Συνταγματικη η οχι η γνωμοδοτηση Ντογιακου για την ΑΔΑΕ;

Ο Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ Αλκιβιάδης Δερβιτσιώτης επί της παρέμβασης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για το σκάνδαλο των υποκλοπών και τις θεσμικές προεκτάσεις της

«Στις Δημοκρατίες εάν μερίδες του πολιτικού προσωπικού αποτύχουν στον χειρισμό, τη διαχείριση, στην επίλυση προβλημάτων, δεν αλλάζουμε το θεσμικό πλαίσιο, αλλάζουμε το πολιτικό προσωπικό»

«Ανάληψη πολιτικής ευθύνης θα πει υποχρέωση παραίτησης του αναλαβόντως την πολιτική ευθύνη»

Πολιτικό «σεισμό» έχει προκαλέσει η γνωμοδότηση του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου κ. Ισίδωρου Ντογιάκου, με την οποία ουσιαστικά βάζει φρένο στην ενημέρωση των πολιτών από την ΑΔΑΕ για τις παρακολουθήσεις.

Η γνωμοδότηση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου για τις παρακολουθήσεις, τις ουσιαστικές δυνατότητες διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών, αλλά και των δικαιωμάτων όσων έπεσαν θύματα παραβίασης του νόμου αναμενόταν  να δώσει λύσεις, σε «αδιέξοδα» που από την έναρξη της υπόθεσης των παρακολουθήσεων οδήγησε σε οξείες πολιτικές αντιπαραθέσεις, αλλά και σε όσους έθεσαν ζητήματα τήρησης της νομιμότητας από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.

Αντ’ αυτού η γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που εξεδόθη μετά από σχετικό αίτημα της Cosmote, ξεσήκωσε πλήθος αντιδράσεων, τόσο από τον πολιτικό πολύ δε περισσότερο από τον νομικό κόσμο της χώρας –  μεταξύ των οποίων και ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ κ.Χρήστος Ράμμος, Δικηγορικοί Σύλλογοι της χώρας αλλά και κορυφαίοι Συνταγματολόγοι- καθώς σύμφωνα με αυτή η ΑΔΑΕ δεν έχει αρμοδιότητα να διαχειρίζεται αιτήματα πολιτών που ζητούν να πληροφορηθούν αν υπήρξε παρακολούθηση των τηλεφώνων τους για λόγους εθνικής ασφάλειας, ούτε μπορεί να απευθύνεται σχετικά σε τηλεφωνικούς παρόχους.

Για την «συνταγματικότητα» της γνωμοδότησης Ντογιάκου αλλά και την έως τώρα πολιτική διαχείριση του σκανδάλου των υποκλοπών μίλησε στο «Ράδιο Παρατηρητής 94fm» ο Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης κ. Αλκιβιάδης Δερβιτσιώτης.

Ο λόγος στον ίδιο…

ΠτΘ: κ. Δερβιτσιώτη, στην κορυφή της πολιτικής επικαιρότητας παραμένει το σκάνδαλο των υποκλοπών, με τελευταία εξέλιξη την γνωμοδότηση που είχαμε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Ισίδωρο Ντογιάκο, σύμφωνα με την οποία, η ΑΔΑΕ δεν θα έχει πια την αρμοδιότητα να διαχειρίζεται αιτήματα πολιτών σε σχέση με τις παρακολουθήσεις και για αυτό το σκοπό να διεξάγει αντίστοιχα και ελέγχους στους παρόχους κινητής τηλεφωνίας. Μια γνωμοδότηση που έχει ξεσηκώσει πλήθος αντιδράσεων τόσο από τον πολιτικό όσο και τον νομικό κόσμο της χώρας. Τι αναφέρει αυτή η γνωμοδότηση;

