Χρηστος Χαρτοματσιδης: «Η Πολυνα Μπανα γραφει μικρα αφηγηματα σε γλωσσα ζωντανη που διαβαζονται απνευστι»*
Η Πολύνα Μπανά είναι ακούραστος πρωτεργάτης του πολιτισμού στην πόλη της, τη Δράμα. Η ίδια είναι ποιήτρια που με πολύ ενθουσιασμό και ενέργεια ασχολείται συνεχώς με το βιβλίο –οργανώνει παρουσιάσεις και κάθε είδους πολιτιστικές εκδηλώσεις. Γνωρίζει πολύ καλά τις καταστάσεις τόσο στα καλλιτεχνικά, όσο και στον πραγματικό, μη λογοτεχνικό κόσμο. Ίσως να τη βοηθάει και η ιδιότητά της του δικηγόρου, που αναγκαστικά, αποκτά παραστάσεις και πρέπει να αντιμετωπίσει την αυθεντική ζωή, την πίσω αυλή της κοινωνίας. Βασικό στοιχείο που χρησιμοποιεί είναι η μέθοδος των αντιθέσεων. Τις συγκεντρώνει δημιουργώντας ένα επικίνδυνο μείγμα, που όταν ακολουθήσει η έκρηξη, θα λάμψουν οι χαρακτήρες των ηρώων.
Το περιβάλλον όπου κινούνται οι ήρωες της είναι η Δράμα. Η Πολύνα με θάρρος αποκαλεί τη γενέτειρά της όχι με το καλοπροαίρετο κι εύηχο «περιφέρεια», μα με τον σκληρό όρο: «επαρχία». Αναφέρεται στα επαρχιώτικα ήθη που ας μη ξεχνάμε, είναι προϊόν νοοτροπίας κι όχι καταγωγής. Μπορείς να τα συναντήσεις τόσο στη Δράμα, όσο και στο κέντρο της Αθήνας, ή στη Νέα Υόρκη. Ποιες όμως είναι οι ιδιαιτερότητές τους, τα κύρια χαρακτηριστικά τους;
Η ζωή στην επαρχία είναι πολύ πιο εύκολη, επειδή όλοι γνωρίζονται. Οι περισσότεροι ακόμη από το δημοτικό, όπου ήταν συμμαθητές. Γι αυτό και στις υπηρεσίες τα καψόνια είναι λιγότερα, γίνονται εξυπηρετήσεις, διευκολύνσεις, η αγενής συμπεριφορά είναι κατακριτέα και η συμπάθεια και συμπαράσταση εμφανή. Κι ακριβώς επειδή όλοι γνωρίζονται η ζωή στην επαρχία μερικές φορές γίνεται κόλαση. Εδώ δεν μπορείς να λάμψεις σαν προφήτης, επειδή όλοι σε θυμούνται πως σαν μαθητής ήσουν ένα ταλαίπωρο βλαμμένο που το κοροϊδεύανε. Κι επειδή νιώθεις να σε πνίγει ο τόπος σου, ψάχνεις για ευκαιρίες στην Πρωτεύουσα, με την ελπίδα πως θα βρεις εκεί το εφαλτήριο, ή έστω το καταφύγιο για τις πληγωμένες σου φιλοδοξίες.
Οι σχέσεις στη μικρή πόλη δεν είναι πολύπλοκες. Τα σχήματα είναι καθαρά, οι απαγορευμένοι έρωτες πιο δραματικοί κι όλα αυτά επιτρέπουν στους συγγραφείς να δίνουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα των ηθών.
Στην επαρχία, σύμφωνα με τα αφηγήματα της Πολύνας, θα συναντήσεις μια σχεδόν σουρεαλιστική συνύπαρξη αντιθέσεων στις νοοτροπίες, όπου με άνεση συμβαδίζουν το παμπάλαιο μαζί με το υπερμοντέρνο, που ακόμη δεν το έχουν κατανοήσει καλά καλά, κι όμως βιάζονται να το μιμηθούν, να το εφαρμόσουν με πείσμα επειδή «έτσι το απαιτούν οι καιροί», προσαρμοσμένο όμως στις φτωχές τους αντιλήψεις. Βλέπουμε σύγχρονα κοριτσάκια δεκαεννέα χρονών με μυαλά της δεκαετίας του πενήντα. Να έχουν ως σκοπό της ζωής τους όχι την εξέλιξη και την σταδιοδρομία, μα την αποκατάσταση μέσω του γάμου. Σαν να βυθιζόμαστε στην ατμόσφαιρα του παλαιού ελληνικού κινηματογράφου.
