ΙΙΙ. Χρηστος Βασματζιδης, Προσευχες σε ηχο πλαγιο

Ολοκληρώνουμε σήμερα, όπως είχαμε προαναγγείλει, με τη δημοσίευση της δεύτερης κριτικής προσέγγισης-ανάγνωσης του Αλεξανδρουπολίτη βιβλιοκριτικού και νομικού Χρήστου Βασματζίδη, τη μερική αποτύπωση όσων διατυπώθηκαν κατά την παρουσίαση του βιβλίου του συντοπίτη Μισέλ Φάις «Αμήν. Προσευχές στο Κενό», την Παρασκευή, που μας πέρασε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κομοτηνής. 

ΙΙΙ. Χρήστος Βασματζίδης, Προσευχές σε ήχο πλάγιο

Σε απολύτως δύσκολες και ακραίες περιστάσεις είναι δυνατή μία ευχή του προσωπικού μας θανάτου, σαν αποστροφή του ψυχικού μας βλέμματος στη ζωή. Είναι δυνατή ακόμη και μια εκφρασμένη επιθυμία για τον θάνατο κάποιου άλλου, ως έκφραση θυμού ή εκδικητικού μίσους. Πόσες φορές στ’ αλήθεια όμως νιώσαμε ότι πεθαίνουμε στη θέση ενός άλλου; Μπορεί να υπάρξει άραγε στις περίπλοκες ψυχικές συνδέσεις μία τέτοια αίσθηση;

Στην αρχή κάθε μιας από τις 87 μικροϊστορίες του νέου βιβλίου του Μισέλ Φάις, που κειμενικά απλά αριθμούνται και δεν φέρουν τίτλο, επαναλαμβάνεται φαρσικά, κωμικά ή τραγικά, η επωδός «Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου». Το πώς και το γιατί αυτής της παράδοξης αίσθησης δεν απαντάται, καθώς δεν ενδιαφέρει η εξήγηση αλλά η παρεξήγηση. Είναι μήπως μία διάθεση ψυχικής απομάκρυνσης από το πεπρωμένο ή μεταμοντέρνα εκδοχή της αθανασίας; Απλή κειμενική διάταξη που εξυπηρετεί την εγρήγορση του αναγνώστη ή φιλοσοφικής απόρροιας δήλωση ότι ο θάνατος δεν μας αφορά;

Ο Τολστόι, στη νουβέλα του «Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς», γράφει ότι:

«Η τέχνη της γραφής ως μυθοπλαστικής αυτοβιογραφίας, οι σχέσεις-σχάσεις συμμετοχής ή αποχής από το κοινωνικό σύνολο, η οικογένεια ως καταστροφικός πυρήνας του εαυτού, ο έρωτας ως ψυχαναλυτικό βάσανο, η πίστη σε κάτι ως ψυχαναγκασμός, ο χρόνος ως απώλεια και ως συγκερασμός, ο θάνατος αδιάφορος και διαφορετικός, εντός και εκτός των ανθρώπων, κλονιστικός και ανακουφιστικός, ο διωγμός των αγαπημένων προγόνων, ο φρικτός τους θάνατος στον σκοτεινό βυθό του Δούναβη ως κληροδοτημένος τρόμος, όλα σχεδόν τα πράγματα-τραύματα που αφορούν την ανθρώπινη υπό κατασκευή μοίρα»

«ο θάνατος ενός συναδέλφου, πέρα από τις σκέψεις σχετικά με τις μεταθέσεις και τις πιθανές αλλαγές στην υπηρεσία, προκάλεσε ως συνήθως, σε όσους τον πληροφορήθηκαν κι ένα αίσθημα χαράς: πέθανε εκείνος και όχι εγώ. Για κοίτα αυτός πέθανε. Εγώ όμως ζω, ήταν αυτό που σκέφτηκε ή ένιωσε ο καθένας τους».

