Ενα οδοιπορικο ζωης απο τον «Θρακα δρομεα» Παναγιωτη Γαντζιδη

— «Τον αθλητισμό τον ξεκίνησα γιατί ήταν στο DNA του πατέρα μου»

«Το έναυσμα για να γράψω αυτό το βιβλίο ήταν η επιθυμία μου να δώσω ένα στίγμα στη νεολαία»

Ο Κομοτηναίος δρομέας Παναγιώτης Γαντζίδης, για πάνω από πέντε δεκαετίες, γράφει ιστορία με την αθλητική του δράση, σε εθνικό και πανευρωπαϊκό επίπεδο, και «διδάσκει» με το ήθος, την αγωνιστικότητα και την αποφασιστικότητά του.

Από πολύ μικρή ηλικία εξάλλου γνώρισε τις δυσκολίες του οικογενειακού «στίβου». Σε μια εποχή που η φτώχεια ήταν καθημερινή πραγματικότητα, χρειάστηκε από την ηλικία των 10 ετών να συνδράμει στο οικογενειακό εισόδημα και να εργαστεί σε σκληρές συνθήκες. Παράλληλα με την εργασία και τις εγκύκλιες σπουδές του, ξεκίνησε να φυτρώνει και το «ζιζάνιο» του αθλητισμού. Πρώτος του αγώνας ήταν τον Ιανουάριο του 1965, όταν συμμετείχε σε αγώνα ανωμάλου δρόμου Γυμνασίων της Κομοτηνής και, έκτοτε, έχει συμμετάσχει σε εκατοντάδες αθλητικές διοργανώσεις σε Ελλάδα και Ευρώπη, κατακτώντας διακρίσεις και καταρρίπτοντας ρεκόρ. Σημειωτέον πως αναδείχτηκε για πάνω από δέκα φορές Πανελληνιονίκης, ενώ μέχρι και σήμερα συνεχίζει απτόητος στον αθλητισμό, με συμμετοχές σε αγώνες βουνού αλλά και σε αθλητικά κινήματα, όπως τους “BeerRunners”. 

Τη διαδρομή του αυτή στη ζωή αποφάσισε ο κ. Γαντζίδης να καταγράψει και να την εκδώσει το 2022 στο βιβλίο του με τίτλο «Θράκας δρομέας – Στιγμιότυπα ζωής». Ένα βιβλίο που στις 384 σελίδες του καταγράφει την επιτυχημένη πορεία του στον αθλητικό στίβο, είτε ως αθλητής, είτε ως ποδοσφαιριστής, είτε ως διαιτητής, είτε ως αθλητικός παράγοντας.

Το βιβλίο αυτό είναι επίσης πολύτιμο γιατί, εκτός της αθλητικής ιστορίας της Κομοτηνής αλλά και άλλων περιοχών της Ελλάδας, διασώζει ιστορικές αναφορές, ευρετηριάζει ονόματα, δομές και τοπωνύμια, λειτουργώντας και ως πηγή ιστορίας. Καταγράφει, για παράδειγμα, ήθη και έθιμα της Αιγείρου και άλλων χωριών, τις αγροτικές εργασίες και τα εργαλεία που χρησιμοποιούνταν εκείνη την εποχή, τις δομές που λειτουργούσαν για τα ορφανά και τους απόρους, τους πρακτικούς γιατρούς και τα γιατροσόφια τους κ.ά. Μια έκδοση λοιπόν που αποτυπώνει το κλίμα της μεταπολεμικής Θράκης και αξίζει να διαβαστεί από λάτρεις του αθλητισμού και μη.

Για την πρώτη του αυτή συγγραφική απόπειρα, την πορεία του στον αθλητισμό, τις κακουχίες που χρειάστηκε να ξεπεράσει και το άσβεστο πάθος του για τον αγώνα της ζωής συνομίλησε ο «ΠτΘ» με τον Παναγιώτη Γαντζίδη.

Π. Γαντζίδης, «Ό,τι κακουχίες κι αν περάσει κάποιος, αν έχει έναν στόχο και τον αγαπά πολύ, θα τον πετύχει»

ΠτΘ: κ. Γαντζίδη, πώς προέκυψε η επιθυμία για τη συγγραφή ενός βιβλίου;

