Εις την Πολιν

Από την εκδήλωση «Ο Γεώργιος Βιζυηνός και η απήχηση του έργου του στα νεότερα χρόνια»

«Ἐνθυμοῦμαι δ ̓ ἔτι καὶ σήμερον μὲ πόσην παιδικὴν ὑπερηφάνειαν
εἰσῆλθον πρώτην φορὰν εἰς τὴν πόλιν ὡς νεοσύλλεκτος
τοῦ “ἐσναφίου” τῶν ραπτῶν, ἀναλογιζόμενος, ὅτι μετὰ τίνας
ἡμέρας θὰ ἐξήλαυνον ἐκ τῆς δι ̓ ἧς ἐπεζοπόρουν τώρα πύλης,
ἐν θριάμβῳ συνοδεύων τὴν ὡραιοτέραν βασιλοπούλαν εἰς τὸ χωρίον μου.
Καὶ τοῦτο μοὶ τὸ ὑπέδειξεν ὁ παππούς»

Γ. Μ. Βιζυηνός,
«Τό µόνον τῆς ζωῆς του ταξείδιον»

Το παιδί έπρεπε να φύγει από το χωριό. Τι µέλλον θα είχε εκεί; Ορφανό από πατέρα και µε άλλα τρία αδέλφια, ποια µοίρα τον περίµενε; Να είχαν και τίποτε πλούτη, χωράφια, δέντρα, ζώα; Λίγα µέτρα γη, που η δόλια µάνα πάλευε να τα φέρει βόλτα για να ζήσει τα παιδιά της. Κι ο παππούς τους πια είχε µεγαλώσει, τα πόδια του δεν τον κρατούσαν. Βασανισµένος άνθρωπος, τι να σου κάνει κι αυτός; Είχε όµως ακόµα το µυαλό του ο παππούς. Κι αν µέχρι τώρα το έβαζε να πλέκει ιστορίες µε βασιλοπούλες και χαρέµια, τώρα ήταν η ώρα να πάρει εκείνος τις αποφάσεις για τον εγγονό του.

—Να φύγει το παιδί, δεν πρέπει να µείνει εδώ. Δεν κάνει για τα καµίνια, δεν κάνει για τα χωράφια, δεν κάνει για τα ζώα. Να πάει να µάθει τέχνη, να µάθει γράµµατα, να γίνει άνθρωπος. Η µοίρα του εδώ είναι µαύρη, να πάει στην Πόλη, να αλλάξει, να σωθεί. Η φτώχεια και το θανατικό εδώ τα σκεπάζουν όλα. Να φύγει να πάει στην Πόλη! Εκεί ο κόσµος είναι άλλος, εκεί οι δρόµοι είναι ανοιχτοί, εκεί το χώµα βλασταίνει ό,τι φυτρώνει, το θρέφει, το χρυσώνει. Τώρα που ο Σουλτάνος υπέγραψε, λέει, φιρµάνια και δίνει ελευθερίες σε Ρωµιούς, Εβραίους κι Αρµένηδες. Τώρα που ο κόσµος αλλάζει κι η Πόλη γεµίζει Ρωµιούς, που τα σχολειά πληθαίνουν κι οι εκκλησιές ψηλώνουν. Να φύγει, να φύγει να σωθεί!

Ο παππούς το φρόντιζε χρόνια τώρα και ετοίµαζε τον Γιωργή του για το φευγιό. Ήταν κι ο Χρηστάκης τους, ο αµπής του, ο πραµατευτής,  που πηγαινερχόταν. Ήταν κι ο αδερφός του παππού, ο Μηνάς, ράφτης στο τσαρσί. Όλα ήταν έτοιµα, όλα τον περίµεναν. Μόνο λίγο ακόµα να δυναµώσει το παιδί, να αντέξει το ταξίδι, να αντέξει τον χωρισµό από τη µάνα του. Και τον έτρεφε ο παππούς µε ιστορίες για να περάσει ο καιρός και να γεµίσει µε όνειρα για το ταξίδι.