Α.Δ.: Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ο κ. Ισίδωρος Ντογιάκος, είναι ένας εξαιρετικός νομικός. Ελέγχεται η γνωμοδότησή του ως προς τα εξής ζητήματα, από δύο νομικά δεδομένα. Το πρώτο νομικό δεδομένο είναι το εξής: όταν υπάρχει συνταγματική διάταξη η οποία ορίζει τα όρια, είναι  δυνατόν ο κοινός νομοθέτης να έρθει ρυθμίζοντας τη συνταγματική διάταξη και να περιορίσει τα όρια που θέτει το ίδιο το σύνταγμα; Η απάντηση που έχουμε σε αυτό το νομικό δεδομένο- όχι μόνο από τα δικά μας θέματα- είτε είναι απαιτήσεις των συνταγματολόγων, είτε είναι προγενέστερες αποφάσεις των δικαστηρίων μας, είναι πως όχι. Ο κοινός νομοθέτης ρυθμίζοντας μια συνταγματική διάταξη πρέπει να σεβαστεί το όριο που θέτει η διάταξη αυτή. Αν το Σύνταγμα για παράδειγμα δίνει ένα δείκτη προστασίας 5, ο κοινός νομοθέτης ρυθμίζοντάς το, δεν μπορεί να το πάει στο 4 ή στο 3. Θα πρέπει να μείνει και να προσθέσει λεπτομέρειες στον δείκτη προστασίας του Συντάγματος. Αυτό είναι ένα ζήτημα και δεν είναι ευθύνη του κ. Ντογιάκου, είναι ευθύνη της πλειοψηφίας της Βουλής, που θεσμοθέτησε και ετέθη σε ισχύ ο νόμος 5002/2022, μια από τις τελευταίες πράξεις της ολομέλειας της βουλής πριν να εκπνεύσει ημερολογιακά το 2022.

«Μας αφορά όλους ως εκλογικό σώμα το αν ένας πολιτικός αρχηγός, οποιουδήποτε κόμματος, τελεί σε επισύνδεση για λόγους εθνικής ασφάλειας»

ΠτΘ: Ο οποίος νόμος δίνει το δικαίωμα στον κοινό νομοθέτη, στην βουλή εν προκειμένω, να αφαιρέσει αρμοδιότητες από την ΑΔΑΕ.

Α.Δ.: Η βουλή δια του Ν. 5002/2022 ήρθε και αφαίρεσε ή περιόρισε τις ελεγκτικές αρμοδιότητες της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), στην οποία προΐσταται ένας πρώην δικαστικός λειτουργός, ο κ. Ράμμος, ο οποίος ήδη είχε θέσει ένα ζήτημα, γιατί δεν είναι η πρώτη φορά που ο νομοθέτης προσπάθησε να υπεισέλθει με τρόπο που ελέγχεται από το Σύνταγμα στις ελεγκτικές αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ. Το θέμα λοιπόν το γνωρίζουμε από τον Μάιο, όταν είχε πρωτοδημοσιευτεί σε κυριακάτικη έκδοση εφημερίδας η επιστολή του κ. Ράμμου, τον Μάιο του 2022, στην οποία διαμαρτυρόταν ότι δεν γίνεται να μην ενημερώνεται ο πολίτης, ο οποίος έχει τεθεί σε επισύνδεση. Το ίδιο το Σύνταγμα στο άρθρο 19 θέτει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις άρσης του απορρήτου στην επικοινωνία, όπως λέει για λόγους εθνικής ασφάλειας ή  για να εξακριβωθεί η τέλεση ενός σοβαρού εγκλήματος. Εδώ έχουμε μια σειρά διαδικαστικών, αλλά και ουσιαστικών προϋποθέσεων, η οποία ξεκινά από το σημείο στο οποίο αρχηγός πολιτικού κόμματος, έχοντας επαληθεύσει την επισύνδεση του τηλεφώνου του, μέσω ευρωπαϊκής διαδικασίας, μέσω δηλαδή της αντίστοιχης διαδικασίας εξακρίβωσης που προσφέρει το Ευρωκοινοβούλιο στους ευρωβουλευτές, έχει θέσει το ζήτημα του αν παρακολουθείτε το τηλέφωνό του παράνομα. Οπότε καλεί την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό ως πολιτικό προϊστάμενο της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, να του απαντήσει για ποιο λόγο τελεί σε επισύνδεση. Αυτό έχει πάρα πολλές διαστάσεις, μια εκ των οποίων δεν έχει αναδειχθεί. Αν ένας πολιτικός αρχηγός, οποιουδήποτε κόμματος, δεν έχει σημασία, τελεί σε επισύνδεση για λόγους εθνικής ασφάλειας, βεβαίως αφορά όλους εμάς, ως εκλογικό σώμα και ειδικότερα μια μερίδα του εκλογικού σώματος που σκέφτεται να ψηφίσει την παράταξη για τους υποψηφίους αυτού του πολιτικού κόμματος. Όπως επίσης αφορά και μια μερίδα του εκλογικού σώματος που ενώ σκεφτόταν αρχικά να ψηφίσει αυτόν τον πολιτικό αρχηγό, ενημερωνόμενοι ότι έχει επισυνδεθεί το τηλέφωνό του για λόγους εθνικής ασφάλειας, δεν τον ψηφίζει.

