Γραμματα στην Ασπα – 10

Εξουσία

Κομοτηνή, 25-11-2015
 
Καλή μου,
 
Τ’ ανθρωπάκια, οι Homo Sapiens δηλαδή, «ψοφάνε» για ν’ ασκήσουν εξουσία. Και όταν λέω εξουσία, δεν εννοώ μόνο τον «κυβερνητισμό» των αυτοαποακαλούμενων «αριστερών» που είναι στην εξουσία και περνάνε τα χειρότερα μέτρα εξαθλίωσης –που αν τολμούσε να τα περάσει κανένας ΓΑΠ θα τον είχαν κρεμάσει ανάποδα στο Σύνταγμα– ποντάροντας στο ότι είναι «καθαροί» και στο ότι «άλλοι βρώμισαν τον τόπο εδώ και σαράντα χρόνια».
 
(Που δεν ισχύει ούτε αυτό: Οι «άλλοι», που τους ρίχνουν την ευθύνη, αποτελούν το 60 τοις εκατό της δικιάς τους κυβέρνησης. Αυτοί, δηλαδή, που ξεχνάνε να δηλώσουν κάποια εκατομμύρια και καμιά τριανταριά σπίτια στην εφορία… και κάτι άλλοι περίεργοι «ψεκασμένοι» εθνικισταράδες!)
 
Μιλώ γενικότερα: Γι’ αυτούς ας πούμε που «ψοφάνε» να πάρουν μια διοικητική θέση σ’ έναν οργανισμό, σε μια εταιρία, σ’ ένα ίδρυμα. Και ν’ ασκούν εξουσία στους «κατώτερούς» τους, για να δείξουν ότι είναι «κάποιοι» – και να τα οικονομάνε κι όλας!
 
Ένας «τενεκές» ας πούμε, που θα διοριστεί διοικητής στο Νοσοκομείο, επειδή τα’ χει καλά με το κόμμα ή τον αρχηγό, θέλει ν’ ασκήσει εξουσία στον ιατρό που –πέρα το ότι έφαγε τα χρόνια του στις σπουδές– δουλεύει μεροδούλι για την υγεία του κοινού, για ελάχιστα χρήματα.
 
Και το ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των «τενεκέδων» αυτών, τους συναντάς στο στρατό και στα σώματα ασφαλείας: Αποτυχημένοι τύποι με χαμηλό IQ, που δεν έχουν διαβάσει ούτε 3 βιβλία στη ζωή τους, δεν έχουν πάει σινεμά, δεν έχουν πάει καμιά φορά σε έκθεση ζωγραφικής, δε κάθισαν ποτέ να σκεφτούν για το λόγο της ύπαρξής τους… και ασκούν την εξουσία που τους έδωσε το κράτος (με βύσμα των πολιτικάντηδων που τους βολέψανε εκεί) επάνω σου: «Ζήτω η πατρίς!»
 
Αλλά και στους χώρους μας υπάρχουν τέτοιοι. Αυτοί, δηλαδή, που έρχονται μαζί μας με σκοπό να πάρουν κανένα «βαθμό» (βουλευτής, μέλος ΚΣ, μέλος ΚΕ, συντονιστής κλπ) και να μας το παίζουν «καθοδηγητές» ξερόλες, που θα μας δώσουν τη «μυστική συνταγή» για να τ’ αλλάξουμε όλα – τη στιγμή που οι ίδιοι ξεχνάν να αλλάζουν τις κάλτσες τους.
 
Υπάρχουν, βέβαια, και οι τύποι που είναι εξαίρετοι στη θεωρία και μας μιλάνε για δικαιώματα, αλλά στην πράξη κάνουν τα ίδια με τους άλλους: Ασκούν εξουσία στις γυναίκες τους στο σπίτι (δε πλένουμε πιάτα, δε βοηθάμε στο καθάρισμα του σπιτιού – τι άντρες είμαστε!), ασκούν εξουσία στους νεότερους συναδέλφους στο χώρο εργασίας («Ψιλέ, εσύ που είσαι και νέος να’ούμ, πιάσε ένα καφέ από’ κει και καθάρισε και το χώρο»), ασκούν εξουσία στα δικά τους παιδιά κλπ. (Αυτό που λένε οι Τούρκοι: «Κάνε αυτό που σου λέει ο Χότζας, όχι αυτά που κάνει»).
 
Και όλο αυτό είναι προϊόν της σάπιας παιδείας –απ’ το σπίτι μέχρι το σχολείο, απ’ τη γειτονιά μέχρι και στην ομάδα ποδοσφαίρου– που μας επιβάλανε τόσα χρόνια. Και όταν ανοίγει η κουβέντα, τη σταματάμε μ’ ένα «Έλα μωρέ τώρα, νταξ!».
          
Πρέπει αυτή η «λογική» και αυτή η «νοοτροπία» να γκρεμιστεί απ’ το θεμέλιο με μια «βόμβα». Και για να το γίνει αυτό, πρέπει οι ίδιοι που το «επιθυμούν» να παλέψουν «να είναι κομμάτι της αλλαγής που επιθυμούν». Όχι σκουπίζοντας τα προβλήματα κάτω απ’ το χαλί και «λαϊκίζοντας» για να έχουμε τους «πολλούς» με το μέρος μας.
 
Δε μπορεί ένας άνθρωπος που θέλει ν’ αλλάξει την κοινωνία, να φεύγει από μια συζήτηση που γίνεται για να ανταλλάξουμε ιδέες για το τι πρέπει να κάνουμε για έναν καλύτερο κόσμο, επειδή έχει «κλείσει» τραπέζι σε ταβέρνα μαζί με τους φίλους του και τον περιμένουν. Δε μπορεί να απέχει από μια κινητοποίηση ενάντια στον ναζισμό και το φασισμό, γιατί αράζει στο σπίτι με την κοπέλα του, παρήγγειλε πίτσα, θα δουν ταινία και θα κάνουν σεξ. Όλα έχουνε την ώρα τους.
 
