Πασχαλινη Ιστορια

στον Θανάση Χασιακή

Πλησίαζε Πάσχα κι είχαν αρχίσει να έρχονται από τον Πύργο στο χωριό, οι χοντρέμποροι για ν’ αγοράσουν αρνιά.

Όταν αυτοί κινούσαν για τα ορεινά, με κάτι γκρανκάσες, έφερναν μαζί τους και μπουλούκια· χαλκιάδες και πρώην τσαμπάσηδες από την Μπαρμπάσαινα, φορτωμένους με κάτι μαυρομάνικα χασαπομάχαιρα. Ήταν οι «μακελλάρηδες»  και τους έφερναν μαζί τους για να σφάξουν τα αρνιά, που ήθελαν να τα στείλουν έτοιμα στον Πύργο.

Φτάνοντας στο χωριό, έσφαζαν όλη τη μέρα. Βέλαζε το χωριό ολόκληρο, καθώς η λεπίδα του μαχαιριού, άγγιζε το λαιμό τον αθώων ζώων.

Αυτή η αναστάτωση άρχιζε τη Μεγάλη Δευτέρα και τέλειωνε το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου.

Εκείνη τη χρονιά ήταν μια Άνοιξη ανεπανάληπτη. Η εκτροφή αμνών, είχε ξεπεράσει κάθε πρόβλεψη. Τώρα περίμεναν με αγωνία να ακούσουν τις τιμές που θα έδινε ο έμπορας.

Μπήκε η Μεγάλη Δευτέρα και στην Ντρόκλα, ακούστηκε ο παρατεταμένος ήχος μιας κόρνας, σημάδι ότι έφτανε η πρώτη γκρανκάσα με τον κρεατέμπορα. Πάντοτε ερχόταν πρώτος, ένας Νικολόπουλος. Όσο μπόι του έλειπε, άλλο τόσο ήταν ικανός στα παζάρια. Μπήκε στο χωριό, κατέβηκε από το παλιό φορτηγό και πίσω του πήδηξαν από την καρότσα οι «χαλκιάδες» φορτωμένοι με τα μαχαίρια και τους μπαλτάδες, σαν πεχλιβάνηδες. Όλοι μαζί πήγαν στου Μπάμπη και παράγγειλαν τσίπουρα…

Ο Νικολόπουλος, πήγε στην Κάτω Ρούγα, να προλάβει τους άλλους εμπόρους κι άρχισε να κάνει τα παζάρια του. Οι συμφωνίες που έκανε αυτός δεν άλλαζαν. Ήταν το «χρηματιστήριο» των αγοραπωλησιών. Μετά την πρώτη αγορά, άρχιζε η σφαγή.

Στην Κάτω Ρούγα, εκεί που τέλειωνε το χωριό, πάνω στο τελευταίο πλάτωμα πριν το ρέμα του Χαρατσάρι, ήταν μια μεγάλη βελανιδιά. Στον ίσκιο της άρχιζε ο θρήνος! Ένα κλάμα. Καθώς τα ζωάκια, αντιλαμβάνονταν την τύχη τους, το άγχος του θανάτου εισέβαλε χωρίς καμιά λύπη, στην ψυχούλα τους. Ύστερα, το κλάμα αυτό, απλωνόταν στη λαμπερή ατμόσφαιρα πάνω απ’ όλο το χωριό, σαν το λεπίδι άγγιζε το λαιμό των αθώων και τρυφερών αυτών ψυχών. Το αίμα που έτρεχε σαν ρύακας, γινόταν μαύρο και ξεραινόταν εκεί στο πλάι. Γύρω του μαζεύονταν ένα σωρό έντομα κι επί μήνες, εκεί, όλος ο τόπος μύριζε θάνατο, μέχρι να ’ρθουν οι φθινοπωρινές μπόρες και να τον ξεπλύνουν.

Οι χαλκιάδες είχαν πιάσει δουλειά. Πλάι τους, μπουκάλες με τσίπουρο. Πίνοντας, μαλάκωναν την αγριάδα, από το αθώο αίμα, που φόρτωνε μέσα στο μάτι τους. Σφάζοντας αγρίευαν χωρίς να το καταλαβαίνουν. Έσφαζαν ασταμάτητα, χωρίς λύπηση. Ένας από δαύτους, ο περίφημος Γιδόχαρος, ήταν ο πιο δεξιοτέχνης. Ψηλός, λεπτός, με δέρμα σταρένιο, ξανθά μαλλιά και μάτια τσακίρικα. πάντοτε σοβαρός κι αγέλαστος. Αυτός, με μεγάλη επιδεξιότητα, έκανε στον ίδιο χρόνο διπλάσια δουλειά. Σιγοσφύριζε έναν απροσδιόριστο σκοπό, κι όταν η λάμα του μαχαιριού, ακουμπούσε το λαιμό του ζώου, τότε, μισόκλεινε τα μάτια μ’ αποστροφή.