Εδώ έχουμε μια συνταγματική διάσταση η οποία είναι πολύ συγκεκριμένη, το άρθρο 52 του Συντάγματος, το οποίο εν τέλει, δίνει εντολή στο σύνολο των πολιτειακών οργάνων, να διασφαλίζουν την ανόθευτη και γνήσια έκφραση της θέλησης του εκλογικού σώματος. Ευλόγως νομίζω ότι μπορεί να γίνει εμφανής η σχέση, η οποία συνοψίζεται στο ότι εάν δεν μου λες ποιος είναι ο λόγος εθνικής ασφάλειας, εκτρέπεις την εκλογική μου συμπεριφορά και άρα δεν ξέρουμε αν αυτό διασφαλίζει την γνήσια και ανόθευτη έκφραση της εκλογικής θέλησης μερίδας του εκλογικού σώματος. Αυτό δεν έχει συζητηθεί όσο θα έπρεπε.

Η δεύτερη διάσταση που υπάρχει είναι ότι αυτό είναι ένα ζήτημα που μεγεθύνθηκε, ενώ θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί καθ’ ολοκληρία. Ποιος είναι  αυτός που σκέφτηκε να υπαγάγει την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών απ’ ευθείας στον πρωθυπουργό, και δεν θεσμοθέτησε έναν διάμεσο υφυπουργό παρά τω πρωθυπουργώ, στον οποίο θα υπαχθεί η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, ούτως ώστε να έχει την πολιτική ευθύνη. Η πολιτική ευθύνη είναι αντικειμενική και όχι παράρτημα ή εξακολούθημα της ποινικής ευθύνης. Είναι δυνατόν κάποιος να τα έχει κάνει όλα νόμιμα και όμως το αποτέλεσμα να είναι είτε ζημιογόνο, είτε να μην είναι το επιδιωκόμενο. Και ανάληψη πολιτικής ευθύνης θα πει υποχρέωση παραίτησης του αναλαβόντως την πολιτική ευθύνη.

ΠτΘ: Εν προκειμένω του κ. Δημητριάδη, του κ.Σμυρλή κ.ο.κ.;

Α.Δ.: Η πολιτική ευθύνη υπάρχει μόνο σε πολιτικούς προϊσταμένους και δεν υπάρχει σε ανώτερους υπαλλήλους ή σε κατώτερους υπαλλήλους, ακόμη κι αν αυτοί οι υπάλληλοι είναι μετακλητοί, δηλαδή είναι εκτός της ιεραρχίας που προβλέπει το οργανόγραμμα του υπουργείου ή της υπηρεσίας τους. Είναι οι λεγόμενοι μετακλητοί υπάλληλοι των ειδικών θέσεων, οι οποίοι είναι ανώτερα στελέχη σε επίπεδο προσόντων και μπαίνουν σε κάποιες θέσεις για ορισμένη θητεία. Δεν έχουν αυτοί πολιτική ευθύνη. Την πολιτική ευθύνη την έχει ο πολιτικός προϊστάμενος. Είτε ο πολιτικός προϊστάμενος έχει δώσει εντολή, είτε δεν έχει δώσει εντολή, φέρει πολιτική ευθύνη, διότι στη δεύτερη περίπτωση που δεν έδωσε εντολή σημαίνει ότι δεν έλεγξε τους ανθρώπους οι οποίοι λειτουργούν στο πλαίσιο αυτής της υπηρεσίας.

