Δωρα Κασσα-Παπαδοπουλου,* «Η Γ. Συμεωνιδου εχει εναν απλο και οικειο τροπο να μας σεργιανιζει στα αξιοθεατα της ψυχης των ηρωων της»

Γεωργία Συμεωνίδου, «Η κόρη της Μαρίας Κάλλας», εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή 2020

Με αφορμή την βιβλιοπαρουσίαση που έγινε το απόγευμα της Τετάρτης 29 Ιουνίου, η Δώρα Κάσσα -Παπαδοπούλου, άφησε το στίγμα της με τα εξής ωραία λόγια:

Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι,

Θα ήθελα και εγώ με τη σειρά μου να σας καλωσορίσω και ταυτόχρονα να σας καλέσω σε μια διαδικασία μικρής μύησης.

Αρχικά, ας μετρήσουμε αυτή τη στιγμή τι ακριβώς διαθέτουμε και ας το εκτιμήσουμε όσο πιο αντικειμενικά μπορούμε.

Κρατούμενο πρώτο. Είμαστε εδώ μια μεγάλη συντροφιά ανθρώπων –ως έναν βαθμό υγιείς– και από ό,τι διακρίνω και αρκετά ευδιάθετοι.

Βρισκόμαστε μακριά από μεγάλες οθόνες, που συνήθως περιγράφουν –για να μην πω ξερνούν– την προσπάθεια των ισχυρών της γης να αλλάξουν με το ζόρι πάλι τα σύνορά μας, να δυσχεράνουν με αλλεπάλληλες κρίσεις πάλι την οικονομία μας, αλλά και να συρρικνώσουν πάλι και πάλι τα κεκτημένα που συνιστούν την κοινωνική δικαιοσύνη μας, αφανίζοντας ζωές, πολιτισμούς και δικαιώματα.

Ευτυχώς, είμαστε μακριά και από τις μικρές οθόνες, αυτές με τις φωτογραφημένες ή βιντεοσκοπημένες μικροχαρές της ζωής μας, που σώνει και καλά ποστάρουμε καθημερινά, λες και είναι υπαρξιακό προαπαιτούμενο. Τέλος πάντων.

Είμαστε, λοιπόν, εδώ, μακριά από την ψηφιακή πανδημία και, ω του θαύματος, μακριά και από τους στενάχωρους δείκτες της πραγματικής πανδημίας, όχι γιατί δεν υφίστανται, αλλά γιατί δεν τους δίνουμε πια σημασία, εφόσον –Καλοκαίρι πια– διψάμε για όμορφες στιγμές. Και αυτό είναι 100% ανθρώπινο.

Κρατούμενο δεύτερο. Βρισκόμαστε σε έναν χώρο φιλόξενο, ιστορικά και αισθητικά σπουδαίο.

Στο ιστορικό κέντρο της πόλης μας. Από τη μια πλευρά το Βυζαντινό παρελθόν της πόλης με το τείχος του Θεοδοσίου. Από την άλλη πλευρά το τοπόσημο από το πρόσφατο παρελθόν της πόλης μας, που συνδέεται με την απελευθέρωσή της, η Λέσχη Κομοτηναίων. Η Λέσχη Κομοτηναίων, ως αρχιτεκτόνημα και ως χώρος Πολιτισμού, εντάχθηκε πλέον στα ιστορικά Καφέ όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης.

Τέλος, έχουμε μπροστά μας ένα τρίτο σημαντικό κρατούμενο. Ένα καλό βιβλίο. Τίτλος του «Η κόρη της Μαρίας Κάλλας». Συγγραφέας του η Γεωργία Συμεωνίδου. Ερώτημα. Μπορεί ένα καλό βιβλίο να αποτελέσει συνεκτικό δεσμό και κεντρομόλο δύναμη για μια συντροφιά ανθρώπων, όπως είναι απόψε η δική μας;

Μπορεί να μας ταξιδέψει στον κόσμο που έπλασε η συγγραφέας με περισσή αγάπη, έγνοια και ευθύνη; Ασφαλώς και μπορεί. Γιατί αυτή ακριβώς είναι η μαγεία αλλά και ο ορισμός ενός καλού βιβλίου. Σε παίρνει από το χέρι και σε συνεπαίρνει. Σε μυεί σταδιακά στον κόσμο που έπλασε η συγγραφέας και, όπως στην καλή θεατρική παράσταση, δεν κοιτάς ποτέ το ρολόι σου, έτσι και στην ανάγνωση ενός καλού βιβλίου δεν εγκαταλείπεις τη ροή της αφήγησης μέχρι να σε οδηγήσει σταδιακά στην κορύφωση και στη λύση της ιστορίας.

