Ο µηχανισµος του ρολογιου – Μερικες σκεψεις για το διηγηµα του Γεωργιου Βιζυηνου, «Αι συνεπειαι της παλαιας ιστοριας»

Από την εκδήλωση «Ο Γεώργιος Βιζυηνός και η απήχηση του έργου του στα νεότερα χρόνια»

«Ἀλλ’ ὅταν βλαβῇ τὸ οἰκοδόμημα τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας,
ὅταν θραυσθῇ ἐλατήριον, ἢ σταματήσῃ τροχός τις ἐν τῷ μηχανισμῷ ἐκείνῳ τοῦ νοός,

ὃν ὁ ἑλληνικὸς λαὸς τόσον χαρακτηριστικὰ ὠνόμασε ῥολόγι,

τότε ἡ Φύσις ἐξακολουθεῖ νὰ ἐξετάζῃ ποία ἀράχνη ἔχασε τὸν δέκατον αὐτῆς πόδα,

διὰ νὰ τῆς τὸν ἀναπληρώσῃ»

Γ. Μ. Βιζυηνός,
«Αἱ συνέπειαι τῆς παλαιᾶς ἱστορίας»

Αν ακουµπήσεις προσεκτικά το αυτί πάνω στις φράσεις του Βιζυηνού, ακούς µια µουσική. Υπάρχει ένας ρυθµός υπόκωφος, προσανατολισµένος στο ηµίφως µιας σκιάς. Αυτό δυστυχώς είχε το δικό του κόστος. Ο Βιζυηνός εξαργύρωσε την πνευµατική του διαύγεια µε το αντίτιµο µιας ζωής γεµάτης µεταπτώσεις και απογοητεύσεις. Ο ρυθµός που κατέκτησε στα γραπτά του, αποτέλεσε και το φάντασµα που τον καταδίωκε στην πραγµατική ζωή. Δεν υπήρχε δηλαδή η αντιστοίχιση εκείνης της µουσικής στα πεζά του µε το τραύλισµα της δικής του καθηµερινότητας. Από την ατελέσφορη πανεπιστηµιακή καριέρα (µε έντονο το βάρος της αδικίας) καταλήγει στην ενασχόληση µε ένα µμεταλλείο. Από την αναζήτηση µιας µούσας που θα την ήθελε για γυναίκα του, επιδιώκοντας να παντρευτεί µια πολύ µικρή κοπέλα (την Μπετίνα Φραβασίλη), καταλήγει να έχει αφροδίσιο νόσηµα, που το κουβαλά µάλλον από τη διαµονή του στη Γερµανία.

Πριν µερικά χρόνια βρέθηκα στην Αθήνα. Ένα ξενοδοχείο στο Χαϊδάρι, πάνω στην Ιερά οδό. Από το παράθυρο πρόσεξα την κίνηση των αυτοκινήτων κι ακριβώς απέναντι τη θέα ενός συγκροτήµατος µε διάφορα κτίρια νεοκλασικού τύπου, αρκετά παραρτήµατα κι ένα τεράστιο οικόπεδο γεµάτο δέντρα (πεύκα πρέπει να ήταν τα περισσότερα). Διέκρινα την επιγραφή στην είσοδο: «Ψυχιατρικό Νοσοκοµείο Αττικής Δροµοκαΐτειο». Θυµήθηκα τότε την τελευταία περίοδο του Βιζυηνού, όταν νοσηλεύτηκε σε αυτό το ίδρυµα, χτυπηµένος από τη σύφιλη, που τον οδήγησε σε νευρική παράλυση. Κι όσο κοίταζα από το παράθυρο, σκεφτόµουν τις «Συνέπειες της παλαιάς ιστορίας» του Βιζυηνού. Εκεί περιγράφει αναλυτικά ένα φρενοκοµείο έξω από την πόλη Γοττίγγη της σηµερινής Σαξονίας, τον εξωτερικό χώρο, τον εσωτερικό, τους οικότροφους. Μέχρι που η αφήγηση επικεντρώνεται σε µια νεoφερµένη κοπέλα, που νοσηλεύεται κι εκείνη στο ίδιο ίδρυµα.