Από δίπλα, ντάνιαζαν τα τομάρια. Το βράδυ τα φόρτωναν  στη γκρανκάσα και μαζί με τ’ αρνιά και τα έστελναν στον Πύργο. Εκεί, ξεφόρτωναν τα αρνιά και τα τομάρια τα έστελναν  στα βυρσοδεψεία, στα Ταμπάχανα της Πάτρας.

Μόλις η μέρα σωνόταν και έμπαινε στη θέση της στο σκοτάδι, μαζεύονταν όλοι στο μαγαζί του Μπάμπη. Εκεί έβαναν στην τσόχα, τον κάματό τους, τον οποίο, ο Νικολόπουλος τους κατέβαλε αυθημερόν. Στο χαρτί ήταν άσσοι! Άρχισαν να παίζουν «Θανάση» ή 21, κι όπως ήταν μανούλες στα χαρτιά, έγδυναν στην κυριολεξία, εκείνους τους χωρικούς, που είχαν την απρονοησία να εμπιστευτούν τις ικανότητες και την τύχη τους στα χαρτιά.

Μια τέτοια επική χαρτοπαιξία έγινε κι εκείνη τη χρονιά. Το παιχνίδι άρχισε όταν στο καφενείο μπήκε στον καφενέ ο Γιδόχαρος αμίλητος, μ’ ένα τσιγάρο να κρέμεται απ’ τα χείλη του. Μια παρέα, πέντε έξι γύφτοι και χωρικοί είχαν πάρει θέσεις γύρω από ένα τραπέζι. Ο μπάρμπα Κώτσος Πατζούρης, ο Ντίνος Περαμερίτης, ο Σταύρος Μιχαλόπουλος και τρεις γύφτοι. Πλησίασε ο Γιδόχαρος αμίλητος και πήρε θέση.

Στο τέλος έμειναν δύο. Ο Γιδόχαρος και ο μπάρμπα Κώτσος Πατζούρης. Χτυπήθηκαν άγρια. Η τύχη όμως ευνόησε τον Γιδόχαρο. Μάζεψε όλο το χαρτί. Ο μπάρμπα Κώτσος με δυσκολία έκρυβε τον εκνευρισμό του. Σα να φάνηκε ένα υγρό παράπονο στις άκριες των ματιών του. Δανείστηκε χρήματα δύο φορές από τον Μπάμπη κι όταν τα έχασε κι αυτά, είπε ατάραχος:

«Συνεχίζουμε».

«Τα λεφτά σου μπάρμπα Κώτσο», είπε ψυχρά ο Γιδόχαρος.

«Τελευταία γύρα απάντησε εκείνος, τελευταία γύρα. Παίζω το αρνί…».

Ο Γιδόχαρος, τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του, ήπιε μια γουλιά μέντα έριξε μια ματιά αδιάφορη γύρω κι αμίλητος έκανε χαρτί. Ο μπάρμπα Κώτσος πόνταρε το αρνί. Η τύχη δε γύρισε. Το έχασε κι αυτό!

Για μερικά λεπτά έπεσε σιωπή στο μαγαζί. Ο Γιδόχαρος μετρούσε τα χρήματα τάχα μου αδιάφορος. Ύστερα σηκώθηκαν. Ο μπάρμπα Κώτσος, είπε εκνευρισμένος:

«Έλα. Πάμε στο μύλο να το πάρεις».

Διέσχισαν όλη τη σιωπή του καφενέ. Οι θαμώνες κοίταζαν στο πάτωμα. Βγήκαν έξω. Ο μύλος του μπάρμπα Κώτσου σκοτεινός, στεκόταν λίγο πιο πέρα. Στο δρόμο ερημιά. Στάθηκαν ανάμεσα στη μάντρα του Παμεινώντα και τον μύλο. Ο μπάρμπα Κώτσος άνοιξε. Ξεκρέμασε το σφαχτάρι από το τσιγκέλι. Το έδωσε του Γιδόχαρου και είπε:

«Πάρτο. Καλή Ανάσταση...». Ύστερα του γύρισε την πλάτη, και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι του μύλου. Ο Γιδόχαρος φορτώθηκε στην πλάτη το αρνί και τον κατάπιε η νύχτα.

