Το Φθηνο Ναρκωτικο

Short story

«Πολύ παράξενο αυτό που μου συνέβη!» σκέφτηκε ο Κ. και μετά προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του λεπτομέρειες.

Την προηγούμενη μέρα, βρέθηκε στο φαρμακείο της γειτονιάς του και πριν προλάβει να ζητήσει για δική του χρήση κάποιο φάρμακο, είχε εμφανιστεί ορμητικός πίσω του ένας άλλος πελάτης. Κοιτάζοντας μόνο την εμφάνιση ή τη συμπεριφορά αυτού του πελάτη, κάποιος ανυποψίαστος τρίτος παρατηρητής θα νόμιζε ίσως ότι επρόκειτο απλά για έναν μισότρελο άνθρωπο. Αλλά ήξερε πολύ καλά από παλιότερα γεγονότα ότι ο διαγκωνιζόμενος για τη δική του σειρά  πελάτης  ασκούσε το θλιβερό έργο του ζητιάνου. Με κάποιο φόβο και ίσως για να αποφύγει τη μυρωδιά μιας απλυσιάς που τον πλησίαζε, είχε  παραμερίσει δίνοντας περισσότερο χώρο στον άλλον. Μετά αυτός ο ζητιάνος του απευθύνθηκε και είπε: «Κύριε, κύριε!, μπορείτε να μου αγοράσετε ένα φάρμακο για τη διάρροια;».

Αυτόν τον ζητιάνο τον αντιπαθούσε. Τον παρατηρούσε από απόσταση τα τελευταία δυο χρόνια, που διέμενε σ΄αυτήν τη γειτονιά, συχνά τον συναντούσε στον κεντρικό δρόμο, αλλά και σε άλλα σημεία της πόλης. Έμοιαζε με κλόουν. Φορούσε πάντα μια ιατρική μάσκα, ακόμη και όταν είχαν τελειώσει οι περιορισμοί για τον κορωνοϊό. Το ντύσιμο του ήταν περίεργο με χρώματα αταίριαστα και ρούχα βρόμικα ή σχισμένα. Ήταν αξύριστος και φορούσε γυαλιά μυωπίας. Κάτι το γλοιώδες εξέπεμπε η παρουσία του και η κίνηση του έμοιαζε νευρόσπαστου. Ο δεξιός του ώμος ήταν γερτός σαν να κουβαλούσε  κάποιο βάρος. Και το βάδισμά του έμοιαζε με ασυνάρτητο χορό. Όποτε τον συναντούσε του ζητούσε πάντα χρήματα ή ένα τσιγάρο. «Κύριε, κύριε μήπως έχετε ένα τσιγάρο;» έλεγε.

Julie Turner, “The Agony Of Addiction”

Τον αντιπαθούσε, αλλά αναρωτιόταν, αν η επαιτεία ήταν ο μοναδικός λόγος αυτής της αντιπάθειας. Θυμήθηκε ένα παλιότερο περιστατικό. Κάποτε, την περίοδο των περιορισμών, του είχε ζητήσει χρήματα και επειδή αυτός αρνήθηκε, απαντώντας μόνο με νεύμα, του απηύθυνε την παρατήρηση: «Κύριε, γιατί δεν φοράτε μάσκα!», με ύφος αστυνομικού οργάνου. Ίσως να ήταν αυτή η συμπεριφορά που τον έκανε ακόμη πιο αντιπαθητικό, σκέφτηκε. Ακόμη, θυμήθηκε κι ένα άλλο γεγονός, ότι τον είχε συναντήσει μια μέρα στο σούπερ μάρκετ να ζητάει την ανταλλαγή ψιλών κερμάτων με χαρτονομίσματα και μάλιστα με έναν ενοχλητικό και πολύ απαιτητικό τρόπο. 