«Η υποχρέωση παραίτησης του έχοντος την πολιτική ευθύνη προκύπτει από ένα πλέγμα συνταγματικών διατάξεων»

ΠτΘ: Άρα, όπως αντιλαμβανόμαστε κατά την άποψή σας ο έχων την πολιτική ευθύνη, εν προκειμένω ο Πρωθυπουργός, θα έπρεπε να παραιτηθεί…

Α.Δ.: Υπάρχει υποχρέωση παραίτησης. Όλο αυτό προκύπτει από ένα πλέγμα συνταγματικών διατάξεων, διότι έχει αρχίσει και διακινείται δημοσιογραφικώ τω τρόπω και όχι κατ’ ανάγκη από δημοσιογράφους, μια αντίληψη ότι πουθενά το Σύνταγμα δεν μιλάει για πολιτική ευθύνη. Ε και; Εάν το Σύνταγμα συμπεριλάμβανε τα πάντα, θα ήταν το σύνολο της νομοθεσίας. Και πολύ απλά τότε δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει. Το άρθρο 84 μιλάει για την πρόταση εμπιστοσύνης που υποβάλει η κυβέρνηση και για την πρόταση δυσπιστίας που υποβάλουν οι βουλευτές. Για ποιο λόγο γίνεται πρόταση εμπιστοσύνης και πρόταση δυσπιστίας; Παρά μόνο για την πολιτική ευθύνη η οποία στη μεν υπερψήφιση της πρότασης εμπιστοσύνης σημαίνει ότι η πλειοψηφία της Βουλής έχει δώσει το περιθώριο στην κυβέρνηση να ασκήσει την πολιτική της, στη δε περίπτωση της υπερψήφισης πρότασης δυσπιστίας, η Βουλή συλλογικά έχει διαπιστώσει ύπαρξη πολιτικής ευθύνης σε βάρος της κυβέρνησης ή σε βάρος μεμονωμένου υπουργού. Η υποχρέωση παραίτησης του αναλαβόντως την πολιτική ευθύνη, μέλους της κυβέρνησης, έχει τη διάσταση ότι απαλλάσσει εκ των προτέρων τη βουλή να μπει στη διαδικασία της πρότασης δυσπιστίας και να μπει στη διαδικασία συζήτησης της κατάστασης μέσω των θεσμοθετημένων μέσων άσκησης του κοινοβουλευτικού ελέγχου. Η δε ύπαρξη των διαφόρων μέσων του κοινοβουλευτικού ελέγχου, προβλέπονται αυτοτελώς στο Σύνταγμα, όπως η κοινοβουλευτική αναφορά, οι εξεταστικές επιτροπές, η πρόταση δυσπιστίας, και άλλα που προβλέπονται μόνο στον κανονισμό της βουλής, όπως η ερώτηση και η επερώτηση. Όλα αυτά υποδηλώνουν ακριβώς μια διαδικασία ελέγχου και εξακρίβωσης της ύπαρξης ή μη της πολιτικής ευθύνης, ωστόσο η δουλειά του Συνταγματολόγου δυστυχώς είναι να είναι αντιδημοφιλής στις πλειοψηφίες.

ΠτΘ: Πώς έφτασε η υπόθεση των υποκλοπών στα χέρια του κ.Ντογιάκου;

Α.Δ.: Τόσο ο προηγούμενος, όσο και ο ισχύον νόμος που έχουμε για την κατάσταση των δικαστικών λειτουργών, παρέχει την αρμοδιότητα στους εισαγγελικούς λειτουργούς, πόσο μάλλον στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, να γνωμοδοτούν γενικώς και αφηρημένως, για το περιεχόμενο κανόνων. Για παράδειγμα, η ύπαρξη κάμερας η οποία καταγράφει την κίνηση άλλων καμερών που καταγράφουν την κίνηση στους δρόμους της Αθήνας, δεν έγινε με κάποια νομοθετική πράξη, επειδή απλώς συνέβαιναν πολλά τροχαία ατυχήματα με ασυνείδητους οδηγούς οι οποίοι τραυμάτιζαν, στην καλύτερη περίπτωση, πεζούς. Οι κάμερες μπήκαν μόνο και μόνο για να μπει μια τάξη σε αυτό το ζήτημα. Αυτό έγινε με γνωμοδότηση του τότε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Είναι δυνατόν μια από τις υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας να έχει ένα νομικό πρόβλημα ως προς την έκταση ή την ένταση μιας εκ των αρμοδιοτήτων της. Μπορεί να απευθυνθεί λοιπόν είτε στον τοπικό εισαγγελέα, είτε το ερώτημα να είναι γενικότερο προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκειμένου να υπάρξει η σωστή νομική διευθέτηση του θέματος.

