Στα δυσβατα και σκοτεινα μονοπατια της πραγματικης ζωης με οδηγο το «Τυχερο» του Κωστα Καβανοζη

Σήμερα έχω την χαρά να εισηγηθώ για ένα βιβλίο, το βιβλίο του Κώστα Καβανόζη «Τυχερό» από τις εκδόσεις «Πατάκη», που ομολογώ πως με άγγιξε από την πρώτη στιγμή που το πήρα στα χέρια μου, μάλλον επειδή έχω κάποια κοινά βιώματα με τους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας. 

Το πεπρωμένο και η τύχη 

Συνήθως ταυτίζομαι την Τύχη με την Μοίρα, αν και είναι διαφορετικά πράγματα. Η Μοίρα,  είναι το πεπρωμένο, το προδιαγραμμένο να γίνει στο μέλλον, ή αν θέλετε το προγραμματισμένο. Θα μπορούσαμε επιστημονικά να τη συγκρίνουμε με το DNA, γραμμένο  στα χρωματοσώματα,  με τη διαφορά πως  για να εκδηλωθεί κάποιο γονίδιο, θα πρέπει να υπάρχουν και οι απαραίτητες συνθήκες    –βιολογικές ή κοινωνικές.  Το Πεπρωμένο όμως, ανεξαρτήτως από τις συνθήκες, ή από τις προσπάθειες να εμποδιστεί, οπωσδήποτε θα εκπληρωθεί! Η Τύχη ή το τυχερό έχει να κάνει με τις πιθανότητες να συμβεί ή όχι κάποιο γεγονός. Οι συνθήκες μπορούν να αυξήσουν ή να ελαχιστοποιήσουν αυτήν την πιθανότητα. Στον χώρο των πιθανοτήτων βρίσκονται και οι συμπτώσεις, να συνυπάρξουν  –δηλαδή να συμβούν ταυτόχρονα κάποια γεγονότα. Εδώ  υπάρχει η θεωρία των πιθανοτήτων με εφαρμογές στον τζόγο κ.λπ. 
 
 Όταν, λόγω προφητειών είναι γνωστή από πριν η Μοίρα του ανθρώπου, αυτός μπορεί να προσπαθήσει να την αποφύγει, να αγωνιστεί για να αλλάξει  το πεπρωμένο του, όπως έκανε ο Οιδίποδας, ή όπως προσπάθησε να κάνει η Θέτις,  κρύβοντας τον Αχιλλέα στον γυναικωνίτη. Οι προσπάθειες αυτές είναι πάντα αποτυχημένες και γι’ αυτό τραγικές.  Οι αρχαίοι θεωρούσαν πως ακόμη κι οι θεοί απέφευγαν (αν και μπορούσαν) να αλλάξουν τα γραμμένα από τις Μοίρες, μια που αυτό θα προκαλούσε διαταραχή στην οικουμενική αρμονία. 

Ο τίτλος  κρύβει μέσα του και τραγική ειρωνεία, μα και πολλά ερωτήματα για την ανθρώπινη μοίρα 

Ο τίτλος του βιβλίου του Κώστα Καβανόζη είναι  «Τυχερό». Ένας τίτλος που κρύβει μέσα του και τραγική ειρωνεία,  μα και πολλά ερωτήματα για την ανθρώπινη μοίρα και την πορεία μας σ’ αυτόν τον κόσμο. Τυχερό λέγεται το χωριό, απ’ όπου έχει την καταγωγή του ο ήρωας.  Το κανονικό όνομα  του είναι Τύχιο,  μα επειδή ο Βενιζέλος χάρισε σε όλους του κατοίκους από μια αγελάδα, θεωρήθηκαν από τους γείτονές τους  τυχεροί.
 
Πρόκειται για μια απίθανη ιστορία. Και βέβαια και η πιο δυνατή φαντασία  δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τα αληθινά σενάρια που προσφέρει η ίδια η ζωή. Έτσι είναι και στην περίπτωσή μας. Έχουμε μια  σειρά από συμβάντα που προετοιμάζουν, που στρώνουν τον δρόμο, που δημιουργούν αυτή την ιστορία –οι κοινωνικές συνθήκες,  η καταγωγή, τα δύσκολα χρόνια κ.λπ., οι παράγοντες δηλαδή που διαμορφώνουν τη συνείδηση του ήρωα. Έχουμε και τα γεγονότα που επιβάλλουν τη δική τους σιδερένια λογική,  χωρίς να ρωτούν και χωρίς να χαρίζονται σε κανέναν.  Όλα σαν να συνωμοτούν προς την κατεύθυνση που παίρνει η ζωή του βασικού ήρωα. Η ίδια η Μοίρα σαν να τον προστατεύει, να τον βοηθάει να επιζήσει  από την επιστράτευσή του για το Αλβανικό μέτωπο, να μην πάθει τίποτα στα χρόνια της κατοχής και να γλιτώσει, αν και με σοβαρό τραυματισμό, από τον Εμφύλιο. Τον θέλει ζωντανό κι ακμαίο για να τον τσακίσει  αμείλικτα στην πλέον ακατάλληλη στιγμή, αυτήν που περιμένει με λαχτάρα ο ίδιος και η οικογένειά του. Στην ώρα της επανασύνδεσής τους. Κι όμως, η τραγική εξέλιξη θα μπορούσε να μην συμβεί, ή τουλάχιστον να μην γινότανε σ’ εκείνο το συγκεκριμένο στιγμιότυπο και να μην υπήρχε αυτή η απίθανη πλοκή.
 
