Ιωαννης Χασιωτης «Παρα πολλοι εχουν διατυπωσει την αποψη οτι οποιος υπηρετει τη μελετη του αρμενικου ζητηματος επιτελει ενα εργο ανθρωπισμου προς την ανθρωποτητα»

Το ανατολικό ζήτημα, οι παράλληλες πορείες Ελλήνων - Αρμενίων και η ιστορική έρευνα - «Οι συγκρίσεις για το πώς φέρθηκαν οι Έλληνες και το πώς φέρθηκαν οι Αρμένιοι στη διάρκεια του Ανατολικού Ζητήματος δεν είχαν γίνει»

 «Αδελφά Έθνη εν μέσω θυέλλης. Αρμένιοι και Έλληνες στις μεγάλες κρίσεις του Ανατολικού Ζητήματος (1856-1914)» είναι ο τίτλος του βιβλίου του κ. Ιωάννη Χασιώτη, ομότιμου καθηγητή του ΑΠΘ και επιτίμου, από τα τέλη Μαΐου, καθηγητή του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ, με το οποίο και τη συγκριτική μελέτη των ελληνικών και αρμενικών διεκδικήσεων και ενεργειών κατά τη διάρκεια της περιόδου 1856-1914 επιχειρείται να καλυφθεί ένα σημαντικό κενό στην ελληνική, αρμενική και διεθνή ιστορική βιβλιογραφία, αναδεικνύοντας την πορεία των αρμενικών διεκδικήσεων στο πλαίσιο της οθωμανικής αυτοκρατορίας και μέχρι την ημερομηνία-ορόσημο της αρμενικής γενοκτονίας.
 
Για το πρόσφατο αυτό συγγραφικό πόνημα του αγαπητού καθηγητή και «δασκάλου» πολλών ιστορικών που ζουν και εργάζονται στη Θράκη, το οποίο και παρουσιάστηκε στην Κομοτηνή με πρωτοβουλία του Τμήματος Ιστορίας-Εθνολογίας, σε συνεργασία με τις εκδόσεις University Studio Press και την Αρμενική Κοινότητα Κομοτηνής, ο «Παρατηρητής της Θράκης» είχε τη σπουδαία τύχη να συνομιλήσει μαζί του, συγκομίζοντας γνώσεις για τις αφορμές, τη μεθοδολογία και την ερευνητική διαδικασία που ακολούθησε στη συγκεκριμένη ιστορική έρευνα και καταγράφοντας τις θέσεις του για ζητήματα, που αφορούν στην προβληματική της επιστήμης της ιστορίας, σχετικά με την αντικειμενικότητα του ερευνητή και τη στάση του προς τις πηγές, το ηθικό «φορτίο» και την ευθύνη του απέναντι σε γεγονότα, όπως οι γενοκτονίες και οι μαζικές εξοντώσεις λαών…
 
Ιωάννης Χασιώτης όμως, επίτιμος καθηγητής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης πλέον… 

«Το αμάλγαμα διεκδικήσεων, κατά τη διάρκεια του Ανατολικού Ζητήματος, επηρεάζει ολόκληρη την ευρωπαϊκή ιστορία» 