Επί της ουσίας και οι δύο στάσεις, ανεξαρτήτως αφετηρίας, οδηγούν στην ίδια εκδοχή, στην αντανάκλαση του εαυτού. Σαν να πηγαίνεις στο ίδιο σημείο από διαφορετικές κατευθύνσεις. Του Τολστόι ευθεία, «αυτός πέθανε εγώ όμως ζω». Του Φάις με στροφές και ανηφόρες, «νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση κάποιου άλλου». Στην ιστορία 2 άλλωστε, προσπαθεί να επεξηγήσει τη διατύπωση παραδεχόμενος ότι ο θάνατος του καθενός είναι μία ατομική υπόθεση.

Η αντανάκλαση δε του εαυτού διαφαίνεται όταν στην ίδια ιστορία αναφέρει: «Εσύ έχεις την αίσθηση ότι, στον βαθμό που αντικαθιστάς έναν άλλον στην ανυπαρξία, στη δεύτερη ζωή, είσαι υποχρεωμένος να ακολουθήσειςκαι τον τρόπο που αυτός-εσύ εγκαταλείπει τα εγκόσμια». Το «εσύ πεθαίνεις στη θέση κάποιου άλλου» γίνεται ο «αυτός-εσύ».

Ο Φάις καλλιεργεί τον κήπο της ύπαρξής του/μας, με την αέναη αναζήτηση ή κατασκευή εαυτού, υποκειμένου, ή προσωπείου*

Αφού κάθε ιστορία έχει την αρχική της επανάληψη, είναι μάλλον προβλέψιμο να έχει και μία επαναλαμβανόμενη κατάληξη. Ταιριάζει στην αρμονία του συνόλου, είναι το μοτίβο που το απαιτεί. Και επιλέγεται η θρησκευτική λέξη «Αμήν», η οποία επιλέγεται και ως τίτλος του βιβλίου με την υποσημείωση «Προσευχές στο Κενό». Η σύνδεση με θρησκευτικής προέλευσης λατρευτικές εκδηλώσεις είναι εμφανής. Μόνο που το «Αμήν», εκτός από το ευχετικό περιεχόμενο του «έτσι ας γίνει», σημαίνει, όπως τουλάχιστον χρησιμοποιείται στην καθημερινή γλώσσα, και το ακραίο όριο του «μη παραπέρα», ή αλλιώς «έφτασα στο αμήν». Το «Αμήν», όσο κοινοβιακό είναι στη λατρευτική εκδοχή του, άλλο τόσο αυστηρά προσωπικό παραμένει ως εκφώνημα ατομικής προσευχής, η κατακλείδα μιας μοναδικότητας, ενός τρόπου ιερουργίας που ανήκει μόνο σ’ έναν.

Έτσι από τη μία, έχουμε ένα λεκτικό σχήμα ιδιόμορφο και αποπροσανατολιστικό, που μπορεί όμως να είναι πιο έγκυρο στη σημασία του από μία λογική πρόταση που βασίζεται σε μη ακριβή δεδομένα και από την άλλη, ένα οριακό τελικό «Αμήν», που επικυρώνει δεσμευτικά το παραπάνω σχήμα. Στο ενδιάμεσο ο Φάις καλλιεργεί τον κήπο της ύπαρξής του/μας, με την αέναη αναζήτηση ή κατασκευή εαυτού, υποκειμένου, ή προσωπείου.

Γράφει στην ιστορία 8:

«Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Με δύο λόγια: προσποιείσαι αυτό που είσαι. Αυτό κάνεις. Αυτό κάνεις συνέχεια. Εξαντλητικά. Από το πρώτο σου βλεφάρισμα στον κόσμο ως το ύστατο. Ακόμη και όταν δεν το κάνεις. Όταν δηλαδή προσποιείσαι αυτό που δεν είσαι. Προσποιείσαι στη νιοστή, αφού το ξέρεις καλά ότι φοβάσαι να δεχτείς αυτό που είσαι κι όχι φυσικά αυτό που δεν είσαι. Γι’ αυτό προσποιείσαι αυτό που είσαι, σαν να είναι αυτό που δεν είσαι. Και το προσποιείσαι άλλοτε αβίαστα, άλλοτε αδιάφορα, άλλοτε εξεζητημένα. Όπως εξάλλου κάνουν οι περισσότεροι. Κι αυτό δεν αντέχεται. Είναι κάτι αβάσταχτα φυσικό. Αμήν».

