Οι Νεοελληνες και το Οικουμενικο Πατριαρχειο απο τον Βαυβαροπροσκυνημενο Θεοκλητο Φαρμακιδη εως και τους συγχρονους μητραλοιες (Μερος Α΄)

Από την άλωση, την εθνάρχουσα Εκκλησία και ιδεολογία, τον διαφωτισμό, τον κοραϊσμό και τον νεοελληνικό εθνοφυλετισμό μέχρι την ιστορική αμνησία των Νεοελλήνων, την υπονόμευση του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την Εκκλησία της Ελλάδος και την εγκατάλειψή του από το νεοελληνικό κράτος

Πολλές φορές έχει γραφεί και υποστηριχθεί από ειδήμονες και όχι μόνο, ότι οι Νεοέλληνες «πάσχουν» από ένα είδος «ασθενικής ιστορικής μνήμης» ή ακόμη και «πλήρους ιστορικής αμνησίας», η οποία σε πολλές περιπτώσεις τους οδηγεί στην επιπόλαιη, επιφανειακή, αδιάφορη ή και υποτιμητική αντιμετώπιση και προσέγγιση σημαντικών ιστορικών γεγονότων, προσώπων και θεσμών, που απετέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν διαχρονικά τον κεντρικό πυρήνα της ελληνορθοδόξου ιστορίας και παραδόσεώς τους και να προσδιορίζουν, καθορίζουν και σφραγίζουν εν πολλοίς την εθνική τους «αυτοσυνειδησία» και «ιδιοπροσωπεία».

Η παραπάνω όχι και τόσο κολακευτική διαπίστωση, η οποία, όπως αναφέρουμε παρακάτω, σε πολλές περιπτώσεις αποδεικνύεται εν τοις πράγμασιν, αληθής και ευρίσκει, δυστυχώς, την επαλήθευσή της και στον τρόπο με τον οποίο οι ελλαδίτες, λαϊκοί και μεγαλόσχημοι κληρικοί, αντιμετωπίζουν το Πρωτόθρονο και Πρωτεύθυνο μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριαρχείο, ήτοι την εσταυρωμένη Μητέρα Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδα Εκκλησία, αγνοούντες την μακραίωνη ιστορία του, αποσιωπώντες εσκεμμένα τους αγώνες, τις θυσίες και την εν γένει πολύπλευρη προσφορά του προς το Ρωμαίηκο Γένος και αμφισβητούντες ενίοτε την Ορθόδοξη, διαχριστιανική και Οικουμενική αποστολή, δράση και μαρτυρία του στον σύγχρονο κόσμο.

Το θλιβερό αυτό φαινόμενο δεν είναι σύγχρονο, αλλά έχει την απαρχή και τις ρίζες του σε βάθος χρόνου και εντοπίζεται χρονικά, κατά την πρώτη θεωρητική του φάση, στην προεπαναστατική περίοδο με την εμφάνιση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ενώ σε πρακτικό επίπεδο εκδηλώνεται κατά την πρώτη μεταεπαναστατική περίοδο του ελεύθερου εθνικού βίου του μικρού νεοελληνικού κράτους και ειδικότερα επί των ημερών της παντοδυναμίας της Βαυαρικής Αντιβασιλείας (1833-1835) και εν συνεχεία της Οθωνικής μοναρχικής απολυταρχίας (1835-1863).

Ολοκληρώνοντας την παραπάνω συνοπτική θεωρητική εισαγωγή του θέματός μας, αξίζει εφεξής να μελετήσουμε διαχρονικά την σταδιακή μετεξέλιξη και μεταβολή των σχέσεων ανάμεσα στους Νεοέλληνες και το Οικουμενικό Πατριαρχείο από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι και σήμερα.

Η ιστορία του «Νέου ή Νεωτέρου Ελληνισμού», όπως επεκράτησε να χρησιμοποιούνται οι δύο παραπάνω όροι από τους ημετέρους ιστορικούς, άρχεται δυστυχώς από το κοσμοϊστορικό αρνητικό γεγονός της αποφράδος εκείνης ημέρας, της 29ης Μαΐου του 1453, όταν «εάλω η Πόλις», η Παναγιοσκέπαστη Θεοτοκούπολη Κωνσταντινούπολη των ονείρων και των οραμάτων μας, των μύθων και των θρύλων μας, από τους Οθωμανούς.