Αυτό ακριβώς κατορθώνει η Γεωργία Συμεωνίδου με την τέχνη και τις τεχνικές της αφήγησής της. Έτσι, όσοι απόψε θέλουμε να σας συστήσουμε τη συγγραφέα Γεωργία Συμεωνίδου και το βιβλίο της «Η κόρη της Μαρίας Κάλλας» έχουμε αναλάβει έργο ευχάριστο, ευφρόσυνο και μάλλον ευχερές.

Το στίγμα του μυθιστορήματος

Προσωπικά, αν και Φιλόλογος, δεν θα σας εμπλέξω σε βαθυστόχαστες προσεγγίσεις του τύπου «κοιτάξτε πόσο χαρισματική είμαι, αφού ξεκλειδώνω πτυχές του βιβλίου που εσείς δεν μπορείτε να συλλάβετε –ούτε μάλλον και η συγγραφέας– και μάλιστα τις διατυπώνω και σε γλώσσα άκρως λεξιλάγνα και ελιτίστικη, για να μην τις αντιληφθείτε ποτέ».

Ωστόσο, ποιος τελικά θα είναι ο ρόλος μου στην αποψινή βιβλιοπαρουσίαση; Απλώς θα χαράξω μόνο κάποιες συντεταγμένες, για να μπορέσουμε, αν θέλετε, να συναντηθούμε ως αναγνώστες στο στίγμα του βιβλίου, που είναι και η ουσία του.

Και η ουσία του βιβλίου της Γεωργίας Συμεωνίδου σχετίζεται άμεσα με το μήνυμα τού κορυφαίου θεατρικού έργου του Λουίτζι Πιραντέλλο «Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε». Σ’ αυτό το έργο οι άνθρωποι προσπαθούν να αποδείξουν την αλήθεια τους με βάση τα φαινόμενα. Αλλά πώς να ξεχωρίσουν την αλήθεια από τα φαινόμενα, εφόσον πρόκειται για διαδικασία υποκειμενική και συνάμα δύσκολη; Επιπλέον, υπάρχει και η νοσηρή συνήθεια σε κάθε σχεδόν άνθρωπο να παίρνει θέση για τα ζητήματα της προσωπικής ζωής των άλλων, χωρίς καν να του έχει ζητηθεί. Αδιακρισία; Έλλειψη σεβασμού; Ποικίλα συμφέροντα; Έτσι, προκύπτουν πολλές αληθοφανείς εκδοχές στην ερμηνεία των γεγονότων. Στην ουσία τους όμως ψεύτικες. Fake News θα λέγαμε σήμερα, που παίρνουν τεράστιες διαστάσεις, ιδιαίτερα από την αναπαραγωγή τους από τα έντυπα και τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στο βιβλίο.

Η Πένη, «αποδεδειγμένα» κόρη της Μαρίας Κάλλας

—Θα μπορούσε η Πένη, η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος, να είναι η κόρη της μεγάλης ντίβας Μαρίας Κάλλας, μια κόρη που μεγάλωσε μακριά από τα αδηφάγα φώτα της δημοσιότητας, στις Σέρρες, υιοθετημένη από μια μικροαστική αλλά με δικό της, ιδιαίτερο, αξιακό κώδικα οικογένεια;

Θα μπορούσε. Ή μάλλον «έτσι ακριβώς είναι» απαντά η Αθηνά Τσαπαρίδου, δημοσιογράφος και εκδότρια της Σερραϊκής εφημερίδας «Πρώτο Φως», αλλά και στενή φίλη της Πένης. Δημοσιεύει, μάλιστα, και τα αποδεικτικά στοιχεία από την έρευνά της, προκαλώντας διπλό σοκ, ένα διεθνές δημοσιογραφικό σοκ και ένα εξίσου δυνατό σοκ στην Πένη, η οποία, εμπαίζοντας το δημοσιογραφικό δαιμόνιο της φίλης της, στην αρχή τουλάχιστον το εξάπτει, για να μην πω ότι το χειραγωγεί.

