«Η γραφη του Κ. Χαρπαντιδη εχει μια εντονα χοικη πλευρα, μιας και ειναι με πονο, πεισμα και σθενος ζυμωμενη με την ιστορια και τις ζωσες μνημες του τοπου καταγωγης και ζωης του»

Αγαπητές φίλες και φίλοι, πώς μπορείς να συστήσεις έναν συντοπίτη σου στο κοινό μιας πόλης που ξένη για σένα πια δεν είναι, μιας κι ο καιρός έχει περάσει (κλείνεις φέτος δεκαετία) και οι άνθρωποί της (πολλοί εκ των οποίων βρίσκονται απόψε εδώ) έχουν φροντίσει από πολύ νωρίς με τον τρόπο, την αγάπη και την αισθητική τους να την κάνεις νέα πατρίδα; Όμως υπάρχει και κάτι άλλο που κάνει τη δυσκολία ακόμα πιο ενδιαφέρουσα. Σε αυτήν την πόλη ο καλός φίλος και συντοπίτης δεν είναι καθόλου ξένος ούτε έχει βρεθεί λίγες φορές στη ζωή του, γιατί ο Κοσμάς Χαρπαντίδης είναι παλιός γνώριμος, υπήρξε και κάτοικος Κομοτηνής στα φοιτητικά του χρόνια στη Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου. Ανήκει σε εκείνους τους πρώτους φοιτητές που με την άφιξή τους έκαναν τη ζωή της Κομοτηνής να αλλάξει αφήνοντας (ενδεχομένως με αμηχανία που είναι ακόμα και σήμερα ενίοτε αισθητή) τη γκρίζα και βαριά ατμόσφαιρα του παρελθόντος, την ατμόσφαιρα μιας πόλης επαρχιακής που ξεβολεύεται, που μοιάζει να θέλει την αλλαγή, μα όταν έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με εκείνη δεν ξέρει πολλές φορές τι να κάνει. Στην Κομοτηνή ο Χαρπαντίδης επιστρέφει πάλι και πάλι. Λένε πως η ιστορία κάνει κύκλους. Με τη δικηγορική του ιδιότητα στο Δικαστικό Μέγαρο αλλά και με την ιδιότητα του πατέρα της φοιτήτριας κόρης του, Αριάδνης. Είναι, λοιπόν, υπό μία έννοια παρών, ή μάλλον δεν είναι εντελώς απών, ο Καβαλιώτης φίλος μου από τη ζωή της πόλης μας. Να που άρχισα ήδη να μπερδεύω καταγωγές, διαμονές και πατρίδες.
 
Επιτρέψτε μου να μιλήσω απόψε προσωπικά. Δε θα δώσω ένα τυπικό εργοβιογραφικό σχεδιάγραμμα του συγγραφέα ούτε θα κινηθώ ευθύγραμμα στη γραμμή του χρόνου. Θα μιλήσω, όπως η μνήμη διασώζει την πραγματικότητα, άτακτα, μπερδεμένα, από καρδιάς. Ο Χαρπαντίδης είναι ένας φύσει ευγενής άνθρωπος. Τον διακρίνει εκείνη η αβρότητα και η συστολή που χαρακτηρίζει ανθρώπους της γραφής που βασανίζουν τη σκέψη και βασανίζονται αναζητώντας κάθε φορά την καίρια φράση. Θυμάμαι την πρώτη μου γνωριμία μαζί του. Με είχε εντυπωσιάσει η αστική του ευγένεια, που ’χε ταυτόχρονα μια ζεστασιά και μια αμεσότητα που έδιωχνε αμέσως την όποια αμηχανία.  Κάθε φορά που τον συναντώ, νιώθω πως βρίσκεται σε διαρκή πνευματική εγρήγορση: διαβάζει, μελετά, ακούει, συνομιλεί. Με χαρά μοιράζεται αναγνώσεις του και ρωτά να μάθει για νέα κείμενα, νέες μουσικές, νέες ταινίες. Και πάντα κάτι γράφει, κάτι δουλεύει. Εύκολα, άλλωστε, διακρίνεις στα λόγια του (συνήθως κι ο ίδιος το ομολογεί) πως κλωθογυρίζει την ιδέα του επόμενου βιβλίου. Οι λογοτεχνικές συζητήσεις στον πρωινό καφέ με πνευματικούς ανθρώπους της πόλης και ομοτέχνους του, μεταξύ των οποίων και ο Διαμαντής Αξιώτης, αποτελούν πραγματική απόλαυση προσφέροντας πλούσιες αφορμές για λογοτεχνικό και παραλογοτεχνικό σχολιασμό.
 