Στην νέα σκοτεινή και ανελεύθερη ιστορική πραγματικότητα της οθωμανοκρατίας, που επί τετρακόσια και πλέον έτη υφίστατο, το Γένος μας εύρε στην Ορθόδοξη Εκκλησία του, την μόνη «κιβωτό» της σωτηρίας του, η οποία δεν ήταν άλλη από την, έστω και «εν αιχμαλωσία», κατά τον Στίβεν Ράνσιμαν, εσταυρωμένη και φιλόστοργη Μητέρα Αγία Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, ήτοι το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Επειδή δε ορισμένοι Νεοέλληνες, μεγαλόσχημοι κληρικοί και λαϊκοί, πολύ εύκολα και ελαφρά τη καρδία ρίπτουν τον λίθο του αναθέματος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο κάθε φορά που οι σχέσεις της Ελλαδικής Εκκλησίας με την μεγαλομάρτυρα Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως δεν είναι αγαστές, δεν θα πρέπει να έχουν σκανδαλωδώς επιλεκτικά «ασθενική μνήμη» ή «προσποιητή ιστορική αμνησία», ούτε να διαφεύγει σκοπίμως της προσοχής τους ότι καθ’ όλη την διάρκεια της Οθωμανικής τυραννίας και η σημερινή ελληνική επικράτεια σε όλη την έκτασή της υπήγετο στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και οι υπόδουλοι Ελλαδίτες Ρωμηοί αποτελούσαν και αυτοί ένα μέρος του τότε πολυπληθούς ποιμνίου του. Υπό τις δυσβάστακτες επικρατούσες συνθήκες, τις οποίες είχαν επιβάλλει οι Οθωμανοί κατακτητές, οι Ελλαδίτες Ρωμηοί προσέβλεπαν και προσέτρεχαν στην αδιαλείπτως αυτοθυσιαζόμενη Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως ως την μόνη ασπίδα προστασίας και την μόνη κιβωτό σωτηρίας για να επιβιώσουν και να συνεχίσουν την ιστορική τους πορεία μέσα στον χρόνο, στο διάβα των αιώνων.

Ανάμεσα στο Γένος μας και την Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, ο κοινός μαρτυρικός σταυρός της σκλαβιάς υπό τον αλλόθρησκο και αλλογενή δυνάστη, οι αιματόλουτρες θυσίες, ο επώδυνος ζυγός της ανελευθερίας και των ποικίλων δοκιμασιών, όπως ήταν φυσικό επακόλουθο, εσφυριλάτισαν ισχυρούς, αρραγείς και ακαταλύτους πνευματικούς – εκκλησιαστικούς και ιστορικούς δεσμούς, αφού οι ραγιάδες Ρωμηοί έβλεπαν στο πρόσωπο του εκάστοτε Οικουμενικού Πατριάρχου, τον Γενάρχη και Εθνάρχη, τον προστάτη και θεματοφύλακα του Γένους των «Ρούμ» (Ρωμηών), τον «Rum Millet Basi» (θρησκευτικό και πολιτικό αρχηγό όλων των Ορθοδόξων), όπως τον ονόμαζε η Υψηλή Πύλη, ο οποίος σε κάθε επικίνδυνη περίπτωση ηγωνίζετο να διαφυλάξει και να σώσει το υπόδουλο ρωμαίηκο ποίμνιό του από την βία, την θρησκευτική και εθνικιστική μισαλλοδοξία, αλλά και τις αυθαίρετες ενέργειες των Οθωμανών κατακτητών σε διαφόρους τομείς της πνευματικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής των υπόδουλων ραγιάδων Ρωμηών.