Αβάσταχτα φυσική είναι για τον συγγραφέα η προσπάθεια επαναπροσδιορισμού του εαυτού διά της αφήγησης. Είναι ίσως το δομικό στοιχείο των έργων του Φάις ο εαυτός να αφηγείται εαυτόν. Γι’ αυτό και η πρόζα του Φάις είναι το σημείο της ιδιοπροσωπίας του. Τα επαναλαμβανόμενα λεκτικά μοτίβα αποτελούν την ιδιαίτερη ιεροτελεστία της γραφής του πέρα από τα όποια σημαινόμενα. Στο «Όπως ποτέ» (εκδ. Πατάκη, 2019) π.χ., επαναλαμβανόταν η φράση «μέσα της πως είναι», και επ’ αυτής χτίστηκε η πλοκή όχι ενός μυθιστορήματος αλλά ενός χρόνου. Στην «Ερευνήτρια» (εκδ. Πατάκη, 2020) χρησιμοποιεί τρεις τεχνικές γραφής που εναλλάσσονται μεταξύ τους επαναληπτικά. Στο «Αμήν» ο Φάις υποδέχεται τον αναγνώστη σε 87 αφηγηματικά δωμάτια, σκαρώνοντας άλλοτε μικρές ιστορίες που θυμίζουν το ύφος των ιστοριών της «Εξουθένωσης» (εκδ. Πατάκη, 2022), άλλοτε παραθέτοντας αποσπάσματα από αγαπημένους και μελετημένους συγγραφείς, όπως οΤσέχωφ, ο Κάφκα ή ο Παβέζε, άλλοτε καταγράφοντας όνειρα ή, τέλος, γράφοντας αποφθεγματικά και αφοριστικά, μειώνοντας τον χώρο και τον χρόνο τον δικό του όσο και του αναγνώστη.

Μ’ αυτό το κολλάζ αφηγηματικών τεχνικών καταβάλλεται προσπάθεια σύλληψης της πραγματικότητας ακόμη και στις πιο σκοτεινές γωνίες της, εκεί δηλαδή που ισχύει η μη πραγματικότητα. Διαβάζουμε π.χ. στην ιστορία 16:


«Τα πρόσωπα των ιστοριών είναι θολά χωρίς βασικό περίγραμμα, με συντρέχουσες αναφορές σε επί μέρους χαρακτηριστικά όπως νύχια, ρούχα, εκφορά ομιλίας, βλέμματα. Ρόλοι διακριτοί μεν αλλά εύκολα αναστρέψιμοι, διάλογοι σύγχυσης μεταξύ οδύνης και σαρκασμού, εξήγησης και παρεξήγησης, αιτίας χωρίς αποτέλεσμα. Εκτροπές από τη ρουτίνα της πραγματικότητας, αγριότητες και θεατρικοί κανιβαλισμοί, σκιές που υποφέρουν και αναρωτιούνται αν υποφέρουν ψυχικά ή σωματικά, εικόνες από τον κάτω κόσμο, όλα ψηφίδες ενός παζλ σουρεαλιστικής σύνθεσης λες και παρακολουθείς πλάνα και διαλόγους του Μπουνιουέλ»

«Μια Κυριακή λοιπόν είπαμε: τα πράγματα δεν είναι και τόσο κυριακάτικα. Αυτή την Κυριακή, λοιπόν, αυτές τις Κυριακές που ακολούθησαν, τα πράγματα, μ’ ό,τι ο καθένας εννοεί ως πράγματα, έπαψαν να είναι κυριακάτικα, δηλαδή οικογενειακά τραπεζώματα, παιδιά να τρέχουν ανάμεσα στους μεγάλους, ταψιά με φαγητά και γλυκά, γέλια, χοροί, τραγούδια, τσακωμοί για πολιτικά, ζήλιες, φλερτ, τσιμπιές και χουφτώματα κάτω από τα τραπέζια κι άλλα εφήμερα, αστεία πικρούτσικα πράγματα, όχι αυτά, όχι, άλλα αναποδογυρισμένα πράγματα, πράγματα βουτηγμένα στη ναυτία, στην άβυσσο, στο μηδέν –πράγματα που καλύτερα να μην ξέρεις. Αμήν».

