Δεκα συγγραφεις γνωριζουν το Μουσειο Αλατος Μεσολογγιου και γραφουν επιδεξια «αλατισμενες» ιστοριες στον τομο «Ο,τι ειπαμε…νερο και αλατι» του Κεντρου Λογου και Τεχνης «Διεξοδος»

Συμμετέχει ο Κώστας Δρουγαλάς, συγγραφέας της συλλογής διηγημάτων «Από πού έρχεται η νύχτα», με το διήγημα «Νόστος άνοστος»

Όλη η χώρα ένα μικρό αλωνάκι. Είναι γοητευτικό έτσι από μόνο του, όταν πρωτευουσιάνοι σήμερα συγγραφείς όπως ο Μάνος Κοντολέων, η Κώστια Κοντολέων και η Φιλομήλα Λαπατά, βορειοελλαδίτες όπως ο Ισίδωρος Ζουργός, ο Κώστας Δρουγαλάς, ο Νώντας Τσίγκας και ο Σπύρος Λαμπρίδης, Ηπειρώτες, όπως ο γεννημένος στην Αρτα Γιάννης Καλπούζος, Θρακιώτες συγγραφείς, όπως ο Αλεξανδρουπολίτης Γιάννης Ξανθούλης και Αιτωλοακαρνάνες όπως η σπουδαία Ελένη Πριοβόλου, ανταμώνονται με αφορμή την έκδοση ενός συλλογικού τόμου με τίτλο «Ό,τι είπαμε…νερό και αλάτι», ο οποίος φέρει τη σφραγίδα ενός σπουδαίου οργανισμού, του ξακουστού πανελληνίως Κέντρου Λόγου και Τέχνης «Διέξοδος», που έχει την έδρα του στην Ιερά Πόλη του Μεσολογγίου και είναι δώρημα ψυχής και ζωής του Μεσολογγίτη δικηγόρου Νίκου Κορδόση.

Η «Διέξοδος», εδώ και εικοσιτέσσερα χρόνια, είναι ένας ενεργός και δραστήριος πυρήνας πολιτισμού −που συντηρεί και εκθέτει σπουδαίες συλλογές ιστορικών κειμηλίων, ενδυμασιών, χειρογράφων, αρχαίων αντικειμένων, ζωγραφικών έργων, αλατιών και αλατιερών−  και με αφορμή το νεοσύστατο Μουσείο Άλατος στην πόλη του Μεσολλογίου αποφάσισε να πραγματοποιήσει την 42α έκδοσή της, προσκαλώντας να στηρίξουν αυτό το νέο εγχείρημα δέκα σημαντικοί συγγραφείς των νεοελληνικών γραμμάτων, γνωρίζοντάς το και  γράφοντας για το αλάτι που νοστιμίζει τη ζωή αλλά, όπως στην προκειμένη περίπτωση συνέβη, και τη γραφή.      

Ο συλλογικός αυτός τόμος,  τον οποίο προλογίζει η διευθύντρια του Μουσείου Άλατος Δέσποινα Κανελλή, απαρτίζεται από μία σειρά πραγματικών ιστοριών και διηγήσεων, το εξώφυλλο και τις εσωτερικές του σελίδες του κοσμούν ελαιογραφίες και χαρακτικά του Γιάννη Ψυχοπαίδη, ενώ την  επιμέλεια  και  τον  συντονισμό  του  είχε, όπως και στα υπόλοιπα 41  βιβλία  της «Διεξόδου»,  ο Αλτάνιος  Κλεισοβίτης.

Σ’ αυτόν συμμετέχει με το διήγημά του «Νόστος Άνοστος», ο Κώστας  Δρουγαλάς, φιλόλογος, ταλαντούχος συγγραφέας και ευαίσθητος αποδέκτης των μετανεωτερικών ιδιορυθμιών των καιρών μας, με τον οποίο είχαμε τη χαρά και την τιμή να συνεργαστούμε στην έκδοση της συλλογής διηγημάτων του «Από πού έρχεται η νύχτα», εκδ. Παρατηρητής της Θράκης, 2022.