Τα παραπάνω επετεύχθησαν εν πολλοίς και με την εκ μέρους του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητού παραχώρηση στον πρώτο μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως Οικουμενικό Πατριάρχη Γεννάδιο Β΄ Σχολάριο των γνωστών αυτοκρατορικών – σουλτανικών προνομίων. Το γεγονός τούτο καταγράφεται ως εξής: «Έδωκε δε και προστάγματα εγγράφως τω Πατριάρχη μετ’ εξουσίας βασιλικής υπογεγραμμένης κάτωθεν, ίνα μηδείς αυτόν ενοχλήση ή αντιτείνη αλλά είναι αυτόν αναίτητον και αφορολόγητον και αδειάσειστόν τε από παντός εναντίου, και τέλους και δόσεως ελεύθερος έσηται αυτός και οι μετ’ αυτόν Πατριάρχαι εις τον αιώνα, ομοίως και πάντες οι υποτεταγμένοι αυτώ αρχιερείς». Στο πλαίσιο αυτό, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν και ενεργούσε ως «Εθνάρχουσα Εκκλησία», ως θρησκευτικός και πολιτικός θεσμός, για να διαφυλάξει αλώβητες και ανόθευτες την ελληνορθόδοξη ταυτότητα και παράδοση, την αυτοσυνειδησία και ιδιοπροσωπεία των εμπερίστατων ραγίαδων Ρωμιών. Εξάλλου, η εθναρχική αποστολή και δράση της Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως ως έμπρακτη έκφραση και εφαρμογή της επικρατούσης εθναρχικής ιδεολογίας κατέστησε εν τοις πράγμασι το Οικουμενικό  Πατριαρχείο στη συνείδηση των «Ρούμ» (Ρωμηών), Κωνσταντινουπολιτών, Μικρασιατών, Θρακών, Ποντίων και φυσικά των Ελλαδιτών, ως τον μόνο και αναντικατάστατο θεσμό, ο οποίος εξησφάλιζε επιτυχώς – και παρά τις δυσκολίες και τα βίαια προσκόμματα των Οθωμανών – την επιβίωση του Γένους μας.

Κατά τον 17ο αιώνα οι συνθήκες αρχίζουν να μεταβάλονται σε ιδεολογικό επίπεδο, αφού έχουμε στην εσπερία την εμφάνιση και επικράτηση του λεγομένου «Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού», ο οποίος «εγέννησε» τον ορθολογισμό, τον επιστημονικό θετικισμό, την ανάπτυξη των φυσικών και θετικών επιστημών, τον νεοκλασσικισμό (αρχαιολατρεία), τον ρομαντισμό, τον ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό και κυρίως τον έντονο και ακραίο αντικληρικανισμό. Ο δε ευρωπαϊκός διαφωτισμός, ως προς τα ιδεολογικά και φιλοσοφικά ρεύματα και τις ιδέες που πρέσβευε υπήρξε ο ιδεολογικός πρόδρομος και του νεοελληνικού διαφωτισμού (1670-1821), του οποίου η κυριοτέρα αντιπροσωπευτική μορφή ήταν ο δεδηλωμένα αντιπατριαρχικός λόγιος Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833).

Οι ανατρεπτικές και αντικομφορμιστικές ιδέες του νεοελληνικού διαφωτισμού με τους λογίους ορθολογιστές εκπροσώπους του, οι οποίοι διεπνέοντο από την ιδεολογία, την νεοκλασσική – αρχαιολατρική φιλοσοφική σκέψη και τον ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, είχαν ως συνέπεια την διαμόρφωση δύο αλληλοσυγκρουόμενων και αντιθέτων ιδεολογικά μεταξύ των ρευμάτων και παρατάξεων στον προεπαναστατικό και μεταεπαναστατικό ελλαδικό χώρο. Από την μία πλευρά ευρίσκοντο ο απλός, πιστός και γνησίως ευσεβής ρωμαίηκος λαός και οι Φαναριώτες παραδοσιακοί πατριαρχικοί λόγιοι Ρωμηοί, τους οποίους οι «προοδευτικοί» διαφωτιστές τους εχαρακτήριζαν ως «συντηρητικούς», ενώ στην αντίπερα όχθη ευρίσκοντο οι λεγόμενοι ριζοσπαστικοί διανοούμενοι και ορθολογιστές νεοκλασσικίζοντες διαφωτιστές ή «προοδευτικοί» ή «αντιπαραδοσιακοί», όπως ήταν ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Νεόφυτος Βάμβας και ο αντιπατριαρχικός Θεόκλητος Φαρμακίδης. Αν θέλαμε περισσότερο σχηματικά και με άλλους όρους να περιγράψουμε την ιδεολογική σύγκρουση και διχοστασία μεταξύ διαφωτιστών και μη διαφωτιστών, θα εντοπίζαμε τους εκφραστές και πρωταγωνιστές αυτής της ιδεολογικής συγκρούσεως ανάμεσα στους Φαναριώτες πατριαρχικούς παραδοσιακούς αντιφιλοσόφους – κατ’ άλλους «συντηρητικούς» – και στους δυτικόπληκτους και προγονόπληκτους αρχαιολάτρεις φιλοσόφους νεωτεριστές – κατ’ άλλους «προοδευτικούς».