Αφηγείται ό,τι δεν μπορεί σε πρώτο τουλάχιστον χρόνο να αφηγηθεί

Οι θεματικές του Φάις που τον απασχόλησαν στα προηγούμενα, ιδίως στα τελευταία έργα του, απαντώνται και σ’ αυτό το βιβλίο. Από τον μπερνχαρντικής έμπνευσης μονόλογο του «είμαι καλός στο ν’ αποκλείω ανθρώπους» ως το απόφθεγμα της ιστορίας 67, ότι η ζωή δεν μπορεί παρά να είναι μία φάρσα θανάτου, διανύεται μία μεγάλη απόσταση με τους χρόνιους και ανίατους προβληματισμούς του συγγραφέα. Η τέχνη της γραφής ως μυθοπλαστικής αυτοβιογραφίας, οι σχέσεις-σχάσεις συμμετοχής ή αποχής από το κοινωνικό σύνολο, η οικογένεια ως καταστροφικός πυρήνας του εαυτού, ο έρωτας ως ψυχαναλυτικό βάσανο, η πίστη σε κάτι ως ψυχαναγκασμός, ο χρόνος ως απώλεια και ως συγκερασμός, ο θάνατος αδιάφορος και διαφορετικός, εντός και εκτός των ανθρώπων, κλονιστικός και ανακουφιστικός, ο διωγμός των αγαπημένων προγόνων, ο φρικτός τους θάνατος στον σκοτεινό βυθό του Δούναβη ως κληροδοτημένος τρόμος, όλα σχεδόν τα πράγματα-τραύματα που αφορούν την ανθρώπινη υπό κατασκευή μοίρα.

Μόνο που όλα τα παραπάνω ακόμη και όταν φέρουν τη σφραγίδα του προσωπικού βιώματος, ο Φάις τα αποδίδει πάντα πλάγια, ποτέ μετωπικά, ποτέ σε ευθεία γραμμή και σε χρόνο γραμμικό. Αυτή είναι η συγγραφική του αξία, να χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να αποδώσει ό,τι μπορεί πέρα από το συνειδητό. Να αφηγείται ό,τι δεν μπορεί σε πρώτο τουλάχιστον χρόνο να αφηγηθεί.

Τα πρόσωπα των ιστοριών είναι θολά χωρίς βασικό περίγραμμα, με συντρέχουσες αναφορές σε επί μέρους χαρακτηριστικά όπως νύχια, ρούχα, εκφορά ομιλίας, βλέμματα. Ρόλοι διακριτοί μεν αλλά εύκολα αναστρέψιμοι, διάλογοι σύγχυσης μεταξύ οδύνης και σαρκασμού, εξήγησης και παρεξήγησης, αιτίας χωρίς αποτέλεσμα. Εκτροπές από τη ρουτίνα της πραγματικότητας, αγριότητες και θεατρικοί κανιβαλισμοί, σκιές που υποφέρουν και αναρωτιούνται αν υποφέρουν ψυχικά ή σωματικά, εικόνες από τον κάτω κόσμο, όλα ψηφίδες ενός παζλ σουρεαλιστικής σύνθεσης λες και παρακολουθείς πλάνα και διαλόγους του Μπουνιουέλ. Σ’ αυτήν τη σύνθεση ο αναγνώστης εγκλωβίζεται, αλλά του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να περιπλανηθεί ο ίδιος από τον εαυτό στον εσώτερο εαυτό. Είναι ίσως η μόνη διαδρομή που κοστίζει σε χρόνο, αλλά είναι μονής κατεύθυνσης. Και είναι η μόνη διαδρομή για να κατανοηθεί η συμπύκνωση που υπάρχει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Η απόγνωση ως παραδοχή, η απουσία ως στήριγμα, το πένθος ως φάρσα, ο θάνατος ως περιέργεια».

