Γεροι ανθρωποι

Του Λόγου

Του Γιορντάν Γιόβκοβ

Μετάφραση: Χριστίνα Μάρκου, Μάρκος Αλμπάνης*

«Γιατί με τόσο όμορφο καιρό», σκέφτονταν ο μπάρμπα Βασίλης, καθισμένος στην πόρτα του καφενέ του, «όταν ο άνθρωπος, δόξα τω Θεώ, είναι γερός και δυνατός κι όλα του πάν’ καλά, πώς γίνεται ξαφνικά η καρδιά του να σφίγγεται, να νιώθει μια στενοχώρια μέσα του;». Πάνω στα μπαϊρια[1]ήταν αραδιασμένα τα σπίτια του χωριού. Οι μπαξέδες δεν είχαν πρασινίσει ακόμη, μα το χώμα ήταν σκασμένο από τη ζέστη, τα οπωροφόρα ανθισμένα –λευκά από πάνω ως κάτω. Γλυκιά ζέστη πλημμύριζε τον αέρα. Μια μέλισσα βούιξε μπροστά στην πόρτα αλλά γύρισε πίσω, έλαμψε στον ήλιο και χάθηκε. Τα χελιδόνια που πετούσαν χαμηλά πάνω από το ρυάκι, ξαφνικά σαν βέλη υψώθηκαν στον ουρανό. Στην άκρη του χωριού, στα μαντριά, βέλαζαν τα πρόβατα.

Ο μπάρμπα Βασίλης κοίταξε τριγύρω και το βλέμμα του σταμάτησε στον κήπο του Μίτκο του Αρναούτη, ακριβώς απέναντι από τον καφενέ. Εκεί, ανάμεσα στα άλλα δέντρα είχε και μια ροδιά. Κι αυτή ήταν ανθισμένη. «Παράξενο δέντρο είναι η ροδιά» είπε στον εαυτό του ο μπάρμπα Βασίλης. Δέντρο όπως όλα τα δέντρα, αλλά ανθίζει σαν λουλούδι. Λες και κρεμούσαν πάνω της κόκκινες κορδέλες, σαν αυτές τις μεταξένιες κόκκινες κορδέλες που ο ίδιος πουλούσε στα κοριτσόπουλα τα χωριού. Λες και κάποιος πήρε και κάρφωσε ανάμεσα στα φύλλα νεροκάρδαμα. Τα κόκκινα άνθη έλαμπαν στον ήλιο σαν το αίμα. Ο μπάρμπα Βασίλης ένοιωσε πάλι την καρδιά του να σφίγγεται. Λίγο ακόμη και θα καταλάβαινε γιατί στενοχωριέται, αλλά δεν ήθελε να χαλάσει την ηρεμία του, δεν ήθελε να σκαλίσει τις παλιές πληγές. Το βλέμμα του γύρισε πάλι στα απέναντι σπίτια, πέρασε από τα ανθισμένα δέντρα, κατέβηκε στη ρεματιά στις πράσινες ιτιές και ξανά σταμάτησε στον κήπο του Μίτκο του Αρναούτη. Τα κόκκινα σαν το αίμα χρώματα της ροδιάς έλαμπαν στον ήλιο. Εκείνη η μαύρη, άσχημη σκέψη πάλι καρφώθηκε στο μυαλό του μπάρμπα Βασίλη, έκανε να τη διώξει αλλά αυτή πάλι γύρισε, όπως η επίμονη, ενοχλητική μύγα που όσο πιο πολύ την κυνηγάς τόσο αυτή θέλει να καθίσει στη μύτη σου.

Ο μπάρμπα Βασίλης έτριψε τα χέρια του, χασμουρήθηκε δυνατά. Ήθελε να ξεχαστεί, να σκεφτεί κάτι άλλο. Έβγαλε το καλπάκι[2] του και το ακούμπησε στα γόνατά του –τα γκρίζα του μαλλιά έπεσαν στο μέτωπό του και στη φαλάκρα του φάνηκε ένα εξόγκωμα μεγάλο όσο τ’ αυγό. Ξαναφόρεσε το καλπάκι του, σηκώθηκε λες και έχει δουλειά στον πάγκο του, γύρισε και πάλι έκατσε στην πόρτα. Δεν κοίταξε άλλο προς το χωριό, κατέβασε το βλέμμα του κάτω, στη γη.

