Δωδεκαημερο: Λαικα εθιμικα και τελετουργικα

Το Δωδεκαήμερο με τις τρεις μεγάλες γιορτές του αποτελεί μία από τις σημαντικότερες περιόδους του ετήσιου εορτολογικού κύκλου

Δωδεκαήμερο ονομάζουμε την περίοδο των δώδεκα – στην πραγματικότητα δεκατριών – ημερών από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα, την οποία με παρόμοιο τρόπο ορίζουν και οι άλλοι χριστιανικοί λαοί της Ευρώπης (les Douze Jours, The Twelve Days, I Dodici Giorni, Zwolfnachte). Κοινή την περίοδο αυτή είναι η διακοπή της εργασίας για τον λαϊκό άνθρωπο, όπως επίσης κοινή είναι και η δεισιδαιμονική πίστη σε δαιμονικά όντα, τα οποία κατά την λαϊκή παράδοση κυκλοφορούν τότε στον κόσμο, για να αποτραπούν τελικά μέχρι την επόμενη χρονιά. Κοινή επίσης είναι η συνύπαρξη παλαιών παγανιστικών και χριστιανικών εθίμων κατά τις εορτές του Δωδεκαημέρου, καθώς οι χριστιανικές γιορτές τοποθετήθηκαν στις συγκεκριμένες ημερομηνίες για να επισκιάσουν παλαιότατες ειδωλολατρικές προχριστιανικές εορτές, που βασίζονταν στις ηλιακές τροπές, το χειμερινό ηλιοστάσιο και την απαρχή της αύξησης της μέρας, που συμβαίνει στο διάστημα αυτό.

Τις σημαντικές και σημαδιακές μέρες των εορτών του Δωδεκαημέρου, ο λαϊκός άνθρωπος φρόντισε να τις περιβάλλει με σειρά διαβατηρίων και θρησκευτικών εθίμων, μέσω των οποίων προσπάθησε να εξασφαλίσει την ευτυχία και την μακροημέρευσή του. Με μια σειρά εθίμων και τελετουργιών ο λαϊκός άνθρωπος προσπαθεί να ξορκίσει τον απερχόμενο χειμώνα και να καλωσορίσει την επερχόμενη, ευοίωνη και αναβλαστική άνοιξη, που οριοθετεί περίοδο άνθισης και προμηνύει την καρποφορία του καλοκαιριού. Με τα ποικίλα αυτά έθιμα κατά κανόνα επιδιώκεται να θωρακιστεί τελετουργικά, αλλά και να γίνει αισθητή η μετάβαση από τον χειμώνα στην άνοιξη, από το σκοτάδι στο φως και από τη νέκρωση στην αναγέννηση της φύσης. Επίσης, να εξασφαλιστεί ευετηρική ευτυχία για τη χρονιά που έρχεται και να τονωθεί το θρησκευτικό συναίσθημα και η οικογενειακή συνοχή, με τις εκκλησιαστικές και οικιακές λατρευτικές τελετουργίες των τριών μεγάλων εορταστικών σταθμών της περιόδου (Χριστουγέννων – Πρωτοχρονιάς – Θεοφανείων).

Στα παραδοσιακά ελληνικά σπίτια, έκαιγε στο τζάκι, όλες τις μέρες αυτές, το Χριστόξυλο, ένα μεγάλο ξύλο που έμπαινε εκεί επίτηδες, και του οποίου η χωνεμένη στάχτη συλλέγονταν τελετουργικά στο τέλος του Δωδεκαημέρου, για να χρησιμεύσει ως μαγικό αποτροπαϊκό φυλακτήριο του σπιτιού και της οικογένειας. Στα σύγχρονα σπίτια, που το τζάκι, αν υπάρχει, είναι μάλλον δηλωτικό εκζήτησης και πολυτέλειας παρά χρηστικό, οι κάθε είδους διακοσμήσεις έχουν τον κύριο λόγο, και μάλιστα διακοσμήσεις που αναμειγνύουν την φάτνη με πολλές μορφές ξωτικών από την δυτικοευρωπαϊκή, κατά κύριο λόγο, παράδοση. Τα ξωτικά αυτά, στην ελληνική μάλιστα εκδοχή τους, είναι που ενέπνευσαν, ως μορφές, και τις δωδεκαημερίτικες παραδοσιακές μεταμφιέσεις, όπως αυτές παριστάνονται, κυρίως από τα Χριστούγεννα ως και πριν τα Φώτα, στον βορειοελλαδικό χώρο.