Στο σημείο αυτό, για να καταλάβετε τι ακριβώς εννοώ, ας ρίξουμε μια ματιά στο βιβλίο. Διαβάζουν για μας τα μέλη της Θεατρικής Ομάδας της Πολιτιστικής Κίνησης Ν. Ροδόπης Αγάπη Ηλιάδη, Λίτσα Κυριαζίδου και Απόστολος Πεχλιβανίδης.

Πένη: Κοίτα, έχω μια είδηση που όχι μόνο θα σώσει την εφημερίδα σου, αλλά θα γίνεις η πιο γνωστή δημοσιογράφος της Ελλάδας και μιλάω σοβαρά.

Αθηνά: Μη με τρελαίνεις, συνέχισε

Πένη: Δεν μπορώ να σου πω πολλά. Έχω ορκιστεί να πεθάνω με αυτό το μυστικό. Από την άλλη πάλι λέω ότι δεν κάνει να χαθεί. Πρέπει να μαθευτεί γιατί έχουν γραφτεί τόσα ψέματα και υπερβολές που πραγματικά δεν αντέχω.

Αθηνά: Λοιπόν!

Πένη: Και σκέφτομαι ότι αν κάτι μου συμβεί, η αλήθεια δεν θα γίνει ποτέ γνωστή και αυτό δεν μπορώ να το επιτρέψω.

Αθηνά: Αυτό είναι κινέζικο βασανιστήριο. Αρχίζω να πιστεύω ότι με δουλεύεις. Μίλα, αλλιώς φεύγω.

Πένη: Όχι, κάτσε, θα σου πω, πρέπει να σου πω. Λοιπόν, υπάρχει μία είδηση που αν μαθευτεί θα σκάσει σαν βόμβα. Δεν μπορώ όμως να μιλήσω γιατί έχω ορκιστεί.

Αθηνά: Φεύγω.

Πένη: Κάτσε κι άκου προσεκτικά. Μπορώ να σου πω ότι η είδηση είμαι εγώ. Τα υπόλοιπα θα τα βρεις μόνη σου.

Αθηνά: Μα γιατί να είσαι η είδηση; Είσαι σε καμιά τρομοκρατική οργάνωση;  Έχεις μπλέξει με ναρκωτικά, έχεις σκοτώσει;

Πένη: Έλα βρε Αθηνά, αυτά δεν αποτελούν ειδήσεις στις μέρες μας! Είναι κάτι άλλο, πολύ πιο μεγάλο.

Αθηνά: Με κοροϊδεύεις;

Πένη: Λοιπόν, θα σου δώσω ένα στοιχείο, έτσι ως φιλική χειρονομία. Με ξέρεις όλη σου τη ζωή και είσαι παιδί της γειτονιάς. Θυμήσου, ψάξε, βρες.

Αθηνά: Να ψάξω λες τη ζωή σου;

Πένη: Και να θυμηθείς.

[2ο κεφάλαιο «Εν Σέρραις», σ. 32]

Η συγγραφέας πάνω σ’ αυτόν τον βασικό αφηγηματικό καμβά της κατασκευασμένης είδησης παρουσιάζει με αναδρομικές αφηγήσεις την ανέμελη έως ανεύθυνη ζωή της Πένης μεταξύ της αγροικίας της στο Σιρμιόνε της Ιταλίας και του σπιτιού της στο Παρίσι. Εκεί η Πένη ζούσε ως επίζηλος κληρονόμος ακινήτων αλλά και ως σταθερή υπέρμαχος ερώτων, ταξιδιών και βιβλίων. Μέσα από αναδρομικές αφηγήσεις, επίσης, παρουσιάζονται η ιστορία της οικογένειάς της και εν μέρει η πρόσφατη ιστορία των Σερρών από τα χρόνια της Βουλγαρικής Κατοχής (1941-1944) μέχρι σήμερα, αλλά και το πλέγμα των σχέσεων της Πένης με τους ανθρώπους που διαμόρφωσαν τον αντισυμβατικό χαρακτήρα της και τον ανοιχτό, σχεδόν αναρχικό, τρόπο της ζωής της.