«Η γνωμοδότηση του κ.Ντογιάκου δεν καλύπτεται από το γράμμα του νόμου, διότι έχει προκληθεί με ερώτημα φορέα εκτός του ευρύτερου δημόσιου τομέα»

ΠτΘ: Είναι όμως δεσμευτική αυτή η γνωμοδότηση;

Α.Δ.: Είναι σαφές ότι όταν απευθύνεσαι σε έναν επαγγελματία νομικό αυτό είναι δεδομένο. Πόσο μάλλον σε έναν εισαγγελικό λειτουργό που έχει και τη διαδικασία της δίωξης. Αυτό ακριβώς είναι ένα σημείο το οποίο είχα χρησιμοποιήσει κατά το παρελθόν για να υπερασπιστώ την επιλογή του νομοθέτη, για την εισαγγελική παρουσία στις πορείες και στις συγκεντρώσεις. Διότι η αστυνομία μεν διαλύει, αλλά όπως λέει ο νόμος μόνο με τη σύμφωνη γνώμη εισαγγελικού λειτουργού. Μπορεί το «σύμφωνη γνώμη» να είναι κάπως ενοχλητικό σαν έννοια, προφανώς ο νομοθέτης ήθελε να πει πως ο εισαγγελικός λειτουργός είναι αυτός ο οποίος αποφαίνεται νομικά με τρόπο αποφασιστικό. Η γνωμοδότηση δίνεται είτε στην ΕΛΑΣ,  είτε με την έννοια του νόμου εφόσον το ζητήσει μια υπηρεσία της πολιτείας. Εδώ είναι το πρώτο σημείο που σηκώνει δυστυχώς συζήτηση, διότι η γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, έχει προκληθεί με ερώτημα φορέα εκτός του ευρύτερου δημοσίου τομέα. Αυτό είναι το πρώτο ζήτημα. Το δεύτερο ζήτημα είναι εάν υπάρχει σε εκκρεμότητα διαδικασία δίκης. Εδώ έχουμε κατά το παρελθόν 3 ή 4 γνωμοδοτήσεις αντιεισαγγελέων του Αρείου Πάγου, οι οποίοι έχουν αφυπηρετήσει και οι οποίοι θεωρούν -και νομίζω νομικά σωστά-ότι δεν μπορούμε να έχουμε την οιανδήποτε παρέμβαση σε εκκρεμούσα δίκη, από θεσμικό όργανο. Και εδώ θεωρείται ότι η γνωμοδότηση υπεισέρχεται ενώ είμαστε σε εκκρεμότητα ποινικής δίκης, διότι ακριβώς λόγω της θεσμικής βαρύτητας που έχει ο Εισαγγελέας  του Αρείου Πάγου, είναι δυνατόν να θεωρηθεί και υπό προϋποθέσεις, σαν ένα είδος παρέμβασης.

Το τρίτο σημείο το οποίο έχουμε, είναι εξίσου σημαντικό. Το ζήτημα είναι εάν μπορεί με έναν νόμο ο νομοθέτης, ο οποίος είναι γενικότερου ενδιαφέροντος, να υπεισέρθει και να μεταβάλει αρμοδιότητα οργάνου της πολιτείας, το οποίο όργανο ως εκ της σημασίας του έχει δικό του ειδικό νόμο. Ο νόμος ο οποίος ρυθμίζει τις αρμοδιότητες της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών είναι ο Ν.3115. Μπορούμε λοιπόν με έναν μεταγενέστερο νόμο να συρρικνώσουμε ή να εξαλείψουμε μια από τις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ που περιλαμβάνετε στον ειδικότερο νόμο για αυτήν; Η μια ερμηνευτική προσέγγιση λέει ότι ο μεταγενέστερος νόμος καταργεί προγενέστερο. Η άλλη όμως λέει ότι ο ειδικότερος δεν καταργείται από γενικότερο. Έχουμε επίσης ένα μείζον ζήτημα το οποίο μας έχει προκύψει εδώ.