Πέρα από τη συγκλονιστική παρουσίαση της κοπέλας, µε µια πένα που αναδεικνύει τον ταραγµένο ψυχισµό της, και την τραγική διαπίστωση πως ο Βιζυηνός προφητεύει τη δική του τύχη, υπάρχουν διάσπαρτες λεπτοµέρειες για πρόσωπα και καταστάσεις, που σχετίζονται µε τον συγγραφέα. Η κοπέλα οδηγήθηκε στην ψυχική ασθένεια, από έναν αποτυχηµένο έρωτα. Έναν έρωτα ιδεατό, ροµαντικό, απόλυτο. Στο άλλο άκρο της ζυγαριάς στέκεται η περιγραφή της συµπεριφοράς ενός επιστήθιου φίλου του αφηγητή, του Πασχάλη. Είναι ένας νέος µε αγάπη για τα ορυκτά, κι εργάζεται εκείνο το διάστηµα σε ένα µεταλλείο. Το µυστικό της πλοκής είναι η εξιχνίαση της ταυτότητας της κοπέλας, µε την οποία είναι ερωτευµένος ο Πασχάλης. Τη λένε Κλάρα κι αποδεικνύεται πως είναι η κοπέλα του φρενοκοµείου. Η ταύτιση γίνεται προς το τέλος του έργου. Ο σύνδεσµος, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Βιζυηνός, που ταυτίζει τα δύο πρόσωπα είναι ο αφηγητής, δηλαδή ο επιστήθιος φίλος του Πασχάλη, ο οποίος υπήρξε επίσης, στην αρχή της αφήγησης, ο αυτόπτης µάρτυρας στο φρενοκοµείο της ψυχικής ασθένειας της Κλάρας.

Το κεντρικό θέµα είναι, λοιπόν, ο ροµαντικός κι εξιδανικευµένος έρωτας δύο νέων, ένας έρωτας που δεν πραγµατώνεται, µε υπαίτιο τον Πασχάλη. Ο λόγος είναι ότι ο Πασχάλης αιφνιδιάζεται από την άδολη αγάπη της κοπέλας και τον καθολικό της έρωτα. Παρόλο που είναι εξίσου ερωτευµένος, νιώθει ανεπαρκής, γιατί προηγούµενες ερωτικές απογοητεύσεις έχουν µαγαρίσει την ψυχή του. Η στάση του ίσως είναι µια πράξη δειλίας. Επιλέγει έναν εύσχηµο τρόπο για να αποµακρυνθεί, αλλά η ψυχή του είναι γεµάτη απόγνωση, καθώς απαρνήθηκε τον αληθινό έρωτα. Η καταφυγή του στην οροσειρά του Χαρτς, µια σειρά από βουνά µε οργιαστική βλάστηση και έντονα καιρικά φαινόµενα, και η εργασία του στο µεταλλείο, τον βοηθούν να ξεφεύγει παροδικά από την ψυχική µέγγενη. Η επίσκεψη, όµως, του φίλου του στο ορεινό γερµανικό τοπίο και οι διάλογοι ανάµεσά τους, βγάζουν την πληγή στην επιφάνεια, και τότε ο Πασχάλης εκδηλώνει τα έντονα και βασανιστικά συναισθήµατα που τον καταδιώκουν.

Στην περίπτωση του Βιζυηνού, τεχνική και περιεχόµενο συµπίπτουν. Το θέµα του έρωτα που διαπραγµατεύεται (µε µια πλοκή γεµάτη αστυνοµικό µυστήριο και σασπένς), οι αναλυτικές και οξείες περιγραφές προσώπων και τοπίων, οι ψυχολογικές µεταπτώσεις, όλο αυτό το περιεχόµενο ταυτίζεται µε την κατασκευή ενός συµπαγούς κειµένου, µελωδικού, που λειτουργεί όπως ένα ανθεκτικό ρολόγι, µε απόλυτη ακρίβεια στον χρόνο.