Π.Γ.: Μπορεί ο τίτλος του βιβλίου να είναι «Θράκας δρομέας –Στιγμιότυπα ζωής», αλλά το περιεχόμενό του δεν είναι καθαρά αθλητικό. Περιέχει όλη τη διαδρομή μου στη ζωή, από τότε που γεννήθηκα μέχρις ότου ασχολήθηκα με τον αθλητισμό και έφτασα να γίνω πρωταθλητής Ελλάδος –τουλάχιστον 6-7 φορές, σε αγώνες δρόμου από 400 μέτρα μέχρι 172 χιλιόμετρα. Το έναυσμα για να γράψω αυτό το βιβλίο ήταν η επιθυμία μου να δώσω ένα στίγμα στη νεολαία. Ό,τι κακουχίες κι αν περάσει κάποιος, αν έχει έναν στόχο και τον αγαπά πολύ, θα τον πετύχει. Έτσι κι εγώ, με τις δικές μου πενιχρές δυνάμεις –ήμασταν πάμφτωχοι, δεν είχαμε ούτε να φάμε– μπορώ να πω ότι επέζησα, ως εκ θαύματος, από τις ταλαιπωρίες εκείνων των χρόνων.

Οι γονείς μου ήρθαν από τον Πόντο, και συγκεκριμένα από τα Χερίανα Αργυρουπόλεως, απ’όπου καταγόταν ο πατέρας μου. Από κει ξεκίνησαν οι δυσκολίες της ζωής. Ο πατέρας μου ήταν έξι μηνών όταν ερχόταν από τον Πόντο, μαζί με τα καραβάνια και έκλαιγε συνεχώς στον δρόμο, δημιουργώντας κίνδυνο για τις ζωές όλων, μιας και θα μπορούσαν να τους εντοπίσουν ευκολότερα οι Τσέτες. Τότε, άρχισαν όλοι να παρακαλάνε τη γιαγιά μου να σταματήσει το κλάμα του παιδιού, μέχρι που τελικά άρχισαν να βιαιοπραγούν, γιατί η γιαγιά μου δεν συμμορφωνόταν. Έτσι, η γιαγιά μου τύλιξε τον πατέρα μου σε μια πάνα και τον έβαλε μέσα σε μια πουρναριά. Συνέχισαν οι βοϊδάμαξες το ταξίδι τους, και εκείνη, την άλλη μέρα, πήρε το άλογο, γύρισε πίσω και βρήκε τον πατέρα μου ζωντανό –δεν τον είχαν φάει ευτυχώς ούτε τα άγρια θηρία. Ο πατέρας μου έζησε τελικά 98 χρόνια. Αυτήν την αντοχή στη φτώχεια τη μεταλαμπάδευσε και σε μας, γιατί από μικρά παιδιά κάναμε τα πάντα για να επιζήσουμε.

«Τρεις άντρες δουλεύαμε στην οικογένεια, ο πατέρας μου, ο αδελφός μου κι εγώ, για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε»

ΠτΘ:Το βιβλίο μάς μεταφέρει πολύ παραστατικά στις δυσκολίες της εποχής, την ματαπολεμική εποχή, τότε που η φτώχεια ήταν γενικευμένη. Χρειάστηκε κι εσείς από μικρός να συνεισφέρετε στο οικογενειακό εισόδημα;

Π.Γ.: Η οικογένειά μου, από τις 700 που είχε η Αίγειρος, ήταν η μία από τις τρεις πιο φτωχές. Ο παπάς μάς έδινε το Πάσχα και τα Χριστούγεννα από 30 δραχμές να πάρουμε κιμά για να περάσουμε κι εμείς καλύτερα τις γιορτές. Η στέρηση που είχαμε στα κύρια αγαθά μάς ανάγκαζε να αναζητήσουμε δουλειά. Βγήκα έτσι στο μεροκάματο από την ηλικία των 10 ετών στους μπαχτσέδες, μετά μεγάλωσα λίγο, έγινα 17και δούλευα χαμάλης στην τράπεζα. Έξι άτομα συνεργείο κουβαλούσαμε στην τράπεζα γύρω στους 250 τόνους σιτάρια.

Μετά ήταν η εργασία στην πρέσα, που έδενα άχυρα και ξενιτευόμασταν για σαράντα μέρες στον βόρειο Έβρο. Ό,τι παίρναμε τα ακουμπούσαμε στην παλάμη της μητέρας μας, η οποία έκανε το οικονομικό κουμάντο και ήταν ο «στύλος» της οικογένειας. Τρεις άντρες δουλεύαμε στην οικογένεια, ο πατέρας μου, ο αδελφός μου κι εγώ, για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Κάναμε τις πιο δύσκολες δουλειές, γιατί εκεί είχε και το καλύτερο μεροκάματο. Σε όλες τις δουλειές που πήγαινα, αν το μεροκάματο ήταν 40 δρχ. εγώ έπαιρνα 45, γιατί προσπαθούσα να δουλεύω περισσότερο από τους άλλους.