Αλλά, ο Κ. μέσα  στο φαρμακείο βρέθηκε απροετοίμαστος. Έπρεπε να δώσει μίαν απάντηση άμεσα. Μπορούσε να αρνηθεί τη βοήθεια σε έναν άνθρωπο για ένα ζήτημα υγείας; Και η απάντηση αυτή αφορούσε τον ίδιο του τον εαυτό. Η φαρμακοποιός, μια ηλικιωμένη γυναίκα, έδειχνε αδιάφορη. Η ματιά της σου έλεγε ότι είσαι εσύ που αποφασίζεις αν πρόκειται να βοηθήσεις σ’ αυτήν την περίπτωση. Το σκεύασμα για τη διάρροια έκανε 5 ευρώ και αυτός τελικά αποφάσισε να το πληρώσει. Και ο διακονιάρης εκείνος ζήτησε επιπλέον ένα κουτί με παυσίπονα και πάλι ο Κ. δέχτηκε να το πληρώσει. Κάτι αδιόρατο τον ενοχλούσε, αλλά δεν ήταν σίγουρος ότι αυτό είχε να κάνει με την παραβίαση μιας βασικής του αρχής: να μην δίνει ποτέ ελεημοσύνη σε ζητιάνους.

Όταν πια έμεινε μόνος με την φαρμακοποιό, αυτή του έδειξε μια φωτοτυπία από κάποια ιστοσελίδα του διαδικτύου. Το κείμενο είχε επικεφαλίδα «Το ναρκωτικό των φτωχών». Και το ναρκωτικό αυτό ήταν τα χάπια που ζήτησε ο μισότρελος επαίτης. Μετά κοίταξε κατάματα την φαρμακοποιό. Ξανακοίταξε προσεχτικότερα το  βλέμμα της, που δεν έμοιαζε πλέον ουδέτερο. Κι αυτός ήταν σχεδόν σίγουρος, πως αν εκείνη είχε επέμβει την κατάλληλη στιγμή, με την αυστηρότητα του βλέμματος ή  αν έλεγε  στον ζητιάνο «Παρακαλώ μην ενοχλείς!», ο Κ. δεν θα είχε πληρώσει. Η φαρμακοποιός στη συνέχεια του έδωσε κι άλλες πληροφορίες. Ότι αυτός κάνει συστηματικά αυτή τη δουλειά ζητώντας να του πληρώσουν οι πελάτες το φάρμακο. Ότι η καθαρίστρια της οικίας του ζητιάνου, γιατί αυτός διαθέτει και καθαρίστρια, λέει πως κάτω από το κρεβάτι του έχει έναν όγκο άδειων κουτιών αυτού του επίμαχου φαρμάκου.

Όταν πια βγήκε στον δρόμο, ήταν προβληματισμένος κι ένοιωθε ανίσχυρος. Ήταν μια μέρα καλοκαιριάτικη και η ζέστη δεν ήταν μόνο στην ατμόσφαιρα, ήταν και στα αντικείμενα γύρω του, που ένιωθε σα να τον άγγιζαν περισσότερο. Να έρχονται ολοένα και πιο κοντά του, σαν να θέλουν να τον απορροφήσουν μέσα τους. Συνέχισε να σκέφτεται το παράξενο αυτό γεγονός και να νοιώθει ευάλωτος και θλιμμένος. Είχε διαβάσει κάποτε ότι ο ίδιος ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι που παράγει ουσίες ευδαιμονίας, τις ενδορφίνες κι όταν ο άνθρωπος είναι δυστυχισμένος χρειάζεται πρόσθετες χημικές ουσίες. Ο παράξενος ζητιάνος ήταν το πρόσωπο που μες στον εγκέφαλό του αδυνατούσε να παράγει τις ουσίες της ευφορίας, θα χρειαζόταν το πρόσθετο ναρκωτικό να το προμηθευτεί για να χαλαρώσει, για να ξεφύγει νοερά από τη μιζέρια του, σκέφτηκε.

Μετά, ενώ περπατούσε στον πολύβουο δρόμο του μεσημεριού, αναρωτήθηκε  και για το άλλο πρόσωπο, τη φαρμακοποιό. Δεν ήταν σίγουρος αν αυτή ήταν ένα πρόσωπο που ήξερε πολλά. Αλλά, προπαντός δεν ήταν σίγουρος αν κάτι άλλο είχε επιδράσει μες στο μυαλό της, που την είχε εμποδίσει να μιλήσει, την ώρα που χρειαζόταν.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.