Στο επίκεντρο αυτού του συγκρουσιακού ιδεολογικού δίπολου μεταξύ των «φιλοσόφων – νεωτεριστών» και των «αντιφιλοσόφων – συντηρητικών» ευρίσκετο ο κύριος εκπρόσωπος και εκφραστής του νεοελληνικού διαφωτισμού, ο λόγιος Αδαμάντιος Κοραής, ο οποίος εμπνεόμενος και εμφορούμενος από τις ανατρεπτικές και νεωτερικές ιδέες του δυτικού διαφωτισμού, διά μέσου των συγγραμμάτων του επετίθετο με πρωτοφανές μένος και ανοίκειο τρόπο κατά της Ορθοδόξου θεολογικής διδασκαλίας και της Ιεράς Παραδόσεως, του Ιερού κλήρου, του Βυζαντίου και κυρίως κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στο οποίο, εκτός των άλλων, επέρριπτε την κύρια ευθύνη για της συντηρητικές κατευθύνσεις και το παρωχημένο πνεύμα, που επικρατούσε, όπως υποστήριζε, στα γράμματα, στην παρεχόμενη παιδεία και στην εν γένει σκέψη και διανόηση των υπόδουλων Ρωμηών.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ικανό μέρος της ελλαδικής intelligentsia διεκήρυττε απερίφραστα ότι το ελλαδικό εθνικό κράτος δεν είχε καμμία απολύτως σχέση με το Βυζάντιο και ως εκ τούτου με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αρνητική άποψη για το Βυζάντιο είχε ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Νεόφυτος Βάμβας, ενώ ο Σαρίπολος χαρακτήριζε το Βυζάντιο ως το «ανάμεσον χάσμα» μεταξύ αρχαίου και νέου ελληνισμού.  Ο δε Στέφανος Κουμανούδης ζητούσε από τους Νεοέλληνες, εάν θέλουν να είναι Ευρωπαίοι, να στραφούν στην κλασσική τέχνη και να γκρεμίσουν της Βυζαντινές Εκκλησίες. Σημειωτέον ότι έναντι όλης αυτής της αντιπαραδοσιακής και ξενόφερτης δυτικόπληκτης λαίλαπας, την αποκατάσταση του Βυζαντίου και μαζί μ’ αυτή της ιστορικής συνέχειας και ενότητος του ελληνισμού επιτυγχάνουν και πραγματώνουν με το όλο έργο τους ο Παπαρηγόπουλος και ο Ζαμπέλιος.

Οι ιδεολογικές αυτές απόψεις – ορθότερα θα λέγαμε ότι πρόκειται για μονόπλευρη και υποκειμενική εμπαθή εμμονική αρνητική κριτική – και η επ’ αυτών εδράζουσα και ασκούμενη αντορθόδοξη αντιπαραδοσιακή πολεμική του Αδαμαντίου Κοραή εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου επεκράτησε στη νεώτερη ελληνική ιστορία, σκέψη και διανόηση ως το κίνημα του λεγομένου «Κοραϊσμού», το οποίο, τόσο κατά την προεπαναστατική, όσο και κατά την μεταεπαναστατική περίοδο, ακόμη και μετά τον θάνατο του Αδαμαντίου Κοραή, αλλά και μέχρι σήμερα, εύρε και εξακολουθεί να έχει στην Ελλάδα αρκετούς ενσυνείδητους ή και ασυνείδητους θιασώτες και υποστηρικτές, οι οποίοι ανέκαθεν εντοπίζονται στο χώρο των αυτοαποκαλούμενων λογίων, της δυτικόπληκτης ελλαδικής διανοήσεως (intelligentsia), της πολιτικής και, δυστυχώς, της εν Ελλάδι Εκκλησίας.

