Τυπογραφος… Γενεες τεσσερις

«Ήταν το 1930, όταν με μια εφημερίδα που εκδίδονταν κάθε Δευτέρα συνέβη το ακόλουθο. Είχε πάει ένας από τους δύο τυπογράφους, που έπαιρνε τα νέα από το λιμάνι της Καβάλας και είδε ένα παιδάκι να το μεταφέρουν πεθαμένο από την Θάσο. Γύρισε λοιπόν και έγραψε: «Πανώλη στην πόλη μας»! Το λιμάνι μπήκε σε καραντίνα και εκείνοι οδηγήθηκαν με την διαδικασία του αυτοφώρου στα κρατητήρια. «Γιατί το γράψατε;» τους ρωτούσαν: «Να, είδαμε ότι ήταν μελανιασμένο και νομίζαμε ότι ήταν πανώλη» απάντησαν εκείνοι. Τελικά απαλλάχθηκαν λόγω βλακείας. Δεκαπέντε πλοία είχαν μπει σε καραντίνα εξ αιτίας τους». Εκατοντάδες τέτοιες ιστορίες μπορεί να διηγηθεί ο κ. Φυγκάς, ο παλαιότερος εν ζωή τυπογράφος στην Κομοτηνή. Εν ενεργεία ακόμη, εξακολουθεί να εργάζεται με ξεχωριστό κέφι στο πλευρό τώρα του γιου του. Το επάγγελμα του τυπογράφου, όπως εξηγεί, δεν είναι απλά μια οικογενειακή υπόθεση, αλλά (τυπογραφικός) τρόπος ζωής…

• Το επάγγελμα του τυπογράφου είναι, όντως, οικογενειακό. Ο παππούς μας δούλευε στην Κωνσταντινούπολη σε μια μεγάλη εφημερίδα, το ίδιο και ο θείος μου. Τον 1914 τον έστειλαν στην περιοχή ως επιβλέποντα, υπηρετούσε την θητεία του τότε, η Θράκη βρισκόταν υπό κατοχή και έμεινε στην Κομοτηνή. Στην πόλη λειτουργούσαν δυο εθνικά τυπογραφεία, ένα βουλγαρικό κι ένα τουρκικό, ο θείος μου αγόρασε το βουλγαρικό και ο πατέρας μου με τον γαμπρό του, τον Παριανό, αγόρασαν το τουρκικό, το οποίο είχε η γνωστή οικογένεια Γκαλήπ, η οποία ήταν μια οικογένεια από τις πρώτες, συνεχώς στην πολιτική από τότε.

• Ο θείος μου ο Αλέξανδρος Φυγκάς, ο μεγαλύτερος αδερφός της οικογενείας, ήταν ο πρώτος τυπογράφος της Κομοτηνής μετά το 1914. Από αυτόν ξεκίνησε η τέχνη στην Κομοτηνή. Τότε όλη η στοιχειοθεσία της εφημερίδος γινόταν με το χέρι. Απασχολούσαν πάνω από είκοσι άτομα. Ημερήσια εφημερίδα, μια τετρασέλιδη για να «μαζευτεί» ήθελε είκοσι κορίτσια. Ένα- ένα γραμματάκι. Την πρώτη σελίδα την άφηναν πάντα για τις τελευταίες ειδήσεις.

• Δεν υπήρχαν δημοσιογράφοι, οι ίδιοι οι τυπογράφοι έκαναν και τον δημοσιογράφο, αν ήταν και λίγο εγγράμματοι, τότε ακόμη καλύτερα. Ο πατέρας μου είχε πάει στην Μεγάλη του Γένους Σχολή, ήξερε γράμματα. Το ίδιο και ο θείος μου. Υπήρχαν βέβαια και ορισμένοι πολύ μορφωμένοι, όπως ο αείμνηστος Ρωσσίδης, που έγραφε και ποιήματα. Υπήρχαν δηλαδή και οι «εθελοντές» των τυπογραφείων, αυτοί που έγραφαν. Ήταν ένας που έγραφε ποιήματα, έβαζε λίγο αιθέρα σε ένα βαμβάκι, το μύριζε και έλεγε: «Τώρα είμαι έτοιμος να γράψω». Αγαπούσε μια κοπέλα κάποτε και της έγραψε ένα ποίημα, έγινε η διόρθωση, αλλά σε μια σειρά ο ποιητής έγραφε: «Τι να τα κάνω τα ωραία σου μάτια» και αντί θαυμαστικό στο τέλος ο τυπογράφος έβαλε τελείες και ο ποιητής λέει στον τυπογράφο «βγάλτες», εννοούσε να βγάλει τις τελείες, δεν καταλαβαίνει ο τυπογράφος και γράφει: «Τι να τα κάνω τα ωραία σου μάτια, βγάλτα». Την άλλη μέρα εξαφανίστηκε ο ποιητής, τον κυνηγούσε η κοπέλα. Τέτοια ωραία γινόταν πολλά εκείνη την εποχή.