Μπορεί να είχα διαβάσει τις «Εξοχές των νεκρών» και «τα Δώρα του πανικού» (από τα πρώτα έργα του), όμως λογοτεχνικά εξοικειώθηκα με τη γραφή του Χαρπαντίδη μέσα από την επανακυκλοφορία της «Μανίας πόλεως» και τις «Κρυφές αντοχές». Λιτή και καίρια γραφή· διακρίνεται για την εκφραστική της αυστηρότητα και την προσεγμένη επιλογή του λεξιλογίου που διατηρούν ζωντανό τον ρυθμό της αφήγησης. Τόνος χαμηλός και έντονα εκμυστηρευτικός· δεν παρασύρεται σε επιφανειακές ηθογραφήσεις ή λογοτεχνικές αναπολήσεις (ψευδο)ιστορικού τύπου. Η πένα του Χαρπαντίδη ανασύρει από το περιθώριο (της κοινωνίας, της ιστορίας, του δημόσιου λόγου) απλούς ανθρώπους και τις αθόρυβες βιογραφίες τους. Άνθρωποι μονήρεις, καπνεργάτες, πρόσφυγες, μετανάστες, ανώνυμες και σιγανές φωνές, «αυτοί που σήκωσαν την πόλη στα χέρια», όπως γράφει ο ίδιος χαρακτηριστικά, θα σταθούν τώρα δίπλα στην γραφίδα του.
 
Ο Κοσμάς Χαρπαντίδης είναι ένας άνθρωπος που δεν ησυχάζει ποτέ πνευματικά. Παρά τη μόνωση και σχετική απομάκρυνση που απαιτεί η διαδικασία της συγγραφής, καταφέρνει να είναι παρών ουσιαστικά και δημιουργικά στα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης της Καβάλας.  Τα δύο θεατρικά αναλόγια που συνέγραψε (ένα το 1997 με τίτλο «Ταξίδι με θέα τη θάλασσα» για το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας και το άλλο το 2010 κατά παραγγελία του Φεστιβάλ Φιλίππων με τίτλο  «Ο Γιώργος Χειμωνάς περιηγείται στο όρος Σύμβολον») δεν αποτελούν μεμονωμένους πειραματισμούς αλλά συνέχειες της δημιουργικής πολυπραγμοσύνης του. Το ίδιο ισχύει και για το εξαιρετικό φωτογραφικό λεύκωμα «Καβάλα-Θάσος», που κυκλοφόρησε το 2010 από τις εκδόσεις «Μίλητος». Άλλωστε, η συμμετοχή και έντονη δράση του στη συντακτική επιτροπή των λογοτεχνικών περιοδικών της Καβάλας «Σκαπτή Υλη» και «Υπόστεγο», από τα πιο σημαντικά και με πανελλήνια εμβέλεια λογοτεχνικά περιοδικά εκτός Αθηνών τις δεκαετίες ’80 και ’90, είναι απτή απόδειξη της αντίληψης που έχει ο Χαρπαντίδης για τη δρώσα λογοτεχνία. Επιπλέον, οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουμε πολύ καλά και από πρώτο χέρι το πλούσιο και ποιοτικό εκδοτικό έργο που επί των δικών του ημερών στη διοίκηση παρήγαγε η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας. Η συνεργασία του με σημαντικούς ανθρώπους της λογοτεχνίας, της φιλολογίας και της επιστήμης σε συνδυασμό με το ενδιαφέρον του και την προσωπική του εργασία και επιμέλεια έδωσαν σάρκα και οστά σε μια αξιοζήλευτη σειρά εκδόσεων που αποτυπώνουν με έγκυρο και ανάγλυφο τρόπο  το ιστορικό και λογοτεχνικό αποτύπωμα της Καβάλας.
 
