«Η Τσελεπιδου συνθετει ενα εργο με αφηγηματικο και αισθητικο ερμα, που αξιωνει μια ξεχωριστη θεση στη συγχρονη ελληνικη παραγωγη»

Αν θα έπρεπε να χαρακτηρίσει κανείς με μία λέξη το πρόσφατο αφήγημα της Βίκυς Τσελεπίδου θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, με τον όρο «μεταιχμιακό». Το έργο κινείται σε ένα θεματικό, αφηγηματικό, ιδεολογικό, αλλά και ειδολογικό μεταίχμιο: μεταξύ λογοτεχνικής μυθοπλασίας και ιστορικού γεγονότος, οικογενειακού μυθιστορήματος (family saga) και μυθιστορήματος ενηλικίωσης, συλλογικής και ατομικής μνήμης – κι αντίστοιχα, συλλογικού και ατομικού τραύματος, διαμόρφωσης της εθνικής και της ατομικής ταυτότητας· και παθογένειας. Κινείται, ακόμη, ανάμεσα στο κοινωνικό σχόλιο και την υποκειμενική ψυχολογία, τον μοντερνισμό και τον μεταμοντερνισμό, τον ρεαλισμό και τον μαγικό ρεαλισμό. Πιστώνεται, έτσι, υπέρ της νέας πεζογράφου ότι ως τελική εντύπωση στον αναγνώστη μένει αυτή της ισορροπίας: παρά τις παραπάνω αντιθέσεις, η Τσελεπίδου επιτυγχάνει δεξιοτεχνικά να αποφύγει τη διάχυση, συνθέτοντας ένα έργο με αφηγηματικό και αισθητικό έρμα, που αξιώνει μια ξεχωριστή θέση στη σύγχρονη ελληνική παραγωγή.
 
Το μυθιστόρημα στρέφεται γύρω από την ιστορία της προσφυγικής οικογένειας της Αναστασίας και του Λουκά, των τεσσάρων παιδιών τους και των δικών τους παιδιών, μέσα από την αφηγηματική φωνή της εγγονής Λουκίας. Με αφορμή την ιστορία αυτή, όπως διαπλέκεται με την ιστορία της Ελλάδας στον 20ο αι. και μέχρι τις μέρες μας, η συγγραφέας πραγματεύεται, κατ’ ουσίαν, την έννοια του τόπου και του χρόνου ως διαμορφωτικών παραγόντων της ατομικής και συλλογικής ψυχοσύνθεσης. Ο τόπος ο εντεύθεν, αλλά και ο πέραν, στην άλλη όχθη των νερών, κι η αντιμαχία μεταξύ τους για τον προσδιορισμό της έννοιας «πατρίδα». Κι ακόμη, το παρελθόν και το παρόν, κι η δική τους αντιμαχία ως προς τον προσδιορισμό του εαυτού. Διότι, μέσα από συνεχείς αναδρομικές και προληπτικές αφηγήσεις, μέσα από αναπάντεχα χρονικά κλωθογυρίσματα του αφηγηματικού νήματος, επιχειρείται να αποδοθεί όχι τόσο ο «αντικειμενικός» χρονικός εντοπισμός των περιστατικών, μυθοπλαστικών ή μη, όσο η «υποκειμενική», η σωματικά βιωμένη εντύπωση του ανθρώπου για τον ρυθμό του βίου του: δεν νιώθουμε τη ζωή ως μία συνεχή γραμμικότητα, από κάποια έναρξη, που λέμε «γέννηση» προς κάποιο τέλος, που λέμε «θάνατο». Δεν είναι εξάλλου τυχαία η αρχή του έργου, μετά από έναν κατάλογο με πραγματικά ονόματα προσφύγων: «Η πρώτη κόρη της Αναστασίας πέθανε στις 28 Οκτωβρίου του 2012. Η δεύτερη στις 4 Μαρτίου του 2013. Ακολούθησαν οι δυο της γιοι.» (σ. 10). Η αφήγηση δεν ξεκινά με τη γέννηση των παιδιών της Αναστασίας, αλλά με τον θάνατό τους. Ως άνθρωποι ζούμε μια δαιδαλώδη χρονικότητα, μια σειρά από αρχές και τέλη, γυρίζουμε σελίδες, αφήνουμε για πάντα πίσω μας πράγματα, ανθρώπους και καταστάσεις, κι αντίθετα κουβαλάμε για πάντα μαζί μας στοιχεία του παρελθόντος που νιώθουμε αεί παρόντα, μέσα και δίπλα μας. Σε πόσες στιγμές της ζωή μας δεν συναισθανόμαστε τη μνήμη ως βίωμα και το βίωμα της στιγμής σα να ’ναι ήδη μνήμη; Στην αφήγηση της Τσελεπίδου, έτσι, παρόν και παρελθόν συμπλέκονται. Κι η μνήμη, η ανάμνηση σημαντικών στιγμών του παρελθόντος, συλλογικού κι ατομικού, διεκδικεί πεισματικά το μερίδιο που της ανήκει στον εκάστοτε παροντικό προσδιορισμό των χαρακτήρων.
 