«Νόστος Άνοστος» όμως…

Η κυπρία μεγάλη κυρία του θεάτρου Δέσποινα Μπεμπεδέλη, στον ρόλο της Εκάβης, στο έργο «Εκάβη, μια πρόσφυγας», που σκηνοθέτησε ο Νίκος Καραγεώργος, βασιζόμενος στους μονολόγους της στα έργα «Εκάβη» και «Τρωάδες» του Ευριπίδη. Η φωτογραφία είναι του Λέοντα Φραγκούλη από παράσταση στο Αρχαίο Θέατρο της Στράτου, το 2016.

«Νόστος Άνοστος»

Του Κώστα Δρουγαλά*

 Τ’ ακόλουθα συνέβησαν πάνω απ’ τα ερείπια της δοξασμένης Τροίας. Κάπνιζαν ακόμη τα χαλάσματα, και στον θεόχτιστο βωμό, τον σπαρμένο με αλάτι, του Πρίαμου το αίμα δεν είχε στεγνώσει ακόμη απ’ το πικρό του Νεοπτόλεμου μαχαίρι.

Οι Αργίτες φόρτωσαν στα καράβια τα λάφυρα της ιερής μας πόλης. Οι χήρες, οι αδερφές κι οι κόρες μας με κλήρο δόθηκαν όλες στους Αχαιούς. Τις εκλεκτές, τις επώνυμες, βραβεία πολέμου διαλεχτά, μας μοίρασαν αναμεταξύ τους. Την Ανδρομάχη, νύφη μου δυστυχισμένη και κακορίζικη, με λυγμούς τη θρήνησα όταν με τη βία έγινε ερωμένη του νησιώτη Νεοπτόλεμου. Για την Κασσάνδρα μου, που δόθηκε για να στολίζει του Αγαμέμνονα το κρεβάτι, ικέτεψα εις μάτην για την ιερότητα της παρθενίας της πέφτοντας στα γόνατα του Αργίτη βασιλιά. Αυτά ήταν τα μόνα λόγια του: «Ικέτισσα, μάταια προσπέφτεις και παρακαλάς, μοιάζεις του κύματος που σκάει στον θαλασσινό τον βράχο». Για την Πολυξένη μου, που φάνταζε απ’ την πολλή ομορφιά θεά θνητή,γονάτισα και με τα χέρια μου χτύπησα το χώμα όταν μου φέρανε μαντάτα πως με χρυσό σπαθί τη σφάξανε πάνω απ’ το μνήμα του Αχιλλέα. Κι όσο για μένα, την Εκάβη, γριά γυναίκα και βασίλισσα της Τροίας, με πρόσφεραν για δούλα στον θεϊκό Οδυσσέα. Γι’ αυτά και για τα επόμενα απλώνω στεναγμούς και θρήνους στον αέρα.

       Κρυφή μου παρηγοριά ο Αστυάναξ, μονάκριβος κι αγαπημένος εγγονός, φως δειλό μες στα σκοτάδια της Εκάτης που απλώθηκαν ολόγυρα. Φως κι ελπίδα, πως τα κατοπινά χρόνια μεγαλώνοντας θα αναπαρθένευε την Τροία. Μα σαν ν’ αντιλήφθηκε τον κρυφό μου πόθο ο Οδυσσέας, διαταγή έδωσε να το τυλίξουν με αλυσίδες, εννιά χρονών παιδί, και το γκρεμίσανε από ψηλό καστρόπυργο. Έσυραν το άψυχο κορμάκι του ανάμεσα απ’ τα φρύγανα τα φρυγικά και το κουβάλησαν αιμόφυρτο στην ασπίδα του Έκτορα απάνω. Άγρια που είναι η γνώση στα γεράματα, όταν τα πάντα έχεις χάσει και μέσα στην απώλεια πάντα υπάρχει λίγο ακόμη για να χάνεις. Όλοι τους ευτυχισμένα κομμάτια της ζωής μου ήτανε, και τώρα που δεν υπάρχουν πια, σκιές έχουνε γίνει κι αυλακιές στα μάγουλά μου.