Ποτέ όμως δεν είδαμε τη δουλειά σαν καταπίεση. Πηγαίναμε με χαρά, γιατί λέγαμε ότι είμαστε ευτυχείς που έχουμε δουλειά και θα βγάλουμε το μεροκάματο. Όλη μου η οικογένεια έτσι έζησε. Όλοι ξέρανε ότι αν θέλανε έναν εργάτη θα τον έβρισκαν στου «Γάντζου» το σπίτι. Ήταν το μόνο πράγμα που μας κρατούσε στη ζωή.

«Μεγάλωσα και ανδρώθηκα μέσα στην εκκλησία και είμαι ευγνώμων για αυτό»

ΠτΘ: Παράλληλα με την εργασία, πόσο εύκολο ήταν να συνεχίσετε το σχολείο και μάλιστα όχι στην Αίγειρο, αλλά στην Κομοτηνή;

Π.Γ.: Η μεγάλη αγωνία να βρούμε το μεροκάματο και οι σκληρές δουλειές που κάναμε μας σκληραγώγησαν. Αποκτήσαμε δυνατό μυϊκό σύστημα, κάτι που δεν έχουν τα σημερινά παιδιά. Για να πάω στο Γυμνάσιο χρειάζονταν για το εισιτήριο 5 δραχμές την ημέρα. Η οικογένειά μου όμως δεν είχε αυτήν τη δυνατότητα, αλλά και ο πατέρας μου δεν ήθελε να με στείλει, γιατί είχε προηγηθεί ο αδελφός μου. Καταλήξαμε τελικά να πηγαίνουμε με το ποδήλατο στο Γυμνάσιο, ανεξαρτήτως των καιρικών συνθηκών. Ειδικά τον χειμώνα, με βαθμούς κάτω από το μηδέν και με κοντό παντελόνι, τα πόδια σκάγανε και ήμασταν σαν λεπροί. Κατέβαινα από το ποδήλατο και έτρεχα στον δρόμο κλαίγοντας από το κρύο για να φτάσω στο σχολείο. Εκεί με έπαιρνε ο θεολόγος Νικόλαος Καραδημητρίου, με έβαζε στο γραφείο των καθηγητών να ζεσταθώ και μετά έμπαινα στην τάξη.

Αυτό έγινε 1,5 χρόνο και μάλιστα με δανεικό ποδήλατο, μέχρι που άρχισαν να γίνονται αγώνες στα σχολεία. Συμμετείχα στον πρώτο αγώνα εσωτερικού πρωταθλήματος Γυμνασίων της πόλης, παρά τις αμφιβολίες του γυμναστή μου. Επειδή δεν με θεωρούσε αθλητή, μου επέτρεψε να αγωνιστώ χωρίς ανταγωνισμό. Τελικά ήρθα δεύτερος από όλα τα Γυμνάσια της Κομοτηνής. Μετά από συμβούλιο καθηγητών, με επέλεξαν ως τακτικό να εκπροσωπήσω την πόλη στην επόμενη φάση. Ο δεύτερος αγώνας έγινε στην Καβάλα, όπου και ήρθα δεύτερος, κερδίζοντας παράλληλα όλους τους Κομοτηναίους συμμετέχοντες. Ακολούθησε ο αγώνας στη Θεσσαλονίκη όπου ήρθα τρίτος.

Ο Παναγιώτης Γαντζίδης, εκτός από τους αγώνες του στον αθλητικό στίβο,  μοιράζεται και στιγμιότυπα από τον οικογενειακό του «στίβο». Στην επάνω φωτογραφία, από τον γάμο του με την αείμνηστη σύζυγό του Δήμητρα Γαντζίδου-Λαμπροπούλου και κάτω, οι κόρες τους, σε νεαρή ηλικία, Χριστίνα και Ελληνίδα

Τον επόμενο χρόνο, ο γυμναστής και «άγγελός» μου Νίκος Παρασχάκης, που ήταν γιος παπά και διατηρούσε καλές σχέσεις με τον αείμνηστο Μητροπολίτη Μαρωνείας και Κομοτηνής Τιμόθεο, διέκρινε κάτι στον χαρακτήρα μου και με έβαλε στο Οικοτροφείο της Μητρόπολης. Εκεί, από Δευτέρα μέχρι Σάββατο, έρχονταν παιδιά από τα γύρω χωριά και πλήρωναν 500 δραχμές τον μήνα. Εγώ, επειδή ήμουν φιλοξενούμενος στο Οικοτροφείο, έμενα δωρεάν. Αφού μπήκα στο Οικοτροφείο, μετά από δεκαπέντε ημέρες, ο δεσπότης ήθελε να με γνωρίσει γιατί αγαπούσε τον αθλητισμό και ήξερε ότι μπήκε ένας μικρός αθλητής. Αργότερα, τον Μητροπολίτη Τιμόθεο διαδέχτηκε ο αείμνηστος Μητροπολίτης Δαμασκηνός, τον οποίο είχα Διευθυντή όταν ήμουν μαθητής.