Ο Cengiz Gndodu* έλεγε πως «η διαφώτιση, δεν είναι να διαβάζεις τον Αριστοτέλη, τον Ιμπν Ρουσντ, τον Μαρξ. Δεν αρκεί να είσαι μορφωμένος. Είναι να αντισταθείς στη παραπλανητική γοητεία του καπιταλισμού. Να είσαι ευσυνείδητο, αυτόνομο άτομο». Θα πρόσθετα πως πρέπει να βοηθάς και άλλους για το ίδιο.
 
Έχουμε πολύ δουλειά μπροστά μας…
 
Δικός σου,
ΜουΤσο
 
*Ο Cengiz Gndodu είναι κριτικός λογοτεχνίας και συγγραφέας.

Ρόνι Μαργκούλιες

Μετάφραση: Μουσταφά Τσολάκ
 
Η πολιορκία
 
Ένα εγκαταλειμμένο Ρωμαίϊκο χωριό της Ίμβρου,
πληθυσμός: σαράντα οκτώ, εβδομηντάρης ο νεότερος.
Κάθισαν σ’ ένα καφενείο, γύρω απ’ τα τραπέζια,
πίνουν τσάι και παίζουν τάβλι τακατάκα.
Λες και όλοι είναι εδώ, όλα είναι ίδια.
 
Στη γωνιά εκείνο το μεγάλο σπίτι, με το μισογκρεμισμένο μπαλκόνι,
λες και δεν είναι άδειο και μαγειρεύουν μέσα.
Λες και δεν είναι τ’ αγόρια στην Αθήνα, τα κορίτσια στη Γερμανία,
δεν είναι στην Αυστραλία τ’ ανίψια,
λες και παίζουν παιχνίδια τα παιδιά στην πλατεία.
 
Κι ακόμα ένα μπαλκόνι να γκρεμιστεί, να φύγει κι ακόμα ένας,
θα πίνουν τσάι πάλι και θα παίζουν τάβλι τακατάκα.
Θ’ αντισταθούν. Τι άλλο μπορούν να κάνουν.
Λες και οι άντρες ανά πάσα στιγμή θα γυρίσουν απ’ το χωράφι,
λες και όλοι είναι εδώ, όλα παραμένουν ίδια.
 
Ένα περίεργο σκοτάδι υπάρχει όμως κάτω απ’ τα μάτια τους,
είναι σαν να μπορούν να αλωθούν όλα όσα πιστεύουν ανά πάσα στιγμή.
Είναι σαν να μην είναι πολύ μακριά η τελευταία ήττα.
Λες και έχουν στείλει αγγελιοφόρους σ’ όλη τη Γη
και περιμένουν απάντηση εδώ και χρόνια, απελπισμένοι. 

 
Τρεις τα ξημερώματα
 
Ξύπνησα ξαφνικά στο σκοτάδι της νύχτας.
Στ’ αυτιά μου το ατελείωτο κελάρυσμα της βροχής,
τα μάτια μου, σιγανά, συνήθιζαν το σκοτάδι,
έμεινα εκεί ιδρωμένος για ώρες.
Ποιος ήταν αυτός που είδα στον ύπνο μου;
Ποιος απ’ αυτούς που με παράτησαν και έφυγαν;
Ο πατέρας μου; Ο Χουλουσί; Η Έλσα;
 
Σηκώθηκα ψηλαφητά και κατέβηκα στην κουζίνα.
Και καθώς παρακολουθούσα τον κήπο νυσταλέα
θυμήθηκα τον Peter Barret στα καλά καθούμενα.
Ο καθηγητής μαθηματικών μου.
Ο οποίος ύστερα από τρία χρόνια στη Πόλη
είχε πάει στη Τεχεράνη, δε ξέρω για πόσα χρόνια.
Όταν είχα έρθει στο Λονδίνο,
Αλληλογράφησα μαζί του κανά δύο φορές.
 
Δε μπόρεσα να θυμηθώ τ’ όνειρο που είδα, αλλά
όταν γύρισα το πρωί στο μισοσκότεινο δωμάτιό μου,
κατάλαβα γιατί θυμήθηκα τον Barret:
«O Fitzgerald έλεγε» μου ‘χε γράψει σ’ ένα του γράμμα:
«Σε μια άκρη της καρδιάς του καθενός
είναι πάντα τρεις η ώρα ξημερώματα». 

 
Γλωσσοδέτης
 
Στο χέρι μου το τσαγάκι μου, καθώς άραζα στον κήπο το πρωί,
πέταξε μια κίσσα, πίσω απ’ τη δάφνη στη γωνιά.
Θυμήθηκα ξαφνικά ένα γλωσσοδέτη
που δε τον ήξερα σαν παιδί, τον έμαθα εδώ, αργότερα:
 
«Μια κίσσα σημαίνει θλίψη,
Αν είναι δύο χαρά.
Αν είναι τρεις κοριτσάκι, αγοράκι αν είναι τέσσερεις.
Αν είναι πέντε άργυρος, χρυσός αν είναι έξι.
Αν είναι επτά ένα μυστικό,
Που ποτέ δε θα το μάθει κανείς».
 
Τα μάτια μου γέμισαν από σκιές.
Όχι. Δεν είδα.
Ήταν μια η κίσσα.

 
*Ο Ρόνι Μαργκούλιες είναι ποιητής, διδάκτωρ οικονομολογίας και δημοσιογράφος.
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.