Η αργοπορημένη ωρίμανση της Πένης

Από την άλλη πλευρά οι περιγραφές, οι διάλογοι, τα σχόλια και οι εσωτερικοί μονόλογοι της κεντρικής ηρωίδας αλλά και των άλλων προσώπων, που συνδέονται στενά μαζί της, αποκαλύπτουν τη ζωή στο εδώ και το τώρα της πενηντάχρονης πια Πένης, που επιστρέφοντας στις Σέρρες φαίνεται να μπαίνει σε μια αργοπορημένη διαδικασία αυτογνωσίας και ωρίμανσης. Αναλαμβάνει, επιτέλους, ευθύνες. Συγκρούεται με αγαπημένα πρόσωπα. Πληγώνεται. Έχει μητέρα με άνοια, έγκλειστη σε ειδικό Κέντρο.

Πένη: Καλημέρα μανούλα. Πώς είναι το κορίτσι μου σήμερα;

Μητέρα: Είμαι θυμωμένη μαζί σου.

Πένη: Γιατί μαμά;

Μητέρα: Πού είσαι τόσο καιρό και δεν έρχεσαι; Σε ψάχνει ο πατέρας σου.

Πένη: Μαμά, ξέρεις ποια είμαι;

Μητέρα: Η Αμαλία, η κόρη μου.

Πένη: Μαμά, η Πένη είμαι.

Μητέρα: Εμένα μη με κοροϊδεύεις, ξέρω καλά ποια είσαι. Εσύ δεν είσαι η Αμαλία που παντρεύτηκες τον Πέτρο; Αφού ήρθα στον γάμο και σε είδα. Εμένα ήθελε ο Πέτρος, αλλά τον έκανες μάγια και μου τον πήρες παλιοθήλυκο.

Πένη: Μαμά…

Μητέρα: Φύγε να μη σε βλέπω αντροχωρίστρα. Δεν ντρέπεσαι και έρχεσαι στο σπίτι μου;

Πένη: Βρε μαμάκα μου…

Μητέρα: Φύγε!

[4ο κεφάλαιο «Παλιοί λογαριασμοί», σ. 65]

Γνωριμία με την Ελένη, τον αντίποδα της Πένης

Με την επιστροφή της Πένης στις Σέρρες ανοίγουν και άλλοι παλιοί λογαριασμοί. Αυτή τη φορά με τη μεγαλύτερη αδελφή της, Ελένη. Η Ελένη είναι ο αντίποδας της Πένης. Λειτουργεί ως επιτομή της ωριμότητας, της υπευθυνότητας και των δύσκολων αποφάσεων από μικρό παιδί. Η ίδια είναι Γιατρός και ταυτόχρονα έχει την ευθύνη του σπιτιού και των γονιών τους.

Ελένη: Από την ώρα που γεννήθηκες όλοι για σένα, όλα για σένα. Σε έφεραν σπίτι και εγώ εξαφανίστηκα, λες και δεν υπήρχε άλλο παιδί. Δεν με πείραξε, αλήθεια στο λέω. Σε αγαπούσα πολύ και δεν ζήλευα που ο κόσμος γυρνούσε γύρω από σένα, αλλά να σου πω κάτι; Έχασα πολλά από τη στιγμή που μπήκα σε δεύτερη μοίρα.

Πένη: Ήμουν μωρό, οι ανάγκες μου ήταν μεγαλύτερες.

Ελένη: Και μετά ήσουν παιδί και έπρεπε να σε προσέχουν όλη μέρα και μετά ήσουν δύσκολη έφηβη και μετά μεγάλωσες και όλοι χόρευαν στον ρυθμό σου γιατί δεν ανεχόσουν μύγα στο σπαθί σου και δεν μπορούσαν να σου αρνηθούν τίποτα. Μια ζωή το ίδιο βιολί. Η Πένη και οι ανάγκες της. Η Ελένη δεν είχε καμία ανάγκη, η Ελένη ήταν ικανοποιημένη με ό,τι της έδιναν. Η ήσυχη και ώριμη Ελένη.

Πένη: Μα έτσι ήσουν.