• Έβγαιναν πολλές εφημερίδες τότε, ήταν η «Πρόοδος», που την βγάζαμε εμείς, ήταν το « Ελεύθερο Βήμα», ήταν και η «Πρωία» του Αντωνιάδη, αλλά είχε το δικό της τυπογραφείο. Ήταν πολύ δύσκολα χρόνια. Καλλιτεχνικές δουλειές δεν υπήρχαν, μόνο κανένα προσκλητήριο γάμου, μνημόσυνου. Έλειπαν παραγγελίες, όπως οι σημερινές, για τιμολόγια κ.α. Όλη η τέχνη ήταν να τυπώσεις cart visit για τους δικηγόρους, τους γιατρούς. Τύπωναν επίσης επιστολόχαρτα, Η Μητρόπολη έδινε δουλειά. Το Δημαρχείο με τα πιστοποιητικά που παράγγελνε, γεννήσεως, θανάτου, γάμου. Επί Μεταξά θυμάμαι κάναμε ταυτότητες για τη νεολαία.

• Η δυσκολότερη περίοδος για τα τυπογραφεία ήταν η περίοδος της Κατοχής. Την επόμενη μέρα που κατέβηκαν οι Γερμανοί ήρθαν και σφράγισαν το τυπογραφείο. Μας έβγαλαν όλους έξω και έβαλαν κορδέλα κόκκινη από έξω. Είχαμε κοντά τρεις χιλιάδες «κλισέ», «στοιχεία» στην αραβική, επειδή τυπώναμε για τα σχολεία τα βιβλία, «στοιχεία» που ήταν μοναδικά κομμάτια, τα πήραν, όπως πήραν και τις μηχανές. Και τα δικά μας και του θείου μου τα πήγαν στο Κίρτζαλι της Βουλγαρίας. Ένα πιεστήριο είχαν αφήσει, το οποίο το είχαμε στην αυλή μας και μόλις, επί βουλγαρικής κατοχής, έβγαινε καμιά προκήρυξη τον πατέρα μου τον έπαιρναν μέσα και τον έδερναν με την κατηγορία ότι αυτός την τύπωσε, ώσπου την δώσαμε και γλιτώσαμε. Μετά την Κατοχή αρχίσαμε πάλι από το μηδέν. Αλλά εκείνη την στιγμή που ήρθαν και έβαλαν την σφραγίδα στο τυπογραφείο, ήμουν έξι χρονών τότε, δεν θα την ξεχάσω. Δεν μου φεύγει από το νου, όπως και η στιγμή που κατέβασαν τη σημαία μας και έβαλαν τον αγκυλωτό σταυρό…

• Το επάγγελμά μας ήταν ένα από τα καλύτερα επαγγέλματα. Τους τυπογράφους τους έδειχναν με το χέρι. Ήταν από τα πρώτα, στην αφρόκρεμα. Η τέχνη της τυπογραφίας είχε κάποια αξία εκείνη την εποχή. Σήμερα, με τα μέσα τα καινούργια, ο καθένας μπορεί να γίνει τυπογράφος. Παίρνει έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, ένα μηχάνημα και γίνεται τυπογράφος.

• Η ποιότητα είναι καλύτερη από τότε. Εμείς, έγχρωμα δεν μπορούσαμε να τυπώσουμε. Για να τυπώσουμε μια φωτογραφία έπρεπε να στείλουμε την φωτογραφία στην Θεσσαλονίκη σε ειδικό τσιγκογραφείο, να μεταφέρει την εικόνα πάνω σε μέταλλο για να την πάρουμε εδώ και να τυπώσουμε.

• Ήταν πολύ μεγάλη υπόθεση να έχει η εφημερίδα φωτογραφία. Οι μεγάλες εφημερίδες, όπως η «Μακεδονία», είχαν τα μέσα. Εμείς από εδώ έπρεπε να την στείλουμε στην Θεσσαλονίκη, να γυρίσει, να κάνεις «κλισέ» και να τυπώσεις.

