούσε να μιλήσει ο Καρκαβίτσας και ο Παπαδιαμάντης.

«Αυτό που προκύπτει στην πραγματικότητα είναι ένας εκσυγχρονισμός της διαχρονικής θεματικής των μυθιστορημάτων με ένα σύγχρονο περίβλημα»

ΠτΘ: Και νομίζω ότι αυτό είναι χαρακτηριστικό σας. Διάβαζα κάπου μια τοποθέτηση που έκανε λόγο για τη συγγραφική σας αυτοπεποίθηση και συμφώνησα απόλυτα. Είναι πράγματι αυτή η συγγραφική αυτοπεποίθηση που σας διαμόρφωσε ή έπαιξαν ρόλο και οι δικές σας αναζητήσεις;

Β.Ρ.: Δεν είναι θέμα αυτοπεποίθησης, για αυτό και μίλησα πριν για προγραμματικό στόχο. Δεν με ενδιαφέρει να μιλήσω για πράγματα που τα είχαν κάνει οι προηγούμενοι, καθώς δεν έχει νόημα. Όμως νομίζω ότι πάντα γίνεται αυτό το πράγμα, καθώς η τέχνη έχει μέσα της δύο κομμάτια ενσωματωμένα. Αφενός υπάρχουν σύγχρονες συνθήκες και σύγχρονο υλικό της εποχής που δουλεύει ο καλλιτέχνης και αφετέρου υπάρχει ένα αιώνιο διαχρονικό κομμάτι που μεταφέρεται από καλλιτέχνη σε καλλιτέχνη και από γενιά σε γενιά. Αυτό που προκύπτει στην πραγματικότητα, είναι ένας εκμοντερνισμός και εκσυγχρονισμός της διαχρονικής θεματικής των μυθιστορημάτων με ένα σύγχρονο περίβλημα. Συνεπώς δεν μπορώ να φανταστώ ότι ένας συγγραφέας που σέβεται τον εαυτό του, δεν θα γράψει για σύγχρονα πράγματα.

ΠτΘ: Σύντομα κάνει πρεμιέρα και η ταινία που είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα σας, την «λεσβία», σε σενάριο και σκηνοθεσία του Κ. Μαζάνη. Αυτό αποδεικνύει και ότι υπάρχει ανταπόκριση υπό την έννοια ότι ακριβώς επειδή αγγίζει την πραγματικότητα όλων ημών, ενδιαφέρει και ένα ευρύ κοινό.

Β.Ρ.: Δεν είναι τυχαίο αυτό το γεγονός, καθώς ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης παλιότερα είχε κάνει στην ΕΡΤ τα δικά μου «διόδια» με μεγάλη επιτυχία. Έχοντας αυτό ως βάση, του απάντησα θετικά, γιατί είχε και αρκετά χρόνια να κάνει ταινία. Δεν ξέρω τι αποτέλεσμα θα έχει αυτή η ταινία με τη «λεσβία», αλλά αυτό που είδα στον προβληματισμό του όταν μου το ζήτησε, ήταν ότι θεωρούσε πως η κατάσταση της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας δεν είναι στην μόδα, αλλά αποτελεί σύγχρονο υλικό. Γι’ αυτό και ενδιαφέρθηκε να κάνει ταινία ένα τέτοιο θέμα. Σίγουρα δεν ήταν τυχαίο.

ΠτΘ: Και με την οπτική με την οποία το βλέπετε εσείς, ως «ένα άλλο ρεπορτάζ» θα μπορούσα να χαρακτηρίσω τη γραφή σας, υπό την έννοια ότι είναι μια λογοτεχνική μεταφορά της πραγματικότητας, όλο αυτό που συζητούσαμε.