Τα σημεία τροφοδότησης σ’ αυτήν τη διαδρομή ποικίλλουν και παραθέτω αποσπασματικά αυτά που γράφει στην ιστορία 14: «Έτσι κι αλλιώς το μέλλον είναι ένα παρελθόν χωρίς επιστροφή», στην ιστορία 17: «τόσα χρόνια εξάλλου είναι αδιανόητο να ζεις με τον ίδιο άνθρωπο», στην 21: «Είμαι ένας φοβισμένος φόβος… Ο θάνατος είναι μία φρικτή μαλακία. Σας αρέσει να φεύγετε από τους ανθρώπους; Όταν θυμίζουν σπίτια που μ’ εγκλωβίζουν», στην 25μιλάμε για τα ίδια πράγματα και στην πορεία νιώθω ότι μιλάμε για άλλα πράγματα», στη 49: «Κάποιοι σε θεωρούν τυχερό, εσύ πάλι πιστεύεις ότι μπερδεύουν τη γαλήνη με το κενό. Το απόλυτο κενό. Το άπλετο σκοτάδι», στην 50: «Μ’ άλλα λόγια, θυμάσαι επειδή μπορείς να ξεχνάς», στην 73: «ζήσε τη ζωή σου όπως γουστάρεις…Μόνο παραδειγματική μην την καταστήσεις. Κανόνα βίου. Ακούς; Μην».


«Όταν τελείωσα την ανάγνωση του βιβλίου, προσπάθησα να βρω κοινές αναφορές με τα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα. Ενώ η γραφή του Φάις είναι ταυτοτική, άρα αναγνωρίσιμη, σ’ αυτό το βιβλίο ένιωσα έναν αέρα ανανέωσης. Έκανα την εξής ερώτηση: Τι μπορεί να περιείχε το εργαστήριό του; Σκέφτηκα, τίποτα. Σιωπή, λίγη μνήμη και πολύ λήθη. Σαν να φρεσκαρίστηκε ο χώρος, να πετάχτηκαν τ’ άχρηστα, τα χαρτιά από παλιές αναγνώσεις παθών και λαθών και μπήκε ο αέρας καθαρός, ν’ αναπνέει το βιβλίο, από όριο σε όριο και από αμήν σε αμήν»

«Τελικώς, αναρωτιόσουν,  υπάρχει κάτι πιο ανεπανόρθωτα ξένο από το μύχιο

Από την «Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου» (εκδ. Πατάκη, 2005) που άρχισε την αφηγηματική του περιπέτεια, ο Φάις φαίνεται να ανανεώνει κάθε φορά την ίδια ρητορική ερώτηση: «Τελικώς, αναρωτιόσουν, υπάρχει κάτι πιο ανεπανόρθωτα ξένο από το μύχιο;». Όχι δεν υπάρχει, γι’ αυτό και επιστρατεύεται η γραφή, γι’ αυτό αυτές οι προσευχές διαβάζονται, απαγγέλλονται, βιώνονται, για να μη μείνουμε μόνοι σ’ ένα μοναχικό, παγωμένο και ξένο κενό.

Όταν τελείωσα την ανάγνωση του βιβλίου, προσπάθησα να βρω κοινές αναφορές με τα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα. Ενώ η γραφή του Φάις είναι ταυτοτική, άρα αναγνωρίσιμη,σ’ αυτό το βιβλίο ένιωσα έναν αέρα ανανέωσης. Έκανα την εξής ερώτηση: Τι μπορεί να περιείχε το εργαστήριό του; Σκέφτηκα, τίποτα. Σιωπή, λίγη μνήμη και πολύ λήθη. Σαν να φρεσκαρίστηκε ο χώρος, να πετάχτηκαν τ’ άχρηστα, τα χαρτιά από παλιές αναγνώσεις παθών και λαθών και μπήκε ο αέρας καθαρός, ν’ αναπνέει το βιβλίο, από όριο σε όριο και από αμήν σε αμήν.*

* Οι μεσότιτλοι προστέθηκαν για διευκόλυνση στην ανάγνωση.

Μπορείτε να βρείτε το αναλυτικό ρεπορτάζ εδώ

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.