• Η τσιγκογραφία, ήταν μια τέχνη από τις πρώτες. Χάρασσαν σκίτσα, γελοιογραφίες πάνω σε τσίγκους. Ήταν μεγάλη υπόθεση να είναι κανείς τσιγκογράφος.

• Ο στοιχειοθέτης είχε πολύ σημαντικό ρόλο. Μην βλέπετε που εδώ στην Κομοτηνή τα κάνουμε όλα, και πιεστές και κόπτες και να τυπώσουμε. Τότε, ο κάθε ένας είχε την ειδικότητά του. Ο ένας ήταν μόνο στοιχειοθέτης, ο άλλος έκανε σελιδοποίηση, ο άλλος έκοβε χαρτί και ο άλλος τύπωνε. Η μητέρα μου ήταν από 14 ετών τυπογράφος. Από τους πρώτους σε σύνθεση και σε κατασκευή πλακών. Για να κάνουμε ένα τιμολόγιο με τον πίνακα μαζευόταν ένα – ένα τα κομμάτια. Όλα αυτά τα είχαμε σαν κοσμήματα. Λεπτή δουλειά που γινόταν με το χέρι.

• Ήταν κάτι παραπάνω από οικογενειακή παράδοση για μένα η τυπογραφία. Ο πατέρας μου, η μητέρα μου – την οποία να σας πω ότι την γνώρισε στο τυπογραφείο του θείου μου που δούλευαν και οι δυο – την ερωτεύτηκε παράφορα, την έκλεψε και την παντρεύτηκε. Ο μόνος που δεν έγινε επιστήμονας στο σόι είμαι εγώ, συνέχισα την παράδοση και συνεχίζει και ο γιος μου, είναι η τέταρτη γενιά τυπογράφων.

• Μια δουλειά αν δεν την αγαπάς, δεν πρέπει την κάνεις. Αυτοί όλοι, εκείνης της εποχής, είχαν τη δουλειά αυτή στο αίμα τους. Αν δεν ερχόταν στο τυπογραφείο να αναπνεύσουν το αντιμόνιο, δεν μπορούσαν. Τα γράμματα, για να είναι σκληρά είναι από μόλυβδο και αντιμόνιο, αν είναι μόνο με μολύβι, όταν τυπώνεις φθείρονται, κάθονται, διαλύονται, ισοπεδώνονται γι’ αυτό και ήταν απαραίτητο το αντιμόνιο. Είναι δηλητήριο που εξαερίζονταν γι’ αυτό και οι περισσότεροι τυπογράφοι προπολεμικά πέθαιναν από φυματίωση. Ήταν μια δουλειά πολύ ανθυγιεινή.

• Περνούσε πολύς κόσμος από τα τυπογραφεία. Γινόταν πολύ χαβαλές. Ό,τι νέα ήθελες, εκεί μέσα θα τα μάθαινες. Ορισμένοι γονείς, θυμάμαι τώρα τον Μπενούζιο, τον πλούσιο Κομοτηναίο Εβραίο, που έφερε τον γιο του στο τυπογραφείο για να «ξυπνήσει». Εκεί που δουλεύαμε έπρεπε να του δίνουμε και οδηγίες καταλεπτώς, παραδείγματος χάριν, του λέγαμε: «Βρε Μπενουζίγιο βάλε στη λίμα ένα χαρτί να μην την πάρει ο αέρας» και πήγαινε και το έβαζε. Στο τυπογραφείο ξυπνούσαν τα παιδιά, γιατί άκουγαν τα πάντα.

• Ευχάριστες στιγμές για μας ήταν όταν βάζαμε καινούργια μηχανή μέσα στο μαγαζί. Μόλις βάζαμε καινούρια μηχανή γινόταν τσιμπούσι με μπύρες, ούζα, γλέντι αληθινό. Και τώρα ακόμη σε ένα τυπογραφείο, όταν τοποθετείς ένα μηχάνημα καινούργιο, είναι μια εξαιρετική στιγμή.