Πρόκειται για τα πιο δύσκολα χρόνια στη νέα ιστορία μας. Νομίζω πως  για τον συγγραφέα το δράμα της οικογένειας Βολοβότση  είναι μοναχά η αφορμή για να μας μιλήσει για άλλα πράγματα, για την πορεία μας σ’ αυτόν τον κόσμο, για όλα αυτά που επηρεάζουν αυτή την πορεία, για την ανθρωπιά ή την έλλειψή της, για την αδιαφορία προς τη ζωή των άλλων, για την χωρίς λόγο σκληρότητα  αρχών κι εξουσιών, για μια γραφειοκρατική τυπολατρία που κυριολεκτικά σκοτώνει. 

Μια αλληγορία για την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 

Θα μπορούσε το βιβλίο αυτό να είναι και μια αλληγορία για την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, μια που περιέχει όλα τα σημαντικά γεγονότα που την έχουν σημαδέψει. Ο ήρωας είναι πρόσφυγας από την Ανατολική Θράκη. Στο καινούργιο τους χωριό βλέπουν πέρα από τον Έβρο τα φώτα της παλιάς τους πατρίδας. Μετά έρχεται ο  Εμφύλιος και κυριολεκτικά δύο αδέρφια από την οικογένεια είναι με τη μία πλευρά, ενώ ο τρίτος αδερφός,  ο βασικός ήρωας είναι με την άλλη. Στην ιστορία με το αεροπλάνο έχουμε σε μικρογραφία την  ανάπτυξη της μεταπολεμικής ελληνικής οικονομίας, μια ανάπτυξη της αρπαχτής, με υλικά από δεύτερο χέρι, τις προχειρότητες της οποίας στον βωμό του κέρδους θα πληρώσουν  οι μεταγενέστερες γενιές. Στην συγκεκριμένη περίπτωση την πληρώνει με τη ζωή του ο νεαρός  Γιώργος.   
 
Το βασικό μοτίβο είναι αυτό για την Τύχη κι επαναλαμβάνεται σε όλο το βιβλίο, και με κάθε ευκαιρία ο Καβανόζης μας το υπενθυμίζει, παραθέτοντας και καινούργιες τραγικές συμπτώσεις και παιχνίδια της Μοίρας.  Ποια Μοίρα είναι πιο ζηλευτή;  αυτή  να ζήσεις τη ζωή σου χωρίς μεγάλες περιπέτειες, μια ήσυχη, καθημερινή ζωή χωρίς συναρπαστικά γεγονότα, ή να υψώσεις λεβέντικα το ανάστημά σου και να σε τσακίσει μετά αμείλικτα η Ιστορία επειδή βρέθηκες στην πορεία της;  Ποια είναι μεγαλύτερη τύχη: να κερδίσεις  στο λαχείο των Συντακτών διαμέρισμα, ή να  αποφύγεις ν ανεβείς σε αεροπλάνο που ήταν γραφτό του να πέσει; Μου έκανε εντύπωση πως σε όλο το βιβλίο ούτε στις αφηγήσεις των μαρτύρων ούτε στα λόγια του συγγραφέα δεν συνάντησα τη λέξη «γρουσουζιά», ούτε τις λέξεις «γκαντεμιά» ή «κακοτυχία», σαν να θέλαν να εξορκίσουν αυτές τις έννοιες, αν και πάνω σε αυτές βασίζεται το μυθιστόρημα. Μάλλον, επειδή είναι απίστευτη η όλη ιστορία ο συγγραφέας επιλέγει σαν τρόπο αφήγησης το ντοκουμέντο –ο ίδιος έχει δηλώσει πως δεν υπάρχει ούτε μια  επινοημένη φράση στο βιβλίο του.
 
Πρόκειται για τιτάνιο έργο.  Έχει μαζέψει, ηχογραφήσει και καταγράψει δεκάδες μαρτυρίες από συγγενείς, γνωστούς κι ανθρώπους που σχετίζονται με τους ήρωές του και τη μοίρα τους. Έχει διαβάσει και μελετήσει πάμπολλα  άρθρα από εφημερίδες της εποχής, πιστοποιητικά, δελτία, πορίσματα, αρχεία κ.λπ. Τα έχει βάλει σε μια τάξη και  καταφέρνει να μας μεταβιβάσει το περιεχόμενό τους έτσι ώστε να κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. 