Β.Ρ.: Καλά το λέτε. Να επισημάνω όμως στο σημείο αυτό πως ο Ηλίας Πετρόπουλος το έγραψε αυτό, καθώς έλεγε ότι μελετάω. Η πραγματική δουλειά του ήταν λαογράφος και θα έπρεπε σε μια πιο υγιή χώρα, αυτός ο άνθρωπος να είναι πανεπιστημιακός στη λαογραφία. Ο κ. Πετρόπουλος έλεγε πως «μαθαίνω περισσότερα μέσα από τη λογοτεχνία που καταγράφει την εποχή παρά μέσα από τις εφημερίδες και την επίσημη καταγραφή της», ενώ υποστήριζε ακόμη ότι «ο λογοτέχνης μπορεί να πιάσει πράγματα για τα οποία οι άλλοι κρίνονται και αυτολογοκρίνονται, έχουν παρτίδες με την εξουσία και φοβούνται μην θίξουν τα ιερά και τα όσια». Πρέπει όμως να αναφέρω κάτι ακόμα όσον αφορά το ζήτημα της οπτικής. Για παράδειγμα, ο «ζητιάνος» του Καρκαβίτσα είναι ένα βιβλίο που αν κανείς το πιάσει να το διαβάσει με τα μάτια ανοιχτά, έτσι θα το διδάξει και ο φιλόλογος ο οποίος πρέπει να προσέξει τι θα πει, καθώς το πλαίσιο του σχολείου είναι απαγορευτικό για διάφορα πράγματα. Ο «ζητιάνος», λοιπόν, δείχνει ότι είμαστε μια χώρα τόσο μίζερη και με μεγάλη παράδοση στη ζητιανιά. Ο ήρωας είναι ένας απατεώνας ζητιάνος, ο οποίος προέρχεται από ένα χωριό όπου είναι όλοι αμείλικτοι απατεώνες. Αυτό ζωντανεύει με τέτοιο αυθεντικό και ειλικρινή τρόπο που είναι εντυπωσιακό, αλλά από την άλλη πλευρά σου μαυρίζει και την ψυχή. Μπορεί κανείς, σήμερα ειδικά που βιώνουμε μια μεγάλη παρακμή, να πει ότι ο Καρκαβίτσας έχει καταγράψει κάτι που δεν θα μπορούσε να το κάνει κάποιος άλλος στον Τύπο ή σε άλλα μέσα ενημέρωσης. Σε κάθε περίπτωση, πιστεύω ότι έχουμε εξελιχθεί σε υλικο-τεχνικό επίπεδο, αλλά όσον αφορά το διανοητικό-ηθικό επίπεδο δεν νομίζω να έχει αλλάξει πολύ το πράγμα.

«Πώς γίνεται ένας άνθρωπος υπόδικος για δολοφονία και εγκληματική οργάνωση να μπορεί να κατεβαίνει στο κοινοβούλιο;»

ΠτΘ: Και εγώ διατηρώ πολύ μεγάλες επιφυλάξεις, ειδικά και μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης Ιουνίου. Μην ξεχνάμε ότι αναβιώνουν και άλλα ζητήματα, όπως η επάνοδος της ακροδεξιάς στο ελληνικό κοινοβούλιο.

Β.Ρ.: Πώς γίνεται ένας άνθρωπος υπόδικος για δολοφονία και εγκληματική οργάνωση να μπορεί να κατεβαίνει στο κοινοβούλιο; Κάτι στραβό έχει συμβεί. Ωραίο είναι όταν πηγαίνουμε στα δικαστήρια να λέμε ότι έχουμε εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη, αλλά τι εμπιστοσύνη είναι αυτή που πρέπει να δείξουμε εδώ; Και μου λένε οι νομικοί ότι αυτό πρέπει να τελεσιδικήσει, να γίνει και δεύτερου βαθμού δίκη για να θεωρηθεί οριστική η καταδίκη του και να μην μπορεί να κατέβει. Συγγνώμη, αλλά με τα λίγα που καταλαβαίνω, κάτι λάθος έχουν κάνει εκεί πέρα. Λέω εγώ με απλή λογική και χωρίς να είμαι νομικός, όσο καιρό εκκρεμεί αυτή η καταδίκη του και δεν έχει οριστικοποιηθεί, δεν μπορείς φίλε να κατέβεις στις εκλογές. Γιατί πρέπει να κάνουμε επιπρόσθετους νόμους για αυτό το πράγμα;

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.