Ο μοναδικός άνθρωπος που πέρασε το κατώφλι του μαγαζιού του από το πρωί ήταν ο Δαυίδ ο Σπανός. Ο μπάρμπα Βασίλης τον είχε για μοχθηρό και ειρωνικό άνθρωπο, δεν τον συμπαθούσε, μόλις όμως του πήγε τον καφέ και τον ακούμπησε μπροστά του, στο τραπέζι, έπαψε να σκέφτεται γι’ αυτόν. Ο Δαυίδ δεν έπαιρνε τα γελαστά, γεμάτα πονηριά μάτια του από τον μπάρμπα Βασίλη. Παρατηρούσε τι κάνει, έβλεπε ότι είναι ανήσυχος και σκέφτονταν: «Μήπως τον έπιασε πάλι η ψώρα του; Μήπως ήρθε πια η ώρα του;»

Ο Δαυίδ ήθελε να πει μήπως ήρθε η ώρα ο μπάρμπα Βασίλης για να μεθύσει. Επειδή αυτός ο κατά τα άλλα καλός και ήσυχος άνθρωπος, μια δυο φορές τον μήνα μεθούσε με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Δεν φώναζε, δεν έκανε τρέλες, δεν έλεγε κακιά κουβέντα σε κανέναν. Αλλά πάνω στο μεθύσι του δεν μπορούσε να μιλήσει, δεν καταλάβαινε τι του έλεγαν, δεν γνώριζε κανέναν. Μόνο ένα χαμόγελο ευτυχίας εμφανιζόταν στο πρόσωπό του όταν μεθούσε –δίχως το καλπάκι του, δίχως το γιλέκι του έβγαινε από τον καφενέ, δεν τον ένοιαζε τι θα γίνει με αυτόν, έπαιρνε τον δρόμο και γυρνούσε στον κάμπο. Πολύ συχνά πήγαινε στο τσιφλίκι του Μανωλάκη, το τσιφλίκι δίπλα στα σύνορα, όπως το έλεγαν. Πήγαινε ως εκεί, γύριζε πίσω και άντε πάλι ξανά. Ευθεία, από τα ξέφωτα πήγαινε, όχι από τον δρόμο. Βάδιζε χαμογελαστός, ζαλισμένος, αλλοπαρμένος και συνεχώς κάτι έψελνε σιγανά.

Εδώ και πολλά χρόνια αυτός ζούσε μόνος με τη γυναίκα του, την μπάμπω Βούλα. Τον έναν τον γιο του τον σκότωσαν στον πόλεμο, μια κόρη είχε και πέθανε νιόπαντρη. Ένας γιος του είχε απομείνει και έλεγε ότι είναι διευθυντής στην τράπεζα σε μια μακρινή πόλη. Ποιος ξέρει γιατί, αυτός ο γιος δεν ερχόταν να τον δει. Στο σπίτι η μπάμπω Βούλα έδειχνε στους επισκέπτες τις φωτογραφίες που ο γιος έστελνε –πρώτα από τον αρραβώνα με την αρραβωνιαστικιά του, μετά σαν νιόπαντρος με τη νύφη, καλυμμένη με το λευκό πέπλο και με ένα μεγάλο μπουκέτο λουλούδια στο χέρι. Οι φωτογραφίες χρόνο με τον χρόνο γινόταν περισσότερες. Εμφανίστηκαν σ’ αυτές ένα, δύο, τρία παιδιά –ο γιος όμως δεν έρχονταν. Τότε η μπάμπω Βούλα, η οποία μέχρι εκείνη την ώρα μιλούσε μόνο για τον ζωντανό γιο της, για να καταπνίξει τον καημό της για τους πεθαμένους, τα ’βαζε με τη νύφη της. Έσταζε χολή γι’ αυτήν την άκαρδη γυναίκα που της πήρε τον γιο, όπως ο θάνατος της είχε πάρει τα άλλα δύο παιδιά της. Μέρες ολόκληρες δεν έβγαινε από το σπίτι, ήταν σαν την άρρωστη, δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν. Δεν είχε πια δάκρυα να κλάψει, μονάχα κουνούσε το κεφάλι και κάρφωνε το βλέμμα της σε ένα σημείο, λες και έβλεπε κάποιον. Έβλεπε τον Ραντούς, τον γιο της που τον είχαν σκοτώσει σε ξένα χώματα, τη Γιάννα που σαν οπτασία την κοιτούσε και της χαμογελούσε. Όμορφη και ροδοκόκκινη νύφη όπως ήταν.

