Ελιν Πελιν – Κατω απο την κληματαρια του μοναστηριου

Ο πατέρας Σισώης

Με την άδειά σας δε θα φανερώσω το όνομα του μοναστηριού όπου πέρασα ένα ευλογημένο καλοκαίρι, φιλοξενούμενος του καλοσυνάτου ηγούμενου Σισώη. Κάθε μια, από ’κείνες τις ατέλειωτες νωχελικές και ήρεμες μοναστηριακές μέρες, οι δυο μας γευματίζαμε έξω, κάτω από τη σκιά της πυκνόφυλλης κληματαριάς – μεγαλοπρεπές στολίδι αυτού του ιερού χώρου. Η κληματαριά άπλωνε από πάνω μας τις ευλογημένες της βέργες, όπως ακριβώς ο ιερός κέδρος απλωνόταν πάνω από το κεφάλι του Αβραάμ, και μας πρόσφερε το βαθύ της ίσκιο. Στα γεύματά μας, θαυμαστές δημιουργίες του πατρός Σισώη, ανακάτευε τα ευωδιαστά βουνίσια βότανα με τη γλυκύτητα της σοφίας του. Το κρασί, στο οποίο ο σεμνός καλόγερος είχε ιδιαίτερη αδυναμία, δροσέρευε στη βρύση που γλυκοτραγουδούσε κάτω από τη σκιά που έριχναν οι τρεις ιτιές στη μέση της αυλής. Στο μικρό ξύλινο τραπέζι, κάτω από το κλήμα, μας έπιανε το βράδυ, καθώς ξεχνιόμασταν με γαλήνιες και φωτισμένες κουβέντες για το Θεό, τον κόσμο, τη ματαιότητα της ζωής και το μυστήριο του θανάτου. Ο ταραχώδης βίος του πατέρα Σισώη τον προίκισε με μεγάλη εμπειρία ζωής, ενώ η Βίβλος και τα εκκλησιαστικά βιβλία πάνω από τα οποία περνούσε τις μοναχικές του ώρες, είχαν γεμίσει την ψυχή του με τη σοφία του Θεού.
 
─Τα βιβλία είναι σαν τους ανθρώπους, έλεγε, όσο παλιώνουν, τόσο αποκτούν σοφία. Η επιστήμη και η σοφία είναι έργο του παρελθόντος. Το παρόν πάντα είναι μια θάλασσα συναισθημάτων, όπου ταλανίζονται οι ανθρώπινες ψυχές, αβέβαιες για την πορεία τους. Τα δάκρυα, οι λυγμοί, οι χαρές, οι λαχτάρες, οι πλάνες και οι πνευματικοί θρίαμβοι, οι σκέψεις και οι προσπάθειές τους πέφτουν σαν πολύτιμα μαργαριτάρια στο βυθό  αυτής της θάλασσας. Και όταν το νερό τραβηχτεί στο μακρινό παρελθόν, οι άνθρωποι βρίσκουν στον πυθμένα της να έχουν κατακάτσει θησαυροί απ’ όπου αντλούν σοφία.
 
Είμαι βέβαιος ότι εάν αυτές οι σκέψεις έβγαιναν από το στόμα κάποιου δεσπότη, θα καμάρωνε περισσότερο από πατριάρχης. Ο πατέρας Σισώης όμως καθόταν ήρεμος, έπαιρνε ψίχουλα από το τραπέζι και τα έριχνε με το όμορφο άγιο χέρι του στα ορνίθια και στα σπουργίτια που μαζεύονταν γύρω του και χωρίς φόβο ανέβαιναν στους ώμους του. Δεν ήταν ψηλός, αλλά γεροδεμένος, με νεανική λάμψη στα μάτια του, με ωραίο χαμογελαστό πρόσωπο, με γκριζωπή γενειάδα, αλλά κάτω από το μαύρο καλυμμαύκι του προεξείχαν τούφες λευκές σαν το χιόνι στις βουνοκορφές.
 
Οι σκέψεις του, όπως οι κληματόβεργες, βλάστιζαν αργά, διακλαδίζονταν, τυλίγονταν και άπλωναν την πυκνή φυλλωσιά τους. Έλεγε για τον εαυτό του:
─Ανάξιος είμαι για δυο λόγους: είμαι κοιλιόδουλος και επιεικής με τους αμαρτωλούς.
Θα σας  διηγηθώ κάποια από τις ιστορίες του, γεμάτη με διδαχή και βαθιά σοφία. 