Η μνήμη όμως του παρελθόντος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αφήγηση – το ίδιο, εξάλλου και η βίωση του παρόντος. Η συγγραφέας αποτυπώνει περίτεχνα στο έργο της το γεγονός ότι η ζωή, η ζωή του καθενός, δεν είναι τίποτε άλλο από αφηγήσεις. Αφηγήσεις που συνθέτουμε οι ίδιοι, από μικρά παιδιά, για εμάς, για τους άλλους και για τον κόσμο γύρω μας. Για το παρελθόν, έτσι όπως το δομούμε. Αφηγήσεις που βασίζονται όχι μόνο στα γεγονότα, αλλά και στις επιθυμίες, στα όνειρα, αυτά που υλοποιήσαμε κι αυτά που έμειναν στόχοι. Γιατί ο άνθρωπος είναι μια δυνητικότητα: αυτό που μπορεί, αυτό που θα μπορούσε ή που θα ήθελε να είναι τον προσδιορίζουν εξίσου, ίσως και περισσότερο, από αυτό που κατάφερε να γίνει.
  
Η ζωή μας όμως επηρεάζεται επίσης και από τις αφηγήσεις των άλλων, των σημαντικών άλλων, για τις δικές τους ζωές, για τις δικές τους επιθυμίες και τα όνειρα, για τους ανυλοποίητους στόχους τους. Δεν είναι μόνο το αίμα που μοιραζόμαστε με τους συγγενείς, προγόνους κι απογόνους μας. Είναι κι η γλώσσα τους, η  ματιά τους στον κόσμο. Όπως κι ιστορίες τους, που –κεκραμένες κι άκρατες– κυλούν στις φλέβες μας, μας μεθούν, μας δίνουν ζωή, μας ορίζουν και μας καθορίζουν. Χρωματίζουν τα σώματά μας, γίνονται χρωμοσώματα, γονίδια αφηγηματικά, που παραλαμβάνουμε, βιολογικά, θαρρείς, από τους γεννήτορές μας, και που με την ίδια βιολογική αναγκαιότητα θα μεταδώσουμε, εν είδει γενετικού υλικού, στα δικά μας παιδιά. Είναι οι αφηγήσεις της ζωής μας, αυτές που περισσότερο «λένε» εμάς, παρά εμείς αυτές.
 
Η αφήγηση, έτσι, της Τσελεπίδου αποτελείται από μια σειρά αφηγηματικούς θύλακες που διακλαδίζονται σε διαφορετικές κατευθύνσεις και χρονικά στρώματα, αρδεύουν από τις ζωές διαφόρων ηρώων, κόβονται απότομα ή εξελίσσονται αφηγηματικά, φωτίζονται από διαφορετικές εστιάσεις και χρωματίζονται από το αφηγηματικό ιδιόλεκτο ποικίλων μυθοπλαστικών χαρακτήρων. Κάποτε, τις αποσπασματικές ιστορίες συνδέουν μόνο συνειρμοί: μια εικόνα, ένα συναίσθημα, ένα αντικείμενο, μια λέξη λειτουργούν επικλητικά, υφαίνοντας έναν ισχυρό αφηγηματικό ιστό, ισχυρότερο ίσως από τη συμβατική χρονική και αιτιακή σύνδεση. 
 