Η φύση, παρατηρεί ο Βιζυηνός, έχει τη δυνατότητα να αναπληρώνει τα χαµένα της συστατικά. Η αράχνη όπως και το σκουλήκι αναπληρώνουν το κοµµένο τους µέλος. Οι πολύτιµοι λίθοι επίσης, αν και εξωτερικά φαίνονται ότι δεν έχουν ζωή, κρύβουν µέσα τους µιαν αδιατάρακτη ενότητα και συνοχή, τις οποίες εξασφαλίζουν κάποιες άυλες δυνάµεις. Η υφή αυτών των κρυστάλλων δύσκολα διαταράσσεται. Δίπλα στη συµπαγή ενότητα του οικοσυστήµατος προστίθεται από τον Βιζυηνό η λέξη «ρολόγι», εννοώντας τον µηχανισµό του ρολογιού, τη συγχρονισµένη λειτουργία των εξαρτηµάτων. Προσθέτει στο τέλος ο Βιζυηνός και τον όρο «σύνδεσµο», πετυχαίνοντας την ταύτιση των δύο γυναικών στο ίδιο πρόσωπο. Ένα είδος αναγνώρισης, όπως στις αρχαίες τραγωδίες. Ο συγγραφέας φτιάχνει, λοιπόν, ένα καλοδουλεµένο ρολόγι, όπως το αντίστοιχο ρολόγι της φύσης, κι οι χτύποι του ρολογιού εδώ είναι οι γρήγοροι χτύποι της καρδιάς των δύο ερωτευµένων νέων.

Οι λέξεις, οι φράσεις συναρµολογούνται σε µια απαραβίαστη ενότητα όπου τίποτα δεν περισσεύει. Το ρυθµισµένο ρολόγι του Βιζυηνού έρχεται να περιγράψει τη διάλυση του εγώ, της ψυχής, τον θρυµµατισµό του ανθρώπινου υποκειµένου –σχήµα οξύµωρο. Ο Πασχάλης έχοντας πληγωθεί από προηγούµενους έρωτες, δεν µπορεί να ανταποκριθεί. Από την άλλη η Κλάρα, βιώνοντας την απόλυτη επιθυµία και µετά τον ξαφνικό χωρισµό, δεν αντέχει και οδηγείται στην τρέλα.

Σε µια ακραία µορφή του ανθρώπινου ψυχισµού, που είναι ο έρωτας, όπου ζητάς τα πάντα και θέλεις να δώσεις τα πάντα, επιδιώκοντας την απόλυτη ένωση, την ταύτιση, τη συµπαγή µάζα ενός κρυστάλλου, όπου άυλες δυνάµεις διασφαλίζουν τη συνοχή του, σε εκείνο το ύστατο σηµείο ο άνθρωπος αποδεικνύεται πολυπλόκαµος, ασύνδετος, ετεροβαρής, στο τέλος αυτοκαταστροφικός. Είναι γνωστοί οι στίχοι του Βιζυηνού «µετεβλήθη εντός µου / και ο ρυθµός του κόσµου». Κι αν τα λάθη στο φυσικό περιβάλλον διορθώνονται (η αράχνη, το σκουλήκι, οι πολύτιµοι λίθοι αναπληρώνουν τα χαµένα τους µέλη), στον άνθρωπο τα λάθη αποδεικνύονται καταστροφικά, χωρίς επιστροφή. Με τον δικό του τρόπο ο Βιζυηνός δίνει τον ορισµό της τραγωδίας.