ΠτΘ: κ. Χασιώτη, ας ξεκινήσουμε τη συζήτηση για το βιβλίο σας από τον τίτλο του. Τι είναι το Ανατολικό Ζήτημα λοιπόν και πώς επηρέασε την ιστορία Αρμενίων και Ελλήνων; Συνεξετάζετε συγχρόνως την ιστορία των δυο εθνών και εντοπίζετε ομοιότητες και διαφορές στην πορεία τους;
Ι.Χ.:
Οι συγκρίσεις στην ιστορία είναι γονιμότατες. Αντίθετα, όταν κανείς εξετάζει μεμονωμένα ένα γεγονός, μία χώρα, ένα τόπο, δεν είναι παραγωγικό. Ακόμα και μια μικρή επαρχία να εξετάσει κανείς, δεν μπορεί να την καταλάβει αν δεν την δει σε σχέση με τον περίγυρο, με τον χώρο, με τη χώρα, ακόμη και με την ήπειρο στην οποία ανήκει.
Όσον αφορά στο Ανατολικό Ζήτημα θεσπίστηκε στο Α.Π.Θ. ως βασικό μάθημα από τότε που ιδρύθηκε, δηλαδή το 1926. Το Ανατολικό Ζήτημα είναι κατ’αρχήν διπλωματική ιστορία και συνδέεται με την οθωμανική παρουσία στην νοτιοανατολική Μεσόγειο, στην περιοχή δηλαδή που περιλαμβάνει όλα σχεδόν τα βαλκάνια, τη μικρασιατική χερσόνησο και φτάνει μέχρι τη μέση ανατολή. Η οθωμανική κυριαρχία διακρίνεται σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση είναι αυτή της εξάπλωσης των Οθωμανών που ξεκίνησαν από την κεντρική Ασία, αλλά, μέσω Περσίας, πέρασαν στη Μικρά Ασία και, στη συνέχεια, έφθασαν μέχρι τις παρυφές της Βιέννης και τα σημερινά σύνορα περίπου της Ουκρανίας. Μετά το 1683 αρχίζει η δεύτερη φάση, αυτή της παρακμής, της οπισθοχώρησης των Οθωμανών. Εδώ δημιουργούνται τα πολλά προβλήματα, καθώς οπισθοχωρεί ένας «μεγάλος ασθενής», με μεγάλη εδαφική κληρονομιά- τεράστιες περιοχές που κάποιος έπρεπε να παραλάβει. Κατά τη λογική της σημερινής ιστορίας αυτός ο «παραλήπτης» έπρεπε να είναι οι τοπικοί λαοί. Έτσι λοιπόν οι τοπικοί λαοί ξεσηκώνονταν για να τις διεκδικήσουν. Όμως στις διεκδικήσεις αυτές εμπλέκονταν και τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων.
 
Οπότε γίνεται αυτού του είδους η αναμέτρηση των τοπικών εθνών, των μεγάλων δυνάμεων και των Οθωμανών που υποχωρούν κι αυτό δημιουργεί ένα φοβερό, εκρηκτικό θα ‘λεγε κανείς, αμάλγαμα διεκδικήσεων. Το αμάλγαμα αυτό επηρεάζει ολόκληρη την ευρωπαϊκή ιστορία, γιατί μέσα του εμπλέκονται τεράστιες δυνάμεις, όπως η Ρωσία, η οποία έχει την ανάγκη να κατεβεί προς τα κάτω, δηλαδή προς τη Μαύρη Θάλασσα και μετά τη Μεσόγειο, και η Μεγάλη Βρετανία η οποία θέλει να την εμποδίσει, γιατί φοβάται ότι αν κατέβει η Ρωσία νοτιότερα, θα κόψει τους δρόμους προς τις Ινδίες και τις υπόλοιπες αγγλικές αποικίες. Άρα δημιουργείται ένα είδος πανευρωπαϊκής, για να μην πω, παγκόσμιας αναμέτρησης για το ποιος θα κυριαρχήσει σε αυτή την περιοχή, που είναι πολύ καίρια γεωπολιτικά και γεωοικονομικά. Αυτό συνιστά το Ανατολικό Ζήτημα. 

«Υπήρχε εσωστρέφεια και επιστημονικός απομονωτισμός και από τις δύο πλευρές, και από τους Αρμένιους και από τους Έλληνες ιστορικούς» 

