«Το ταλεντο δεν αρκει, χρειαζεται και μυαλο»

Με αφορμή την καλοκαιρινή παραγωγή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κομοτηνής «Η Τύχη της Μαρούλας» που παρουσιάζεται με επιτυχία στο Θερινό Δημοτικό Θέατρο της πόλης.
Ο ΠτΘ συνομιλεί με την ηθοποιό που ενσαρκώνει την όμορφη πλύστρα Μαρούλα για την παράσταση και άλλα πολλά…

ΠτΘ: Πριν αναφερθούμε, κ. Ναλμπάντη, στο λόγο που βρίσκεστε στην πόλη μας, να μιλήσουμε για την μέχρι τώρα πορεία σας…
Ζ.Ν.:
Έχω ξεκινήσει από τη σχολή «Θεμέλιο» του Βασταρδή, τελείωσα το 1995 και από τότε έχω κάνει αρκετές δουλειές. Από τις πιο σημαντικές είναι οι συμμετοχές μου στον χορό στον «Προμηθέα Δεσμώτη» με τον Ν. Τσακίρογλου και στους «Βατράχους» και στις «Όρνιθες» σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου στο Εθνικό Θέατρο. Επίσης, στο μιούζικαλ «Γκριζ» στο Θέατρο Βέμπο σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Γκίλμορ, όπου έκανα το ρόλο της Ρίζοπ, μια πολύ σημαντική και ουσιαστικά η πρώτη μου δουλειά στο χώρο του μιούζικαλ. Αργότερα συνεργάστηκα με το ΔΗΠΕΘΕ Ρόδου, όπου συμμετείχα σε πολλές παραγωγές με σημαντικότερη για μένα τα μονόπρακτα του Κοκτώ που ήταν το «Πανηγύρι» και «Η Ψεύτρα». Με το να είσαι μόνος πάνω στη σκηνή καταλαβαίνεις πόσο μεγάλη αξία έχουν οι συνάδελφοι, η ομάδα και πόσο πιο ωραία είναι όταν παίζεις με πολύ κόσμο. Σαφώς το μονόπρακτο είναι «τρομερή πρόκληση», είναι δύσκολο αλλά επίσης και πάρα πολύ ωραίο και γοητευτικό. Στην συνέχεια συμμετείχα στη «Γέρμα» στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου, στο «Μίκης Θεοδωράκης από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας – μια μουσική παράσταση» σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη – με τον οποίο συνεργαστήκαμε και το χειμώνα στον « Υπηρέτη δυο αφεντάδων», όπου είχα τον ρόλο της Εσμεραλντίνας.

ΠτΘ: Οι πιο πρόσφατες θεατρικές εμφανίσεις σας;
Ζ.Ν.:
Πέρυσι το καλοκαίρι στο Θέατρο Πάρκ στο «Ούτε γάτα… ούτε ζημιά» σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου και φέτος στο μιούζικαλ «Μάλα», με την Άννα Βίσση στον ομώνυμο ρόλο, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα.

ΠτΘ: Πιστεύετε ότι ο ηθοποιός πρέπει να εξειδικεύεται σε κάποιο συγκεκριμένο είδος ρόλου;
Ζ.Ν.:
Όχι, για μένα ένας ηθοποιός δεν πρέπει να εξειδικεύεται σε κάποιο συγκεκριμένο είδος ρόλου. Ένας ηθοποιός οφείλει να προσαρμόζεται σε κάθε ρόλο που παίζει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν βλέπω τη «Μαρούλα», βλέπω τη Ζωή Ναλμπάντη, με ενδιαφέρει να δω τη «Μαρούλα» που την υποδύεται η Ζωή Ναλμπάντη. Μεταξύ ρόλου και ηθοποιού, πρέπει να γίνει μια συνάντηση, γι’ αυτό κάθε ερμηνεία είναι και διαφορετική. Διαφορετικά, αν βλέπαμε τα ίδια πράγματα θα ήταν πολύ βαρετά. Ο καθένας βάζει τη σφραγίδα του και την υπογραφή του και ανάλογα με το τι παίζει διαφοροποιείται.

ΠτΘ: Πόσο «αυθεντική» πρέπει να είναι σήμερα μια ηθοποιός;
Ζ.Ν.:
Για μένα ηθοποιός είναι αυτό που λέει η ίδια η λέξη, πρέπει να «ποιεί ήθος». Η σκηνή είναι η μεταφορά της ζωής. Οι ηθοποιοί είναι ζωντανοί χαρακτήρες, ζωντανοί άνθρωποι. Για να βρεις έναν ρόλο, πρέπει να ψάχνεις μέσα από δικά σου βιώματα για να μπορέσεις να τον κάνεις να έχει σάρκα και οστά και να τρέχει αίμα στις φλέβες του, να είναι ανθρώπινος δηλαδή για να μπορεί ο θεατής να ταυτιστεί μ’ αυτό που βλέπει. Διαφορετικά θα είναι κάτι εξωγήινο που δεν με αφορά.