Στο Οικοτροφείο της Μητρόπολης υπήρξα αρχηγός, υποδιευθυντής για τρία χρόνια, οδηγός του Μητροπολίτη Δαμασκηνού για έναν χρόνο, επειδή ο οδηγός του είχε ασθενήσει, και γενικά μεγάλωσα και ανδρώθηκα μέσα στην εκκλησία και είμαι ευγνώμων για αυτό. Πρώτα πρώτα, για τον γυμναστή μου, τον Νίκο Παρασχάκη, που βρήκε τρόπο και με έβαλε στο Οικοτροφείο και δεύτερον, γιατί η εκκλησία με «αγκάλιασε» και έγινα καλύτερος άνθρωπος.

ΠτΘ: Τι είναι αθλητισμός για εσάς; Ήταν οικογενειακό «μικρόβιο»;

Π.Γ.: Κατ’  αρχάς  ο αθλητισμός είναι υγεία. Ο πρωταθλητισμός είναι ασθένεια, γιατί πρέπει να επενδύσεις, να κουραστείς πολύ. Τον αθλητισμό τον ξεκίνησα γιατί ήταν στο DNA του πατέρα μου. Ο πατέρας μου το 1957 είχε λάβει μέρος στους αγώνες των Σαπών, στα 3 χλμ., όπου και κέρδισε. Με τον αθλητισμό, σε επίπεδο νομού, ασχολήθηκε και ο αδελφός μου. Είχα επίσης την ξαδέλφη μου, την Παρθένα Γαντζίδου, την οποία όλοι νόμιζαν για αδελφή μου γιατί μοιάζαμε, και τις ξαδέλφες μου Φωτεινή και Μαρία Γαντζίδου από τα Τρίκαλα, οι οποίες ήταν πρωταθλήτριες Ελλάδος στις κατηγορίες Κορασίδων-Νεανίδων.

ΠτΘ: Πολύχρονη η διαδρομή σας στον αθλητισμό, με εκατοντάδες συμμετοχές, ξεχωρίζετε κάποια στιγμή;

Π.Γ.: Το 1971 γιορτάζαμε τα 150 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Επί Επταετίας τότε, οι αρμόδιοι αποφάσισαν να διοργανώσουν αγώνα για να τιμήσουν την Επέτειο, με σλόγκαν «Ενώνουμε τη στεριά με τη θάλασσα». Έτσι, κατέληξαν στη διαδρομή Φανάρι – Πλατεία Κομοτηνής (32 χιλιόμετρα). Εκείνη την εποχή, εκτός από εμένα, που με θεωρούσαν και «τρελό» –όταν ήμουν μικρός πιάνανε οι συγχωριανοί μου τον πατέρα μου και του λέγανε «Γάντζο, το παιδί σου έχει πρόβλημα, να το πας στον γιατρό. Δεν το βλέπεις που τρελάθηκε και όλη μέρα τρέχει μέσα στα χωράφια;» –ελάχιστοι έτρεχαν μεγάλες αποστάσεις.

Μαθαίνω λοιπόν ότι θα γίνει ο αγώνας, αλλά επειδή δεν υπήρχαν αθλητές, ο τότε Ταξίαρχος πρότεινε να γίνει σε στιλ σκυταλοδρομίας, τέσσερις δηλαδή στρατιώτες να τρέξουν από 8 χιλιόμετρα ο καθένας και να συμμετέχουν μόνο μονάδες του στρατού της πόλης. Ήταν 5-6 μονάδες και θα έπαιρναν 15 μέρες άδεια τιμητική ο κάθε στρατιώτης που θα συμμετείχε στη νικητήρια ομάδα.