ΠτΘ: Για το Ανατολικό Ζήτημα μας εξηγήσατε… Γιατί όμως επιλέξατε να επικεντρωθείτε στο πώς αυτό επηρέασε τα «αδελφά έθνη» των Αρμενίων και των Ελλήνων;
Ι.Χ.:
Διδάσκοντας επί χρόνια Ανατολικό Ζήτημα, διέκρινα ότι, όταν εξέταζαν οι Έλληνες τη δική τους περίπτωση -γιατί και η ελληνική επανάσταση και η δημιουργία του ελληνικού κράτους είναι κομμάτι του Ανατολικού Ζητήματος, άλλωστε και ο όρος Ανατολικό Ζήτημα θεσπίστηκε όταν ξεκίνησε η ελληνική επανάσταση- υπήρχε μια μονομέρεια, όπως αντίστοιχα και στους Σέρβους ή στις Μεγάλες Δυνάμεις. Υπήρχαν βέβαια και οι Αρμένιοι που μιλούσαν για τα δικά τους μόνον ιστορικά γεγονότα στην περιοχή και είχαν πολύ σημαντική παρέμβαση στο Ανατολικό Ζήτημα, παθητική αρχικά, ενεργητική αργότερα.
Στην αρχή υποστήριζα ότι δεν είναι καλό να συγκρίνεις, αν και οι συγκρίσεις μεταξύ Ελλήνων και Σέρβων είχαν γίνει ήδη, διότι ο βαλκανικός κόσμος, κατά κάποιο τρόπο, μας ήταν πιο οικείος. Οι συγκρίσεις όμως για το πώς φέρθηκαν οι Έλληνες και το πώς φέρθηκαν οι Αρμένιοι στη διάρκεια του Ανατολικού Ζητήματος δεν είχαν γίνει. Υπήρχε εσωστρέφεια και απομονωτισμός και από τις δύο πλευρές. Ο μελετητής διαπίστωσε, όταν εξέταζε, ακόμη και για πρώτη φορά, σε συνδυασμό αυτά τα δυο κεφάλαια του Ανατολικού Ζητήματος μέσα από τη βιβλιογραφία, ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα καταλάβαινε αμφότερα καλύτερα. Θέτοντας ερωτήματα όπως, για παράδειγμα, γιατί έκαναν οι Έλληνες την επανάσταση το 1821 και δεν την έκαναν οι Σέρβοι ή γιατί οι Σέρβοι προηγήθηκαν των Ελλήνων ή γιατί οι Αρμένιοι έπονται των Ελλήνων; Έτσι αποφάσισα να ασχοληθώ με το «αρμενικό ζήτημα» και τότε μου αποκαλύφθηκε ένας καινούργιος κόσμος• η θρησκευτική συγγένεια, η τρόπον τινά «εναλλάξ» παρέμβαση στην οικονομική ζωή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας -οι Έλληνες στους θαλάσσιους δρόμους, οι Αρμένιοι στους χερσαίους- και πολλές παραλληλίες στην εκπαίδευση, στην τυπογραφία, στη δημοσιογραφία και στην ιδεολογία. Εξάλλου για το πώς εισέπραξαν οι Αρμένιοι την ελληνική επανάσταση, στην οποία δεν θέλησαν να συμμετάσχουν, αλλά και το πώς οι Έλληνες εισέπρατταν το αρμενικό κίνημα, δεν υπήρχε τίποτα στην ιστοριογραφία. Αυτό το κενό προσπάθησα να καλύψω, όσο μπορούσα, και αυτό ήταν το αίτιο που δημιούργησα αυτό το βιβλίο. 

«Η περίοδος 1850-1914 είναι εντελώς κενή στη βιβλιογραφία» 

ΠτΘ: Και γιατί επιλέξατε να ενασχοληθείτε με τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αν και το δεύτερο όριο σε σχέση με την αρμενική γενοκτονία είναι σαφές;
Ι.Χ.:
Όσον αφορά τις τομές που έβαλα στην έρευνά μου, αυτές είναι το 1850 με το 1914. Το 1914, σχεδόν 1915, είναι σαφές. Η γενοκτονία είναι ένα μεγάλο γεγονός, όπως το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, το οποίο σημάδεψε καταρχήν, εξαφάνισε τον αρμενικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας, δημιούργησε μια τεράστια διασπορά και φοβερά τραύματα. Σε αυτή την περίοδο τελειώνει το βιβλίο, γιατί είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο.
 