Και να, γρήγορα σαν αστραπή πέρασε το παρελθόν από το μυαλό του μπάρμπα Βασίλη καθώς κοίταζε τα κόκκινα σαν το αίμα άνθη της ροδιάς. Γιατί όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να διώξει αυτή τη σκέψη. Πήρε να σκέφτεται την μπάμπω Βούλα, η οποία είχε βγει από το σπίτι και δεν είχε γυρίσει ακόμη. Συχνά πήγαινε στην πίσω πόρτα του καφενέ, την άνοιγε και κοίταζε προς το σπίτι. Όπως είχε την πόρτα ανοιχτή ακούγονταν ένα γουρούνι να σκούζει στην αυλή. Ο μπάρμπα Βασίλης κάθονταν πάλι στο καρεκλάκι του πλάι στην πόρτα και όλα έδειχναν ότι είναι ανήσυχος.

—Τι έχεις, μπάρμπα Βασίλη; Γιατί είσαι θυμωμένος; τον ρώτησε ο Δαυίδ.

—Η γριά μου πάλι δεν είναι εδώ. Το γουρούνι σκούζει, ποιος θα το ταΐσει; Αμάν αυτές οι γυναίκες! Όταν πηγαίνουν κάπου ξεχνιούνται. Δε λεν να γυρίσουν.

Ο Δαυίδ πλήρωσε και πάντα κοιτώντας τον γέρο με τα πονηρά του μάτια έφυγε. Ο μπάρμπα Βασίλης έμεινε μόνος. Το μαγαζάκι του δεν είχε και πολλή δουλειά. Οι χωριανοί μαζεύονταν στου Φίλιππα, εκεί μιλούσαν για πολιτική, εκεί έκλειναν όλες τις δουλειές, εκεί έπαιζαν οι γκάιντες, εκεί πότε πότε τσακώνονταν. Στου μπάρμπα Βασίλη πήγαιναν μόνο κάποιοι ηλικιωμένοι χωρικοί. Είχε βαρύνει από τα γηρατειά και δεν μπορούσε να τους εξυπηρετήσει. Γελούσαν μαζί του γιατί αν έκανε έναν καφέ όλο και θα είχε μέσα κανένα καρβουνάκι. Το κρασί του; Μέχρι να το πουλήσει είχε γίνει ξύδι. Είχε στο μαγαζί ψιλικά και μπακαλική, αλλά και αυτή η δουλειά δεν πήγαινε καθόλου καλά.

Κάποια στιγμή το γουρούνι έπαψε να σκούζει, κάτι ακούστηκε να πέφτει στο σπίτι. Ο μπάρμπα Βασίλης κατάλαβε ότι η μπάμπω Βούλα επιτέλους ήρθε. Γύρισε το κλειδί στην πόρτα του καφενέ όπως πάντα και έφυγε. Μόλις μπήκε στην κάμαρη αντίκρισε τα σκεπτικά μάτια στο ρυτιδιασμένο πρόσωπο της μπάμπως Βούλας. Βαστούσε στο χέρι της το αγιοκέρι –μόλις είχε ανάψει το καντήλι.

—Μα να ξεχάσω ότι σήμερα ήταν γιορτή; είπε. Με τι μυαλό πήγαμε στο χωράφι;

—Τι να κάνετε στο χωράφι;

—Να καθαρίσουμε τις πέτρες από το μποστάνι. Δεν είπαμε εκεί να φυτέψουμε φασόλια; Είχα πει στην Πέτραινα και στη Νέντα του Γκούντσο να έρθουν να με βοηθήσουν. Μια πιθαμή μέρος είναι.