Τα δάκρυα κυλούσαν πάνω μου και στάλαζαν στο χώμα των προγόνων. Τότε ευθύς με φώναξε ο Ταλθύβιος πως είχε φτάσει η μαύρη ώρα μου σε καράβι αργίτικο ν’ ανέβω. Σκληρά έφτυσα λόγια στον γέροντα μαντατοφόρο μπρος για τον πολύτροπο Οδυσσέα. Κάποτε εδέησε ο πολυμήχανος και μ’ άκουσε. Αίφνης βγήκε απ’ τις τέντες του Αγαμέμνονα και με γυμνό το ξίφος προς το μέρος μου ήρθε. Τότε μάνιασα κι εγώ και φόβο δεν φοβήθηκα.

―Τιποτένιε, το ’χεις συνήθειο φαίνεται να ορθώνεις ξίφος σε γυναίκες που κακό να κάνουν δεν μπορούνε. Δειλός και στην Αυλίδα ήσουν αφού στην Ιφιγένεια, λουλούδι πρωτότοκο της Κλυταιμήστρας, σπαθί ξεθηκάρωσες, μα το ’κρυψες μεμιάς, όταν μπροστά σου ορθώθηκε ο Αχιλλέας. Ποιος λογαριάζει κι εσένα με τους άντρες; Εμπρός, λοιπόν, τόλμα το, χτυπιά κατάστηθη να μπήξεις. Όταν οι χαρές τελειώνουν, τότε τα βάσανα με βάσανα δεν μοιάζουν.

―Προχώρα, δούλα, εμπρός, ανέβα στο καράβι μου και λόγια άλλα να μην πεις. Γιατί σε γυναίκες συνετές οι συνετές ταιριάζουνε κουβέντες”.

―Τι κι αν είμαι δούλα πια στα μάτια σου, σταλιά δεν σε φοβάμαι. Για μένα ο θάνατος βαρύς δεν θα ’ναι όσο νομίζεις. Ν’ αφανιστείτε!

Με βία μ’ έσπρωξε ν’ ανέβω στο καράβι. Αντίσταση δεν του ’φερα, μόνο κοιτάζοντας τη θάλασσα σκεφτόμουν πως όμοιά της ήμουν κι εγώ. Όσους νεκρούς κρατά η θάλασσα, άλλους τόσους μέσα μου κι εγώ βαστώ. Κι όσο αλάτι κρύβεται μες στο νερό της, άλλο τόσο απ’ τα μάτια μου έχει κυλήσει.

Μα δεν τα βλέπει αυτά ο Οδυσσέας, αφού τυφλοί στέκουν οι νικητές απέναντι στους νικημένους. Τον νόστο του ονειρεύεται, της Πηνελόπης το ζεστό κρεβάτι. Μα θα ’ρθει η ώρα που δάκρυα θα γευτεί κι αυτός όταν πονέσουνε και τα δικά του μάτια. Ως τότε, άνοστος ας είναι ο γυρισμός του.

* Το βιβλίο «Ό,τι είπαμε…νερό και αλάτι», εκδ. Κέντρου Λόγου και Τέχνης «Διέξοδος», Μεσολόγγι 2023 διατίθεται στο Μεσολόγγι από το Μουσείο Άλατος και  το  Ιστορικό Μουσείο «Διέξοδος»,  στην  Αθήνα  και  τη Θεσσαλονίκη από τα βιβλιοπωλεία του  Μορφωτικού Ιδρύματος  της Εθνικής Τράπεζας (ΜΙΕΤ).

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.