ΠτΘ: Κάθε ρόλος και μια προσωπική ψυχανάλυση. Μύθος ή πραγματικότητα;
Ζ.Ν.:
Είναι αλήθεια.

ΠτΘ: Βρίσκετε ψυχική ηρεμία στην ηθοποιία;
Ζ.Ν.:
Γι’ αυτό το κάνω. Εκεί που υπάρχει ψυχική ηρεμία, εκεί υπάρχει και μια ανισορροπία και μια αναστάτωση εσωτερική, αλλά όλο αυτό οδηγεί στην κάθαρση. Εκεί όπου βλέπεις ότι αυτό που κάνεις έχει αποτέλεσμα και ότι απευθύνεσαι κάπου, ότι ο κόσμος το εισπράττει.

ΠτΘ: Αυτά που λέγονται περί «ταύτισης» και εσωτερικών κομματιών που προσαρμόζονται στον κάθε ρόλο» υπηρετούν απλώς την ανάγκη διατήρησης του μύθου γύρω από το επάγγελμα;
Ζ.Ν.:
Η ταύτιση είναι πάντοτε εντός εισαγωγικών. Ουσιαστικά είναι η συνάντηση και όχι η ταύτιση.

ΠτΘ: Αισθάνεστε την παράσταση σαν «μάχη»;
Ζ.Ν.:
Όχι σαν μάχη, περισσότερο σαν ευχαρίστηση. Και ειδικά στη συγκεκριμένη παράσταση, γιατί περνάω πάρα πολύ καλά με τους συναδέλφους μου, μ’ όλα τα παιδιά, είναι όλοι τους πολύ σημαντικοί. Για μένα είναι ένα παιχνίδι που μου αρέσει πολύ.

ΠτΘ: Ποιες είναι οι «σειρήνες» για τον ηθοποιό;
Ζ.Ν.:
Είναι οι σειρήνες που έχει κι ένας πρωταθλητής… εξαρτάται και από το πώς βλέπεις τα πράγματα. Για μένα ένας ηθοποιός, αν θέλει να’ ναι ηθοποιός, κάνει και πρωταθλητισμό κατά μία έννοια. Όποιες είναι οι σειρήνες για τον πρωταθλητή είναι οι σειρήνες και για τον ηθοποιό. Από την άλλη, δεν είναι σωστό να μπαίνεις σ’ ένα γυάλινο κουτί και να κλείνεσαι εκεί μέσα, να γίνεσαι δηλαδή ουσιαστικά ασκητής, αυτό δεν γίνεται. Πρέπει να ζεις για να φορτίζεις τις μπαταρίες σου και να παίρνεις καινούριες πληροφορίες. Να’ σαι ένας πολύ καλός παρατηρητής και να ζεις, να’ σαι δηλαδή ευχαριστημένος.

ΠτΘ: Έχετε παίξει τόσο σε θεατρικά έργα όσο και σε μιούζικαλ. Ποιο είναι το ζητούμενο για σας ως ηθοποιό;
Ζ.Ν.:
Στόχος μου είναι να εκφράζομαι. Μ’ ενδιαφέρει να εκφράζομαι μέσα από έργα που έχουν να πουν κάτι, που είναι διαχρονικά και που «μιλάνε» στον κόσμο.

ΠτΘ: Όπως αναφέρατε πριν, έχετε ξανασυνεργαστεί με ΔΗΠΕΘΕ, εκείνα της Ρόδου και της Πάτρας και τώρα σ’ αυτό της πόλης μας, της Κομοτηνής. Ποια η γνώμη σας για τα ΔΗΠΕΘΕ;
Ζ.Ν.:
Μέχρι τώρα έχω συνεργαστεί πάρα πολύ καλά με τα ΔΗΠΕΘΕ. Αυτό που ξέρω είναι το πρόβλημα των επιχορηγήσεων, ότι δε δίνονται πάρα πολλά χρήματα. Εγώ είμαι λιγάκι έξω απ’ αυτό το παιχνίδι, δε ξέρω τι γίνεται αλλά μέχρι τώρα δεν είχα κανένα παράπονο από τα ΔΗΠΕΘΕ. Θα πρέπει όμως κάποια στιγμή όλες αυτές οι δουλειές των ΔΗΠΕΘΕ να πηγαίνουν και στην Αθήνα, ώστε να τις βλέπει ο κόσμος. Αυτό που μ’ αρέσει εδώ σ’ εσάς είναι ότι η περιοδεία θα έχει να κάνει με τα γύρω χωριά, κάτι που είναι πολύ ευχάριστο. Απλά από εκεί και πέρα θα’ ναι καλό να ταξιδέψει και μέχρι την Αθήνα. Σίγουρα δηλαδή υπάρχει πρόβλημα, όσον αφορά στα οικονομικά.