Τα μάτια του αγίου Σπυρίδωνα 

Ο άγιος Σπυρίδωνας ήταν ένας φτωχός τσαγκάρης. Σκυμμένος πάνω απ’ τον χαμηλό πάγκο του, όπου ήταν απλωμένα τα εργαλεία του και δοξάζοντας το Θεό, δούλευε όλη την ημέρα. Η μόνη του ξεκούραση ήταν σαν καθόταν να φάει ευλαβικά και αργά το ξερό ψωμάκι του ή όταν σήκωνε τα μάτια του και κοίταζε έξω απ’ το μικρό παραθύρι την πανέμορφη εικόνα της πλάσης του Θεού, που πάντα τον γαλήνευε.
 
Την ίδια χαρά έπαιρνε και απ’ τον λευκό παγωμένο χειμώνα και απ’ το καυτό χρυσό καλοκαίρι. Την άνοιξη, όταν ο ήλιος έλιωνε το χιόνι, ο άγιος Σπυρίδωνας ευχαριστιόταν να αφουγκράζεται το ρυθμικό και μονότονο ήχο απ’ τις σταλαγματιές που έπεφταν από τη γερμένη αστρέχα του τσαγκαράδικου και να βλέπει στον αντικρινό κήπο μπροστά απ’ το μικρό εκκλησάκι, να σκάνε τα μπουμπούκια της πασχαλιάς και να ανθίζει η μηλιά. Το γλυκό άρωμα των λουλουδιών γέμιζε το μικρό ήσυχο σοκάκι, πλημμύριζε το στενό εργαστήρι και ξεσήκωνε ακόμα περισσότερο την αγνή ψυχή του νέου. Τέτοιες μέρες ο άγιος Σπυρίδωνας με χαρά και ελπίδα συλλογιόταν τον Δημιουργό και καμιά φορά σηκωνόταν απ’ το χαμηλό καρεκλάκι του και έσκυβε στο παράθυρο μήπως και Τον δει στον ουρανό.
 
Ήταν νέος και όμορφος, οι κολακείες και τα παινέματα δεν μόλυναν την ψυχή του με τα αμαρτήματα της ματαιότητας. Με σεμνότητα και μετάνοια λαχταρούσε ανταμοιβή μόνο απ’ το Θεό, αν και πίστευε ότι είναι ανάξιος γι’ αυτήν, παρόλο που δεν είχε αμαρτίες. Η μόνη του σκέψη ήταν να καθαρίσει την ψυχή του, ώστε να ανθίσει σαν τη μηλιά μπροστά στο εκκλησάκι και το άρωμά της να θρέφει τις αρετές έτσι, όπως το λευκό άνθος θρέφει τις μέλισσες.
 
Η ομορφιά της ψυχής του έδινε μορφή και στο φθαρτό περίβλημά της –το σώμα. Αυτός ο φτωχός νέος ήταν πανέμορφος. Το πρόσωπό του έλαμπε από ιερή αγνότητα  και στο βλέμμα του εναλλάσσονταν άσπρα και ροδαλά σύννεφα, όπως στον πρωινό μαγιάτικο ουρανό. Τα γαλανά του μάτια, που αντίκριζαν πάντα με χαρά τα δημιουργήματα του Θεού, είχαν το βάθος της λίμνης και μέσα τους καθρεφτίζονταν όλα τα άστρα του ουρανού.
 
Πλούσιες και όμορφες κοπέλες περνούσαν συχνά απ’ το απόμερο δρομάκι όπου ήταν το τσαγκαράδικο του νέου και έψαχναν κάθε ευκαιρία να τον δουν, και να παραγγείλουν τα γιορτινά τους παπούτσια. Αυτό τάραζε τον ευσεβή νέο και όταν άκουγε γυναικείες φωνές και θρόισμα από κουκουλάρικα φουστάνια, χαμήλωνε τα αγνά του μάτια και δεν τα σήκωνε, ώσπου να βασιλέψει και πάλι η γαλήνη και η ηρεμία που υπήρχε συνήθως στο μικρό δρομάκι.  
 
Για να μην πέσει σε πειρασμό, είχε ακουμπήσει στο κατώφλι της πόρτας ένα κασελάκι με στάχτη. Όποια γυναίκα ερχόταν για παραγγελία, πατούσε μέσα σ’ αυτό και από τα χνάρια της πατημασιάς της ο τσαγκάρης έπαιρνε τα μέτρα. Και όλα αυτά τα έκανε για να διώχνει ο ενάρετος νέος κάθε επιθυμία που θα αναστάτωνε τη γαλήνη της ψυχής του και έτσι φύλαγε τα μάτια του από τον πειρασμό και τα χέρια του από κάθε άγγιγμα της σάρκας, φτιαγμένης για ηδονή.      
 