Μικρός εγώ, δεν γνώριζα και τα αξιώματα, πηγαίνω στη Στρατολογία και ζητώ να συμμετέχω στον αγώνα. Με ρωτά ο στρατιώτης: «Τους άλλους τρεις τους ξέρεις; Με ποια  ομάδα θα συμμετέχεις;». Εγώ τότε του απαντώ πως θα τρέξω μόνος μου. Με κοιτά και μου λέει: «Καλό μου παιδί, κατάλαβες τι θα κάνουμε αύριο;» και του απαντώ: «κ. Στρατιωτικέ, πολύ καλά κατάλαβα. Θα τρέξουμε 32 χιλιόμετρα, αλλά εγώ θα τρέξω μόνος μου». Εκείνος πείθεται και μου λέει: «Επειδή σε βλέπω να επιμένεις, θα σε βάλω, αλλά δεν θα σε περιμένουμε τρεις ώρες να τερματίσεις, γιατί οι άλλοι θα τερματίσουν γρήγορα». Με έβαλε τελικά στον αγώνα και τους κερδίσαμε τρία χιλιόμετρα διαφορά. Όταν εγώ τερμάτισα στην Πλατεία της πόλης, αυτοί ήταν ακόμα στη διασταύρωση των Υφαντών. Τιμής ένεκεν, την επόμενη ημέρα, με βάλανε να ανάψω τον βωμό στην Πλατεία με μουσικές και διάφορες εκδηλώσεις. Ήταν μια στιγμή που δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Κατάφερα και τους κέρδισα γιατί είχα πάθος για αυτό που έκανα.

Γρηγόρης Παπαγιάννης, «Είναι µια “ιστορία” µε πολλούς Κοµοτηναίους, αλλά και µια πηγή λαογραφικών µαρτυριών για τις προηγούµενες δεκαετίες»

Το προλογικό σημείωμα της έκδοσης υπογράφει ο κ. Γρηγόριος Παπαγιάννης,  Καθηγητής Βυζαντινής Φιλολογίας και Πρόεδρος του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, όπου και αναφέρει: «Το βιβλίο του Παναγιώτη Γαντζίδη “Θράκας Δροµέας” είναι η αυτοβιογραφία του, αλλά όχι µόνο. Είναι µια “ιστορία” µε πολλούς Κοµοτηναίους αλλά και Ποντίους συµπρωταγωνιστές, αλλά και µια πηγή λαογραφικών µαρτυριών για τον τόπο, για τις προηγούµενες δεκαετίες, για συνήθειες, καταστάσεις και επαγγέλματα που όλο και λιγότερο τα συναντούµε σήµερα ή και που οι νεώτεροι δεν τα γνώρισαν καθόλου. Γραµµένο µε αυθόρµητο τρόπο, χωρίς καµιά επιτήδευση, χωρίς ωραιοποίηση, αναπαριστά πολύ γλαφυρά την κοινωνία αλλά και τα γεγονότα.

Ο Παναγιώτης Γαντζίδης δεν είναι επαγγελµατίας συγγραφέας. Είναι ένας δροµέας (κυριολεκτικά και µεταφορικά), που, µετά από πολύ τρέξιµο, γυρίζει προς τα πίσω και αγναντεύει όλο τον δρόµο που διάνυσε. Τον ξαναδιατρέχει νοερά, και µαζί του τον διατρέχει και ο αναγνώστης, συνοδευόµενος από την “ξενάγησή” του. Σ’ αυτό βοηθούν και οι πολλές φωτογραφίες του βιβλίου, στις οποίες ο σηµερινός Κοµοτηναίος αναγνωρίζει και πολλά γνωστά του πρόσωπα και διαβάζει για τη σχέση τού βιογραφούμενου µε αυτά. Οι συγκινήσεις του συγγραφέα πολλές φορές αγγίζουν άµεσα και τον αναγνώστη.

Το βιβλίο διαβάζεται πάρα πολύ ευχάριστα και ως σύνολο, αλλά τα λεπτοµερή περιεχόµενα και τα µικρά κεφάλαια δίνουν τη δυνατότητα στον αναγνώστη να το διαβάσει και τµηµατικά και µε όποια σειρά θέλει. Τις περισσότερες φορές, µάλιστα, τα κεφάλαια έχουν µια αυτοτέλεια, είναι σαν µικρά ηθογραφικά διηγήµατα. Μεγάλο µέρος βέβαια του βιβλίου αφορά στην κύρια αθλητική δραστηριότητα του συγγραφέα: τη συµµετοχή του και τις επιδόσεις του σε αγώνες δρόµου µεγάλων (αλλά πολύ µεγάλων!) αποστάσεων. Τέλος, ανάµεσα στην αφήγηση και την περιγραφή περιέχει και πολύτιµες συµβουλές (χωρίς να γίνεται ο τόνος δασκαλίστικος) για τον αγώνα δρόµου της ζωής. Είναι βέβαιο ότι οι αναγνώστες θα αισθανθούν το βιβλίο σαν ένα δροσερό αναψυκτικό µέσα στον καύσωνα και στην ένταση του δρόµου».

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.