     

Από την άλλη, το 1850 – 56 είναι μια «περίεργη» περίοδος. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, μετά την ήττα των Ρώσων στην Κριμαία, τη λεγόμενη Κριμαϊκή κρίση που τελείωσε το 1856, υπέγραψε στο Παρίσι συνθήκη και έλαβε την υπόσχεση των Ευρωπαίων ότι θα διατηρήσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με τον όρο ότι αυτή θα θεσπίσει ισονομία και ισοπολιτεία για όλους τους λαούς. Με αυτή την κίνηση «σήκωσαν κεφάλι» οι Αρμένιοι, οι οποίοι είχαν ήδη επικρατήσει σε χώρους της οικονομίας, της κοινωνίας και της διοίκησης και άρχισαν να διεκδικούν ένα είδος αυτονομίας. Οπότε η δεκαετία αυτή αποτελεί τομή, και οι ίδιοι, και στα γραπτά τους, σε απομνημονεύματα και σε ό,τι έχουν γράψει σε δυτικές και τη δική τους γλώσσα, δείχνουν ότι από κείνη την εποχή ουσιαστικά ανεβαίνει, αναδύεται το εθνικό κίνημα των Αρμενίων. Οπότε διάλεξα αυτή την περίοδο που είναι εντελώς κενή στη βιβλιογραφία.
 
ΠτΘ: Οι Αρμένιοι συνυφαίνονται μαζί μας και λόγω της συμβίωσής τους με εμάς. Αυτή η οικείωσή σας με τον κοντινό «άλλον» – οι Αρμένιοι της Θεσσαλονίκης είναι και αρκετοί και δραστήριοι- ήταν μήπως μια επιπλέον αφορμή να ερευνήσετε την ιστορία του πολύπαθου αυτού έθνους;
Ι.Χ.:
Ήταν μια αφορμή, ένα συνεχές κέντρισμα. Όταν οι Αρμένιοι της Ελλάδας άρχισαν να εμφανίζουν το εθνικό τους ζήτημα, την αναγνώριση της γενοκτονίας, κάπου στη δεκαετία του 60, αποζήτησαν ομιλητές. Μέχρι τότε κάνανε μικρές εκδηλώσεις, αλλά ήταν εσωστρεφείς. Γιατί πρέπει να πω ότι μολονότι συμβίωναν οι Αρμένιοι με τους Έλληνες από πολύ παλιά -στην Κομοτηνή από τον 18ο αιώνα, στο Διδυμότειχο υπάρχουν μαρτυρίες για πολύ παλαιότερα, στην Κρήτη από τον 17ο αιώνα- δεν είχαν ενσωματωθεί απόλυτα.
 
Τη δεκαετία του ‘60 και ιδίως του ‘70, έχοντας ενσωματωθεί πλέον στην κοινωνία, αποζητούσαν κάποιον από τους πανεπιστημιακούς να αναλάβει τη βασική ομιλία την ημέρα μνήμης της γενοκτονίας. Κάποια στιγμή ήρθαν και σε μένα, αν και ήμουν ακόμα υφηγητής. Ήταν αρχές δεκαετίας του ‘70. Εγώ ακόμα δεν είχα ιδέα, δεν είχα ενημερωθεί και η πρώτη μου ερώτηση ήταν «καλά υπάρχουν άλλοι μεγαλόσχημοι καθηγητές. Γιατί επιλέγετε εμένα;». Η απάντηση ήταν ότι αρνήθηκαν να μιλήσουν για να μην έχουν προβλήματα με την Τουρκία, όταν θα ταξιδέψουν για εκεί. Αυτό με έκανε και θύμωσα πολύ, πάρα πολύ και ανέλαβα την ομιλία.
 
Εκεί διαπίστωσα τον απομονωτισμό των Ελλήνων ιστορικών από τους Αρμενίους και των Αρμενίων από τους Έλληνες. Όσο προχωρούσα δε, τόσο έβλεπα ότι υπάρχουν κοινά σημεία. Παραδείγματος χάριν, το κοινό θεσμικό πλαίσιο, που δημιουργήθηκε μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και αργότερα, τον 19ο αιώνα, όταν μετά την Κριμαϊκή κρίση έπρεπε να οργανωθούν οι κοινότητες με βάση τα καινούργια δεδομένα, αν δείτε δε το αρμενικό σύνταγμα και τους ελληνικούς γενικούς κανονισμούς δεν ξέρετε ποιος μεταφράζει από ποιον. Τόσο κοντά είναι οι θεσμικοί όροι με τους οποίους λειτουργούσαν μετά το 1850, αλλά και πριν από το 1850, δηλαδή από το 1453 και μετά. Υπήρχαν διαφοροποιήσεις φυσικά, οι συγκλήσεις όμως έδειχναν ότι έπρεπε να μελετηθεί αυτή η σχέση. 