Η διαδρομή με το αυτοκίνητο από την Καβάλα προς τα ανατολικά είναι πορεία προς μια ενδοχώρα που ζει με άλλους ρυθμούς και τρόπους. Ατενίζοντας από την Εγνατία τον κάμπο της Χρυσούπολης και το νησί της Θάσου (αλλά και τον Άθω που αχνοφαίνεται στο βάθος τις μέρες με διαφανή ορίζοντα) ξέρεις πως αποχαιρετάς τη θάλασσα. Για πόσο, λίγο ή πολύ, εξαρτάται από σένα. Το όριο είναι η γέφυρα του Νέστου. Για κάποιον αδιευκρίνιστο (ακόμα και σήμερα) σε μένα λόγο τα ποτάμια χρησιμοποιούνταν πάντοτε ως όρια, σύνορα επαρχιών, νομών, πατρίδων. Κι ας αντιτάσσεται η υδάτινη και γι’ αυτό άπιαστη φύση τους μια τέτοια λειτουργία.  Περνώντας, λοιπόν, τη γέφυρα του Νέστου ξέρεις πως δεν άλλαξες απλώς νομό και γεωγραφικό διαμέρισμα. Ξέρεις πως κινείσαι πια ηπειρωτικά, προς μια γη καφετιά που έμαθε να περιμένει με σιγανή και ήρεμη δύναμη. Σε τυλίγει ένα φως διαφορετικό ή το χειμώνα μια προστατευτική ομίχλη που την κουβαλάς μέσα σου σαν μνήμη παιδική, κι ας μην μπορείς να εντοπίσεις από πού και γιατί. Τι μπορεί να κομίζει, λοιπόν, στη λογοτεχνική βαλίτσα του ένας Καβαλιώτης που κάνει αυτήν τη διαδρομή; Πρωτίστως τη μνήμη ή στην περίπτωση του Χαρπαντίδη τη μνήμη του τόπου. Η γραφή του έχει, θα έλεγε κανείς,  μια έντονα χοϊκή πλευρά, μιας και είναι με πόνο, πείσμα και σθένος ζυμωμένη με την ιστορία και τις ζώσες μνήμες του τόπου καταγωγής και ζωής του. Η Καβάλα και η ευρύτερη περιοχής της (συμπεριλαμβανομένης και της Δράμας) δεν αποτελούν απλό σκηνικό δράσης, αλλά αναδεικνύονται σε βασικές συνισταμένες ποιητικής. Μάλιστα ο γεωγραφικός αυτός εντοπισμός αποδεικνύεται εξαιρετικά ενδιαφέρων, μιας και γίνεται τόσο αριστοτεχνικά, ώστε η αφήγηση να μην εγκλωβίζεται από χωρο-χρονικούς περιορισμούς. Δεν πρόκειται για τοπική λογοτεχνία. Δεν υπάρχει ίχνος κακώς εννοούμενου επαρχιωτισμού. Μάλιστα, αυτή η ζώσα σχέση του Χαρπαντίδη με τον τόπο και την ιστορία μού έφερε στο μυαλό την παρόμοια, ιδιαίτερη σχέση του Ιωάννου με τη Θεσσαλονίκη. Ανέτρεξα, λοιπόν, σε συνεντεύξεις που έδωσε ο Ιωάννου προς υπεράσπιση της γραφής του, όταν δέχθηκε εκείνη την εμπαθή και εν πολλοίς άδικη επίθεση του Μαρωνίτη, ο οποίος επιχείρησε να μειώσει το έργο του θεσσαλονικιού συγγραφέα στο επίπεδο μιας μίζερης επαρχιωτογραφίας. Λέει ο Ιωάννου:
 