• Η Κομοτηνή τότε ήταν μια λασπούπολη. Είχε εκείνο το ποτάμι. Όταν έγινε η μεγάλη πλημμύρα, το ’61 – ’62 μάς τα πήρε όλα, μόνο οι μηχανές έμειναν. Τα νερά παρέσυραν τα πάντα, 1, 5 μέτρο έφτασε το νερό μέσα στο μαγαζί. Ήμασταν τότε στα στραγαλατζίδικα κι όλα μας τα «στοιχεία» πήγαν στο Τζαμί το μεγάλο. Καθόμουν στην Οδό Ξάνθης, στην Πλάκα κοντά και κάθε χρόνο είχαμε πλημμύρα.

• Μου λείπουν εκείνα τα ωραία στέκια, τα μικρά. Τα καφενεδάκια, κατά μήκος της οδού Μακεδονίας, στο Μύλο απέναντι, στα Ψαράδικα, που ήταν η Λαϊκή Αγορά. Στα κρεοπωλεία τέτοια εποχή γινόταν πανηγύρι. Τα έχασε αυτά η Κομοτηνή. Χάθηκαν εκείνοι οι παλιοί άνθρωποι που ήταν γλεντζέδες. Μπορούσαν να γλεντήσουν ακόμη κι αν δεν είχαν λεφτά. Το γλέντι ήταν γλέντι, το μεσημεράκι θα πήγαιναν να πιουν το ουζάκι τους, να βρουν τους φίλους τους, να γλεντήσουν, ακόμη κι αν δεν είχαν λεφτά. Ήταν άνθρωποι που δεν θα ξαναέρθουν. Όταν έπαιζε ο πατέρας μου τάβλι, μαζευόταν όλη η Ερμού και όλη η αγορά για να δουν το παιχνίδι. Έκανες το καλαμπούρι και δεν παρεξηγιόταν ο άλλος. Τον πείραζες και δεν έλεγε τίποτα, τώρα έχουν αλλάξει όλα. Δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι.

• Δεν έχω παράπονο από το επάγγελμα, μου τα έφερε όλα όπως τα ήθελα. Εκείνη την εποχή, ήμουν και λίγο πρωτοπόρος. Οι παλιοί οι τυπογράφοι δεν ήθελαν να μπουν στην νέα τεχνολογία, πήγαιναν με την παλιά. Την φοβόταν, δεν την ήξεραν. Θυμάμαι ότι όταν πήρα ένα πιεστήριο, το πρώτο που ήρθε στην Κομοτηνή και στην Βόρειο Ελλάδα, οι τυπογράφοι μου έστειλαν ένα νάιλον να το σκεπάσω. «Πού θα βρεις δουλειά να τυπώνεις;» μου έλεγαν. Κι όμως, έγιναν εκείνη την χρονιά οι εκλογές κι όλοι σήκωσαν τα χέρια. Εγώ τύπωνα 5000 φύλλα την ώρα κι εκείνοι 800.

• Η καλύτερη περίοδος ήταν επί Κωνσταντίνου Καραμανλή. Άνοιξε η αγορά, δουλέψαμε πολύ καλά. Και προ του Καποδίστρια δουλεύαμε πάρα πολύ με τις Κοινότητες. Όταν γινόταν Κοινοτικές Εκλογές δεν προλαβαίναμε, μέρα – νύχτα τυπώναμε. Για παράδειγμα ο Ίασμος είχε τέσσερις συνδυασμούς, από 10.000 ψηφοδέλτια το καθένα, να 40.000 ψηφοδέλτια, ενώ τώρα όλα αυτά χάθηκαν. Έρχονται τα μεγάλα συγκροτήματα και παίρνουν όλη την δουλειά από τους δήμους.

• Τυπώναμε και προπολεμικά ακόμη διαφημιστικά έντυπα πάρα πολλά. Ήταν οι κινηματογράφοι που δούλευαν τότε, οπότε η προβολή χρειάζονταν. Ο πατέρας μου τύπωνε ακόμη και τα εισιτήρια των κινηματογράφων.

• Είμαι περήφανος που συνεχίζει ο γιος μου. Δουλεύει πολύ καλά, ακολουθήσαμε τις αλλαγές, φέραμε καινούργια τεχνολογία, για την ώρα είμαστε καλά. Από εδώ και πέρα δεν ξέρουμε τι θα γίνει. Έχει ακόμη περιθώριο, scripta manent άλλωστε λένε. Το γραπτό θα μένει πάντοτε, δεν επηρεάζεται από πουθενά, το γραπτό μένει. Δουλειά θα υπάρχει.

Μαρία Νικολάου

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.