Ντοκουμέντα αλλά και πολύ συγγραφική δουλειά 

Προκύπτει βέβαια το ερώτημα –καλά,  μια που όλα είναι ντοκουμέντα και δεν υπάρχει η μυθοπλασία, ποια είναι η καθαρά συγγραφική δουλειά:
 
Πρώτα απ’ όλα η επιλογή της ιστορίας, του μύθου  που θέλει να αφηγηθεί ο συγγραφέας. Όσο πιο απίθανη, τόσο το καλύτερο! Μετά η επιλογή του υλικού, πάνω στο οποίο θα στηρίξει  την αφήγησή του.  Ο συγγραφέας  έχει συλλέξει τις πιο χρήσιμες για το βιβλίο του, μα και τις πιο ενδιαφέρουσες για τον αναγνώστη πληροφορίες, αυτές που δίνουν το στίγμα της εποχής, μα και προσφέρουν χρώμα κι οσμή στο κείμενο, και μιλάμε για δεκάδες ζωντανές και σπαρταριστές λεπτομέρειες, που κανένας δεν θα  μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του.

Μετά έρχεται το μοντάζ, ο τρόπος δηλαδή που ο συγγραφέας οργανώνει αυτή την ύλη για να  την παρουσιάσει  στον αναγνώστη. Πρέπει να το κάνει με τρόπο συναρπαστικό, ώστε να μην βαρεθεί ο αναγνώστης και να  έχει συνεχώς την περιέργεια για το τι θα γίνει παραπέρα.
 
Από την αρχή αναπτύσσει δύο παράλληλες ιστορίες, που με αγωνία περιμένουμε να δούμε τι τις συνδέει και  πότε θα διασταυρωθούν, Η μία είναι η ιστορία του Ευάγγελου Βολοβότση –αγωνιστή του Δ.Σ και μετέπειτα πολιτικού πρόσφυγα στη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας. Η άλλη ιστορία είναι της πτώσης του μοιραίου αεροπλάνου. Και στις δύο, η άμεση αφήγηση του Καβανόζη περιορίζεται σε μερικές προτάσεις, ή σε κάποιες επεξηγήσεις για το ποιος είναι ποιος. Όλα τα υπόλοιπα είναι οι αυθεντικές μαρτυρίες, γνήσια ντοκουμέντα, κείμενα από τις εφημερίδες της εποχής. Φαντάζομαι ο ίδιος θα ήθελε να καταθέσει και πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Συγκρατιέται όμως και πολύ σωστά κάνει, και παραθέτει μόνο μια φωτογραφία, αυτήν που βλέπουμε στο εξώφυλλο. Περιγράφοντάς την, διαπιστώνει με κάποια απογοήτευση πως τελικά είναι προϊόν φωτομοντάζ. Έχει συναρμολογηθεί από  ξεχωριστές φωτογραφίες  των προσώπων που απεικονίζονται. Οι ηλικίες τους χρονικά δεν ταιριάζουν. Το ενσταντανέ αποτυπώνει μια «ιδανική» σουρεαλιστική πραγματικότητα, σε έναν ανύπαρκτο χρόνο. Είναι οι συνηθισμένες σε τέτοιες περιπτώσεις φωτογραφίες, όπου οι χωρισμένοι από την μπόρα των  γεγονότων προσπαθούν να ξανασμίξουν σαν οικογένεια έστω σε ένα  κάδρο, για να δίνουν κουράγιο στον εαυτό τους, νομίζοντας πως είναι όλοι μαζί. Το μόνο γνήσιο στη συγκεκριμένη φωτογραφία είναι το βίαιο τσάκισμα που χωρίζει, όπως και στη ζωή, τον πατέρα από τη μητέρα και το παιδί .Το συγκεκριμένο φωτομοντάζ και ο επιχρωματισμός  έχουν γίνει στην Ουγγαρία. Έχω δει παρόμοια  φωτομοντάζ και στο πατρικό σπίτι της μητέρας μου στη Μαρώνεια. Φαντάζομαι υπάρχουν και σε πολλά άλλα σπίτια, απ’ όπου έχει περάσει ο Εμφύλιος, μα και σε  σπίτια μεταναστών και  ξενιτεμένων. Μια ολόκληρη βιομηχανία εικονικής πραγματικότητας και ψευδαισθήσεων, με σκοπό να δώσει παρηγοριά και να απαλύνει τον ανθρώπινο πόνο. Τώρα υπάρχει το Σκάιπ που ενώνει τη νέα γενιά μεταναστών, αυτή των παιδιών μας,  με τους οικείους τους. 
   
Για την ιστορία του Βολοβότση ο συγγραφέας παραθέτει εκτός από μαρτυρίες συγγενών και δικές του προσωπικές εντυπώσεις. Μας αφηγείται βήμα βήμα τη ζωή του, πως από το Τυχερό του Έβρου έφτασε στο χωριό Μπελογιάννης της Ουγγαρίας και πως επαναπατρίστηκε μετά πίσω στην Ελλάδα.  Μαθαίνουμε και μια λεπτομέρεια για το χωριό Μπελογιάννης, πως χτίστηκε σε έκταση ιδιοκτησίας πλουσίου έλληνα επιχειρηματία, που απαλλοτριώθηκε  από τη Λ. Δ. της Ουγγαρίας. Μετά προσφέρθηκε στους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες για να χτίσουν εκεί μόνοι τους τον οικισμό.
  
