Αθανασιος Καραφυλλης, Ο ασυμβιβαστος ποιητης Μιχαλης Μελαχροινουδης

Μιχάλης Μελαχροινούδης, «Εν αρχή ην ο λόγος», εκδ. Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή 2021, σ. 64

Οφείλω εξ αρχής τις ευχαριστίες μου προς τις Εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης για την πρόσκληση στη σημερινή παρουσίαση.

Την ποιητική συλλογή του Μιχάλη Μελαχροινούδη «Εν αρχή ην ο Λόγος» τη διαχωρίζω σε τρία μέρη, που αναφέρονται κατά την ταπεινή μου γνώση στις τρεις ηλικιακές φάσεις του ανθρώπου.

1ο μέρος: «Εν αρχή»

Το πρώτος μέρος είναι ένας ύμνος στην παιδική ηλικία, την Αρχή της Ζωής. Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή ενός δασκάλου, συναντώ την πρώτη έκπληξη με αναφορά στο παιδί και «Τα παιδιά του κόσμου». Στην Αρχή και η Αρχή είναι το παιδί, η Αρχή της Ζωής. Και πώς δεν θα μπορούσε ένας δάσκαλος να έχει σαν πρώτη προτεραιότητα το παιδί και τον κόσμο του μέσα από μια «παιδική» ματιά όλου του κόσμου, χωρίς σύνορα: «Τα παιδιά του κόσμου, / των φίλων μας, των γειτόνων / […] ένα δίκαιο κόσμο και τίμιο […] που δε ζητάει πολλά […]». Τα παιδιά που έχουν πρότυπό τους τον δάσκαλο τους και τον «κοιτούν με τα ματάκια τους και σε καληνυχτούν  […] / “καληνύχτα, δάσκαλε”». Ένας δάσκαλος με πολλές «Παιδικές αναμνήσεις» από τη δική του πιθανόν παιδική ηλικία, που προσπαθεί να τις τακτοποιήσει σε άλμπουμ φωτογραφιών, σε συρτάρια και αρχεία, να τις βάλει σε μια σειρά από παλιά τετράδια και εκείνες να ξεπηδούν με ευκολία.

Και στα «Δανεικά» ο Μιχάλης Μελαχροινούδης επαναφέρει την παιδική ηλικία με τις αναμνήσεις, της δικής του ίσως παιδικής-εφηβικής ηλικίας, που η μάνα ντύνει το παιδί και το κοιτά με λατρεία, το ίδιο θαρρώ ότι κάνει και στα «Βελούδινα χείλη» της εφηβικής ηλικίας με τις ευχάριστες θύμισες. Δεν στροβιλίζουν συχνά μέσα μας, αγαπητοί φίλοι και φίλες, οι δικές μας παιδικές αναμνήσεις από τις κοινωνικές μας δράσεις και η παρουσία της μάνας μας, τις οποίες και ανασύρουμε πάντα με συγκίνηση;

Διακρίνω επίσης τον δάσκαλο-ποιητή που νοιάζεται για τον άλλον στο «Ανήκω», ο οποίος θέλει να ανήκει εκεί που ανήκεις και εσύ, «[…] σαν κι εσένα […] να μην ξεχωρίζω διόλου […]. /  Με γλώσσα ίδια. Ίδια καταγωγή. / Ίδια ελπίδα. / Ίδια αποδοχή. Σε έναν σκληρό κόσμο […] / Τον δικό σας».

2ο μέρος: «Ην»

«Ην», η ενήλικη ζωή του ανθρώπου με τις επιθυμίες, ορισμένες ανεκπλήρωτες και η ζωή που ρέει σαν ρουτίνα. Ο ποιητής εκφράζει τους νεανικούς έρωτες στο ποίημα «Σ’ έχω αναζητήσει», εκφράζοντας παράλληλα τους ανεκπλήρωτους πόθους της νιότης μέσα από την καθημερινότητά της, με την επιστροφή από το φροντιστήριο, το άδειο φοιτητικό δωμάτιο και το αναθεματισμένο ΚΤΕΛ, που δεν κάνει ποτέ στάση ώστε να μπορέσει να αντικρύσει τη θωριά της.

Διακρίνω στη συνέχεια προβληματισμό στις «Άγιες Ρουτίνες» της ζωής. Με τον πρωινό καφέ, τα δελτία ειδήσεων, την καθημερινή εργασία του δασκάλου-ποιητή, με την πρωινή προσευχή του σχολείου του, και συνέχεια και διαρκώς η ρουτίνα της ζωής με την εφημερίδα και τα μονόστηλα, ή την καθημερινότητα της οικογένειας με τα παιδιά και το «ζεστό σώμα της συντρόφου», ζώντας όμως μέσα από αυτά, τα ρήματα που οικοδομούν τη ζωή.

Ο Μιχάλης Μελαχροινούδης όμως είναι και, δηλώνει πως είναι, «Λουζιτανός», συνδέοντας την ποίησή του με την αγαπημένη του σύντροφο εκ Πορτογαλίας, με τον απέραντο ωκεανό και τις ομορφιές του, μέσα «στην αγκαλιά της».