Οι εμπαθείς και δυτικόπληκτοι αυτοί θιασώτες «λόγιοι» και ενθέρμως φανατικοί υποστηρικτές του «Κοραϊσμού», κατά την δύσκολη εκείνη περίοδο του Ρωμαίηκου Γένους μας, όταν οι υπόδουλοι Ρωμηοί προσπαθούσαν να αποκτήσουν την ελευθερία τους, αλλά και αργότερα κατά τα πρώτα βήματά τους στον ελεύθερο εθνικό βίο τους, έσπερναν προπαγανδιστικά και δόλια με τους λόγους και τα συγγράμματά τους στους Ρωμηούς την διχόνοια και την αμφισβήτηση εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του οποίου την προσφορά, τις θυσίες και τους αγώνες υπέρ του Γένους μας διέγραφαν και αρνούνταν να ομολογήσουν. Η μεθοδευμένη αυτή τακτική τους είχε ως σοβαρότατη συνέπεια να επέλθει για πρώτη φορά, τόσο έντονα και δραστικά, ύστερα και από την σκοτεινή περίοδο της οθωμανοκρατίας, το πρώτο ιδεολογικό σχίσμα και ρήγμα στους μέχρι τότε αρραγείς και ακατάλυτους πνευματικούς και ιστορικούς δεσμούς ανάμεσα σε ορισμένους δυτικόπληκτους κοραϊστές νεοέλληνες «λογάδες» και την μαρτυρικώς καθαγιασμένη Μητέρα τους Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως.

Την ίδια περίοδο οι Φαναριώτες πατριαρχικοί και παραδοσιακοί λογάδες του Γένους και ο απλός λαός συνέχιζαν να εμπιστεύονται, να στηρίζουν και να αναγνωρίζουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως την μόνη φιλόστοργη και εσταυρωμένη Μητέρα τους Εκκλησία. Και ενώ εκ πρώτης όψεως η ιδεολογική αυτή διαμάχη και διχοστασία φαίνεται ότι ήταν υπόθεση αποκλειστικώς και μόνον μιας elite της διανοήσεως, ανάμεσα σε διαφωτιστές και μη διαφωτιστές, νεωτεριστές και συντηρητικούς, πατριαρχικούς Φαναριώτες και αντιπατριαρχικούς κοραϊστές λογίους, εντούτοις το ιδεολογικό σχίσμα – ρήγμα, η διχόνοια, η εμφύλια διαίρεση και η ψυχική αποξένωση όχι μόνο στις δύο ως άνω παρατάξεις των λογίων του Γένους, αλλά και εντός του κοινωνικού σώματος του απλού λαού, είχαν περαιτέρω οδυνηρές και επικίνδυνες εκκλησιαστικές και εθνικές συνέπειες, των οποίων τα αποτελέσματα βιώνουμε, δυστυχώς, μέχρι στις μέρες μας.

Στο σημείο τούτο πρέπει να αναφερθεί ότι στις απόψεις – διακηρύξεις του Αδαμαντίου Κοραή, που απετέλεσαν το θεμέλιο του ιδεολογικού κινήματος του «Κοραϊσμού», εκτός από τις ακραιφνώς περί παιδείας και διαφωτισμού απόψεις του, καθώς και την υβριστική και προπαγανδιστική του εμπαθή και εμμονική πολεμική κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εμπεριέχοντο σε θεωρητικό επίπεδο και τα πρώτα προδρομικά σπερματικά ιδεολογικά στοιχεία για την γέννηση της «εθνοτικής» (εθνικής) ιδεολογίας επί της οποίας αργότερα θα θεμελιωθεί η ίδρυση του πρώτου ελεύθερου ελληνικού εθνικού κράτους και της πρώτης αντικανονικής – σχισματικής «εθνικής» Ελλαδικής Εκκλησίας (1833), στην περίπτωση της οποίας το πραξικοπηματικό αυτοκέφαλο εκκλησιαστικό καθεστώς εθεμελιώθη όχι σε κανονικά και εκκλησιολογικά, αλλά σε αντικανονικά, εθνοφυλετικά και πολιτειοκρατικά – καισαροπαπικά κριτήρια, τα οποία, όπως θα δούμε παρακάτω, σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο, την ορθόδοξη εκκλησιολογία, παράδοση και πράξη δεν εγένοντο αποδεκτά από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Ήταν η ιστορική περίοδος που κυριαρχούσε στο γεωγραφικό χώρο της Βαλκανικής η εθνική (εθνοτική ή εθνοφυλετική) ιδεολογία στην οποία εστηρίζετο η ίδρυση εθνικών ανεξαρτήτων κρατών και εθνικών αυτοκεφάλων Εκκλησιών με κριτήρια όχι κανονικά και εκκλησιολογικά, αλλά πρωτίστως εθνοφυλετικά, που δικαιολογούσαν, όπως στην περίπτωση του ελλαδικού αυτοκεφάλου, ακόμη και την αντικανονική και πραξικοπηματική αυτοανακήρυξη αυτοκεφάλων «εθνικών» τοπικών Εκκλησιών.