Ο αφηγηματικός κορμός μπολιάζεται, επίσης, από μια σειρά «ντοκουμέντα», τα οποία καταγράφονται στο τέλος του έργου: αρχεία, αποσπάσματα άρθρων, έγγραφα, κατάλογοι, ισολογισμοί, και λοιπό υλικό, τοποθετημένο στο εξω- ή το ενδο-διηγητικό επίπεδο. Παρόμοια, καταγράφονται διακειμενικές συνδέσεις με έργα όπως η «Ιλιάδα», τραγωδίες του Αισχύλου, κ.λπ. Τα στοιχεία αυτά θα μπορούσαν να προωθήσουν τη λεγόμενη μαρτυρική ή πιστοποιητική λειτουργία του αφηγητή, της αφηγήτριας, εν προκειμένω, λειτουργώντας ως «υποσημειώσεις» ή «επικλήσεις» στην αυθεντία του «πραγματικού» κόσμου. Περισσότερο, ωστόσο, κατά την άποψή μου, ενέχουν μιαν ιδιότυπη ιδεολογική λειτουργία, καθώς η ενσωμάτωσή τους συνιστά κυρίως ένα σχόλιο: τα όποια «ντοκουμέντα» δεν έχουν καμιά αξία καθεαυτά, παρά ως κομμάτι μιας ιστορίας. Αποκτούν φωνή, γίνομαι σημαντικά, ή καλύτερα σημασιοδοτικά, μόνο ως τμήμα μιας ευρύτερης αφήγησης που τα περικλείει. Και άλλοι συγγραφείς επιχείρησαν να κάνουν ένα αυτοαναφορικό σχόλιο ως προς το τι είναι τελικά μυθοπλασία ή λογοτεχνία και ποιο ρόλο αναλαμβάνει ο αναγνώστης και η προσέγγισή του στο «ωμό» υλικό που του παρατίθεται ως «στοιχεία» – χαρακτηριστικό ανάμεσά τους το έργο του Θανάση Βαλτινού, αλλά και του Κώστα Ακρίβου, καθώς και άλλων σύγχρονων πεζογράφων.
 
Η Τσελεπίδου, ωστόσο, δεν καταφεύγει στην τεχνική του αφηγηματικού κολάζ. Τα όποια «ντοκουμέντα» αφομοιώνονται δημιουργικά στη μυθοπλασία ή  υποτάσσονται ερμηνευτικά στο αφηγηματικό περικείμενο. Δομείται έτσι μια αφήγηση που ρέει συμπαγής, έστω και υποδόρια, παρά τη φαινομενική θεματική, χρονική ή εστιακή διάσπαση. Πίσω από την επίφαση ατάκτως ερριμμένων μικροϊστοριών βρίσκεται μια παραδοσιακού τύπου, στιβαρή κεντρομόλος αφήγηση.  Το ιδιότυπο μωσαϊκό που κομμάτι κομμάτι συνθέτει η συγγραφέας συνενώνει βασικά η ζωή και η φωνή της κεντρικής ηρωίδας και συνάμα αφηγήτριας, μέσα από την προοπτική της οποίας μεσολαβείται το μεγαλύτερο τμήμα της ιστορίας. Επιπλέον, η αφήγηση συνέχεται από αυτό που θα ονομάζαμε ενδοκειμενικότητα (intratextuality), στοιχείο που χαρακτηρίζει το έργο της Τσελεπίδου πολύ περισσότερο από ό,τι η διακειμενικότητα. Η συγγραφέας δίνει, δηλαδή, ιδιαίτερη έμφαση στις ενδοκειμενικές σχέσεις του αφηγηματικού της υλικού, το οποίο φωτίζει και φωτίζεται διαφορετικά και πολυσύνθετα, καθώς εξελίσσεται η αφήγηση. Κάθε νέο «κεφάλαιο», αφηγηματικό σχόλιο, αναδρομική αναφορά ή προϊδεασμός για την εξέλιξη της αφήγησης, κάθε καινούργιο μυθοπλαστικό περιστατικό ή «ντοκουμέντο» παρέχει μια νέα προοπτική στην ιστορία και στα πρόσωπά της, μεταβάλλοντας και συχνά ανατρέποντας τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις του αναγνώστη.
 