Ο ποιητής υμνεί και τα «Παλιά σημειωματάρια» των προηγούμενων ετών, που σου φέρνουν παλιές αναμνήσεις και επικοινωνίες που δεν έγιναν, και πολλά σχέδια, τα οποία είτε ολοκληρώθηκαν είτε έμειναν ημιτελή. 

Όμως υμνεί και τη φιλία με το ποίημα «Οι φίλοι μου», με τους οποίους ακόμη και σε ένα ταπεινό κουτούκι μοιράζεσαι τα πάντα με λόγια αγάπης, γιατί οι «φίλοι είναι ωραίοι»· με τους λίγους και πολύτιμους φίλους και τα μαθηματικά αποκτούν άλλη αξία. Αλλά και μνημόσυνο «Για τον Βασίλη», τον φίλο που έφυγε και αδυνατεί να το φανταστεί, που αναπαύεται στη γη των Κενταύρων και άφησε ο χρόνος άγγιχτη την κούπα του καφέ του, την ανάμνησή του. Νομίζω ότι εδώ, με αυτό το ποίημα, μας συγκλονίζει ο ποιητής, γιατί όλοι έχουμε έναν φίλο που έφυγε νωρίς και αδυνατούμε να πιστέψουμε ή να φανταστούμε την απώλεια.

Και ο ύμνος στον έρωτα με το «Ενεργητικό» του, που συνταιριάζει τον λόγο και τη μουσική, το φως και το χρώμα, την ύλη και την κίνηση, ακάματη χορηγία των καλύτερων του είδους, αλλά αυτός με άδεια φαρέτρα, αδέξιος και βουβός.

Ασυμβίβαστος με τους συνεχείς προβληματισμούς που έχει, που ίσως έχουμε όλοι μας, μήπως και πρέπει να είχαμε συμβιβαστεί λίγο. Όμως όχι, δεν φοράμε τόσο παλιά ρούχα ξανά, και μας συμβουλεύει να ξεσκονίζουμε με αυτά τα θαμπά παράθυρα της ζωής μας.

Και αναφορά «Στη Θ.Δ.» με το βαρύ περπάτημα, το ρυτιδιασμένο πρόσωπο και το καμπουριασμένο σώμα που του λείπει και αναγνωρίζει την κίνηση του σώματος σε ποιον; Στον ίδιο ίσως; Αφού καθρεφτίστηκε στο «αδαμάντινο του προσώπου».

Και η αναφορά στον Χριστό, τον δικό του, με το φαρδύ πουκάμισο και το παλιό το πανωφόρι και την Παναγία του, που την έχουνε φάει οι δρόμοι, και τα κουτσούβελα με τα γυμνά πατουσάκια και τις φωνές, μαζεύοντας σιδερικά και παλιοπράγματα με το σπίτι τους, την αυλή στον παράδεισο. Ο Χριστός και η Παναγία του ποιητή μένουν λίγο παρακάτω σε εκείνο το χωράφι… οι ήρωες της πικρής ζωής θα έλεγα εγώ.

3ο μέρος: «Ο Λόγος»

Στο τρίτο μέρος μάς μεταφέρει στην προχωρημένη ηλικία των 60 και, όπου φαίνεται να είναι για τον ποιητή έντονες οι αναμνήσεις με τις όμορφες στιγμές, αλλά και να τονίζονται οι ομορφιές αυτής της ηλικίας.

Στην «Πρόβα» ο ποιητής καταπιάνεται με την ενηλικίωση μελών της οικογένειας και περνά από τα μάτια του το «άδειο το σπίτι / από τις φωνές και τη φροντίδα των παιδιών», το σπίτι με τις αναμνήσεις της καθημερινότητας μέχρι την «πρόβα φευγιού / πρόβα λησμονιάς / πρόβα σιωπής / πρόβα γηρατειών […]». Άρα μεγαλώνουμε όταν φεύγουν τα παιδιά, ως διαπίστωση της καθημερινής μας ενασχόλησης με την αγωγή τους, και μας μένουν τα γηρατειά και οι αναμνήσεις;

Και συνεχίζει στο «60αρης και βάλε», η ανάμνηση μιας πορείας ζωής ενός 60αρη που περνά από τα μάτια του όλη η παιδική, εφηβική και πρώτη ενήλικη φοιτητική ζωή του παιδιού του μέχρι τον γάμο στο «ξωκλήσι, εσύ στα λευκά», αλλά ο αιώνιος νέος, αν και 60 χρονών, η καρδιά του χτυπά και τα χρόνια του δεν φαίνονται, γιατί την κρατά σφιχτά από το χέρι αντλώντας δύναμη.