—Ε, και;

—Ήρθαν το πρωί, άντε να πάμε, είπαν, μπάμπω Βούλα. Να πάμε, είπα κι εγώ! Χιτς[3] δεν σκέφτηκα ότι είναι γιορτή. Και ξέρεις τι έγινε;

Η μπάμπω Βούλα έσβησε το αγιοκέρι. Φαινόταν ταραγμένη και φοβισμένη.

—Τι έγινε; ρώτησε ο μπάρμπα Βασίλης.

—Πήγαμε στο χωράφι και πιάσαμε να καθαρίζουμε τις πέτρες. Τότε θυμήθηκα ότι είναι γιορτή. Να φύγουμε, της είπα, αμαρτία είναι, μα η Πέτραινα, που πολλά ξέρει, λέει: δεν έγινε τίποτα, μπάμπω Βούλα, ποιος κοιτάζει τώρα τις γιορτές. Άρχισε να λέει ότι σε ποιο χωριό δεν ξέρω, στα χωράφια, βγήκε ένας γέρος. Φώναξε ένα αγόρι και του είπε να του φέρει ψωμί. Του πήγε το παιδί το ψωμί, και μόλις το έκοψε/έσπασε μέσα φάνηκε αίμα. Ο γέρος τότε είπε: φέτος θα έχει μεγάλο μπερεκέτι, αλλά θα γίνει και πόλεμος. Μετά εξαφανίστηκε.

—Εσείς οι γριές όλο τέτοια χαζά είστε, είπε ο μπάρμπα Βασίλης

—Εσύ πια τίποτα δεν πιστεύεις! Κάτσε να σου πω τι έγινε.

—Τι έγινε;

—Εγώ πάλι είπα να φύγουμε, αμαρτία είναι. Η Πέτραινα όμως εκεί: όχι, περίμενε, ας μείνουμε να τελειώσουμε. Ξαφνικά πώς γυρίζουμε: ένας ηλικιωμένος άνθρωπος με μακριά, λευκή γενειάδα, λες και…, λες και βγήκε από κάποια εικόνα. Μας κοίταξε, μας κοίταξε, έγειρε το κεφάλι και μας είπε:

—Δεν είναι σωστό να δουλεύετε ενώ είναι γιορτή. Δεν είναι σωστό.

—Και εσείς;

—Η Νέντα και η Πέτραινα πέταξαν τις τσάπες και πίσω στο χωριό. Ξοπίσω τους κι εγώ, έσπασα τα πόδια μου. Μόλις φτάσαμε στο χωριό κοιτάξαμε πίσω, αλλά εκείνος πουθενά.

—Παραμύθια, είπε ο μπάρμπα Βασίλης.

Η μπάμπω Βούλα δεν μίλησε καθόλου. Είχε καθίσει στο μιντέρι, είχε σταυρώσει τα χέρια της και κοίταζε μπροστά της. Μετά από λίγο με πνιχτή, τρεμάμενη φωνή είπε:

—Πριν λίγο, τώρα που το σκέφτομαι, μου ήρθε στο μυαλό ότι μια χρονιά, σ’ αυτό το χωράφι  είχα πάει τον Ραντούς. Έξι χρονών ήταν, μπήκε στο ποδαράκι του ένα αγκάθι. Όλο το καλοκαίρι του πονούσε.

Το καντήλι στο εικονοστάσι τρεμόπαιξε. Η μπάμπω Βούλα σώπασε για λίγο και μετά συνέχισε:

—Εψές ήρθε στον ύπνο μου η Γιαννούλα μας. Γύρισε, λέει, από το σχολείο, κατακόκκινη από το κλάμα και είπε: «Μάνα, έσπασε η πλάκα[4]μου»

Ο μπάρμπα Βασίλης κοίταξε από το παράθυρο και πάλι θύμωσε.

—Αχ βρε μπάμπω, αχ! Και ο Ραντούς, και η Γιάννα, όταν τους πήρε ο Θεός, ήταν μεγάλοι. Ακόμη σαν παιδιά τα θυμάσαι; Άστα τώρα αυτά. Ό,τι ήταν να γίνει, έγινε. Σήκω! Σήκω και ετοίμασε κάτι να φάμε γιατί μεσημέριασε. Άιντε.

Έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Γύρισε στον καφενέ, κάθισε πάλι στην πόρτα αλλά δεν έμεινε για πολύ. Μπήκε ξανά στο σπίτι. Βρήκε την μπάμπω Βούλα ακόμη πιο μπερδεμένη και πιο ταραγμένη.

—Ξέρεις; Εκείνος ο άνθρωπος πάλι ήρθε, είπε αυτή. Μου ζήτησε κάτι και εγώ του έδωσα το καινούργιο σου το πουκάμισο, το μάλλινο.

Ο μπάρμπα Βασίλης την κοίταζε σιωπηλός. Έβλεπε πως τρέμει, πως τα μάτια της έλαμπαν, έβγαζαν φλόγες. Ήθελε να της πει ότι αυτός της είπε ψέματα, ότι έναν καιρό ήταν που ο Κύριος κατέβηκε στη γη, ανάμεσα στους ανθρώπους. Τώρα; Τώρα δεν γίνονται αυτά. Αυτός ο άνθρωπος που έλεγε, ο άνθρωπος που είχαν δει στο χωράφι θα ήταν κάποιος διακονιάρης[5] ή κανένας τσαρλατάνος. Θυμήθηκε ότι είχαν περάσει απ’ το χωριό κάτι κατσίβελοι[6] με τα κάρα τους. Όλα αυτά ο μπάρμπα Βασίλης τα σκέφτηκε αλλά δεν είπε τίποτα. Μόλις όμως είδε ότι η μπάμπω Βούλα είχε ανοίξειτο σεντούκι και έβγαλε έξω εκείνα τα πράγματα που φυλούσε μόνο για ν’ αγκαλιάζει και να μοιρολογεί, πάλι τη μάλωσε.

—Φτάνει πια! Μάζεψε το σεντούκι. Αν αρχίσεις, τελειωμό δεν έχεις. Δεν είπαμε; Ετοίμασε κάτι να φάμε. Μεσημέριασε.

Και για να δείξει ότι είναι θυμωμένος, έφυγε. Όπως περνούσε πλάι από το παράθυρο, άκουσε κάτι και κοντοστάθηκε. Η μπάμπω Βούλα έκλαιγε. Έκλαιγε δυνατά, λες και τραγουδούσε.

Ο μπάρμπα Βασίλης έφτασε στην πόρτα του καφενέ και πάλι στάθηκε. Αφουγκράστηκε αλλά δεν ακουγόταν τίποτα. Το πρόσωπο και τα μάτια της μπάμπως Βούλας είχαν κάνει την καρδιά του να ματώσει. Έσφιξε τα μάτια του, άρχισε να τρέμει και τραντάχτηκε ολόκληρος. Μια-δυο στιγμές, τόσο κράτησε το δικό του κλάμα. Όταν άνοιξε τα μάτια του, αυτά ήταν δακρυσμένα και κατακόκκινα. Μπήκε στον καφενέ, πήγε προς τον πάγκο και έβαλε ένα ρακί, μετά άλλο ένα και άλλο ένα. Κάθισε πάλι στο καρεκλάκι του δίπλα στην πόρτα. Οι μπαξέδες με τα ανθισμένα δέντρα ήταν πάλι μπροστά του αλλά τώρα δεν τους έβλεπε. Δεν αναρωτιόταν πια με τι μοιάζουν τα κόκκινα χρώματα της ροδιάς. Δεν έβλεπε όσα ήταν έξω από αυτόν. Σηκώνονταν, έβαζε ένα ρακί και έπινε.

Λίγο λίγο ζωντάνεψε. Το πρόσωπό του φώτισε αλλά τα μάτια του παρέμεναν δακρυσμένα. Έναν καιρό του άρεσε να πηγαίνει στην εκκλησία, ήξερε την εκκλησιαστική τάξη, τους εκκλησιαστικούς ύμνους. Και τώρα, όταν καθόταν πίσω από τον πάγκο ή τριγυρνώντας μες τον καφενέ, έψελνε: «Ὁ ῎Αγγελος ἐβόα τῇ Κεχαριτωμένῃ…· ῾Αγνή, Παρθένε χαῖρε…, και πάλιν ἐρῶ χαῖρε…, ὁ σός Υἱός ἀνέστη, τριήμερος ἐκ τάφου…». Οι σκέψεις του ήταν σκόρπιες. Δεν είχαν μια σειρά, μια λογική. Σκέφτονταν τον Ραντούς, τη Γιάννα, τον ζωντανό του γιο. Πάντα όμως είχε μπροστά του την μπάμπω Βούλα, σ’ αυτήν έβλεπε то χλωμό, μαρτυρικό πρόσωπο μια Αγίας. Και τότε με δυνατή φωνή έψελνε: «῾Αγνή, Παρθένε χαῖρε…, και πάλιν ἐρῶ χαῖρε…, ὁ σός Υἱόςἀνέστη, τριήμερος ἐκ τάφου…».

