«Chevreuse», η Εδεμ του Πατρικ Μοντιανο

Πατρίκ Μοντιανό, «Chevreuse», Αχιλλέας Κυριακίδης μτφρ., εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2023, σ.144

Μπορούν οι αναμνήσεις να ανασυρθούν ξαφνικά και να θέσουν από την αρχή τα θεμέλια για μια ζωή χωρίς λάθη και αυταπάτες; Με αντίστοιχα ερωτήματα καταπιάνεται ο Πατρίκ Μοντιανό στο νέο του βιβλίο με τίτλο “Chevreuse”, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Ο Γάλλος νομπελίστας, έχοντας μια αξιοθαύμαστη καριέρα χρόνων στη χώρα μας, κυκλοφορεί το πιο πρόσφατο του βιβλίο, διά χειρός Αχιλλέα Κυριακίδη.

Ο πρωταγωνιστής μας συγγραφέας Ζαν Μποσμάν βρίσκεται ξανά μετά από πολλά χρόνια στην κωμόπολη Σεβρέζ, τον τόπο στον οποίο μεγάλωσε. Μέσα από γλαφυρές περιγραφές οδηγούμαστε και σε μια παρισινή συνοικία, το Οτέιγ, μέσα από το οποίο, παρατηρούμε σπίτια, ξενοδοχεία, καφέ, και γραφικά σοκάκια. Ταυτόχρονα με τα σκηνικά, ο Ζαν θα μας γνωρίσει και κάποια άτομα-σταθμούς της ζωής του, τους οποίους είχε αφήσει στο παρελθόν μια γυναίκα, η οποία φαίνεται να έπαιξε σημαντικό ρόλο, αλλά και τη σχέση του με τους γονείς του. Θα ανακαλέσει μνήμες των παιδικών και νεανικών του χρόνων, ώριμος πλέον, και θα προσπαθήσει να αναζητήσει το πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε ο τόπος καταγωγής του, αλλά και τα άτομα που τον στιγμάτησαν.

Πρόκειται για ένα σύντομο μυθιστόρημα με τη ροή της πλοκής να κυλά αβίαστα, αφήνοντας παράλληλα σε αγωνία τους αναγνώστες για την εξέλιξη των γεγονότων. Παρόλο που ο πρωταγωνιστής μας είναι και ο αφηγητής, θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι τρεις: Αρχικά ο αφηγητής που είναι παιδί, ο αφηγητής που είναι νέος και πλέον ο ώριμος αφηγητής. Ωστόσο η αντιληπτική ικανότητα του Μοντιανό απέναντι στον χρόνο, δεν μας αφήνει περιθώρια να μας μπερδέψει μια τέτοια τεχνική.

Ο Γάλλος συγγραφέας  αγαπά τις λεπτομέρειες και κυρίως τη λεπτομερή περιγραφή των σκηνικών και των συνθηκών, σύμφωνα με τη δική του οπτική και αισθητική. Καταφέρνει πάντα να συνδέει κάποια παρισινή περιοχή με μια προαστιακή, στις οποίες γίνονται μοιραίες συναντήσεις μεταξύ των πρωταγωνιστών. Με λογοτεχνικό πρότυπο τον Προυστ, αφήνει τον αναγνώστη να παρακολουθεί τον πρωταγωνιστή, να «ψαχουλεύει» στις μνήμες που μοιάζουν με όνειρα, καθώς τα γεγονότα του παρελθόντος είναι τόσο μακρινά, και στενάχωρα που στο σήμερα φαίνεται σαν να μην ήταν ποτέ πραγματικότητα, νομίζοντας πως έχει ξεμπερδέψει, χωρίς κάτι τέτοιο να είναι και απολύτως σίγουρο.

Διονύσης Μαρίνος, «Αυτό που καταφέρνει ο Μοντιανό είναι να ενώνει και ταυτόχρονα να επιτρέπει να συγκρουστούν δύο εντελώς ασύμβατοι κόσμοι: η πραγματικότητα και η μυθοπλασία».

Ο Διονύσης Μαρίνος, δημοσιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και συγγραφέας γράφει για το νέο βιβλίο του Πατρίκ Μοντιανό:

«Ηδη από την εισαγωγή του βιβλίου ο συγγραφέας Μποσμάν σημειώνει ονόματα, αποσπάσματα τραγουδιών, δρόμους και ανθρώπους. Λεπτομέρειες που πιστεύει πως θα ρίξουν φως σε πράγματα που του συνέβησαν πριν από πενήντα χρόνια μεταξύ Οτέιγ και Σεβρέζ.

Αν και έχουμε να κάνουμε με ολιγοσέλιδο βιβλίο, ο Μοντιανό με θαυμαστή πυκνότητα μας εμφανίζει τον ήρωά του σε τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους: ως παιδί, ως εικοσάχρονο και ως ώριμο πια. Για να επιβεβαιωθεί αυτό που ο ίδιος γράφει στο μυθιστόρημά του: «Οι διαφορετικές περίοδοι μιας ζωής αντιστοιχούν και σε πολλούς διαδοχικούς θανάτους». Γίνεται αντιληπτό ότι ως παιδί, ο Μποσμάν έγινε μάρτυρας ορισμένων γεγονότων που συνέβησαν σε ένα σπίτι στο Σεβρέζ. Επίσης, ως εικοσάχρονος βρέθηκε μπλεγμένος σε έναν κύκλο ανθρώπων που δεν φημίζονταν για την καλοσύνη τους, με αποτέλεσμα να πέσει θύμα των μηχανορραφιών τους.