«Οι τόποι για μένα είναι δοχεία μνήμης (…). Μου υποβάλλουν αυτομάτως και «καταστάσεις» και «ανθρώπινες σχέσεις» (…). Στη «χωρική» εμμονή μου ενισχύομαι και από τους συγγραφείς που με έχουν διδάξει και που τους έχω ως κανόνα: Από τον Παπαδιαμάντη με τη Σκιάθο του, από τον Καβάφη με την Αλεξάνδρειά του, από τον Τζόυς με το Δουβλίνο του, από τον Μονταίνιο με τους πύργους του, από τον Πεντζίκη με τη βυζαντινή Θεσσαλονίκη του, από τον Ίωνα Δραγούμη με τη Μακεδονία του και το πρώτο πρόσωπό του, το «εγώ» του, και αρκετούς άλλους.[1] (…) Και οι τόποι, ξέρετε, επηρεάζουν. Δεν γράφουμε μέσα σε κενό, οι συγγραφείς δεν γράφουν μέσα σε κενό. Και αυτοί που γράφουν μέσα σε κενό, δεν πάνε καλά. Υπάρχουν πολλοί που το προσπαθούν αυτό – ή το προσπαθούν ή τόσο μόνο μπορούνε. Και στην Ελλάδα, και σήμερα και παλιά. Όλοι αυτοί είναι οι αποκομμένοι, οι οποίοι τελικά δεν εκφράζουν κανέναν και τίποτα. Εν πάση περιπτώσει, δεν γράφουμε σε κενό».[2]
Σε παρόμοια πορεία και ο Χαρπαντίδης δε γράφει στο κενό και ταυτόχρονα αποφεύγει τον κίνδυνο προσκόλλησης στο τοπικό και το συγκεκριμένο. Και καθώς είναι άνθρωπος της εποχής, με ευαίσθητες και σηκωμένες τις πολιτικές και κοινωνικές του αντένες  μάς προσφέρει το νέο του μυθιστόρημα, «Το άκυρο αύριο», όπου ο τόπος μας με την πολύπαθη ιστορία της τριπλής βουλγαρικής κατοχής και του εμφυλίου ανασύρεται από τη σκόνη της λήθης και έρχεται στο προσκήνιο δίνοντας την ευκαιρία να πραγματευτούμε σκοτεινές πτυχές του δικού μας ζοφερού πολιτικού και κοινωνικού μας παρόντος. Αναλυτικά, όμως, για το μυθιστόρημα θα ακούσουμε ευθύς αμέσως από την κ. Γαβριηλίδου και τον κ. Βασματζίδη.
 
Εύχομαι από καρδιάς το νέο βιβλίο να είναι καλοτάξιδο και με αυτή την ευχή σε καλωσορίζω κι εγώ, φίλε Κοσμά, απόψε εδώ στη δική σου και τη δική μας Κομοτηνή!
                                                      

                                                                                                      Κομοτηνή, 07/12/2017
 
 *Ο  Χάρης Μιχαλόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Λατινικής Φιλολογίας στο Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, και ποιητής. «Δεν έρχονται» είναι ο τίτλος της πλέον πρόσφατης ποιητικής του συλλογής που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μανδραγόρας.


[1] Ιωάννου (1996). «Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής» 270-271.
[2] Ibid 364-365.

Διαβάστε όλο ένθετο αφιέρωμα από τη βιβλιοπαρουσίαση εδώ

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.