«Η διαφθορά είναι ένα γενικότερο θέμα πλέον στη λειτουργία του αντιπροσωπευτικού συστήματος»

ΠτΘ: Είναι τελικά το ζήτημα των υποκλοπών ζήτημα δημοκρατίας και σε τι βαθμό θα έπρεπε να μας αφορά ως πολίτες;

Α.Δ.: Είναι ένα ζήτημα που καθάπτεται ατομικών ελευθεριών. Σε πείσμα των δικαιωματιστών όλες οι συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες έχουν υποστεί συρρίκνωση του ρυθμιστικού τους βεληνεκούς και το λέω μετά λόγου γνώσεως, βλέποντας τι γίνεται. Έχουμε ένα δεύτερο μείζον συνταγματικό ζήτημα λειτουργίας της δημοκρατίας. Και το κράτος δικαίου και τα δικαιώματα, οι ελευθερίες, είναι προϊόντα της δημοκρατίας. Χωρίς τη δημοκρατία δεν υπάρχει κράτος δικαίου, υπάρχει κράτος του νόμου. Και αυτό καμιά φορά βλέπουμε τι είναι. Χωρίς τη δημοκρατία τα δικαιώματα μεταβάλλονται σε προνόμια, ειδικά υπέρ συγκεκριμένων ομάδων. Η δημοκρατία μας διασφαλίζει την ισότιμη μεταχείριση. Αν αρχίσουμε να έχουμε ξεχωριστά δικαιώματα ανά ομάδες, μετατρεπόμαστε σε φεουδαρχία, στην καλύτερη περίπτωση. Είναι θέματα τα οποία πρέπει να προσέξουμε και δυστυχώς, ενώ συζητούσαμε αυτά, ήρθε και η εκδοχή της διαφθοράς στο Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο δεν πιστεύω ότι έχει αυτή τη μικρή, αστεία και ασήμαντη έκταση. Επειδή ακριβώς δεν έχουμε ρυθμίσει με τον δέοντα τρόπο σε ευρωπαϊκό επίπεδο το lobbying, νομίζω ότι η διαφθορά είναι εκτεταμένη μεταξύ των ευρωβουλευτών, απλώς θεωρώ ότι οι βόρειοι που είναι πιο συγχρονισμένοι από εμάς τους νότιους, έχουν σπρώξει μπροστά τους νότιους, μόνο και μόνο για να εκτονωθεί η κατάσταση. Η διαφθορά είναι ένα γενικότερο θέμα πλέον στη λειτουργία του αντιπροσωπευτικού συστήματος, όπως και η συρρίκνωση των δικαιωμάτων. Είναι ένα γενικότερο ζήτημα το πώς βάζουμε τους θεσμούς να υπηρετούν πρόσωπα και όχι πολιτικά σχέδια.

«Περιμένω να δω την αντιπολίτευση να υποβάλει μια πρόταση δυσπιστίας»

ΠτΘ: Τι ακολουθεί δεδομένης πλέον της ύπαρξης της γνωμοδότησης; Οι αντιδράσεις είναι πολλές, μεταξύ των οποίων και αυτή της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων η οποία ζητά έναν έντονο δημόσιο και επιστημονικό διάλογο. Μπορεί να αλλάξει το αποτέλεσμα;

Σε πείσμα των δικαιωματιστών όλες οι συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες έχουν υποστεί συρρίκνωση του ρυθμιστικού τους βεληνεκούς και το λέω μετά λόγου γνώσεως, βλέποντας τι γίνεται. Έχουμε ένα δεύτερο μείζον συνταγματικό ζήτημα λειτουργίας της δημοκρατίας. Και το κράτος δικαίου και τα δικαιώματα, οι ελευθερίες, είναι προϊόντα της δημοκρατίας. Χωρίς τη δημοκρατία δεν υπάρχει κράτος δικαίου, υπάρχει κράτος του νόμου. Και αυτό καμιά φορά βλέπουμε τι είναι. Χωρίς τη δημοκρατία τα δικαιώματα μεταβάλλονται σε προνόμια, ειδικά υπέρ συγκεκριμένων ομάδων. Η δημοκρατία μας διασφαλίζει την ισότιμη μεταχείριση. Αν αρχίσουμε να έχουμε ξεχωριστά δικαιώματα ανά ομάδες, μετατρεπόμαστε σε φεουδαρχία, στην καλύτερη περίπτωση.