   Μια φορά που ο άγιος Σπυρίδωνας σηκώθηκε από το σκαμνί του θέλοντας να θαυμάσει από το παράθυρο ένα λευκό σύννεφο, που σαν αγγελούδι έπαιζε στον καταγάλανο ουρανό, μπροστά από το τσαγκαράδικο σταμάτησε ένα παϊτόνι. Κατέβηκε μια νέα χανούμισσα και χτύπησε την πόρτα του.  Το μαντήλι της ήταν λυτό και άφηνε ξεσκέπαστα τα μαλλιά της. Ο άγιος Σπυρίδωνας βιάστηκε να κατεβάσει το ουράνιο βλέμμα του στο σκονισμένο πάτωμα, για να μην τρυπώσει στην ψυχή του η γοητεία του πειρασμού.
 
Η γυναίκα άνοιξε αθόρυβα την πόρτα και μπήκε. Μαζί της μπήκε και γέμισε το σκοτεινό και φτωχό εργαστήρι και η όμορφη ανοιξιάτικη μέρα που βασίλευε έξω. Ο άγιος Σπυρίδωνας άκουσε το γάργαρο νερό της βρύσης, το ερωτικό τιτίβισμα  των πουλιών, το τραγούδισμα μιας κοπέλας, τα ζωηρά γέλια των παλικαριών. Αυτή η χαρούμενη όψη της ζωής μπήκε μαζί με την άγνωστη γυναίκα και παρέμεινε στο μικρό μαγαζάκι.
Ο νέος κατέβασε κι άλλο το κεφάλι του και δεν ήξερε τι να πει. Τότε η γυναίκα τρυφερά, μαλακά και επιτακτικά του ζήτησε να της πάρει τα μέτρα για καινούρια πασούμια.
─Πάτησε έξω στο κασελάκι με τη στάχτη. Θα πάρω τα μέτρα από την πατημασιά σου, κυρά, είπε καλοκάγαθα ο άγιος Σπυρίδωνας.
Ακούστηκε το κελαρυστό γέλιο της και στον ευσεβή νέο φάνηκε ότι έξω πλήθος νέων έραιναν το μαγαζί του με ευωδιαστά λουλούδια. Αυτός έκρυψε τα μάτια του με το χέρι και επανέλαβε την παράκλησή του τόσο ταπεινά που η καρδιά της νέας χανούμισσας σφίχτηκε.
─Όχι!, είπε κοφτά. Θέλω να μου πάρεις μέτρα από το πόδι.
Τότε ο άγιος Σπυρίδωνας σηκώθηκε, άρπαξε τη μεζούρα και χωρίς να σηκώσει τα μάτια του, πλησίασε την άγνωστη. Αυτή μάζεψε λίγο το μακρύ μεταξωτό της φουστάνι, σήκωσε το όμορφο πόδι της και πάτησε πάνω στο χαμηλό τριποδάκι. Ο άγιος Σπυρίδωνας τύλιξε ψηλαφιστά τη μεζούρα γύρω από το πέλμα. Εκείνη τη στιγμή το νήμα που έδενε τις σκέψεις του με το Θεό κόπηκε και προσηλωμένος στη δουλειά του, σήκωσε τα μάτια να δει τη μεζούρα. Τότε με την άκρη του ματιού του είδε το σμιλεμένο πόδι, τυλιγμένο απαλά με σκουρόχρωμη μεταξωτή κάλτσα. Μέσα του κάτι κατέρρευσε. Λίγο ακόμα και θα έχανε τα πάντα. Αλλά η δύναμη της πίστης του τον κράτησε. Η αγιοσύνη που τον στήριζε τόσον καιρό, ατσάλωσε και τη θέλησή του. Εναντιώθηκε στις επιθυμίες που ξύπνησαν μέσα του και αμέσως άρπαξε το σουβλί απ’ τον πάγκο και με σταθερό χέρι το έμπηξε στο μάτι που λύγισε στον πειρασμό. Μαζί με τους δυνατούς πόνους που αισθάνθηκε ο άγιος Σπυρίδωνας  άκουσε και τον θρίαμβο της λυτρωμένης ψυχής του και εκστασιασμένος, δεν κατέβασε το χέρι του, αλλά έμπηξε με δύναμη το σουβλί και έβγαλε και το άλλο μάτι. Αυτό δεν έφταιγε. Αλλά στη δίψα του για μετάνοια, ο ευσεβής νέος ήθελε να κλείσει τα παράθυρα της ψυχής του από όπου μπορούσαν να τρυπώσουν πονηρές και αμαρτωλές σκέψεις.   