Ο δυτικόπληκτος θεωρητικός του νεοελληνικού διαφωτισμού Αδαμάντιος Κοραής, υπερβαλόντως επηρεασμένος από τις ιδέες του ευρωπαϊκού – δυτικού διαφωτισμού περιφρονούσε με ακραίο τρόπο την ελληνορθόδοξη αυτοκρατορία του Βυζαντίου και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στο πλαίσιο αυτό, ως εκφραστής – στην πραγματικότητα ως ο ιδεολογικός πατέρας και θεωρητικός – της «εθνοτικής» ή «εθνοφυλετικής» (εθνικής) ιδέας – ιδεολογίας, την οποία επρότεινε ως το θεωρητικό θεμέλιο για την ίδρυση της αντικανονικής – σχισματικής «εθνικής Ελλαδικής Εκκλησίας», αναφορικά με την «τακτοποίηση» των διοικητικών εκκλησιαστικών πραγμάτων του νεοσύστατου ελευθέρου ελληνικού εθνικού κράτους έφθασε μέχρι του σημείου να υποστηρίζει ότι: «του έως την ώραν ταύτην απελευθερωθέντος μέρους της Ελλάδος ο κλήρος δεν χρεωστεί πλέον να γνωρίζει εκκλησιαστικόν αρχηγόν του τόν Πατριάρχην της Κωνσταντινουπόλεως, ενόσω η Κωνσταντινούπολις μένει μολυσμένη από την καθέδραν του ανόμου τυράννου· αλλά πρέπει να κυβερνάται από σύνοδον Ιερέων, εκλεγμένων ελευθέρως από ιερείς και κοσμικούς, καθώς έπρασσεν η αρχαία και πράσσει εκ μέρους σήμερον ακόμη των ομοθρήσκων Ρώσων η Εκκλησία. Ελευθέρων και αυτονόμων Γραικών κλήρος είναι απρεπέστατον να υπακούη εις προσταγάς Πατριάρχου εκλεγμένου από τύραννον και αναγκασμένου να προσκυνή τύραννον».

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι ο Αδαμάντιος Κοραής υπήρξε ο πατέρας και θεωρητικός του «αυτοκεφάλου» της εθνικής Ελλαδικής Εκκλησίας και οι απόψεις – διακηρύξεις του, όπως αναφέρουμε παρακάτω, επηρέασαν καθοριστικά τον ανίερο και βαυαρόπληκτο πολέμιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Αρχιμ. Θεόκλητο Φαρμακίδη (1784-1860), ο οποίος κατά την περίοδο της αντιβασιλείας και μετέπειτα της βασιλείας του Βαυαρού μονάρχου Όθωνος συνέβαλε τα μέγιστα στην διάπραξη του εθνοπροδοτικού ανουσιουργήματος της αντικανονικής – αντιεκκλησιολογικής και πραξικοπηματικής αυτοανακηρύξεως του «αυτοκεφάλου» της «εθνικής» Ελλαδικής Εκκλησίας.

Υ.Γ. Το παρόν ιστορικό κείμενο αφιερούται στην ιερά μνήμη ενός μεγίστου εκκλησιαστικού πατριαρχικού ανδρός, του αοιδίμου και σοφού Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων (1780-1857), όστις ηνάλωσε αυτοθυσιαστικώς την όλη ύπαρξή του στη διακονία και υπεράσπιση μέχρι εσχάτου αναπνοής αυτού των απαραγράπτων δικαίων της κοινής και φιλοστόργου τροφού του Ρωμαίηκου Γένους, μεγαλομάρτυρος και εσταυρωμένης Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας. Είη η ιερά μνήμη αυτού αιωνία, αγήρως και άληστος.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.