Α.Δ.: Ας ευχηθώ ότι θα πρυτανεύσουν σκέψεις πιο ψύχραιμες. Οι στιγμές που διέρχεται η χώρα δεν είναι πάντα οι καλύτερες, και αναφέρομαι και στις εξωτερικές σχέσεις. Τελούμε σε ένα μόνιμο και διαρκές bulling το οποίο σιγά σιγά θα πρέπει να μας αφυπνίζει. Νομίζω ότι θα πρέπει να σταματήσουμε το «εθνικό σπορ» να παράγουμε περισσότερες ερωτήσεις απ’ όσες μπορούμε να απαντήσουμε και να συγκεντρωθούμε σε τέτοιο σημείο ώστε να διατυπώνουμε μόνο τις ερωτήσεις η απάντηση των οποίων θα μας διευκολύνει, είτε να διατηρήσουμε αυτό που έχουμε, είτε να κάνουμε μισό ή ένα βήμα μπροστά.

Όλα τα υπόλοιπα θα πρέπει να συζητηθούν εντός των θεσμοθετημένων οργάνων. Προσωπικά περιμένω να δω την αντιπολίτευση να υποβάλει μια πρόταση δυσπιστίας, δεν την έχω δει, άρα θεσμικώς υπάρχουν μερικά ζητήματα. Εδώ είναι θέματα που θα περίμενα να τα δω στη μεγαλύτερη δυνατή έκταση, πέρα και έξω από τη συζήτηση των πολιτικών αρχηγών, διότι η συζήτηση των πολιτικών αρχηγών είναι εξαιρετικά καλή για τη συσπείρωση των κοινοβουλευτικών ομάδων, διαφωτίζει εν μέρει, κατατοπίζει εν μέρει το εκλογικό σώμα,  αλλά διαφορετική βαρύτητα έχει μια πρόταση δυσπιστίας. Θα πρέπει να αντιληφθούμε επίσης ότι η πολιτική δεν είναι τέχνασμα, τεχνικές ή όπως λέει ο πολύς κόσμος «βρωμιά». Η πόλις δεν είναι το άστυ, δεν είναι ο οικισμός, δεν είναι τα σπίτια. Η λέξη «πόλις» στην πρώτη κυριολεκτική της σημασία στην ελληνική, έχει την έννοια της δημόσιας υπόθεσης. Είναι κάτι λοιπόν που μας αφορά. Η δε κατάληξη «ικος» στην ελληνική γλώσσα, υποδηλώνει εκείνο που ανήκει στο σημαίνον, δηλαδή ο πολιτικός, η πολιτική, το πολιτικό, είναι οτιδήποτε ανήκει στην πόλη. Έχουμε εκλογικό σώμα που αντιλαμβάνεται τις δημόσιες υποθέσεις ως δημόσιες υποθέσεις που συντελούν στο κοινό καλό ή έχουμε μερίδες του εκλογικού σώματος που κοιτάζουν προσχηματικά το δημόσιο όφελος και επί της ουσίας κοιτάζουν το δικό τους μερικό συμφέρον; Εάν μερίδες του πολιτικού προσωπικού αποτύχουν στον χειρισμό, τη διαχείριση, στην επίλυση προβλημάτων, δεν αλλάζουμε το θεσμικό πλαίσιο, αλλάζουμε το πολιτικό προσωπικό. Αυτός είναι ο κανόνας της δημοκρατίας σε οποιοδήποτε άλλο αντιπροσωπευτικό πολίτευμα που διέπεται από τη καθολική ψηφοφορία. Δεν νομίζω ότι επαληθεύεται επακριβώς στα καθ’ ημάς, ιδίως μετά το 2000, γι’ αυτό και  βλέπουμε αυτή την υψηλή αποχή, η οποία είναι νερό στον μύλο.

«Να επιδεικνύεται μεγαλύτερη προσοχή εις το θεσμοτετημένο των αρμοδιοτήτων»

ΠτΘ: Ποιο θα ήταν το σωστό ερώτημα στη συγκεκριμένη περίπτωση με την ΑΔΑΕ και τη γνωμοδότηση του κ. Ντογιάκου;

Α.Δ.: Δεν αμφισβητώ ότι έχουν τεθεί συγκεκριμένα και σωστά ερωτήματα και ορθά επί της συγκεκριμένης υπόθεσης. Θα ένωνα την ασθενή και αδύναμη φωνή μου από την μακρινή δια το κέντρο Θράκη, λέγοντας να επιδεικνύεται μεγαλύτερη προσοχή εις το θεσμοτετημένο των αρμοδιοτήτων.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.