Ταυτόχρονα και σε απόλυτη αντίθεση, μα και σύγχυση, ο ίδιος χαρακτήρας με θράσος στοιχηματίζει, πως θα καταφέρει μέσα σε 30 λεπτά να ξεμυαλίσει και να «πηδήξει» τον μπάρμαν στις τουαλέτες του καταστήματος. Βλέπουμε κυρίες της καλής κοινωνίας, με ένδοξο, ερωτικό παρελθόν, να γίνονται αυστηροί κριτές των ηθών. Μεγαλο-ιατρός γυναικολόγος να ενθουσιάζεται με την κάπως «παρδαλή» μέλλουσα νύφη του με το σκεπτικό πως επειδή έχει γλεντήσει τα νιάτα της, μετά τον γάμο θα γίνει αφοσιωμένη νοικοκυρά. Προφανώς παρηγορείται με το γαλλικό ρητό πως η γυναίκα πρέπει να έχει παρελθόν κι ο άντρας μέλλον.
Μας εντυπωσιάζουν ψυχολογικές αντιθέσεις, που ορίζουν πολυδιάστατους χαρακτήρες. Μια χήρα που δεν χώνευε τον άντρα της εν ζωή, κατανοεί, μετά τον θάνατό του πως η βάση της σχέσης τους ήταν το ειλικρινές, αμοιβαίο μίσος, αυτό που της έδινε την ευκαιρία να ξεσπάει επάνω του με όλη της την κακία… Επανεκτιμάει τον γάμο της σαν μια πετυχημένη συνύπαρξη αντιθέσεων, κάτι περίπου σαν την ίδια τη ζωή στην επαρχία. Είναι χαρακτηριστικό, πως η συλλογή αρχίζει ακριβώς με αυτό το διήγημα, αναφορά σε μια σχέση αδιαφορίας και μίσους. Η λέξη αγάπη απουσιάζει!
Μια άλλη ιστορία είναι με τον «κουλτουριάρη» που διαβάζει Έλιοτ, Έζρα Πάουντ κι ακούει μονάχα Τρίτο πρόγραμμα, μα δεν καταφέρνει να εισαχθεί στο πανεπιστήμιο, επειδή κόβεται τρεις φορές… στην έκθεση!!!
Διαβάζουμε για τον φτωχό μεροκαματιάρη, που μόλις και με το ζόρι τα βγάζει πέρα οικονομικά, μα είναι τακτικός θαμώνας στα μπουζούκια, κάθεται πρώτο τραπέζι πίστα και εξοδεύει όλα του τα λεφτά σε σαμπάνιες και γαρύφαλλα, για τις τραγουδίστριες, τις οποίες αν και πεθαίνει να το κάνει, δεν τολμάει να αγγίξει, είτε επειδή είναι ντροπαλός είτε επειδή θέλει να τον θεωρούν «τζέντλεμαν». Το κατάστημα του το ανταποδίδει, με φιλοφρονήσεις, τεμενάδες και κωλοτούμπες, δηλώνουν φανατικοί φίλοι του, που όμως δεν γνωρίζουν καν το όνομά του. Και είναι η μοναδική φορά που η συγγραφέας θα παραιτηθεί από τον ρόλο του ουδέτερου, ανεπηρέαστου παρατηρητή, που μόνο καταγράφει τα γεγονότα, για να μας θυμίσει αγανακτισμένη το ξεχασμένο, πραγματικό όνομα του ήρωά της.