Ελένη: Έτσι με κάνατε γιατί έτσι σας βόλευε. Αλλά μέχρι εδώ.

[4ο κεφάλαιο «Παλιοί λογαριασμοί», σ. 72]

Αλλά και οι φίλοι της Πένης, όταν τη συναντούν μεγάλη πια, ανοίγουν και αυτοί τα τεφτέρια και διατυπώνουν απορίες και ερωτήσεις για τον ασύμβατο με τον επαρχιωτισμό των Σερρών τρόπο ζωής της.

Γιώργος: Αλήθεια, πώς είναι η ζωή σου;

Πένη: Τι να πω; Εμένα μου φαίνεται καλή. Δεν ξέρω, είμαι ευχαριστημένη.

Γιώργος: Και πώς επέλεξες να ζεις έτσι μποέμικα; Ήθελε κότσια.

Πένη: Από τη στιγμή που είχα δίπλα μου τον Τζουζέπε, μόνο αυτήν τη ζωή μπορούσα να κάνω. Ήταν ο μέντοράς μου, ο άνθρωπος που του χρωστώ τα πάντα. Χωρίς αυτόν δεν θα είχα τις ίδιες προοπτικές.

Γιώργος: Ναι, η ορντινάντσα σου.

Πένη: Ο κατ’ εξοχήν μου άνθρωπος.

Γιώργος:  Ήσασταν ζευγάρι;

Πένη: Τι λες ρε Γιώργο; Ο Τζουζέπε ήταν πατέρας μου.

Γιώργος: Θυμάσαι το κόλλημά σου με την Κάλλας; Είχες φωτογραφίες της παντού, άκουγες όλη μέρα δίσκους της, είχες εμμονή μαζί της.

Πένη: Ακόμη έχω κόλλημα και μάλιστα μεγάλο. Αυτή η γυναίκα άλλαξε τη ζωή μου.

Γιώργος: Δηλαδή η Κάλλας και ο Τζουζέπε σ’ έκαναν αυτό που είσαι σήμερα;

[6ο κεφάλαιο «Λόλα, να ένα μήλο», σ. 107]

Ο Ιταλός Τζουζέπε, μέντορας της Πένης

Κομβικό πρόσωπο στη ζωή της Πένης ο Ιταλός Τζουζέπε. Τον έσωσε ο πατέρας της στα χρόνια της Κατοχής από τους φασίστες Γερμανούς και Βούλγαρους. Ο Τζουζέπε, ευγνώμων, έμεινε για πάντα φίλος αδελφοποιτός και στήριγμα της οικογένειας, ενώ από καθαρή συγκυρία έγινε και ο μέντορας της Πένης.

Πένη: Τζούζη, πες Δημήτρη!

Τζουζέπε: Ντιμίτρι.

Πένη: Όχι ντου! Δου, δου!

Πένη: Τζούζη πες γάτα!

Τζουζέπε: Ε, Πένη, ντύσκολο πράμα πω γκάτα;

Πένη: Τζούζη πες..

Τζουζέπε: Ο Δημήτρης έχει μία γάτα στο μαγαζί.

Πένη: Τζούζη! Τα είπες ολόσωστα! Τα μαθήματά μας απέδωσαν!

Τζουζέπε: Πένη, είσαι σίγουρη ότι αυτό θέλεις να κάνεις; Θέλεις να έρθεις μαζί μου;

Πένη: Ναι Τζούζη, θέλω.

Τζουζέπε: Πρέπει να ξέρεις ότι δεν υπάρχει γυρισμός. Ο άνθρωπος είναι σαν το άλογο. Αν βγάλει μια φορά το χαλινάρι, εύκολα δεν το ξαναβάζει.

Πένη: Δεν θέλεις να με πάρεις μαζί σου;

Τζουζέπε: Εγώ όταν γεννήθηκες, όταν σε είδα έτσι μια σταλιά, τότε που ακόμα κανείς δεν ήξερε αν θα τα καταφέρεις, έδωσα υπόσχεση να είμαι πάντα δίπλα σου και το ’κανα. Έχω ευθύνη γι’ αυτό που είσαι σήμερα. Σου έδειξα μια αλλιώτικη ζωή, όμως δεν ξέρω αν έκανα καλά. Πένη, δεν είναι εύκολο να ξεκόψεις από το κοπάδι, είναι μεγάλη η μοναξιά. Τώρα δεν το καταλαβαίνεις, αλλά θα έρθει μια ώρα που ίσως το μετανιώσεις.