«Η αρμενική κοινότητα της Θεσσαλονίκης έχει ένα σπουδαίο αρχείο, αρχαιότερο από της ελληνικής και της εβραϊκής κοινότητας» 

ΠτΘ: Η αρμενική κοινότητα της Θεσσαλονίκης -στο βιβλίο σας αποτίνετε ευχαριστίες σε αρμένιους φίλους σας- συνέδραμε στο έργο σας;
Ι.Χ.:
Η κοινότητα των Αρμενίων στη Θεσσαλονίκη ήταν φωτισμένη κοινότητα και αγκάλιασε την υπόθεση αυτή. Φυσικά δεν με ενίσχυσε οικονομικά, αλλά με έφερε σε επαφή με τις άλλες κοινότητες τους εξωτερικού, με Αρμενίους επιστήμονες της διασποράς, της Δημοκρατίας της Σοβιετικής Αρμενίας, αλλά και με το αρχείο της. Η αρμενική κοινότητα της Θεσσαλονίκης έχει ένα σπουδαίο αρχείο, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί αρχαιότερο από της ελληνικής και της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, γιατί το ελληνικό καταστράφηκε και το εβραϊκό το έκαψαν οι Γερμανοί. Των Αρμενίων αρχίζει κανονικά από το 1880, με πρακτικά συνεδρίων των δικών τους συμβουλίων, με ονόματα, με κανόνες. Είναι πολύ πλούσιο, με πληροφορίες και για τα σχολεία και για τα συσσίτια και για τα ακίνητά τους, και με βοήθησε πάρα πολύ. 

«Είναι πολύ πιο σημαντική η πηγή από την οποιαδήποτε δοξασία ενός ιστορικού που δεν έχει πηγή» 

ΠτΘ: Στο βιβλίο σας έχετε και αναλυτική βιβλιογραφία και μεγάλο εύρος πηγών. Τελικά με τη χρήση των πηγών πετυχαίνουμε αντικειμενικότητα στην ιστορία;
Ι.Χ.:
Ένα βιβλίο, μία έρευνα είναι αντικειμενική ως ένα βαθμό. Και η πηγή ιδίως η ιστορική πηγή, είναι δημιούργημα ανθρώπινο, το οποίο αντικατοπτρίζει τις αντιλήψεις των ανθρώπων που τη συνέταξαν, οπότε πρέπει αυτός που μελετά την πηγή, πρέπει να ξέρει και τον περίγυρο. Θυμάμαι όταν πρωτοπήγα στη Βενετία, για να δουλέψω στα βενετικά αρχεία το πρώτο που αναγκάστηκα να μάθω ήταν πώς δούλευε η βενετική διοίκηση.
 
Άρα λοιπόν υπάρχει μία υποκειμενικότητα. Αλλά είναι πολύ πιο σημαντική η πηγή από την οποιαδήποτε δοξασία ενός ιστορικού που δεν έχει πηγή. Οπότε ξεκινάμε από τις πηγές, τις εντάσσουμε στην εποχή τους και στη συνέχεια προσπαθούμε να τις διασταυρώσουμε και να τις εντάξουμε σε ένα περιβάλλον. Άρα λοιπόν, πρώτα η πηγή, μετά ο σχολιασμός της. Δηλαδή, η τοποθέτησή της στον περίγυρο με βάση την υπάρχουσα βιβλιογραφία και την κριτική της βιβλιογραφίας, γιατί πολλές φορές οι ιστορικοί δεν διαστρεβλώνουμε, αλλά παρανοούμε ίσως την πηγή, καθώς υπάρχουν λέξεις π.χ. που έχουν αλλάξει τη σημασία τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η λέξη έθνος. Κατά τον Όμηρο το έθνος είναι το κοπάδι, στην Τουρκοκρατία η λέξη έθνος δεν εμφανίζεται ή εμφανίζεται σπάνια, μία δύο φορές και κατά κάποιο τρόπο έχει μια σημασία. Το πώς λοιπόν θα μεταφέρει κανείς τη σημερινή λέξη έθνος στην περίοδο που δεν είχε αυτή τη σημασία απαιτεί μεγάλη προσοχή. 