Χωρίς μάτια πια, ο άγιος Σπυρίδωνας δεν μπορούσε να δουλέψει άλλο. Έκλεισε το μαγαζάκι του και απομονώθηκε στο δάσος, εκεί που κυλούσε το ποτάμι και στις όχθες του φύτρωναν ιτιές και καλαμιές. Ψηλαφιστά έκοβε λυγαριές, καθόταν στον ήλιο, έπλεκε κοφίνια και τα έδινε για ένα κομμάτι ψωμί στους περαστικούς για την πόλη χωρικούς. Γύρω του όλα ήταν ήσυχα, ήρεμα και γαλήνια. Άκουγε το πλατσούρισμα των ψαριών που έπαιζαν στο νερό και για ώρα στεκόταν στην όχθη σιωπηλός. Οι μέλισσες που βούιζαν, οι ασημόκορμες λεύκες που θρόιζαν τριγύρω, γέμιζαν τη λυτρωμένη του ψυχή με γλυκιά γαλήνη. Όταν πήγαινε από το ένα μέρος στο άλλο, παρακαλούσε το Θεό να οδηγεί τα βήματά του έτσι ώστε να μην πατήσει τα μυρμήγκια και τα έντομα στη γη. Το αέναο αεράκι, που γεννιόταν κάθε ξημέρωμα, πέθαινε καταμεσήμερα και αναγεννιόταν το σούρουπο, μάζευε τα αρώματα από όλα τα βότανα, τα άνθη και τις φλαμουριές, τα πήγαινε στον τυφλό ερημίτη και ευφραινόταν η ψυχή του.
Ανάμεσα σ' αυτήν τη θαυμαστή σιγή, οι σκέψεις του εξαγνισμένου για πολλοστή φορά αγίου Σπυρίδωνα, στρέφονταν στο Θεό και συναντούσαν τη σοφία και τη φιλευσπλαχνία Του.
Ένα πράγμα μόνο τάραζε τον άγιο άνθρωπο –τα ερωτικά τιτιβίσματα των πουλιών που γέμιζαν το δάσος. Ο άγιος Σπυρίδωνας άκουγε τα αγριοπερίστερα, τις δεκαοχτούρες, τα αηδόνια και τα άλλα πουλιά του ουρανού που κάθονταν στα κλαριά των δέντρων και τον αναστάτωναν με τα ερωτοτροπήματά τους. Μάζευε πέτρες και τις πετούσε δεξιά και αριστερά στο δάσος, κουνούσε τα χέρια προσπαθώντας να τα διώξει. Αυτά όμως τιτίβιζαν, κελαηδούσαν, καλούσαν το ένα το άλλο. Παρά τις προσπάθειές του, άθελά του έβλεπε το ζευγάρωμα των πουλιών και μια μέρα ο νέος ασκητής με φρίκη κατάλαβε ότι η ψυχή του έχει άλλα μάτια που δεν μπορεί να ξεριζώσει.
Σκυμμένος πάνω απ’ το καλάθι που έπλεκε, συλλογιζόταν και τότε κατάλαβε ότι όσο έβλεπε τον κόσμο με τα μάτια του, ποτέ δεν είχε νιώσει τόση θλίψη, όπως τώρα που βλέπει τον κόσμο με τα μάτια της φυλακισμένης του ψυχής. Τον κυρίευσε βαθιά ανησυχία. Καθώς δεν γνώριζε την αιτία της, σκέφτηκε ότι έχει αμαρτήσει και άρχισε να περνάει τις μέρες και τις νύχτες του με προσευχή. Αλλά από μέρα σε μέρα έχανε την ψυχική του ηρεμία.
Μια φορά, καθώς έπλεκε τις τελευταίες βέργες σ’ ένα κοφίνι, ήρθε μπροστά του εκείνος ο πειρασμός που τον έκανε να βγάλει τα μάτια του. Ο άγιος είδε ξεκάθαρα με τα μάτια της ψυχής του την πανέμορφη γυναίκα. Στεκόταν μπροστά του με ανασηκωμένο το φουστάνι που άφηνε να φανεί το καλλίγραμμο πόδι της με τη μεταξωτή κάλτσα. Ο άγιος Σπυρίδωνας μάταια ήθελε να απαλλαχτεί από αυτήν την τόσο ζωντανή και θελκτική μορφή, αλλά δε μπορούσε. Όπου και να έστρεφε το δίχως μάτια πρόσωπό του, έβλεπε αυτήν τη γυναίκα και άκουγε  το γέλιο της. Ο άγιος άρχισε να φωνάζει, να καλεί και να εκλιπαρεί το Θεό για βοήθεια. Μάταια! Η σαγηνευτική μορφή μεγάλωνε και τον κυρίευε. Την είδε όπως δεν την είχε ξαναδεί, ούτε τότε που ακόμη έλαμπαν τα γαλάζια του μάτια στο πρόσωπό του. Φοβερές επιθυμίες άρχισαν να φουσκώνουν το αίμα στις φλέβες του. Ήθελε να προσευχηθεί αλλά από το στόμα του αντί για προσευχές έβγαιναν καυτά ερωτικά λόγια που ηχούσαν  στο σιωπηλό δάσος σαν την κραυγή της γλαύκας.
─Κύριε, γιατί με δοκιμάζεις; Έχασα τα μάτια μου για να Σε φτάσω, αλλά είμαι μακριά από Σένα. Δείξε μου το δρόμο. Στείλε μου σημάδι, Κύριε!
Ο άγιος Σπυρίδωνας έπεσε στη γη να προσευχηθεί. Και όπως σηκώθηκε και στράφηκε στον ουρανό, στο όμορφό του πρόσωπο έλαμψαν και πάλι τα γαλανά του μάτια που είχαν το βάθος της λίμνης και που μέσα τους καθρεφτίζονταν όλα τα άστρα του ουρανού.
 

