Το Τραγουδι και η Αγαπη

Μία διήγηση της Χρυσούλας Τοφάκη από το Ασημένιο γραμμένη στη ντοπιολαλιά του Έβρου

Γω την ώρα που γεννιόμαν θα πρέπ’ αντί να έκλιγα, μάλλουν να τραγουδούσα. Δεν εξηγείτει αλλιώς πώς του να τραγουδάου για μένα είνι σαν να αναπνέου. Του προυΐ όταν ξυπνάου, αρχίζου κι σιγουτραγουδάου όποιου τραγούδ’ θα έρθ’ τυχαία στου μυαλό μ’ κείνιαν τ’ν ώρα. Απού μικρό πιδάκ’ που ήμαν θυμάμει τουν εαυτό μ’ να τραγουδάει κι να γελάει. Ένα χαμόγελου λες κι ήταν ζωγραφισμένου τατουάζ. Σώμα ουδουντουγλυφίδα (κακουφάουτου ήμαν μικρό), ένα κιφάλ’ ολοστρόγγ’λου σαν καρπούζ’ κι πάνου σ’ αυτό του κιφάλ ευτυχώς χουρούσει κείνου του μεγάλου χαμόγελου!!

Τους χειμώνεις όταν έκανει κρύου και δεν έβγαιναμει να παίξουμει έξου μι τ’ αλλα πιδιά, άρχιζαν τα νυχτέρια απού σπίτ’ σι σπίτ’, μι τ’ς νταήδεις να φ’λάν στου “μαγαζί” μέχρι ν’ απουλίκουν ειδήσεις κι τ’ς γ’ναίκεις να λέν’ τα μασάλια τ’ς γύρου απού τ’ σόμπα μέχρι να γυρίσουν νταήδεις κι να παν’ κι αυτές κάθι μια στου σπίτι τ’ς. Μεις τα γκζάνια πάειναμει πίσου απ’ τ’ς μάνεις μα φυσικά… Πού θα πάειναμει, στου “μαγαζί”;

Γω όταν ξιτνιάχκα λιούτσκου κι δεν φουβάμαν τ’ σκουτίδα, κάποια βράδια αντί να πάου μαζί μι τ’ μάνα μ’ στου μαχαλά (όταν πάεινει εκτός γειτουνιάς), πάεινα μαναχή μ’ κι κάθουμαν μαζί μι τ’ γιαγιά Αγάπη. Η γιαγιά Αγάπη ήταν σαν δεύτερ’ μάνα για τ’ μάνα μ’ κι σαν δεύτερ’ γιαγιά για μένα (εκτός απού την πρόγιαγιά μ’), μιας και η γιαγιά μ’ είχι πιθάν’ 40 χρονών κι είχι αφήσ’ δυο κουρίτσια ουρφανά. Υπήρχαν βράδια που δεν είχει άλλεις γ’ναίκεις για νυχτέριου η γιαγιά κι κάθουμασταν οι δυο μας. Τότι, τα περισσότερα σπίτια ή πουλλά απού αυτά, είχαν έναν ουντά, ο οποίους εκτελούσει χρέη κουζίνας, τραπεζαρίας, κρεβατοκάμαρας, καθιστικού … Θυμάμει τη σόμπα να καίει, κι μεις να κάθουμαστει πάνου στου κριβάτ’ κι δίπλα στου παράθυρου (η μία απού τη μια μιριά, γι’αλλ’ απού τ’ν άλλιαν) για να κοιτάζουμει έξου… λες κι τι έβλειπαμει τόσ’ ώρα; Τη λάμπα να καίει στου σταυρουδρόμ’ κι ποτι πότι να κουσιάει κανένα σκλι. Του μόνου φως στου δουμάτιου ήταν αυτό που έβγεινει από του πουρτάκ’ της σόμπας κι απού του καντιλάκ’ που έκειει πάνου στουν τοίχου ανάμισα στα εικουνίσματα.