Αυτό που καταφέρνει ο Μοντιανό είναι να ενώνει και ταυτόχρονα να επιτρέπει να συγκρουστούν δύο εντελώς ασύμβατοι κόσμοι: η πραγματικότητα και η μυθοπλασία. Ετσι, εισχωρώντας ο ένας μέσα στον άλλον, να μη γίνεται εύκολα αντιληπτό αν όλα αυτά τα έζησε ο Μποσμάν (και σε ποιο βαθμό) ή αν τα επινόησε για χάρη της τέχνης του.Ο Μοντιανό δεν χρησιμοποιεί τη λογοτεχνία μόνο ως μέσο για να ανασύρει ανθρώπους από την αφάνεια και ύστερα να τους αφήσει να ξανακυλιστούν στο βαθύ πηγάδι του παρελθόντος, αλλά λειτουργεί και ως διαμεσολαβητής μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Κάτι που ισχύει συνολικά στο “Chevreuse”, που πατάει γερά και στους δύο κόσμους

Πλέον, ως μεγάλος, ο Μποσμάν, ο οποίος είναι επιπλέον και συγγραφέας, ξαναφτιάχνει αυτόν τον περασμένο κόσμο ψηφίδα ψηφίδα, του μεταγγίζει τη δύναμη της μυθοπλασίας, μετατρέπει τα πρόσωπα του παρελθόντος του (άλλοτε υπαρκτά και άλλοτε φανταστικά) σε ήρωες ενός εν εξελίξει έργου.

Αυτό που καταφέρνει ο Μοντιανό είναι να ενώνει και ταυτόχρονα να επιτρέπει να συγκρουστούν δύο εντελώς ασύμβατοι κόσμοι: η πραγματικότητα και η μυθοπλασία. Ετσι, εισχωρώντας ο ένας μέσα στον άλλον, να μη γίνεται εύκολα αντιληπτό αν όλα αυτά τα έζησε ο Μποσμάν (και σε ποιο βαθμό) ή αν τα επινόησε για χάρη της τέχνης του.

Ο Μοντιανό δεν χρησιμοποιεί τη λογοτεχνία μόνο ως μέσο για να ανασύρει ανθρώπους από την αφάνεια και ύστερα να τους αφήσει να ξανακυλιστούν στο βαθύ πηγάδι του παρελθόντος, αλλά λειτουργεί και ως διαμεσολαβητής μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Κάτι που ισχύει συνολικά στο “Chevreuse”, που πατάει γερά και στους δύο κόσμους».

Ο πολυδιαβασμένος συγγραφέας Πατρίκ Μοντιανό

Ο Πατρίκ Μοντιανό γεννήθηκε το 1945 στο Boulogne-Billancourt από πετέρα Γάλλο εβραϊκής καταγωγής, από σεφαραδίτικη οικογένεια της Θεσσαλονίκης και μητέρα Βελγίδα. Το 1967 γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα, “La place de l’ etoile”, και το στέλνει στις εκδόσεις Gallimard, με παρότρυνση του καθηγητή του Ρεϊμόν Κενό, οι οποίες το εκδίδουν την επόμενη χρονιά. Σήμερα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους συγγραφείς. Έχει τιμηθεί, μεταξύ άλλων με το μεγάλο βραβείο μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας το 1972, με το βραβείο Goncourt το 1976, με το βραβείο του Ιδρύματος Pierre de Monaco το 1984 και με το μεγάλο βραβείο λογοτεχνίας Paul Morand, για το σύνολο του έργου του, το 2000. Στα ελληνικά έχουν εκδοθεί τα βιβλία του: «Η χαμένη γειτονιά» (Χατζηνικολή), «Οδός σκοτεινών μαγαζιών» (Κέδρος), «Άνθη ερειπίων» (Οδυσσέας), «Το άρωμα της Υβόννης», (Λιβάνης, νέα έκδοση: «Η βίλα της θλίψης», «Κυριακές του Αυγούστου», (Καστανιώτης), «Ντόρα Μπρούντερ» (Πατάκης), «Η μικρή Μπιζού», «Ήταν όλοι τους τόσο καλά παιδιά…», «Νυχτερινό ατύχημα», «Στο cafe της χαμένης νιότης», (Πόλις). Έχει γράψει το σενάριο για τις ταινίες “Lacombe, Lucien” του Λουί Μαλ, “Le Fils de Gascogne” του Pascal Aubier και “Bon Voyage/Γοητευτικοί ταξιδιώτες” του Ζαν-Πωλ Ραπενώ. Άλλα έργα του: “La place de l’ etoile”, “Livret de famille”, “Une jeunesse”, “Vestiaire de l’ enfance”, “Voyage de noces”, “Un cirque passe”, “Du plus loin de l’ oubli”, “Des inconnues”, “Paris tendresse”. Το 2014 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, «για την τέχνη της μνήμης μέσω της οποίας ανακάλεσε τα πιο ασύλληπτα ανθρώπινα πεπρωμένα και μας αποκάλυψε τον μικρόκοσμο της Κατοχής», τέχνη της μνήμης μέσω της οποίας ανακάλεσε τα πιο ασύλληπτα ανθρώπινα πεπρωμένα και μας αποκάλυψε τον μικρόσκοσμο της Κατοχής», σύμφωνα με τη λιτή ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.