Στον ελληνικό λαό, σπουδαία θέση κατέχουν οι δωδεκαημερίτικες μεταμφιέσεις, που κυριαρχούν ιδίως στον βορειοελλαδικό χώρο. Οι μεταμφιέσεις αυτές υπάρχουν με τόση πολυμορφία και σε τέτοια έκταση, ώστε έχουν απασχολήσει πολλές φορές την επιστήμη της λαογραφίας. Η κοινή μάλιστα κατάληξη όλων των ερευνητών, Ελλήνων και ξένων, είναι ότι κοινό υπόστρωμα των εθίμων αυτών αποτελεί η πανάρχαιη πεποίθηση πως η τέλεσή τους συμβάλλει στην «καλοχρονιά», δηλαδή στην εξασφάλιση, με μαγικό και συμβολικό τρόπο πάντοτε, πλούσιας σοδειάς και σωματικής υγείας και ρώμης, για όλα τα μέλη της παραδοσιακής κοινότητας.

Το Δωδεκαήμερο με τις τρεις μεγάλες γιορτές του αποτελεί μία από τις σημαντικότερες περιόδους του ετήσιου εορτολογικού κύκλου, αφού μάλιστα η περίοδος αυτή συμπίπτει με τις χειμερινές τροπές του ηλίου, μια σημαντική φάση του ετήσιου ημερολογιακού κύκλου, που σημαδεύεται, ήδη από τα αρχαία χρόνια και σε όλους σχεδόν τους λαούς, με ανάλογα σημαντικά έθιμα. Ανάμεσα σε αυτά, στον ελληνικό λαό, σπουδαία θέση κατέχουν οι δωδεκαημερίτικες μεταμφιέσεις, που κυριαρχούν ιδίως στον βορειοελλαδικό χώρο. Οι μεταμφιέσεις αυτές υπάρχουν με τόση πολυμορφία και σε τέτοια έκταση, ώστε έχουν απασχολήσει πολλές φορές την επιστήμη της λαογραφίας. Η κοινή μάλιστα κατάληξη όλων των ερευνητών, Ελλήνων και ξένων, είναι ότι κοινό υπόστρωμα των εθίμων αυτών αποτελεί η πανάρχαιη πεποίθηση πως η τέλεσή τους συμβάλλει στην «καλοχρονιά», δηλαδή στην εξασφάλιση, με μαγικό και συμβολικό τρόπο πάντοτε, πλούσιας σοδειάς και σωματικής υγείας και ρώμης, για όλα τα μέλη της παραδοσιακής κοινότητας.

Οι παραδοσιακές αυτές μεταμφιέσεις συνδέονται με προχριστιανικές επιβιώσεις της λαϊκής εθιμολογίας μας, αφού οι μεγάλες χριστιανικές γιορτές των ημερών τοποθετήθηκαν σε αυτό το σημείο του ετήσιου εορτολογικού κύκλου, ακριβώς για να εκτοπίσουν και να αφομοιώσουν έθιμα ανάλογων αρχαίων εορτών, τα οποία οι χριστιανοί των πρώτων αιώνων συνέχιζαν να διατηρούν, παρά τις περί του αντιθέτου αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και την ανάλογη διδαχή των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας. Να σημειωθεί ότι την ίδια χρονική περίοδο, δηλαδή στις χειμερινές τροπές του ηλίου, ο αρχαίος κόσμος πανηγύριζε έναν από τους μεγαλύτερους και σπουδαιότερους θεούς του, τον Μίθρα. Στο πλαίσιο των εορτών αυτών, ιδιαίτερα δε κατά την εορτή των Καλενδών, οι αρχαίοι συνήθιζαν να μεταμφιέζονται, επηρεασμένοι από τις διονυσιακές τελετές, και η συνήθεια αυτή επιβιώνει μέχρι σήμερα, στις παραδοσιακές δωδεκαημερίτικες μεταμφιέσεις του λαού μας. Έχει υποστηριχθεί ότι το υπόβαθρο της μακραίωνης αυτής παράδοσης είναι βεβαίως διονυσιακό, και βασίμως υποθέτει ότι η σατιρική παράσταση του τοπικού γάμου, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο σχεδόν στοιχείο όλων αυτών των δωδεκαημερίτικων μεταμφιέσεων, των τόσο διαδομένων στον μακεδονικό και, κυρίως, στον θρακικό χώρο, σχετίζεται με τις παραστάσεις της δεύτερης μέρας των Αθηναϊκών Ανθεστηρίων.

Οπωσδήποτε και οι μεταμφιέσεις, όπως άλλωστε και τα υπόλοιπα στοιχεία του αρχαιότερου πυρήνα των ελληνικών λαϊκών εθίμων, υπέστησαν, με την πάροδο των αιώνων και την αλλαγή των κοινωνικών, των οικονομικών και των πολιτισμικών συνθηκών του τόπου, μεταλλαγές, μετεξελίξεις και διαφοροποιήσεις. Βαθμιαία, το γονιμικό στοιχείο υποχώρησε, καθώς η ανάπτυξη των φυσικών επιστημών και της τεχνολογίας έδειξε στους ανθρώπους την ύπαρξη πολλών φυσικών διαδικασιών, για τα πράγματα και τις υποθέσεις που προηγουμένως θεωρούσαν αποκλειστικά εξαρτώμενες από την μαγεία. Υποχώρησε έτσι η αναλογική και η μαγική σκέψη μπροστά στην φυσιοκρατική αντίληψη του κόσμου, και τα ανάλογα ευγονικά δρώμενα και έθιμα απώλεσαν την αιτιώδη ουσία της ύπαρξής τους.