Στο αφήγηµα αυτό ο Θρακιώτης πεζογράφος διαπραγµατεύεται κάτι ακόµα πιο βαθύ, την ψυχική πάθηση. Φτάνεις στην παράνοια γιατί ανακαλύπτεις τη σοφία της φύσης, κατακτάς µια διαφάνεια που βασίζεται στην ενότητα και την ολότητα. Κάτι το συµπαγές και αδιαπέραστο. Αυτό, όµως, ο άνθρωπος δεν µπορεί να το αντέξει για πολύ, παρά µόνο σαν έκλαµψη. Η ύπαρξη του ανθρώπου είναι καταδικασµένη να αναζητά µια ένωση κι ένα συµπλήρωµα και µια ολότητα, που στη δική του περίπτωση είναι κάτι ανέφικτο. Όπως λέει ο γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας Ζορζ Μπατάιγ, η τραγωδία του ανθρώπου είναι η ασυνέχεια. Η ένωση του ενός ανθρώπου µε τον άλλον είναι µια ουτοπία. Η παραδοχή της µοναξιάς εξίσου δύσκολη. Εκείνοι που τρέφουν αυταπάτες, κι αφήνονται στον έρωτα διεκδικώντας την ολότητα, προδίδονται συνήθως από την ίδια τους την ύπαρξη. Υπάρχουν και εξαιρέσεις. Το αντίτιµο σε κάποιους ιδιαίτερα εύστροφους ανθρώπους είναι το ξελασκάρισµα του νου, η διαταραχή. Δηλαδή η απότοµη σύζευξη των αντιθέτων, χωρίς αρµούς. Η ίδια η φύση µοιάζει τότε να εγκαταλείπει τον άνθρωπο. Και µόνο το χώµα τον καταλαβαίνει. Ο Βιζυηνός βρίσκει στο τέλος του κειµένου τον τρόπο να εντάξει τον άνθρωπο στον µηχανισµό του ρολογιού, βρίσκει τον σύνδεσµο, επιλέγει για το τέλος της ιστορίας ένα είδος συγχρονισµού. Ο θάνατος της κοπέλας στο φρενοκοµείο συγχρονίζεται µε το θανατηφόρο ατύχηµα του νέου στο µεταλλείο. Οι δύο νέοι καταφέρνουν να συναντηθούν και να ενωθούν σε µια πέρα από τη ζωή εµπειρία. Το τέλος µοιάζει σύµφωνο µε τις αρχές του ροµαντισµού. Δεν είναι, όµως, µόνο αυτό. Είναι κυρίως η πνευµατική διαύγεια που αποκαθίσταται. Οι χτύποι της καρδιάς του ρολογιού διέπονται πλέον από µια αρµονία και ολότητα. Η φύση και ο άνθρωπος σε απόλυτο συγχρονισµό. Η λύση και η κάθαρση της αρχαίας τραγωδίας.

*Ο Ιγνάτης Χουβαρδάς γεννήθηκε στη Βέροια, αλλά για πολλά χρόνια ζει και εργάζεται ως φιλόλογος στην Κομοτηνή. Κεντρικό θέμα στα κείμενά του είναι η προσέγγιση της θηλυκότητας, οι ιστοί της γοητείας ανάμεσα στον ερωτευμένο και το πρόσωπο που τον γοητεύει. Ενδεικτικές αναφορές στα βιβλία του: α) Ποίηση: «Θερινό τετράδιο», «Το φόρεμα που αλλάζει» και β) Πεζογραφία: «Η δουλειά μου ως γυμνό μοντέλο», «Υπόκλιση στον πειρασμό», «Αυτά που δεν πρέπει να ομολογήσεις», «Στο ημίφως», «Γδύνομαι ντύνομαι γδύνεται».

**Το παρόν κείμενο είναι η συμμετοχή του στην εκδήλωση «Ο Γεώργιος Βιζυηνός και η απήχηση του έργου του στα νεότερα χρόνια», που διοργανώθηκε από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κομοτηνής, στο πλαίσιο των δράσεων που υλοποιούνται με την ΚΟΙΝΣΕΠ «Κομοτηνή Εν Δράσει», και τη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ροδόπης, με την υποστήριξη της Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ροδόπης, την Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου, στο Τσανάκλειο Μέγαρο – Δημοτική Βιβλιοθήκη.  Μπορείτε να βρείτε το σχετικό ρεπορτάζ εδώ.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.