Η Πόλη όλη έφεγγε και έλαµπε στα µάτια του Γιωργή. Με τα νερά του Βοσπόρου να χύνονται από τη Μαύρη Θάλασσα στη Θάλασσα του Μαρµαρά, µε τα γυαλιά πάνω στο κύµα και τις χανούµισσες πίσω από τα καφασωτά, µε τις εκκλησιές και τα σχολειά της Ρωµιοσύνης, µε τους µπέηδες στους καφενέδες και τους αρχόντους στο Φανάρι, µε το τσαρσί κάτω από τις καµπυλωτές στέγες και τα χάνια µε τις γεµάτες κόσµο αυλές, µε τους µιναρέδες να τρυπούν τον ουρανό και τους κουµπέδες να κάνουν κυµατιστό τον ορίζοντα, µε τα απλωτά µεϊντάνια και τα σκιερά σοκάκια. Κι ο Γιωργής ονειρευόταν πως σεργιάνιζε στη βασιλεύουσα αλλά το βράδυ λάγιαζε στην αγκαλιά της µάνας του.

Ώσπου ο Χρηστάκης πήρε αγώι για την Πόλη. Το χαµπέρι έφτασε Σάββατο πρωί και το ξηµέρωµα της Κυριακής το άλογο είχε φορτωθεί. Η µάνα τους δεν ετοιµάστηκε εκείνο το πρωί για την εκκλησιά. Οι άγιοι και τα κεριά θα µπορούσαν να περιµένουν. Ο Γιωργής της, το σπλάχνο της, έφευγε στα ξένα. Από βραδύς ετοίµασε το µποχτσαδάκι του. Τι είχε σάµπως να του βάλει µέσα; Μια αλλαξιά, δυο τσουράπια κι ένα σταυρουδάκι ραµµένο στη φανέλα, να τον φυλάει.

Αχάραγα ξεκίνησαν κι η µάνα δεν τολµούσε ούτε να κλάψει. Να γλυτώσει το παιδί, να βρει τη µοίρα του, έλεγε και ξανάλεγε µέσα της. Ο Γιωργής σ’ όλο το ταξίδι κρατιόταν γερά από τον αδερφό του, τον Χρηστάκη. Με µάτια ορθάνοιχτα σεργιανούσε το κυµατιστό τοπίο της Θρακικής γης. Σαν καΐκι πάνω στο κύµα της θάλασσας, που ποτέ δεν είχε αντικρίσει ο Γιωργής και µόνο µέσα από τα µασάλια του παππού του έφτιαχνε εικόνες, το άτι ανεβοκατέβαινε τους λόφους ακολουθώντας το µονοπάτι που θα τους έφερνε στον προορισµό τους. Τρεις µέρες ταξίδευαν. Ο Χρηστάκης σε κάθε χωριό είχε κι ένα αλισβερίσι. Τη µια πουλούσε, την άλλη αγόραζε. Μπορεί η Πόλη να ήταν ο τελικός προορισµός, όµως για ένα πραµατευτή η διαδροµή ήταν γεµάτη µε µουστερήδες που όλο και κάτι ήθελαν να αγοράσουν.

Αργά το απόγευµα της Τρίτης περνούσαν το Edirne Kapı των τειχών. Από δω που για αιώνες έµπαιναν όλοι οι πραµατευτάδες, οι έµποροι και τα εφόδια από τον κάµπο της Θράκης για να θρέψουν και να πλουτίσουν την Πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Τι κι αν άλλαξε το όνοµα, τι κι αν ο αυτοκράτοράς µας έπεσε για να ανέβει ο Σουλτάνος. Εις την Πόλιν έτρεχαν όλοι για να βρουν στον ήλιο µοίρα. Από τα πέρατα της Ανατολής ως τις απαρχές της Δύσης άνθρωποι που µιλούσαν χίλιες γλώσσες και στον Θεό έδιναν διαφορετικό όνοµα µαζεύονταν σ’ αυτό εδώ το σταυροδρόµι.

Το πουγκί στο κεµέρι του Χρηστάκη είχε γεµίσει µε γρόσια και το στοµάχι τους είχε αδειάσει από τα πάνε έλα πάνω στο άτι. Το προσφάι της µάνας τους είχε κι αυτό τελειώσει. Με το πέρασµα της πύλης των τειχών αυτοσχέδιες ταβέρνες φιλοξενούσαν τους ταξιδευτάδες µ’ ένα πιάτο ζεστό φαΐ. Ξεπέζεψαν κι ο Γιωργής στάθηκε να κοιτά το τζαµί της Μιχριµάχ. Ο µουεζίνης είχε βγει στο µπαλκόνι του µιναρέ και καλούσε τους πιστούς για το akşam namazı. Οι µπαχτσεβάνηδες από το αντικρινό çukurbostan, την παλιά κινστέρνα του Αέτιου, περνούσαν το δρόµο για το τζαµί.  Τα τραπέζια άδειασαν και τα αδέρφια κάθισαν για να κορέσουν την πείνα τους. Ο προορισµός τους, το Kapalı çarşı, ήταν λίγες εκατοντάδες µέτρα πιο κάτω. Ο θείος τους τούς περίµενε αλλά καλό θα ήταν να πάνε χορτάτοι. Δε φηµιζόταν για το χουβαρνταλίκι και τη φιλοξενία του.