Μπορεί το καλό βιβλίο να μας ταξιδέψει στον κόσμο που έπλασε η συγγραφέας με περισσή αγάπη, έγνοια και ευθύνη; Ασφαλώς και μπορεί. Γιατί αυτή ακριβώς είναι η μαγεία αλλά και ο ορισμός ενός καλού βιβλίου. Σε παίρνει από το χέρι και σε συνεπαίρνει. Σε μυεί σταδιακά στον κόσμο που έπλασε η συγγραφέας και, όπως στην καλή θεατρική παράσταση, δεν κοιτάς ποτέ το ρολόι σου, έτσι και στην ανάγνωση ενός καλού βιβλίου δεν εγκαταλείπεις τη ροή της αφήγησης μέχρι να σε οδηγήσει σταδιακά στην κορύφωση και στη λύση της ιστορίας

[8ο κεφάλαιο «Πρόσωπο με πρόσωπο», σ. 131-129]

Από την μποέμ, ασυμβίβαστη και ανοιχτή στις συμπεριληπτικές σχέσεις ζωή της Πένης δεν λείπουν οι γκέι προσωπικότητες, πλήρως αποδεκτές από την ίδια, αλλά εντελώς περιθωριοποιημένες, για να μην πω σκιώδεις έως ανύπαρκτες για τις οικογένειές τους και την ευρύτερη κοινωνία της εποχής.

Πένη: Είμαι η Πένη, γεια σου.

Μανόλης: Κι εγώ είμαι ο Μανόλης. Συγγνώμη που έρχομαι με αυτόν τον τρόπο σπίτι σας, αλλά ο Σωτήρης επέμενε.

Πένη: Και τι κάνεις στο Παρίσι Μανόλη;

Μανόλης: Δουλεύω. Κάνω πρόγραμμα σε ένα μπαρ.

Πένη: Θα ’ρθούμε ένα βράδυ να σε ακούσουμε.

Μανόλης: Είναι gay χώρος, μπορεί να μη σου αρέσει. Ξέρεις είμαι gay. Μπορεί να μη με θέλεις ούτε σπίτι σου, είναι δικαίωμά σου.

Πένη: Μανόλη, δεν έχεις οικογένεια;

Μανόλης:  Έχω. Εσένα.

Πένη: Μου λείπει ο Μανόλης.

Αθηνά: Αν σε παρηγορεί, πες ότι κάπου ζει. Ο Μανόλης επέλεξε αυτό που πίστεψε ότι ήταν η μόνη λύση. Σεβάσου το.

Πένη: Μπορούσα να τον σώσω.

Αθηνά: Μη βαυκαλίζεσαι. Δεν είσαι δα και ο Θεός.

Πένη: Δεν έπρεπε να φύγω.

Αθηνά: Πένη, λογικέψου! Αν δεν έφευγες εκείνη τη μέρα, θα έφευγες λίγο μετά. Μόνο μία παράταση θα έδινες. Βρες το πραγματικό σου πρόβλημα. Είμαστε μεγάλες, θα έχουμε απώλειες. Αυτή είναι η ζωή. Πένη, πήγα στο Σιρμιόνε. Τα ανακάλυψα όλα. Έχω την είδηση.

Πένη: Αθηνά, στο όνομα της φιλίας μας, ξέχνα ό,τι σου είπα. Μην ασχολείσαι.

Πένη: Τώρα είναι αργά Πένη. Τα έχω βρει όλα.

[7ο κεφάλαιο «Η ζωή που περνάει και χάνεται», σ. 124, και
8ο κεφάλαιο «Πρόσωπο με πρόσωπο», σ. 144, 151]

Η σαγήνη των ψευδών ειδήσεων

Στην παγίδα της χαλκευμένης πομπώδους είδησης πέφτει και η Ελένη, η αδελφή της Πένης, ενώ η ίδια είναι Γιατρός, Επιστημόνισσα, άτομο με δοκιμασμένη κριτική σκέψη. Η φέικ εκδοχή των πραγμάτων, επειδή ακριβώς επαναλαμβάνεται και ανακυκλώνεται σε πλείστες εκδοχές είναι τόσο ακαταμάχητη, ώστε συχνά υποκύπτουν στη σαγήνη της και οι ορθολογικοί άνθρωποι.