Μόνο εδώ στην επαρχία μια γυναίκα θα χρειαστεί να προσποιηθεί μπροστά στο κοινωνικό της περιβάλλον πως δήθεν έχει πρόβλημα υγείας, για να δικαιολογήσει την απόφασή της να μην κάνει παιδί.
Ναι, στην μεγαλούπολη χάνεσαι στην πολυκοσμία. Ευτυχώς! Ευτυχώς;
Ναι, στην μεγαλούπολη δεν χρειάζεται να απολογείσαι σε κανέναν.
Κανείς δεν σε ξέρει, άρα όλα επιτρέπονται! Γι αυτό εκεί όλοι είναι νευρικοί, εριστικοί, αποξενωμένοι κι… ελεύθεροι.
Θυμόμαστε το ρητό, πως «Η κόλαση είναι οι άλλοι» κι αναρωτιόμαστε: ποιοι άλλοι – αυτοί που σε γνωρίζουν από μικρό παιδί μα δεν τους αντέχεις, που σε ζηλεύουν, σχολιάζουν και μισούν, ή οι άλλοι, που σε αγνοούν που δεν σε λογαριάζουν, που αδιαφορούν πλήρως για την ύπαρξή σου.
Τι θέλουμε τελικά; Να μας αγαπάνε, μα να μην νιώθουμε καμία υποχρέωση προς αυτούς που μας αγαπάν; Ή, να μην μας αγαπάνε και να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο από υποχρεώσεις, φορτικούς, συγγενείς και περιβάλλον;
Δεν μπορείς να μην τα σκέφτεσαι όλα αυτά, διαβάζοντας το βιβλίο της Π. Μπανά. Με κάθε της μικρό διήγημα, συμπληρώνεται η ολική σφαιρική εικόνα της ζωής στην επαρχία. Μια ξεχασμένη κι από τον Θεό πόλη, καταστραμμένη από το κλείσιμο των εργοστασίων κι από την οικονομική κρίση, που δέχεται τη χαριστική βολή από την πανδημία.
Το βιβλίο αποτελείται από έξι ενότητες – κύκλους, όπου η κάθε μία περιέχει διηγήματα που εστιάζουν στο ίδιο βασικό μοτίβο. Σε κάποια από αυτά, όπως: «Η οικογένεια στο μικροσκόπιο» και «Τρέχουσα ηθική» η αφήγηση είναι σπονδυλωτή – βλέπουμε το ίδιο θέμα από την οπτική γωνιά των διαφόρων ηρώων που συμμετέχουν. Τα αφηγήματα είναι μικρά, η γλώσσα ζωντανή, διαβάζονται απνευστί. Η συγγραφέας αποφεύγει να πάρει άμεσα θέση προς τα θέματα που θέτει, αφήνει τον καθένα μόνο του να φτάσει στα απαραίτητα συμπεράσματα. Αν όμως ο αναγνώστης προτιμάει να μη χαλάσει τη καλή του διάθεση, να μη προβληματιστεί, να ψάχνει μοναχά να περάσει κάπως η ώρα…, τότε η συλλογή με τα διηγήματα της Πολύνας Μπανά δεν είναι γι αυτόν. Ας βρει κάτι άλλο.
Θα τελειώσω με τους στίχους ξένου τραγουδιού σε ελεύθερη μετάφραση:
« Στην μικρή πόλη, δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα σπουδαίο, εκτός από το να ερωτευτείς!»
* Ο Χρήστος Χαρτοματσίδης είναι συγγραφέας. Πρόσφατα, από τις εκδόσεις Βακχικόν κυκλοφορήθηκε το μυθιστόρημά του «Hellga και Hellena». Το κείμενο είναι η ομιλία του στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου της Π. Μπανά, «Μικρές Ρωγμές», που διοργανώθηκε από τον Δικηγορικό Σύλλογο Ροδόπης, τις εκδόσεις Νίκας, τον Παρατηρητή της Θράκης και το Βιβλιοπωλείο Δημοκρίτειο την Τετάρτη, 19 Οκτωβρίου, στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κομοτηνής.
Μπορείτε να βρείτε το ρεπορτάζ της παρουσίασης εδώ.
Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.