Η προσευχή τελείωσε κι ο δρόµος γέµισε νέους και µεγαλύτερους άντρες. Ο Χρηστάκης έκανε νόηµα στο Γιωργή να σηκωθεί. Η ώρα περνούσε και οι πύλες του τσαρσιού θα έκλειναν.

Ο Χρηστάκης είχε ξανάρθει στο ραφτάδικο του θείου τους. Σουρατλής, αγέλαστος, απότοµος άνθρωπος είχε το µαγαζί του στο Cebeci han, στο µεγάλο παζάρι. Είχε κάνει όνοµα στο εσνάφι του για το κακότροπο της συµπεριφοράς του. Το καλό του χέρι, όµως, στο κόψιµο και το ράψιµο ξεπερνούσε το δύστροπο του χαρακτήρα του. Σχεδόν είχε νυχτώσει όταν τ’ αδέρφια πέρασαν µπροστά από την πορτάρα του τσαρσιού. Η πύλη των παπλωµατάδων σε λίγο θα έκλεινε κι εκείνοι χτύπησαν τα γκέµια του ζώου για να φτάσουν µια ώρα αρχύτερα στο χάνι. Αν έµεναν απ’ έξω, δεν θα είχαν πού να κοιµηθούν.

Ο θείος τούς έδειξε τη σκάλα για το δωµατιάκι πάνω από το ραφτάδικο χωρίς καν να τους κοιτάξει. Η καρδιά του µικρού Γιωργή πήγαινε να σπάσει. Τέτοια ώρα η µάνα του ετοίµαζε στο σπίτι το τραπέζι και έψελνε το «φως ιλαρόν» του εσπερινού. Κι ο παππούς καθόταν στο µιντέρι και του έλεγε τις ιστορίες του από τα ταξίδια σε µέρη µακρινά. Πόσο µακρινά έµοιαζαν τώρα όλα αυτά.

Μια ξεφτισµένη µπατανία κι ένα σκληρό στρώµα, λες από πέτρα, θα ήταν τώρα η φωλιά που θα τον φιλοξενούσε.

Το κερί είχε αρχίσει να δακρύζει, όταν η πόρτα του ραφτάδικου έκλεισε µε έναν χτύπο που τάραξε τα σωθικά τους. Ο Βόσπορος, η Θάλασσα του Μαρµαρά, ο Κεράτιος ήταν άραγε τόσο µακριά που ούτε ο παφλασµός των κυµάτων, ούτε το θαλασσινό αεράκι ούτε τα πουλιά τους έφταναν εδώ; Αλλά και κοντά να ήταν αυτοί οι τοίχοι, οι πέτρινοι λες κι ήταν κάστρου, πού να αφήσουν τον έξω κόσµο να εισχωρήσει εδώ… Ίσως αύριο, σκέφτηκε ο Γιωργής, ίσως µε το φως της µέρας, ίσως όταν θα πηγαίνει στις κυράδες τα µεταξωτά φουστάνια και τις δαντελωτές πουκαµίσες, τα κεντητά µαντίλια και τα βαριά πανωφόρια, ίσως τότε, ίσως τότε να δει όλα όσα του έλεγε ο παππούς.

Ο Χρηστάκης το επόµενο πρωί άφησε το µικρό δωµατιάκι και µε µια αγκαλιά που πόνεσε τα κόκαλα του Γιωργή τον αποχαιρέτησε. Θα φόρτωνε και πάλι το άτι µε πραµάτεια από το τσαρσί και θα έπαιρνε τον δρόµο της επιστροφής.