Λόγω των διαφόρων πηγών, που χρησιμοποιεί, το  κείμενο έχει να κάνει με ανόμοιες στην υφή, στο λεξιλόγιο και στο ρυθμό αφηγήσεις. Έχουμε από αθυροστομίες συμμαθητών, μέχρι το στομφώδες ύφος της καθαρευουσιάνικης  γραφής των εφημερίδων εκείνης της εποχής.  Το γνήσιο υλικό όμως, προϊόν της πραγματικής ζωής που προσφέρει ο συγγραφέας, αποζημιώνει τον αναγνώστη. 
 
Η δεύτερη πλοκή, αυτή με τη μοιραία πτήση, αρχίζει από τον αγιασμό των συγκεκριμένων αεροπλάνων από τη βασιλική οικογένεια το 1947. Τα αεροσκάφη παίρνουν τα ονόματα Ήπειρος, Μακεδονία και Θράκη. Στην τελετή παραβρίσκονται ο ανήλικος, πιτσιρίκι ακόμη διάδοχος και η αδελφούλα του –μετέπειτα βασίλισσα της Ισπανίας– πριγκίπισσα Σοφία, με τη μαμά τους την Φρειδερίκη.  Το γεγονός, όπως είναι φυσικό απασχολεί  όλες τις εφημερίδες της εποχής. Αναφορά υπάρχει μέχρι και στον «Ριζοσπάστη», που ακόμη δεν έχει απαγορευτεί. Το ύφος της αφήγησης του τότε δημοσιογράφου είναι επίσημα γκλαμουράτο, όπως αρμόζει σε  ρεπορτάζ βασιλικής οικογένειας. Οι άλλες, οι πραγματικά συναρπαστικές λεπτομέρειες θα έρθουν δώδεκα χρόνια μετά, στην αφήγηση  για  την πτώση του αεροσκάφους.  Εδώ με πραγματική μαεστρία  ο συγγραφέας οργανώνει την παρουσίαση των ευρημάτων του. Μας δείχνει  τα στοιχεία έτσι ώστε να κορυφώνεται η αγωνία. Δεν του ξεφεύγει τίποτα  που θα μπορούσε να μείνει αξιοποιήσιμο. Έχουμε το  προαίσθημα για κάτι κακό, όνειρα που προμηνύουν τραγικά συμβάντα, ωροσκόπιο που θα έπρεπε να προβληματίσει κι όμως το αγνοούν, το κομμάτι από τη βασιλόπιτα, που κάθε χρόνο ορίζανε για τον Βολοβότση, με το τυχερό του. Μέχρι κι ο αριθμός νηολογίου του αεροσκάφους,  με τα γράμματα SX-BAD –που ευθέως παραπέμπει στο αγγλικό bad, κακό–, έρχεται να μας προειδοποιήσει. Σαν να μην φτάνει αυτό έχουμε και δεύτερο μοιραίο αεροπλάνο της ίδιας σειράς με  αριθμό SX-BAG, στο οποίο κάποια χρόνια μετά θα εκδηλωθεί και η πρώτη αεροπειρατεία από τον ιατρό Τσιρώνη που για να διαφύγει με την οικογένεια του από τη χούντα, επιβάλλει στο πλήρωμα να οδηγήσει το αεροπλάνο στην Αλβανία…
 
Όλα αυτά όμως δεν είναι αρκετά για τον συγγραφέα. Είπαμε το βασικό μοτίβο είναι αυτό της Τύχης. Κι ο Καβανόζης  επινοεί να  ενσωματώσει στην αφήγησή του την ιστορία με το Λαχείο των Συντακτών, που διαφημίζεται έντονα  στο επικρατέστερο τότε μέσο ενημέρωσης, τον τύπο. Κι εδώ  βέβαια υπάρχει το προαίσθημα, η αγωνία, τα παιχνίδια της Μοίρας. Ένας από αυτούς που κερδίζουν έχει επιζήσει, αν και με αναπηρία, από τον Εμφύλιο, οι άλλοι είναι μεροκαματιάρηδες –το τελευταίο ακούγεται σαν  παρηγοριά για τους αναγνώστες που  βλέπουν πως έστω και για μια φορά τα λεφτά δεν πάνε σε λεφτά και πως η ίδια η Τύχη, όσο αυτό είναι δυνατόν  επιβάλλει μια δίκαιη μοιρασιά…
  
Σίγουρα τα βιώματα και οι συνθήκες διαμορφώνουν τους ανθρώπινους χαρακτήρες, μα και οι ίδιοι χαρακτήρες σαν να προκαλούν, ψάχνουν  και προσελκύουν τα ανάλογα βιώματα που τους ταιριάζουν. 