Ελένη: Πένη, τι έκανες;

Πένη: Τι έκανα;

Ελένη: Μην κρύβεσαι από μένα. Τα ξέρω όλα.

Πένη: Ήθελα να ήξερα ποιος σου τα πρόλαβε!

Ελένη: Τι ποιος μου τα πρόλαβε; Βουίζει ο τόπος.

Πένη: Τι λες μωρέ Ελένη; Βουίζει ο τόπος επειδή φιλοξενώ τον γάτο της φίλης μου;

Ελένη: Τι κάνεις; Έβαλες γάτα μέσα στο σπίτι μας; Είσαι τρελή;

Πένη: Γιατί, τι άλλο έκανα;

Ελένη: Εσύ και η φιλενάδα σου η Αθηνά. Τι είναι αυτά που έγραψε; Έχουν πάρει φωτιά το twitter, το facebook, οι εφημερίδες. Τι σκαρώνετε εσείς οι δυο; Καλά πού ζεις; Δεν διαβάζεις, δεν βλέπεις τηλεόραση γιατί σίγουρα όλα τα πρωινάδικα στην Ελλάδα πρώτο θέμα θα το έχουν. Αδελφούλα μου, πες μου, δεν είμαστε αδελφές πια;

Πένη: Είμαστε και παρά είμαστε.

Ελένη: Το ήξερα ότι κάτι συνέβαινε. Αλλιώς θα τη θυμόμουν έγκυο τη μαμά, ήμουν ολόκληρο παιδί τότε. Έτσι εξηγούνται πολλά.

Πένη: Α, όχι κι εσύ, να χαρείς. Ελένη, είμαστε πραγματικές αδελφές και βάλ’ το καλά στο μυαλό σου.

Ελένη: Δε θέλω να σε χάσω.

Στο βιβλίο της Γεωργίας Συμεωνίδου ο αναγνώστης λυτρώνεται συναισθηματικά, όταν προκύπτουν λύσεις στα προβλήματα των ηρώων του μυθιστορήματος. Και λύσεις προκύπτουν –ανθρώπινες, όχι απόλυτες– από το άγγιγμα της φιλίας, του έρωτα, της τρυφερότητας και της κατανόησης των άλλων, από το παρεάκι των ζώων, από την αποκάλυψη της αλήθειας, από το χιούμορ που σώζει, από τη συντροφικότητα και την αλληλεγγύη που καθαγιάζουν τις σχέσεις

[10ο κεφάλαιο «Η κόρη της Μαρίας Κάλλας», σ. 170]

«Πολύτιμη συντροφιά το βιβλίο της Γεωργίας Συμεωνίδου»

Στο βιβλίο της Γεωργίας Συμεωνίδου ο αναγνώστης λυτρώνεται συναισθηματικά, όταν προκύπτουν λύσεις στα προβλήματα των ηρώων του μυθιστορήματος. Και λύσεις προκύπτουν –ανθρώπινες, όχι απόλυτες– από το άγγιγμα της φιλίας, του έρωτα, της τρυφερότητας και της κατανόησης των άλλων, από το παρεάκι των ζώων, από την αποκάλυψη της αλήθειας, από το χιούμορ που σώζει, από τη συντροφικότητα και την αλληλεγγύη που καθαγιάζουν τις σχέσεις.

Πολύτιμη, επομένως, συντροφιά το βιβλίο της Γεωργίας Συμεωνίδου «Η κόρη της Μαρίας Κάλλας», γιατί έχει έναν απλό και οικείο τρόπο να μας σεργιανίζει στα αξιοθέατα της ψυχής των ηρώων της, αλλά και στα αξιοθέατα της δικής της ευγενικής ψυχής.