***

Το διήγημα του κορυφαίου βούλγαρου πεζογράφου Ελίν Πελίν θα μπορούσε να εκληφθεί ως το «αναστάσιμο δώρο» στην τοπική κοινωνία του Τμήματος Γλώσσας Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξεινίων Χωρών του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.
«Δώρο ασημένιο ποίημα» δια χειρός της μεταφραστικής ομάδας που ήδη έχει «χαρίσει» στα ελληνικά γράμματα την πρώτη μετάφραση, απ’ ευθείας από τα βουλγαρικά, της συλλογής διηγημάτων  « Οι θρύλοι του Αίμου» του Γιορντάν Γιόβκοβ, που εξεδόθη από τις εκδόσεις Κ.&Μ.Α.Σταμούλη.
Με τη μετάφραση του παρόντος διηγήματος δηλώνεται τόσο η υπεσχημένη συνέχεια της επιτυχημένης μεταφραστικής ομάδας όσο και επιβεβαιώνεται, με κανάλι επικοινωνίας για μιαν ακόμη φορά την τέχνη του λόγου, πόσα πολλά μας ενώνουν με τον άγνωστο γείτονά μας, τον βουλγαρικό λαό. Στην πορεία του χρόνου, σε επίπεδο ιστορίας δηλαδή, αλλά και σε βιώματα ζωής. Ζωής που αποπνέει το δροσερό αεράκι –«επί πτερύγων ανέμων»– της Ορθοδοξίας και των αγίων μορφών που την υπηρέτησαν ως «στρουθία μονάζοντα», δίνοντας μάχες για να μετουσιώσουν την ύλη σε ψυχή και πνεύμα. 

Ο κορυφαίος βούλγαρος  συγγραφέας Ελίν Πελίν

Ο βούλγαρος συγγραφέας Ελίν Πελίν γεννήθηκε στο Μπαΐλοβo  της Σόφιας τo 1878. Είναι από τους κορυφαίους πεζογράφους της Βουλγαρίας. Πρωτοπαρουσιάστηκε το 1894 με το διήγημα «Στον τάφο της μητέρας» κι όταν  το 1904 βγήκε ο πρώτος τόμος των διηγημάτων του, η κριτική σημείωσε το ταλέντο του. Από εκεί και πέρα η σταδιοδρομία του είναι ένας διαρκής θρίαμβος. Το έργο του διακρίνεται σε διηγήματα, μυθιστορήματα, ευθυμογραφήματα και παιδικά διηγήματα.
«Σύγχρονοι Βούλγαροι πεζογράφοι»,  Μεταφραστής Άργης Κόρακας,  Εκδόσεις Α. Καραβία, Αθήνα 1940, σ. 70.


 
 

* Η Χριστίνα Μάρκου είναι επίκουρος καθηγήτρια Βουλγαρικής γλώσσας και Φιλολογίας στο Τμήμα Γλώσσας Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξεινίων Χωρών του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. O Mάρκος Αλμπάνης και η Ζωή Πολίτου είναι απόφοιτοι του ιδίου Τμήματος.  

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.