Έλειαμει διάφουρα μασάλια μι τ’ γιαγιά Αγάπη κι κάποιεις φουρές γω αρχινούσα να τραγουδάου. Η γιαγιά θυμάμει, μ’ είχει μάθ’ να λέου του “Μενούση” κι τουν τραγουδούσαμει μαζί. Ένα βράδ’ εικί που ήταν ησυχία κι ακούουνταν μόνου τα ξύλα που καίουντουν στη σόμπα κι αθράκεις να κλουϋρνάν, γω άρχισα να τραγουδάου ένα τραγούδ’ της Βούλας Πάλλα που ήρθει κειν’ την ώρα στου μυαλό μ… Του “Παιδί μου γύρνα πίσω”. Δεν ξέρω αν το ‘λειγα μι του σπαραγμό που του ‘λειγει η ίδια η Βούλα Πάλλα όταν του τραγουδούσει, αλλά όση ώρα του “ερμήνευα” έβλειπα τη γιαγιά να κλαίει πνιχτά, κι μι παράπουνου … γω να τραγουδάου, κι αυτή να κλαίει, να κλαίει, να κλαίει …. Δεν είπα τίπουτα όταν τελείουσει του τραγούδ’ γιατί ήμαν μικρό κι δεν θυμάμαν να είχα ξαναδεί τη γιαγιά να κλαίει τόσου πουλύ…Κι έτσ’ συνέχισα να κοιτάζου έξου στου δρόμου… Όταν γύρ’σει μάνα μ’ απού του μαχαλά, κι είδα ότι άναψει του φως τ’ς αυλής, επέστριψα κι γω στου σπίτ’ πάντα περπατώντας μι του κιφάλ’ να κοιτάζ’ τ’ αστέρια (μέχρι τώρα αυτό κάνου όταν πάου στου χουριό). Μι ρώτσει μάνα μ’, πώς τα πέρασεις μι τ’ γιαγιά; Τ’ λέου καλά τα πέρασα μαμά. Αλλά όταν τραγουδούσα του “Παιδί μου γύρνα πίσου”, η γιαγιά άρχισει να κλαίει πουλύ… Γιατί έκλειγει τόσου; Κι μι λέει μάνα μ’… Αχ πιδάκι μ’, γιαγιά είχει μια κόρη κουντά στη θκιαμ την ηλικία κι πέθανει όταν ήταν 18 χρουνώ…. Την είχα λυπηθεί πουλύ τη γιαγιά τότι. Πάντα όταν ακούου ή κυρίους όταν τραγουδάου κείνου του τραγούδ’ τα  μάτια μ’ βουρκώνουν κι νιώθου έναν κόμπου ν’ ανιβαίν’ στου λιμό μ’. Θες γιατί τώρα που έγινα μάνα καταλαβαίνου περισσότερου τουν πόνου τουν άλλουν ανθρώπουν, ακόμη κι αν δεν έχου βιώσ’ κάτ’ ανάλουγου. Θες γιατί ότ’ μου θυμίζ’ τα παιδικά μ’ χρόνια στου χουριό πάντα συγκινούμει και πουλλές φουρές ανιβαίνουν δάκρια στα μάτια μ’ χουρίς να του καταλάβου… Πάντους όταν του τραγουδάου ξανά, βλέπου τ’ γιαγιά μπρουστά μ’ πάντα να κλαίει πνιχτά, με λιγμούς.

Τα χρόνια πέρασαν. Γω έφυγα απού του χουριό, η γιαγιά Αγάπ’ έφυγει απού αυτό τουν κόσμου. Όταν έμαθα ό,τι είχει πιθάν’ έκλαψα πουλύ, αλλά την ίδια στιγμή που έκλιγα σκέφτηκα ότι τώρα, μετά απού τόσα χρόνια θ’ αντάμουνει επιτέλους την κόρη που είχει χάσ’..Κι αυτό μι ανακούφιζει λίγου. Δεν θυμάμει τον εαυτό μ’ να πηγαίνου στου χουριό έστου κι για 2, 3 ή 4 μέρεις κι να μην πηγαίνου να ρίξου νιρό στα γνήματα τ’ προυπάππου μ’, τ’ς προυγιαγιάζουμ… Κι αργότιρα τ’ς γιαγιάς Αγάπης, τ’ς γιαγιάς Κατίνας, και όλων όσων γιαγιάδουν, παππούδων ήταν μέρους της ζουήζουμ στου χουριό. Τ’ς γιαγιάς Σταυρίδινας, που μας έβγαζει τα δόντια μι μια κλουστή, τ’ς γιαγιάς Βαγγέλινας, που όταν κάθουμασταν τα καλουκαίρια στου μπαλκόνι τ’ς έβλειπα απέναντι πώς σιγοκαίουνταν οι καλαμιές όταν ήταν εποχή τ’ς, κι απού πάνου στουν ουρανό να μιτράου τ’ αστέρια…

Μια μάνα μαραζώνει

μια μάνα κρυφολιώνει

για τον γιόκα της πονάει

που τις θάλασσες γυρνάει.

Το παιδί της να γυρίσει

και το σπίτι της ν’ ανοίξει

απ’ τον πόνο της φωνάζει

και βαριά αναστενάζει.

“Παιδί μου γύρνα πίσω

τα μάτια μου πριν κλείσω

πάλι να σ’ αντικρίσω

παιδί μου γύρνα πίσω”.

Μονάκριβό μου αγόρι

η πίκρα σου με λιώνει

σπλάχνο μου αγαπημένο

έλα που σε περιμένω.

Την ευχή μου θα σου δώσω

όταν θα σε ανταμώσω

κι ύστερα ας ξεψυχήσω

και τα μάτια μου ας κλείσω.

“Παιδί μου γύρνα πίσω

τα μάτια μου πριν κλείσω

πάλι να σ’ αντικρίσω

παιδί μου γύρνα πίσω”

*Η Χρυσούλα Τοφάκη κατάγεται από το Ασημένιο Έβρου όπου έζησε μέχρι τα 12 και αυτή είναι η πρώτη της δημοσίευση. Σήμερα ζει και εργάζεται στην Αθήνα και είναι δημιουργός της σελίδας «Εβρίτικα Μασάλια» στο Facebook, στην οποία αναβιώνει η ντοπιολαλιά του Έβρου.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.