Οι πρωταγωνιστές ήρωες 

Για τους χαρακτήρες των ηρώων στο βιβλίο ξέρουμε λίγα. Από τα επίσημα ντοκουμέντα του ΔΣΕ, μαθαίνουμε για τον Βολοβότση πως δεν ήταν και πολύ δραστήριος σαν καπετάνιος στο βουνό κι απέδιδε περισσότερο στην επιτελική δουλειά. Πιθανόν ο μεγαλύτερος σε ηλικία σε σχέση με τους συναγωνιστές του δάσκαλος να ήταν απρόθυμος για καπετανιλίκια κι αγωνιστική δράση. Αν και μέλος του Κόμματος από το 1943, βγαίνει στο βουνό επιστρατευμένος με «το ζόρι».  Σαν να περίμενε όμως  την επιστράτευσή του. Παρόλο που είναι ακόμη  νωρίς, τέλη Απριλίου, έχει ετοιμάσει τα ενδεικτικά των μαθητών του, για να μην χαθεί η σχολική χρονιά.  Ο δάσκαλος έχει αφήσει πίσω τη γυναίκα του και το παιδί του. Σε κάθε περίπτωση δεν έχει τι να χάσει εκτός από τα δεσμά του. Στην Ουγγαρία γίνεται δάσκαλος στα προσφυγόπουλα, μα για κάποιο διάστημα τον απολύουν. Μετά επανέρχεται στη θέση του σαν διευθυντής πια του σχολείου των προσφύγων. Όταν επιτέλους ξανασμίγουν (σύμφωνα με τις μαρτυρίες των γνωστών του), η γυναίκα του τον βρίσκει σχεδόν αλκοολικό. Στα γεγονότα του 1956 τον καλούν να υπερασπιστεί με όπλο  τα κομματικά γραφεία στη Βουδαπέστη. Υπάρχει μια ιδιαίτερη σχέση των πολιτικών προσφύγων με αυτά τα γεγονότα. Και βέβαια σαν κομμουνιστές είναι  με την Κυβέρνηση, κόντρα στο γενικό λαϊκό συναίσθημα. Κάτι που δεν τους το συγχωρούν μέχρι και σήμερα, όπως αναφέρεται σε άλλο μέρος του βιβλίου.
 
Υπάρχει ένας προσφυγικός μύθος που θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας. Στα γεγονότα του 1956 οι αντεπαναστάτες περικυκλώνουν το χωριό Μπελογιάννης. Είναι έτοιμοι να εισβάλουν Μέσα είναι μόνο γυναικόπαιδα, μετά το  baby boom  του 1952, που περιγράφει ο Καβανόζης. Η περιφρούρηση είναι οι λιγοστοί άντρες που έχουν μείνει –συνήθως ανάπηροι–, οι άλλοι είναι στην Πρωτεύουσα για να υπερασπιστούν κομματικά γραφεία και κρατικές υπηρεσίες.  Η κατάσταση για την ελληνική παροικία  είναι κρίσιμη. Και τότε πλησιάζει μια φάλαγγα με σοβιετικά τανκς! Ο αρχηγός τους –ταγματάρχης, ελληνικής καταγωγής– σαν τους συμπολίτες μας παλιννοστούντες,  βγαίνει από την ανθρωποθυρίδα κι ενθαρρύνει τους πρόσφυγες στα ποντιακά: «Μην φοάστε αδέρφια, αδάκα είμεσα!» Και για να κλείσω αυτή την παρένθεση, εντελώς διαφορετική είναι δώδεκα χρόνια  αργότερα η στάση της δεύτερης γενιάς, των παιδιών δηλαδή των πολιτικών προσφύγων στην Τσεχοσλοβακία, στην εισβολή των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας, το 1968 στην Πράγα. Απ’ ό,τι μου έχουν διηγηθεί, οι περισσότεροι είχαν υιοθετήσει τη στάση  του τσέχικου λαού και φωνάζανε ενάντια στους εισβολείς σοβιετικούς, πηγαίνοντας κόντρα στα πιστεύω των γονιών τους… 
 
Η σύζυγος του Βολοβότση, η Ευανθούλα είναι πολύ πιο ασυμβίβαστη αγωνίστρια. Η ίδια έχει υποστεί διωγμούς, φυλάκιση και βασανιστήρια. Όταν οι παππούδες παρακαλούν τον γιο τους (τον άντρα της) να τα παρατήσει όλα και να κατέβει από το βουνό, αυτή τον παροτρύνει «να μείνει εκεί που είναι». Χρόνια αργότερα,  στην κηδεία του, θεωρεί πως πρόκειται για προβοκάτσια  που έχουν αφαιρέσει από το στεφάνι την κορδέλα με την επιγραφή: «Καπετάνιος και κομμουνιστής.» Σίγουρα κάποια στιγμή τα νεύρα της κλονίζονται. Στα γεράματα, όταν έχει μείνει πια μόνη, νομίζει πως η νοσοκόμα που της παίρνει ιστορικό την ανακρίνει. Κάθε βράδυ, φοβούμενη μήπως έρθουν αστυνομικοί  και την συλλάβουν, κλειδαμπαρώνει την πόρτα του σπιτιού της.
  