Το μεθύσι του ήταν πάντα το ίδιο. Μετά την ευθυμία, μέσα του άρχιζε ένα σφίξιμο, μια λησμονιά. Το πρόσωπό του είχε μια μακάρια και χαρούμενη έκφραση, τα μάτια του όμως, υγρά και δακρυσμένα, δεν έβλεπαν κανέναν, δεν γνώριζε κανέναν. Και έψελνε, ή νόμιζε ότι ψέλνει, κάτι ακαταλαβίστικο μουρμούριζε, χωρίς λέξεις, λες και βούιζε κάποιο σκαθάρι.

Το μεσημέρι, μες το λιοπύρι έφυγε από το καπηλειό. Χωρίς το καλπάκι του, με το μεγάλο εξόγκωμα στη φαλάκρα του, με τη λευκή απεριποίητη γενειάδα και τα σμιχτά μαύρα φρύδια του. Το πουκάμισο στη μέση του από τη μία μεριά κρέμονταν, από την άλλη φούσκωνε, και όπως πάντα χωρίς το γιλέκι του. Βγήκε και πήρε τον δρόμο για τον κάμπο. Η μπάμπω Βούλα τον είδε από την πόρτα του καφενέ όταν πια είχε ξεμακρύνει. Δεν τον φώναξε, έτσι κι αλλιώς δεν θα γύριζε. Κάθισε πίσω από τον πάγκο, στη θέση του, σταύρωσε τα χέρια της και βυθίστηκε στις σκέψεις της.

Ο μπάρμπα Βασίλης έβγαινε πια απ’ το χωριό. Εκεί συνάντησε τον Δαυίδ τον Σπανό, δεν τον είδε όμως, δεν τον αναγνώρισε. Βάδιζε χαμογελαστός και μακάριος και μουρμουρίζοντας, έψελνε: «Ὁ ῎Αγγελος ἐβόα…».

Ο βούλγαρος συγγραφέας Γιορντάν Γιόβκοβ[7]

Ο Γιορντάν Γιόβκοβ γεννήθηκε στις 9 Νοεμβρίου το 1880 στην ορεινή κωμόπολη Ζέραβνα, σε παραδοσια­κή οικογένεια και ανατράφηκε με τις αιώνιες αξίες και αρετές των απλών λαϊκών ανθρώπων. Τα παιδικά χρό­νια του πέρασαν στη γενέτειρά του. Αργότερα η οικογένεια μετακομίζει στην Ντόμπρουτζα, η οποία θα τον γοητεύσει για πάντα και θα την απο­δεχθεί για δεύτερη πατρίδα του. Η Ντόμπρουτζα, ο κάμπος θα συμπρω­ταγωνιστήσει μαζί με το βουνό, τον Αίμο, στο μυθοπλαστικό σύμπαν του Γιόβκοβ. Χάρις στον Γιόβκοβ, στο χάρτη της βουλγαρικής λογο­τεχνικής γεωγραφίας η αγαπημένη του Ντόμπρουτζα θα μείνει ως «μια από τις γοητευτικότερες περιοχές».

