Ενας περιπατος του Αη Γιωργη

Του Λόγου

Του Ελίν Πελίν

Μετάφραση: Χριστίνα Μάρκου, Μάρκος Αλμπάνης

Ο Άη Γιώργης, όπως κάθε χρόνο όταν κόντευε η μέρα του, βγήκε να περπατήσει τα χωράφια. Βάδιζε αργά ανάμεσα στους ξεσταχιασμένους καταπράσινους αγρούς, με τα κύματά τους ασάλευτα να απολαμβάνουν την πρωινή δροσιά. Τυλιγμένος με τον πορφυρόχρωμο μανδύα του, ο οποίος έμοιαζε να φλέγεται όπως έπεφταν πάνω του οι πρώτες ακτίνες του ήλιου, βάδιζε σαν μια κινούμενη φλόγα και το χρυσό του φωτοστέφανο έκρυβε τον δίσκο του ήλιου. Τα φωτεινά νεανικά του μάτια έμοιαζαν με σμαράγδια και μέσα τους αντικατοπτρίζονταν οι χρυσοπράσινοι αγροί που έμοιαζαν ατελείωτοι. Πάνω στην καστανή και σγουρή γενειάδα του έλαμπε ένα ασημένιο πέπλο πρωινής δροσιάς. 

Αγαλλίαζε η ψυχή του Αγίου καθώς όλα γύρω του ανάσαιναν και ζούσαν σύμφωνα με τις εντολές του Υψίστου. Τα μικρά πουλιά πετούσαν ερωτευμένα, κελαηδούσαν, αντάλλαζαν φιλιά και πανηγύριζαν. Τα μικρά ζωύφια  στα χόρτα είχαν αφεθεί παθιασμένα σ’ αυτή τη θεία δύναμη με την οποία τα προίκισε ο Δημιουργός, που πέθαιναν από την εξάντληση και από την έκσταση. Ζευγαρωμένες οι πεταλούδες αιωρούνταν ανάλαφρα πάνω από τα στάχυα και ανήμπορες έπεφταν στους ώμους του Αγίου. Στα ανθόσπαρτα λιβάδια τα λαγουδάκια, παραδομένα στην επιθυμία της καρδιάς τους, δεν τρόμαζαν από τα άγνωστα βήματα και ο αιώνιος φόβος του θανάτου τα είχε εγκαταλείψει. Στους αργυροΰφαντους ιστούς πάνω στα λευκάγγαθα ζευγάρια μικρών αραχνών, αχόρταγα και κυριευμένα από το πάθος, έκαναν επικίνδυνα παιχνίδια πάνω στα λεπτά νήματα. Τα γονιμοποιημένα οπωροφόρα δέντρα τρυφερά προστάτευαν τους άγουρους ακόμη καρπούς τους, απολαμβάνοντας με χαρά τις ηλιαχτίδες.

Απορροφημένος στους συλλογισμούς του για τη Θεία πρόνοια αλλά και για τη φλογερή δύναμη της ζωής, ο Άγιος πότε πότε σταματούσε και στρέφοντας το βλέμμα του, αγνάντευε όλον τον κάμπο. Ξάφνου, καταμεσής σ’ αυτόν τον χρυσοσμαραγδένιο καμβά, ξεχώρισε δύο ανθρώπινες φιγούρες, ντυμένες πολύχρωμα και φωτεινά, λες και δύο μεγάλα, όμορφα λουλούδια έκαναν τον περίπατό τους.

Ο Άη Γιώργης σήκωσε το χέρι του πάνω από τα μάτια του για να κοιτάξει καλύτερα. Ένα παλικάρι βάδιζε πλάι σε μία κοπέλα. Περπατούσαν αργά με τα κεφάλια τους γερμένα τόσο κοντά, που τα μικρά δάχτυλα των χαλαρών τους χεριών ίσα που ακουμπούσαν. Δεν μιλούσαν. Το παλικάρι έκοβε κλαράκια από τον αγρό, τα δάγκωνε και ασυναίσθητα τα έκοβε σε κομματάκια. Η κοπέλα άπλωνε την παλάμη της πάνω στα νεαρά στάχυα και περπατώντας τα χάιδευε.

Ο Άγιος συνοφρυώθηκε. Μέσα σ’ αυτή τη βοή της αγάπης που οργίαζε τριγύρω, αυτοί οι δύο νέοι άνθρωποι δεν αντάλλασσαν ούτε βλέμματα ούτε φιλιά. Αυτό το δειλό όμως άγγιγμα των δαχτύλων τον έκανε να χαμογελάσει. «Πόσο ντροπαλά παιδιά» σκέφτηκε. «Τι να κρατά έτσι σφιγμένες τις καρδιές τους; Φαίνεται ότι αυτοί οι δύο νέοι αγαπιούνται. Ήρθαν ενθουσιασμένοι εδώ τόσο νωρίς, για να συναντηθούνόσο στον κάμπο δεν υπήρχε ακόμη κανένας. Και τώρα ντρέπονται να κοιταχτούν;».

Ο Άη Γιώργης άπλωσε το αγνό του χέρι και έγνεψε σε μία μέλισσα που βούιζε στον αέρα. Κάτι της ψιθύρισε και μετά χαμογελαστός κοίταξε πως αυτή πέταξε προς το ερωτευμένο ζευγάρι. Στην αρχή έκανε έναν γύρο πάνω από το κεφάλι του κοριτσιού, ύστερα στάθηκε στο κεφάλι του αγοριού και άρχισε να παίζει ανάμεσα στα πρόσωπά τους. Τότε οι δύο νέοι γύρισαν να τη δουν και κοιτάχτηκαν στα μάτια. Στάθηκαν. Η μέλισσα πείραζε πότε τον ένα, πότε τον άλλο. Το παλικάρι και η κοπέλα αναφωνούσαν χαρούμενα. Οι ματιές τους όλο και πιο συχνά συναντιόταν και η μέθη της οργιώδους άνοιξης τους μάγευε.