Για τον νεαρό Γιώργο, μαθαίνουμε πως ήταν ήσυχο παιδί, αν και βιάζονται να τον χαρακτηρίσουν «μέτριο μαθητή». Δεν παραλείπουν να αναφέρουν πως έπασχε από βραδυγλωσσία. Κι όμως, το παιδί δίνει εξετάσεις για τη Νομική. Είναι ενδεικτική η τόλμη του  όταν πρόκειται να διεκπεραιώσει μόνος του τα χαρτιά και προτιμά να μετακινηθεί αεροπορικώς προς την Αθήνα.
 
Ας προσπαθήσουμε να συνειδητοποιήσουμε αυτό το γεγονός που τελικά θα σταθεί μοιραίο. Μιλάμε για το 1959. Ακόμη δεν έχει εξαπλωθεί παντού στη χώρα το ραδιόφωνο. Ούτε η ΔΕΗ έχει καλύψει όλη την επικράτεια. Το ταξίδι με τραίνο Θεσσαλονίκη-Κομοτηνή-(όχι Αλεξανδρούπολη)! κάνει στην καλύτερη περίπτωση οχτώ ώρες και θεωρείται φρόνιμο για μια τέτοια μετακίνηση να πάρει κανείς μαζί του ξηρά τροφή, φαγητό –συνήθως κεφτέδες, βραστά αυγά, τυρί και καμιά ντομάτα… Νερό μπορείς να κατέβεις σε κάποιο σταθμό και να γεμίσεις την νταμιτζάνα στα γρήγορα, για να μην φύγει το τραίνο… Ελάχιστοι, συνήθως εύποροι και με κοσμοπολίτικο αέρα προτιμούν το αεροπλάνο. Βλέπουμε όμως τον νεαρό Γιωργάκη από το Τυχερό, με το λιγοστό χαρτζιλίκι που για πρώτη φορά του δίνουν οι παππούδες, να επιβιβάζεται στο αεροσκάφος. Είναι η τάση που έχουν τα νιάτα για περιπέτεια, κάποιο ανεκπλήρωτο όνειρο, ή το ίδιο το Πεπρωμένο που χτυπάει στην πόρτα του και τον καλεί να πάρει την τολμηρή απόφαση. Και δεν του φτάνει η πτήση προς Αθήνα, μα προκαλεί την Τύχη του και δεύτερη φορά  παίρνοντας την πτήση  της επιστροφής προς την Θεσσαλονίκη.  Αυτή που θα σταθεί μοιραία…
  
Ούτε θέλω να φανταστώ πως έγινε η συνάντηση των  δυο τσακισμένων γονιών στην Ουγγαρία.

Παράλληλες εναλλακτικές ιστορίες 

Στο βιβλίο όμως υπάρχει και μια  εναλλακτική γραμμή, που μπορεί να σε παραπλανήσει. Ειδικά στην πρώτη ανάγνωση όταν ο αναγνώστης δεν είναι ακόμη καλά  εξοικειωμένος με τα πολλά ονόματα που συναντά. Είναι η άλλη εκδοχή των πραγμάτων. Πώς δηλαδή θα εξελίσσονταν όλα, αν δεν είχε γίνει το μοιραίο συμβάν. Είναι η ιστορία ενός άλλου παιδιού με τη μητέρα του που πηγαίνουν να βρουν κι αυτοί τον πατέρα τους – πολιτικό πρόσφυγα στην Ουγγαρία– είναι η ιστορία του Νέστωρα.   Εδώ, μάνα και γιος έχουν προνοήσει  από την αρχή να βγάλουν ξεχωριστά διαβατήρια.  Δεν συναντούν πρόβλημα ούτε με τις   βίζες, ούτε στα σύνορα και το 1961 ο πατέρας τους, τους υποδέχεται χαρούμενος στο σιδηροδρομικό σταθμό της Βουδαπέστης.  Και βέβαια αποφεύγουν τα αεροπλάνα! Το πάθημα των Βολοβότση έχει γίνει μάθημα για τους άλλους.
  
Υπάρχει κι άλλη μια παράλληλη ιστορία, αυτή του ποδοσφαιριστή του Απόλλωνα Καλαμαριάς, Σφαιρόπουλου. Που αντάλλαξε το εισιτήριό του, (πιθανόν με τον Γιώργο), μια που η τότε αγαπημένη του-μανεκέν(!!!)  δεν τον άφηνε να φύγει. Ο εφημερίδες τονίζουν πως τον έσωσε ο έρωτας!!! Κι εδώ υπάρχουν κι άλλες τραγικές συμπτώσεις. Ο ίδιος έχει γεννηθεί στην Τασκένδη, είναι όμως παλιννοστούντας  που ήρθε σε μικρή ηλικία από εκεί. Από την  Τασκένδη θα έρθουν και οι μεγάλοι ποδοσφαιριστές του Ηρακλή ο Βασίλης Χατζηπαναγής κι ο Σάββας Κωφίδης, που είναι  όμως παιδιά πολιτικών προσφύγων. Ο Χατζηπαναγής επαναπατρίζεται το 1975 και παίζει στον Ηρακλή της Θεσσαλονίκης.  Και μια που μιλάμε για τραγικές συμπτώσεις και αεροπορικά δυστυχήματα, στις 11 Αυγούστου το 1979, πάνω απ’ το Ντνεπροτζέρτζινσκ, συγκρούονται στον αέρα  δύο επιβατηγά αεροπλάνα. Χάνονται 178 ψυχές. Ανάμεσά τους όλη η ομάδα Παχτακόρ της Τασκένδης, πρώην ομάδα του Χατζηπαναγή!!! 