Ο μπάρμπα Κώτσος πήγε πίσω, στη μηχανή του μύλου· άναψε τσιγάρο, κάθισε σ’ ένα σκαμνί και σκέφτηκε τα παιδιά του. Κοίταζε συνέχεια κατά το τσιγκέλι που το φώτιζε μια φέτα φως του φεγγαριού. Άψυχο πλάι στην πόρτα. Σκεφτόταν, τί  δικαιολογία να πει στη γυναίκα του. Δεν  χωρούσε στο μυαλό του η αποκοτιά που έκανε. Κάπνισε το τσιγάρο του κι ύστερα, το πήρε απόφαση να πάει στο σπίτι. Βρήκε μια προσωρινή δικαιολογία. Ότι ξέχασε ξεκλείδωτο το μύλο και κάποιος μπήκε μέσα κι έκλεψε το αρνί.

Ανέβηκε τη σκάλα. Άνοιξε την πορτοπούλα και μπήκε μέσα με το κεφάλι. Στη μέση του μαγερειού, είδε με έκπληξη τη γυναίκα του, να προετοιμάζει το αρνί για την αυριανή και τα δυο μεγάλα παιδιά να την βοηθάνε. Η γυναίκα, χωρίς να τον κοιτάξει, είπε:

«Είναι λίγο παχύ φέτο το αρνί, άντρα μου. Έδωκα μια κουλούρα στον μαύρο Γιδόχαρο, που το ’φερε από το μύλο. Είπε ότι ο πατέρας του απόθανε. Ο Θεός να τον αναπάψει. Τον παρακάλεσα, να κάτσει, να κάνουμε Ανάσταση μαζί. Μου είπε: ευχαριστώ θεια, αλλά φεύγω· η νύχτα είναι αφέγγαρη. Θα πάω με τα πόδια μέχρι τη Μπαρμπάσαινα χωρίς αποκοπή, τι με καρτεράει η φαμελιά μου, για να κάνουμε παρέα Λαμπρή».

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο Δημήτρης Κανελλόπουλος γεννήθηκε στη Νεμούτα Ηλείας, το 1954 από την οποία εκπατρίστηκε το 1958, ακολουθώντας την οικογένειά του, στην Αθήνα, ως εσωτερικός μετανάστης. Σπούδασε Ιστορία-Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο BabesBolyai του Cluj Napoca τhς Ρουμανίας και είναι πτυχιούχος του Ιστορικού-Αρχαιολογικού Τμήματος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως υπάλληλος διάφορων εκδοτικών οίκων και ως Φιλόλογος στην ιδιωτική εκπαίδευση. Δημοσίευσε τις συλλογές ποιημάτων Ομίχλη πέτρινη (Ηριδανός, 1986) Σκυθικές Ερημίες (Κολωνός, 1996), Σιγή Ασυρμάτου (Κολωνός, 2005), Κλίνη Σπόρου, Καλή (Οροπέδιο 2010) και Το φράγμα της μνήμης, (Οροπέδιο 2017). Ακόμη την συλλογή διηγημάτων Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες ιστορίες, (Κίχλη 2018), για το οποίο βραβεύτηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, το 2019. Επιμελήθηκε το αφιέρωμα στη Ρουμανική Λογοτεχνία του περιοδικού «Πολιορκία», τεύχος 16ο, Απρίλιος 1982. Το 1984, οργάνωσε και παρουσίασε στο Ρουμανικό αναγνωστικό κοινό, την ανθολογία νεοελληνικής ποίησης με τον τίτλο 42 Poeti grecii contemporani, (42 σύγχρονοι Έλληνες ποιητές) Editura DACIA, Cluj Napoca, Ρουμανίας. Το 1996 επιμελήθηκε το θέμα του περιοδικού Πλανόδιον τεύχος 24ο, το αφιερωμένο στον Ρουμάνο ποιητή Anatol Baconsky. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξένα περιοδικά. Από το 2006 εκδίδει το λογοτεχνικό περιοδικό Οροπέδιο.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.