Το 1900 τελείωσε γυμνάσιο στη Σό­φια και γράφτηκε στο πανεπιστή­μιο, αλλά ο θάνατος του πατέρα του τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τις σπουδές στη Νομική σχολή του Πα­νεπιστημίου της Σόφιας και να επι­στρέψει οριστικά στην Ντόμπρουτζα το φθινόπωρο του 1904. Μέχρι το ξέσπασμα των Βαλκανικών πολέμων ήταν δάσκαλος σε χωριά της περι­οχής. Το 1912 επιστρατεύτηκε και συμμετείχε στους δυο Βαλκανικούς πολέμους. Μετά τη λήξη του Β΄ Βαλ­κανικού πολέμου εγκαταστάθηκε στη Σόφια, όπου εργάστηκε ως συ­ντάκτης περιοδικών μέχρι το 1915, όταν επιστρατεύτηκε ξανά και βρέ­θηκε στη Ξάνθη ως ανταποκριτής του περιοδικού  «Πολεμικά νέα».

Με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πο­λέμου στη ζωή του Γιορντάν Γιόβκοβ ξεκινάει μια εξαιρετικά δύσκολη πε­ρίοδος. Η εθνική καταστροφή τον βρίσκει στην πόλη Ντόμπριτς, η Ντόμπρου­τζα έμεινε στα όρια της Ρουμανίας, ο Γιόβκοβ αναγκάζεται να φύγει, να περάσει παράνομα τα σύνορα και να εγκατασταθεί στη Βάρνα, δουλεύοντας ως δάσκαλος μέχρι το 1920, όταν με τη συμπαράσταση και τη βοήθεια φίλων τού προσφέρθη­κε χαμηλόβαθμη υπαλληλική θέση στην πρεσβεία στο Βουκουρέστι. Επειδή όλα τα χρόνια δεν πήρε ποτέ προαγωγή, υποβιβαζόταν συνέχεια, αναγκάστηκε να φύγει το 1927.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του πέρασαν σε εντατική και εξαντλητι­κή εργασία η οποία επηρέασε την υγεία του. Στις 15 Οκτωβρίου 1937 ο Γιορντάν Γιόβκοβ άφησε την τελευ­ταία του πνοή σε νοσοκομείο στο Πλόβντιβ. Η κηδεία του στη Σόφια μετατράπηκε σε συλλαλητήριο της λαϊκής αναγνώρισης και αγάπης.

Οι μεταφραστές Χριστίνα Μάρκου και Μάρκος Αλμπάνης

Η Χριστίνα Μάρκου είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Βουλγαρικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο Τμήμα Γλώσσας Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξεινίων Χωρών του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Είναι κάτοχος πτυχίου της Σλαβικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Σόφιας “St. Kliment Ohridski” (integrated master) και διδακτορικού διπλώματος στην Αντιπαραθετική και Βαλκανική γλωσσολογία της Βουλγαρικής Ακαδημίας των Επιστημών. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα αφορούν σε ζητήματα της συγκριτικής σλαβικής και βαλκανικής γλωσσολογίας, της μεταφρασεολογίας, της σημασιολογίας, της φρασεολογίας και της εθνογλωσσολογίας.

O Mάρκος Αλμπάνης είναι πτυχιούχος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Βάρνας καθώς και της Κατεύθυνσης Βουλγαρικής Γλώσσας του Τμήματος Γλώσσας Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξεινίων Χωρών του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Εργάζεται ως Ειδικό Τεχνικό Εργαστηριακό Προσωπικό  στη Νομική Σχολή  του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.


[1]Από το τούρκ. bayir, πλαγιά, λόφος.

[2]Από το τουρκ. kalpak, είδος καπέλου που συνηθίζεται να φοριέται στην Τουρκία και σε άλλες γειτονικές χώρες.

[3]Από το τουρκ. hiç, καθόλου

[4] Η πλάκα ήταν ένα μικρό μαύρο πινακάκι. Οι μικροί μαθητές έγραφαν πάνω στην πλάκα με το κοντύλι. 

[5]Ο ζητιάνος

[6]Οι γύφτοι

[7] Χριστίνας Μάρκου, «Ο Γιορντάν Γιόβκοβ και οι “Θρύλοι του Αίμου” στο Γιορντάν Γιόβκοβ, «Θρύλοι του Αίμου», Μετάφραση από τα βουλγαρικά: Χριστίνα Μάρκου, Μάρκος Αλμπάνης, Ζωή Πολίτου, Εκδοτικός Οίκος Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2016, σ.11-12.  Για να δείτε το ένθετο αφιέρωμα στην παρουσίαση του βιβλίου πατήστε ΕΔΩ.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.