Ακόμη πιο σφιχτά, όμως, δένουν τις επιμέρους αφηγήσεις δύο βασικοί θεματικοί άξονες, που στην ουσία τους συνενώνονται: η ζωή και ο έρωτας. Το ευμετάβολο της ζωής και του έρωτα. Ή, αν θέλετε, το αναπόδραστο της ζωής και του έρωτα, στο οποίο συμπλέκεται το οικείο με το ανοίκειο, το καθημερινό βίωμα με το μυστηριώδες αίτημα, το φυσικό (γιατί τι πιο φυσικό από τη ζωή και τον έρωτα;) με το αφύσικο (γιατί ποιος μπορεί πραγματικά να εξηγήσει τη ζωή και τον έρωτα;). Γύρω από τους άξονες αυτούς στροβιλίζονται οι ήρωες του μυθιστορήματος. Ανάμεσά τους, η θεία Πελαγία, που τις χαρές του έρωτα δε γεύτηκε, μένοντας χήρα ως νεόνυμφη και σκάβοντας, στο τέλος της ζωής της, τάφους για να ταφεί όπως η ίδια ποθούσε. Η Λουκία, η αφηγήτρια, που σημαδεύτηκε από έναν Στράτο, κι από μια στρεβλή αίσθηση του έρωτα –του  έρωτα ως ανάγκης κι ως ψυχαναγκασμού. Και βεβαίως η γιαγιά Αναστασία, που τη ζωή της στοίχειωσε ένα όνομα, του χαμένου για πάντα αγαπημένου, κι ένα άγγιγμα, εκεί, στη βρύση, στη χαμένη για πάντα πατρίδα, καθώς γέμιζε το λαγήνι της. Η γιαγιά Αναστασία, που μικρή αγαπούσε τη βυσσινάδα από τις βυσσινιές στο σπίτι της, στην Καππαδοκία, κι άφηνε ελεύθερα τα υπέροχα μαλλιά της πετώντας τις φουρκέτες στο περιβολάκι της, κι όταν, μετά, με τη βία τη διώξανε, το κλειδί του σπιτιού της ποτέ δεν αποχωρίστηκε, ούτε την πρώτη της αγάπη ξέχασε, κι εκεί να επιστρέψει λαχταρούσε, ακόμη και μετά θάνατον. Αυτή τη λαχτάρα, αυτή την αλύτρωτη επιθυμία που ανεξίτηλα σημαδεύει το σώμα και την ψυχή, μόνο μια γνήσια λογοτεχνική φωνή μπορεί να εκφράσει:
«Στάζανε βύσσινο τα μάτια σου
κι Αύγουστος κατακαλόκαιρο ήτανε.
Στο περιβόλι οι σκορπισμένες φουρκέτες σου
«Θα περιμένουμε να μας μαζέψεις», φώναξαν,
την αυλόπορτα πίσω καθώς έκλεινες
στον κόρφο σου κρύβοντας το κλειδί,
με το κλειδί στον κόρφο σου ακόμα,
«Μαζί του να με θάψετε», έκραξες,
την τελευταία πόρτα σου σαν ήρθε ο καιρός να κλείσεις
και στα καινούρια χώματα ήσυχα έγειρες
κι όταν το βράδυ μετά την ταφή ξεπόρτισες,
πού σε θάψανε τάχα αγωνιώντας,
ανάμεσα στα κυπαρίσσια
μια βυσσινιά στις μακριές σκιές ξεχώρισες
κι εκεί με τα νύχια έσκαψες
και λαγούμι άνοιξες
και μέσα στη γη σαν τυφλοπόντικας μπουσουλώντας σύρθηκες,
βυσσινιά τη βυσσινιά από τις ρίζες πιάνοντας,
ώσπου στο περιβόλι έφτασες
και σε κείνη τη δική σου,
την κατάδική σου την παλιά τη βυσσινιά αποκάτω,
πολλά δάκρυα έχυσες
που το κλειδί στην πόρτα την άλλοτε δική σου,
την κατάδική σου,
πια
δεν χώραγε». (σ.115)
 
*Ο Σπύρος Κιοσσές είναι φιλόλογος και εργάζεται ως Εργαστηριακό Διδακτικό Προσωπικό στο Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.
 
Διαβάστε ολόκληρο το ένθετο αφιέρωμα από τη βιβλιοπαρουσίαση εδώ

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.