Ο Άη Γιώργης είχε σταματήσει καταμεσής στον κάμπο και διασκέδαζε. Μαζί του σταμάτησε και ο ήλιος και έτσι κράτησε πιο πολύ το πρωί και παρέμεινε ο κάμπος περισσότερη ώρα έρημοςγια να μείνουν μόνοι τους. Έστειλε τότε στους νέους μία πολύχρωμη πεταλούδα. Αυτή πέταξε παιχνιδιάρικα γύρω τους. Τα λεπτά και τρυφερά χέρια της κοπέλας προσπάθησαν να την πιάσουν. Το παλικάρι επίσης άπλωσε τα δικά του. Κινούμενα στον αέρα, τα δυο ζευγάρια χέρια ενώθηκαν και πλέχτηκαν.

Ο Άη Γιώργης έστειλε μία μικρή κάμπια να πέσει πάνω στο λυγερό κορμί της κοπέλας. Το κορίτσι τρόμαξε. Φώναξε δυνατά και άρχισε να τινάζεται, αλλά τα στιβαρά χέρια του αγοριού δεν το άφηναν. Έκανε να διώξει την κάμπια και τα χέρια του τυλίχθηκαν γύρω από τη μέση της κοπέλας. Παίζοντας έτσι, οι δύο νέοι στέκονταν αγκαλιασμένοι στο λιβάδι. Τα μάτια τους άστραφταν, οι καρδιές τους πήγαιναν να σπάσουν. Τα πόδια τους δεν τους βαστούσαν, αλλά δεν μπορούσαν να καθίσουν στα υγρά από την πρωινή δροσιά χόρτα.

Και όταν ο Άγιος είδε ότι αυτοί αγκαλιάζονται πιο σφιχτά, πιο δυνατά, όταν άκουσε τις ενθουσιώδεις κραυγές του έρωτα και όταν είδε τα χείλη τους να πλησιάζουν, τότε έσπευσε, πέρασε ανάλαφρα από δίπλα τους, άπλωσε πάνω στο δροσερό χόρτο τον μακρύ πορφυρόχρωμο μανδύα του και εξαφανίστηκε.

Ο νεαρός και η κοπέλα έπεσαν αγκαλιασμένοι στο στρωσίδι. Και ο ήλιος συνέχισε τον ουράνιο δρόμο του και ο κάμπος έλαμψε από τη χαρά του Θεού».

Ο βούλγαρος συγγραφέας Ελίν Πελίν

Ο βούλγαρος συγγραφέας Ελίν Πελίν είναι γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, καθώς διηγήματά του συμπεριλαμβάνονται στις δυο ανθολογίες της βουλγαρικής πεζογραφίας που εκδόθηκαν το 1930 και 1940. Μεταφρασμένα έργα του Ελίν Πελίν εμφανίζονται κατά καιρούς και τις επόμενες δεκαετίες. Το 2021 δημοσιεύτηκε ο τόμος «Τα λόγια που ειπώθηκαν» με συνολικά δεκατρία αφηγήματα, σε μετάφραση του Πάνου Σταθόγιαννη από τις εκδόσεις Ροές.

Το διήγημα που παρατίθεται εδώ ανήκει στα ένδεκα συνολικά αφηγήματα-θρύλους του κύκλου «Κάτω από την κληματαριά του μοναστηριού»(1936). Ο «Παρατηρητής της Θράκης» φιλοξένησε δυο μεταφρασμένα διηγήματα από τον ίδιο κύκλο: «Ο πατέρας Σισώης» και «Τα μάτια του Αγίου Σπυρίδωνα»,[1] στις 29 Απριλίου 2019.  Αυτό είναι το τρίτο από τα κείμενα του κύκλου και είναι η δική μας αναγνωστική προσφορά –απότοκο της αγάπης μας για τη βουλγαρική λογοτεχνία– στο εορταστικό αφιέρωμα της εφημερίδας για την  Ανάσταση. 

Υ.Γ.: Το ίδιο διήγημα, σε μετάφραση  Άργη Κόρακα, με τίτλο «Ένας γύρος τ’ Άη Γιώργη», περιλαμβάνεται στην ανθολογία «Σύγχρονοι Βούλγαροι πεζογράφοι», Εκδόσεις Α. Καραβία, Αθήνα 1940.

Οι μεταφραστές Χριστίνα Μάρκου και Μάρκος Αλμπάνης

Η Χριστίνα Μάρκου είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Βουλγαρικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο Τμήμα Γλώσσας Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξεινίων Χωρών του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Είναι κάτοχος πτυχίου της Σλαβικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Σόφιας “St. Kliment Ohridski” (integrated master) και διδακτορικού διπλώματος στην Αντιπαραθετική και Βαλκανική γλωσσολογία της Βουλγαρικής Ακαδημίας των Επιστημών. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα αφορούν σε ζητήματα της συγκριτικής σλαβικής και βαλκανικής γλωσσολογίας, της μεταφρασεολογίας, της σημασιολογίας, της φρασεολογίας και της εθνογλωσσολογίας.

O Mάρκος Αλμπάνης είναι πτυχιούχος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Βάρνας καθώς και της Κατεύθυνσης Βουλγαρικής Γλώσσας του Τμήματος Γλώσσας Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξεινίων Χωρών του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Εργάζεται ως Ειδικό Τεχνικό Εργαστηριακό Προσωπικό  στη Νομική Σχολή  του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.


[1] Διαβάστε τα δυο διηγήματα ΕΔΩ

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.