Η τσακισμένη οικογένεια Βολοβότση 

Η τσακισμένη οικογένεια Βολοβότση, με μια σπάνια αξιοπρέπεια, επιχειρεί να συναρμολογήσει  ξανά τη ζωή της. Προσπαθούν  μάλιστα  και για παιδί, μα σαν να ξέρουν πως θα αποτύχουν (κι εδώ η ρίζα  βγαίνει από την λέξη Τύχη). Προφανώς δεν είχαν πια τις ψυχικές δυνάμεις να σκεφτούν να υιοθετήσουν.  Θυμάμαι μια περίπτωση «υιοθεσίας» στην προσφυγιά. Πρόκειται για τρία παιδιά, που οι γονείς  τους ανώτερα στελέχη του ΚΚΕ, ήταν πολιτικοί κρατούμενοι στις φυλακές στην Ελλάδα. Ένα άτεκνο ζευγάρι σχετικά μεγάλης ηλικίας, πολιτικοί πρόσφυγες, έγινε η ανάδοχη οικογένεια των παιδιών. Δεν ξέρω αν αυτό έγινε με εντολή του Κόμματος, ή με δική τους πρωτοβουλία. Μάλλον το πρώτο. Σίγουρα δεν ήταν εύκολο ούτε για τα παιδιά, που ήξεραν και είχαν μεγαλώσει με τους βιολογικούς τους γονείς, ούτε για τους μεγάλους. Η συμβίωσή τους έληξε μετά το 1974, όταν  έπεσε η χούντα. Η κόρη της οικογένειας από κοριτσάκι που το είχαν αφήσει οι γονείς του, ήταν πια φοιτήτρια Ιατρικής… 
 
Η οικογένεια Βολοβότση, αν και καλούσε κόσμο στο σπίτι της και γιόρταζε τα γενέθλια του χαμένου παιδιού της, του Γιωργάκη, απέφυγε τη δοκιμασία μιας υιοθεσίας. Δεν ξέρω αν θα την  άντεχαν. Το σπίτι τους ήταν το πιο ταχτοποιημένο, μα και το πιο άδειο σε όλη την προσφυγική παροικία. Η ύπαρξη των δύο αυτών ανθρώπων είχε ήδη χάσει κάθε νόημα,  κι όμως κάπως έπρεπε να συνεχίσουν τη ζωή τους. Και… τη συνεχίζουν. Επαναπατρίζονται στην Ελλάδα. Στη μετακόμιση που κάνουν στη Θεσσαλονίκη μαζεύονται για να βοηθήσουν για τα λιγοστά τους έπιπλα γύρω στους εκατό συγγενείς. Υπάρχει ο ενθουσιασμός και η αγάπη. Τουλάχιστον από ένα μέρος των συγγενών.
 
Έχω ζήσει παρόμοιες καταστάσεις, θα  αναφέρω  μια προσωπική μαρτυρία: Στο χωριό του πατέρα μου, στην Ποντοηράκλεια Κιλκίς, στο καφενείο, όλοι μας αγκαλιάζανε και μας κερνούσαν καφέδες και πορτοκαλάδες. Κάποια στιγμή μπαίνει ένας τύπος αξύριστος, μαλλιάς και κάπως υπερβολικά ενθουσιώδης. «Γεια σας παιδιά του ΠΑΣΟΚ!» βροντοφωνάζει κι έρχεται καταπάνω μας. Μας αγκαλιάζει συγκινημένος. Τον αγκαλιάζουμε κι εμείς. «Με ξέρετε εμένα;» –δεν τον ξέραμε, μα δεν παρεξηγήθηκε. Μετά συνέχισε: «Να σας κεράσω, ή θα με κεράσετε;» Εννοείται πως  προσφερθήκαμε  εμείς να τον κεράσουμε. Ο τύπος παρήγγειλε γλυκό,  πάστα. Έκατσε σε μια άκρη και την έφαγε στα γρήγορα, κουνώντας με νόημα το κεφάλι…  Μετά  μας εξηγήσανε πως ήταν ο τρελός του χωριού…   Και βέβαια όλοι τον ήξεραν. Στην αρχή είχαν ξαφνιαστεί με τον τρόπο που είχε εισβάλει, μετά όμως κάνανε χάζι.  
 