Οι µέρες περνούσαν και το ραφτάδικο έµοιαζε µε κάτεργο. Ο Γιωργής δεν ήταν παιδί για να γίνει τσιράκι για ένα πιάτο φαΐ κι ένα σκληρό στρώµα, Birtas çorba bir kuru şilteiçin, όπως συνήθιζε υποτιµητικά να του λέει ο ουστάς και αφεντικό του. O Γιωργής είχε όνειρα, που ξεκινούσαν από τις διηγήσεις του παππού του κι έφταναν στις τζούµπες των αρχοντικών, στα καφασωτά των κονακιών,  που έβλεπε κάθε φορά σαν έβγαινε για ένα χαΐρι, για µια δούλεψη έξω από το χάνι του τσαρσιού. Αλλά τα πιο µεγάλα όνειρα τα έκανε κάθε βράδυ. Τότε που το ραφτάδικο έκλεινε κι εκείνος ανέβαινε στο κελί του. Τότε, από τον µικρό φεγγίτη που έβλεπε µόνο ουρανό, σαν τους γλάρους κι εκείνος πετούσε πάνω από τη θάλασσα του Μαρµαρά κι έφτανε στη Χάλκη. Εκεί που είχε πάει µε τον παπα-Γιάννη από το Μουχλί του Μπαλατά. Τον είχε πάρει µαζί του το Μέγα Σάββατο και µείναν κι ανήµερα το Πάσχα, τις µόνες µέρες που ήταν κλειστό το ραφτάδικο. Εκεί ψηλά στο Λόφο της Ελπίδας άναψε και στη δική του ψυχή µια σπίθα ελπίδας και χαράς, όταν ανέβηκε τα σκαλιά της Ιεράς Σχολής. Μαγεύτηκε από το µεγαλείο αυτού του σχολείου, από τον λόγο των δασκάλων και των µαθητών. Μαγεύτηκε κι από την άπλα του ορίζοντα, του ουρανού το ατελείωτο, του µυαλού το µεγαλείο και της ψυχής τα βάθη.

Εκείνα τα σκαλιά ονειρευόταν να ανεβεί, να ακούσει τους δασκάλους, να πιάσει τα βιβλία, να τα ξεφυλλίσει. Να διαβάσει κι εκείνος τα θαυµαστά κείµενα των µεγάλων Ελλήνων, όπως του έλεγε ο παππούς του. Να ανεβεί τις σκάλες και να µείνει εκεί, µέσα στις ψηλοτάβανες αίθουσες, ανάµεσα στις βιβλιοθήκες, µπροστά στους µαυροπίνακες. Να ψάλλει και να διαβάζει, όσα την ψυχή του ανθρώπου παλεύουν για να σώσουν.

Το ραφτάδικο, όµως, τον κρατούσε εκεί δεµένο, αµανάτι λες που τον άφησε ο αδερφός του, δέσµιο µιας υπόσχεσης που είχε δώσει στον παππού του. Πού να το ’ξερε τότε ο Γιωργής πως λίγους µήνες µετά η ζωή ή µάλλον ο θάνατος θα έδινε λύση στα βάσανά του και όλα θα έπαιρναν µιαν άλλη τροπή.

* Η Μαρία Δήµου γεννήθηκε στην Κοµοτηνή. Υπηρετεί στη δηµόσια και µειονοτική εκπαίδευση στη Θράκη και στην Κωνσταντινούπολη, όπου ζει τα τελευταία χρόνια. Ασχολείται µε την τοπική ιστορία και έχει δηµιουργήσει το εκπαιδευτικό παιχνίδι «Μια πόλη, ένα ποτάµι, πολλές ιστορίες» που έχει εκδώσει ο Δήµος Κοµοτηνής. Έχει συµµετάσχει στην έκδοση του συλλογικού έργου “Aşrı Memleket” του τουρκικού εκδοτικού οίκου İletişim, µε θέµα τη Θράκη. Επίσης, έχει συγγράψει µαζί µε τον σύζυγό της Συµεών Σολταρίδη τη µελέτη «Παλαιοµουσουλµάνοι – Κεµαλικοί στη Δυτική Θράκη» που κυκλοφορεί σε µορφή ebook. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο της «Η Πόλη, όπως την κράτησα µέσα µου» από τις εκδόσεις Επίκεντρο.

**Το παρόν κείμενο είναι η συμμετοχή της στην εκδήλωση «Ο Γεώργιος Βιζυηνός και η απήχηση του έργου του στα νεότερα χρόνια», που διοργανώθηκε από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κομοτηνής, στο πλαίσιο των δράσεων που υλοποιούνται με την ΚΟΙΝΣΕΠ «Κομοτηνή Εν Δράσει», και τη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ροδόπης, με την υποστήριξη της Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ροδόπης, την Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου, στο Τσανάκλειο Μέγαρο – Δημοτική Βιβλιοθήκη.  Μπορείτε να βρείτε το σχετικό ρεπορτάζ εδώ.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.