«Πολλοί ερασιτέχνες αλλά και ιστορικοί παρασύρονται από το συναίσθημα» 

ΠτΘ: Εκτός από την ευθύνη που έχει ο ιστορικός ως επιστήμονας, έχει και ευθύνη να συμβάλει ως άτομο να μην συμβούν ξανά αρνητικά γεγονότα όπως π.χ οι γενοκτονίες;
Ι.Χ.:
Έτσι είναι, είναι δύσκολο όμως. Γι’ αυτό και πολλοί, και ερασιτέχνες και ιστορικοί, παρασύρονται από το συναίσθημα, γιατί είναι αδύνατον, να αποστασιοποιηθεί κανείς εντελώς, διαβάζοντας μια πηγή, η οποία περιγράφει είτε το προσφυγικό δράμα είτε το δράμα μιας οικογένειας που έχασε τα εννέα από τα δέκα μέλη της είτε τις σφαγές, τις εκτελέσεις και τις διώξεις με ένα τρόπο αποτρόπαιο. Δηλαδή δεν μπορεί ένας άνθρωπος να μείνει ασυγκίνητος, αν σκεφτεί ανθρώπινα πλάσματα να σκοτώνονται με πόνο ή να μετακινούνται με πόνο.
 
Επίσης, σε αυτό το σημείο, αισθάνεσαι ότι επιτελείς και ένα έργο ανθρωπισμού. Να δικαιωθούν δηλαδή τουλάχιστον τα θύματα, να καταγράψεις ότι έτσι έχουν γίνει τα γεγονότα και ότι υπήρξαν και αθώα θύματα, ότι οι περισσότεροι από αυτούς που σφαγιάστηκαν δεν είχαν καμία ανάμιξη στα πολιτικά. Εδώ τίθεται και ένα ανθρωπιστικό θέμα, θέμα ηθικής, πρώτον, να αποκαταστήσεις τους νεκρούς, να δείξεις τι έγινε, για να μην εμφανίζονται ως θύτες. Διότι, πολλές φορές, η τουρκική ιστοριογραφία και μερικοί συνήγοροί της εμφανίζουν τα θύματα ως θύτες και τους θύτες ως θύματα, όπως στο θέμα της γενοκτονίας. Οι μουσουλμάνοι είχαν τα πιο πολλά θύματα στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά άλλο είναι να πεις σκοτώθηκαν τόσοι Γερμανοί στο ανατολικό και στο δυτικό μέτωπο και άλλο να μείνεις μέσα στο ίδιο σου το κράτος και να «θερίσεις» τους πολίτες, επειδή τους θεωρείς ύποπτους μήπως συνεργαστούν με τους αντιπάλους ή επειδή φοβάσαι ότι, μετά τον πόλεμο, θα ζητήσουν και κάποια δικαιώματα.
 
Είναι μια ολόκληρη ιστορία την οποία πρέπει να ερευνήσεις, και συνδέεται και με το συναίσθημα της δικαιοσύνης και προς την ιστορική αλήθεια αλλά και προς τον άνθρωπο οποιασδήποτε θρησκείας ή εθνικότητας. Αυτό στην υπόθεση των Αρμενίων είναι πολύ σοβαρό, και μάλιστα πολλοί έχουν διατυπώσει την άποψη ότι όποιος υπηρετεί τη μελέτη του αρμενικού ζητήματος, ή των Αρμενίων επιτελεί ένα έργο ανθρωπισμού προς την ανθρωπότητα. Είναι πολύ φυσικό. Κάποιος που ενδιαφέρεται να μάθει τι τράβηξαν οι άνθρωποι στα κρεματόρια, γιατί πήγαν εκεί και γιατί τους εξόντωσαν οι άλλοι, δεν πάει να δικαιολογήσει τους θύτες, αλλά να εξηγήσει γιατί έφτασε εκεί ένας ολόκληρος λαός. Θέλει να δείξει ότι αυτοί οι άνθρωποι στα κρεματόρια και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης υπέφεραν και, μάλιστα, χωρίς να ξέρουν γιατί υποφέρουν. Αυτό είναι λοιπόν ένα καθαρά ανθρωπιστικό καθήκον, το οποίο έχει ο κάθε άνθρωπος.
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.