Από την αφήγηση των συγγενών του Βολοβότση δεν μου ξέφυγε το  καψόνι που τους κάνανε οι νοικάρηδες που μένανε στο σπίτι τους. Με τη δικαιολογία πως δεν πρόκειται για ιδιοκατοίκηση,  μια που το διαμέρισμα δεν ήταν γραμμένο στο όνομα των Βολοβότση, (το είχαν αγορασμένο στο όνομα της αδερφής της Ευανθίας), αρνούνται να φύγουν. Δεν θα το σχολιάσω.    Θα αναρωτιέστε από πού βρέθηκαν τα χρήματα για την αγορά αυτής της κατοικίας –είναι τραγικά απλό–  από την αποζημίωση που έδωσε η «Ολυμπιακή» για τον χαμό του παιδιού τους…
 
Τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα είναι δύσκολα για τους δύο πρώην δασκάλους. Ευτυχώς κι αυτό πρέπει να λέγεται –με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης στους ίδιους και σε άλλους 105 εκπαιδευτικούς, αναγνωρίζονται τα χρόνια που είχαν εργασθεί στην Ελλάδα, όπως και τα χρόνια της προσφυγιάς σαν συντάξιμα και πήρανε κανονική δημοσιοϋπαλληλική σύνταξη.  Σίγουρα θα είστε περίεργοι πώς τα βγάζανε πέρα οι υπόλοιποι πολιτικοί πρόσφυγες που είχαν επαναπατριστεί. Η απάντηση είναι –δύσκολα, πολύ δύσκολα. Μια σύνταξη από  τις πρώην Ανατολικές χώρες αντιστοιχούσε  σε 20 δολάρια!!!  Με την ισοτιμία του δολαρίου  που θυμάμαι γύρω στις 80 δραχμές το ένα, μας κάνει 1600 δραχμές το μήνα.  Μιλάμε για τις αρχές της δεκαετίας του 80, όταν ένα νοίκι για δυάρι έκανε τουλάχιστον 4000 δραχμές.  Και πάλι, επειδή  –τα θετικά πρέπει να λέγονται– και πάλι ευτυχώς, που ο Ανδρέας Παπανδρέου απαίτησε και πήρε από τις τότε Σοσιαλιστικές χώρες αποζημιώσεις για τα χρόνια εργασίας των πολιτικών προσφύγων εκεί. Έτσι, μπόρεσε να μετατρέψει τις συντάξεις των 20 δολαρίων   σε συντάξεις  του ΙΚΑ. Τις κατώτερες! Μα και πάλι Δόξα τω Θεώ! Κι έτσι αυτοί οι άνθρωποι μπόρεσαν να ζήσουν τα τελευταία τους χρόνια. 
 
Στο φινάλε ο συγγραφέας αναφέρει το «χωνευτήρι» στα κοιμητήρια, όπου επιτέλους σμίγει η τραγική οικογένεια Βολοβότση… Αυτή είναι άλλη μία από τις τραγικές λεπτομέρειες που καταθέτει ο Καβανόζης.  
 
Και κάτι άλλο, που θα μου μείνει για πάντα από αυτό το βιβλίο. Πρόκειται για τη  μαρτυρία δασκάλας που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία της. Στη σελ. 126 διαβάζουμε για δύο παιδιά που μεγαλώνανε μόνα  με τη συντροφιά ενός  σκύλου και αντί να μιλάνε γαυγίζανε και ορμούσανε στους αγνώστους…  Κάποια μέρα  ο σκύλος ξέθαψε από το κοντινό νεκροταφείο,  ένα πρόχειρα θαμμένο μωρό από οικογένεια σκοτωμένου αντάρτη και το έφερε στην αυλή για να το φάει σιγά σιγά… Κάποιος  είδε τυχαία το περιστατικό κι αντέδρασε. Φωνάξανε την αστυνομία κι έναν παπά και θάψανε ξανά το μωρό. Στον σκύλο δέσανε μια πέτρα στον λαιμό και τον ρίξανε στο ποτάμι… 

Ο καθένας μόνος του θα αποτιμήσει όλη αυτή την ιστορία.  

Το βιβλίο που έγραψε ο  Καβανόζης, το μυθιστόρημα βασισμένο σε τόσα ντοκουμέντα, με συγκίνησε ιδιαίτερα και με οδήγησε στα δύσβατα και σκοτεινά μονοπάτια της πραγματικής ζωής, στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν του τόπου μας…. Εδώ… στην Ελλάδα…

Ολόκληρο το ένθετο αφιέρωμα από τη βιβλιοπαρουσίαση εδώ
Αναλυτικό ρεπορτάζ από τη βιβλιοπαρουσίαση εδώ

 

*Ο Χρήστος Χαρτοματσίδης είναι συγγραφέας. Το πιο πρόσφατο λογοτεχνικό του έργο είναι η συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Το μπαρ “Οι νεράιδες”» από τις εκδόσεις Μανδραγόρας. Πριν από ένα περίπου μήνα, σε μετάφραση και  επιμέλεια του ίδιου, και από τις ίδιες εκδόσεις, εκδόθηκε η ποιητική συλλογή  της σημαντικής σύγχρονης βουλγάρας ποιήτριας Ελκα Νιαγκόλοβα, με τίτλο «Λευκός Αμφορέας».

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.