Με τα «Γεράματα! Τι παράξενο πράγμα» ο ποιητής καταπιάνεται με τις αδυναμίες της προχωρημένης ηλικίας ως προς την ενδυματολογία: «[…] θα ζώνεις / ψηλά τα παντελόνια σου / […] τα παπούτσια σου […] / τα μαύρα, τα χοντρά, τα μονοκόμματα,  / δύσκολα θ’ αναγνωρίζεις και θα / αναγνωρίζεσαι […] και οι αγαπημένοι σου / μακριά θα είναι», εσύ που αισθάνεσαι ακόμη νέος. Και στη συνέχεια έρχεται ο «Χειμώνας», η δύση της ζωής, σαν «Σάββατο απόψε ερημιά / από νωρίς κλειστά παράθυρα […] /  κρύωσε κι ο καιρός / άντε τέλειωνε τώρα […] κλείνουμε, μην καθυστερείς / δεν ακούς; / Ο χειμώνας είμαι». 

Ακολουθεί η ηρεμία της ζωής και οι ώρες μοναχικής περισυλλογής ενδεχομένως, στο «Καφενείον», με «[…] καφέ, /  μην σε βλέπουν άλλο / να κουβεντιάζεις την μοναξιά σου / […]  ανάμεσα στη βουή και / τις ομιλίες των ανθρώπων / έχεις όλο το χρόνο να πνίξεις τον εαυτό σου / […] σ’ ένα αφέψημα». Και η άγνοια του κόσμου, των συνανθρώπων σου που μάλλον δεν τους ξέρεις, που στις «Συναντήσεις» δεν συναντιέται το Εγώ με το Άλλο και τον κόσμο, παρά μόνο «φευγαλέα βιαστικά» κάπου σε κάποια γωνία.

Η προδοσία έχει την «τιμητική» της με ένα ποίημα που έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ιούδας», που δυστυχώς γευόμαστε όλοι στην πορεία  της ζωής μας και που δυστυχώς «λούζονται κάτω απ’ τον ανοιξιάτικο ήλιο», αγαπιούνται και προπαντός «κλίνουν το γόνατο ευλαβικά / σε επιτάφιους ολοστόλιστους», αλλά η προδοσία τους «καίει ακόμα».

Και ο «Πρόσφυγας», στη σύγχρονή του μορφή, μέσα στο σύρμα που σκαλώνει το φεγγάρι, ανάμεσα σε τόσους, του οποίου τα πάντα ρούφηξε η θάλασσα στα μαύρα της νερά, και το ερώτημα για όλους μας πιθανόν, «στη γλώσσα σου πώς με φωνάζεις;». Αλλά υπάρχουν σημαίες με ημερομηνία λήξης, αλλιώς πώς να εξηγήσεις «τόσα ξάρτια στο μανιασμένο αέρα».

Στα δύο επόμενα ποιήματα, στο «Μπαμπά έλα» και το «Μ. Παρασκευή», διακρίνω την επιθυμία προτύπου-ιδανικού πατέρα, αλλά και του επιθυμητού προτύπου ανθρώπου που «πολύ θα ’θελες να μοιάσεις» και που τελικά σταυρώνεται – σταυρώθηκε πρωί Μ. Παρασκευής κάτω από τις ζητωκραυγές του όχλου.

Η τιμή στη μάνα, με το «Καλοκαίρι» και με την κούραση την καθημερινή, ακόμη και τις Κυριακές για το μεροκάματο και ένα πιάτο φαΐ στο σπίτι, που «σβήνεις την κούραση / με λίγο νερό στα χείλη […] / στα πρησμένα πόδια / παντόφλα ξεχαρβαλωμένη». Όμως την περιμένει η ευτυχία της οικογένειας, του παιδιού της, με «μία αγκαλιά / γλυκό φιλί».

Και στο «Κρατώ Λογαριασμό», ο «Λογαριασμός» της καθημερινότητας σε ένα «ημερολόγιο πρόχειρο ανάμεσα σε αριθμούς και χρέη / της πατρίδας μου αναμνήσεις αλμύρα και μαστίχα», αλλά και τη σπατάλη του χρόνου με τα καθημερινά και ανούσια, αλλά η ουσία είναι ότι «αδειάζει η κλεψύδρα / κάθε μέρα όλο και πιο πολύ», προφανώς εννοώντας την κλεψύδρα της ζωής μας.

*Ο Αθανάσιος Καραφύλλης είναι Καθηγητής Ιστορίας της Εκπαίδευσης και Πρόεδρος του ΠΤΔΕ/ΔΠΘ. Το κείμενο είναι η ομιλία του στην εκδήλωση παρουσίασης της ποιητικής συλλογής του Μιχάλη Μελαχροινούδη, «Εν αρχή ην ο λόγος» (εκδ. Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή 2021), την Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2022, που διοργανώθηκε από τις εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης και τη Λέσχη Κομοτηναίων, στον χώρο της Λέσχης. Οι μεσότιτλοι προστέθηκαν για διευκόλυνση της ανάγνωσης. 

Μπορείτε να βρείτε το ρεπορτάζ της παρουσίασης εδώ.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.