—Έχω και δύο υστερόγραφα και θα τα διατυπώσω, για να μην μου μείνουν ως απωθημένα:

Υστερόγραφο 1

Προσωπικά, ήμουν σχεδόν πεπεισμένη ότι η Γεωργία Συμεωνίδου ήταν Κομοτηναία! Ανακάλυψα τη Σερραϊκή καταγωγή της από το σύντομο βιογραφικό που υπάρχει στο βιβλίο της. Ωστόσο, η Γεωργία έζησε στην Κομοτηνή 27 ολόκληρα χρόνια! Υπήρξε δραστήριο μέλος του Κινήματος των Α.Μ.Ε.Α. των Πολιτιστικών και ιδιαίτερα των Θεατρικών δρώμενων αλλά και των Γυναικείων Συλλόγων της πόλης.

Χαίρομαι ειλικρινά για τους επίκτητους αυτούς συμπολίτες μου! Έρχονται στην Κομοτηνή από επιλογή. Εγκαθίστανται, δένονται συνειδητά με τους ντόπιους και με την ιδιαιτερότητα της πόλης, εργάζονται, ριζώνουν και προσφέρουν στις Δομές, στην Οικονομία, στην Παιδεία, στον Πολιτισμό της πόλης. Όμορφα παραδείγματα όσοι διδάσκουν ή απλώς εργάζονται στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, έχοντας επιλέξει ως τόπο διαμονής τους την Κομοτηνή, αλλά και οι επαναπατρισθέντες από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης συμπολίτες μας, που βρίσκονται κοντά μας ήδη από τη δεκαετία του ’80.

Υστερόγραφο 2

Ευχάριστα είναι τα νέα της πόλης μας και από τον χώρο του λογοτεχνικού βιβλίου. Η πόλη διαθέτει δυνατή και παραγωγική ομάδα Πεζογράφων. Εδώ καμαρώνουμε λίγο παραπάνω για τις πολλές Γυναίκες Πεζογράφους και για την ιδιαιτερότητα της γραφής τους.

Η πόλη διαθέτει Κύκλο Ποιητών με ευαισθησίες και κοινωνικό προβληματισμό. Έχει αξιόλογους ποιητές και από τη Μειονότητα, που εκφράζονται ευθύβολα και εύστοχα και στην ελληνική και στην τουρκική γλώσσα.

Ανάμεσά μας δραστηριοποιούνται τρεις Ομάδες Φιλαναγνωσίας (δύο της Χ.Ε.Ν. Κομοτηνής και μία της Λέσχης Κομοτηναίων), Σύλλογοι, Βιβλιοπωλεία και το εκδοτικό συγκρότημα του Παρατηρητή της Θράκης, που διοργανώνουν παρουσιάσεις βιβλίων και φιλοξενούν συγγραφείς.

Το βιβλίο, επίσης, στηρίζουν και ραδιοφωνικές εκπομπές τόσο της δημόσιας όσο και της ιδιωτικής τοπικής ραδιοφωνίας.

Στην καρδιά του Ιστορικού Κέντρου της Κομοτηνής η ανανεωμένη Δημοτική Βιβλιοθήκη, που στεγάζεται πλέον στο Μέγαρο του Νέστορα Τσανακλή, φιλοξενεί δράσεις που καλλιεργούν όχι μόνο τη φιλαναγνωσία αλλά και την αισθητική αγωγή, την ιστορική και οικολογική συνείδηση, στοχεύοντας σε όλες τις ηλικίες.

Οπότε, στο χέρι μας είναι με την παρουσία και τη στήριξή μας να διατηρούμε και να βελτιώνουμε συνεχώς αυτούς τους πνεύμονες Πολιτισμού, για να αναπνέουμε το καθαρό αεράκι της γνώσης και της επικοινωνίας με τους κόσμους της Λογοτεχνίας.

*Η Δώρα Κάσσα-Παπαδοπούλου είναι φιλόλογος και Γενική Γραμματέας της Πολιτιστικής Κίνησης Ν. Ροδόπης. Το κείμενο είναι η ομιλία της στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου της Γεωργίας Συμεωνίδου, «Η κόρη της Μαρίας Κάλλας» (εκδ. Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή 2020), που διοργανώθηκε την Τετάρτη 29 Ιουνίου, από τις εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης, την Πολιτιστική Κίνηση Ν. Ροδόπης και τη Λέσχη Κομοτηναίων, στην αυλή της Λέσχης. Οι μεσότιτλοι είναι της εφημερίδας.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.