Οι αναφορές μας στα λαϊκά και τελετουργικά έθιμα είναι  αποκαλυπτικές του μεγάλου εθιμικού πλούτου που μελετά και διαχειρίζεται η ελληνική λαογραφία, πλούτου μοναδικού και πολύχρωμου, πολύμορφου και πολυδιάστατου, κυρίως όμως ανθρωποκεντρικού. Γιατί όσα έθιμα παραπάνω αναφέρθηκαν διακρίνονται για την κοινωνική τους λειτουργικότητα, και για την εγγραφή τους σε ένα πλαίσιο αρμονικής ζωής με το φυσικό περιβάλλον και υποδειγματικής συνύπαρξης με τον συγχωριανό και τον συνάνθρωπο, στα πλαίσια πάντοτε των παραδοσιακών ελληνικών κοινωνιών

Το κενό αυτό ήρθε να καλύψει ο υπερτονισμός του ψυχαγωγικού σκέλους αυτών των εκδηλώσεων, ώστε οι δωδεκαημερίτικες μεταμφιέσεις να πάρουν κυρίως τον χαρακτήρα ψυχαγωγικών εκδηλώσεων, αλλά και εκφράσεων της τοπικής πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, όπως φαντασιακά την αντιλαμβάνονται και την συγκροτούν οι κάτοικοι κάθε περιοχής. Μέσα από την διαδικασία αυτή, οι μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου εντάχθηκαν στο πνεύμα του φολκλορισμού, ο οποίος πλέον κυριαρχεί στις εθιμικές εκδηλώσεις του ελληνικού λαού, έχοντας αποβεί ο βασικότερος τρόπος διαχείρισης της παράδοσης στις μέρες μας. Για τον λόγο αυτό βλέπουμε να δραστηριοποιούνται οι διάφοροι τοπικοί σύλλογοι στην οργάνωση και στην διεξαγωγή των κατά τόπους ανάλογων εκδηλώσεων, αφού, στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτό που βλέπουμε και βιώνουμε ως παραδοσιακή εκδήλωση προβάλλει και υποστασιοποιεί ό,τι θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε πολιτισμό των συλλόγων.

Όσα παραπάνω διαπιστώθηκαν ή αναφέρθηκαν, αποτελούν απλές νύξεις σε ένα μεγάλο και σπουδαίο ζήτημα, που έχει απασχολήσει αρκετά την ελληνική λαογραφική βιβλιογραφία, και το οποίο χρειάζεται μεγάλη έκταση για να αναλυθεί και να καλυφθεί. Είναι όμως, οι παρατηρήσεις αυτές, ενδεικτικές του κλίματος που προσδιορίζει τον ελληνικό λαϊκό εορτασμό των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, τόσο σήμερα όσο και διαχρονικά, στην ελληνική λαϊκή λατρευτική και εορτολογική παράδοση. Και είναι, παραλλήλως, αποκαλυπτικές του μεγάλου εθιμικού πλούτου που μελετά και διαχειρίζεται η ελληνική λαογραφία, πλούτου μοναδικού και πολύχρωμου, πολύμορφου και πολυδιάστατου, κυρίως όμως ανθρωποκεντρικού. Γιατί όσα έθιμα παραπάνω αναφέρθηκαν διακρίνονται για την κοινωνική τους λειτουργικότητα, και για την εγγραφή τους σε ένα πλαίσιο αρμονικής ζωής με το φυσικό περιβάλλον και υποδειγματικής συνύπαρξης με τον συγχωριανό και τον συνάνθρωπο, στα πλαίσια πάντοτε των παραδοσιακών ελληνικών κοινωνιών.

Στις μέρες μας, πέρα από την όποια εθιμολογία, το σπουδαιότερο ίσως δίδαγμα της Λαογραφίας είναι η ανάγκη επανόδου στις σπουδαίες αυτές αξίες, που είναι ικανές να εξανθρωπίσουν, και πάλι, την ήδη εξαγριωμένη και αγχώδη καθημερινή μας ύπαρξη και κοινωνική πρακτική. Κι αυτό ίσως είναι το κυριότερο δίδαγμα μιας «λαογραφικής» θεώρησης του Δωδεκαημέρου, ικανό να φωτίσει τον χρόνο που έρχεται,

μαζί με τις ευχές μας για καλή και ευλογημένη χρονιά, με υγεία, ευγονία, ευκαρπία και ευτυχία.

*Ο Μ. Γ. Βαρβούνης είναι Καθηγητής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας και Κοσμήτορας της Σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών

του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.