ΠτΘ: Στην παράσταση διακρίνουμε ένα «δέσιμο» που υπάρχει ανάμεσά σας, αποτελείτε ένα δυναμικό νεανικό θίασο…
Ζ.Ν.:
Ακριβώς. Αυτό το δέσιμο σε βοηθάει όταν φεύγεις μακριά από το σπίτι σου και τα χωρικά σου ύδατα, τότε δοκιμάζονται όλες αυτές οι σχέσεις και βλέπεις πόσο καλές είναι και πόσο μπορούν να αντέξουν.

ΠτΘ: Εκτός από τη σκηνική παρουσία, τι άλλο πιστεύετε ότι μετράει σε έναν ηθοποιό;
Ζ.Ν.:
Η πρώτη κουβέντα του κ. Λειβαδά, όταν τον γνώρισα, και είχε απόλυτο δίκιο, ήταν πως «αυτό που μετράει σ’ έναν ηθοποιό είναι το να έχει 60% ταλέντο και 40% μυαλό, έχω δει ταλέντα να χάνονται γιατί δεν είχαν μυαλό». Το ταλέντο, λοιπόν, δε φθάνει για να δουλεύεις, πρέπει και να σκέπτεσαι. Σε κάθε νέα σου δουλειά, ουσιαστικά παλεύεις με έναν αέρα, δηλαδή παίρνεις φαντάσματα και τα ζωντανεύεις. Όταν παλεύεις με τον αέρα, πρέπει να ξεκινάς από την αρχή. Σαφώς περνώντας τα χρόνια, αποκτάς μια εμπειρία και γίνεσαι «μάστορας», ξέρεις πώς να μετρήσεις τη δουλειά σου.

ΠτΘ: Τι κοινό έχει η Ζωή Ναλμπάντη με τη «Μαρούλα» του Κορομηλά;
Ζ.Ν:
Ότι μπορεί να ερωτευτεί, έτσι όπως ερωτεύεται και η Μαρούλα. Το ότι είναι τόσο φιλότιμη… Έχω αρκετά κοινά με την ηρωίδα, απλώς είναι βαθιά κρυμμένα.

ΠτΘ: Ταυτίζεστε δηλαδή με την ηρωίδα…
Ζ.Ν.:
Παίρνοντας το ρόλο, ανοίγεις τα συρταράκια και βγάζεις κάποια θαμμένα συναισθήματα για να μπορείς να τον υποστηρίξεις. Το θέμα είναι να τα’ χεις βιώσει όλα αυτά για να μπορείς να τα βγάλεις καλύτερα πάνω στη σκηνή. Έχω αρκετά κοινά, το φιλότιμο, αυτή την αφέλεια, την αγάπη στον πατέρα μου.

ΠτΘ: Αυτή η ιστορία της όμορφης πλύστρας που ερωτεύεται τον αμαξά Κωνσταντή στο αθηναϊκό αρχοντικό όπου εργάζεται και ο ερχομός του πανούργου αμπελουργού πατέρα της από την Άνδρο φέρνει στην επιφάνεια διαφόρων ειδών ζητήματα, όπως τον έρωτα, την τιμή, την ευσυνειδησία που είναι λίγο ξεχασμένα, ωστόσο παραμένουν διαχρονικά. Νομίζετε ότι αυτά καθιστούν το έργο επίκαιρο;
Ζ.Ν.:
Ναι, αυτά τα θέματα είναι διαχρονικά. Και σήμερα συναντάμε τέτοιους χαρακτήρες, υπάρχουν πολλές «Μαρούλες» και πολλοί «Λινάρδοι» και «Κωνσταντήδες», απλώς δεν είναι τόσο ευανάγνωστοι, ίσως όχι τόσο όσο τους βλέπουμε στο έργο.

ΠτΘ: Μιλήστε μας λίγο για το χαρακτήρα της ηρωίδας που υποδύεστε.
Ζ.Ν.:
Είναι ένα πολύ απλό, λαϊκό κορίτσι, το οποίο δουλεύει για να ζήσει σ’ ένα αρχοντικό στην Αθήνα του’60. Εκεί βρίσκει έναν άνθρωπο που τον ερωτεύεται γιατί ουσιαστικά της αρέσει όλο αυτό το κέφι που έχει ο Κωνσταντής και το θεωρεί απρόσιτο. Πολλές φορές ερωτευόμαστε κάτι απρόσιτο, κάτι που δεν έχει καμία σχέση μ’ εμάς, είναι αυτό που λένε ότι «τα ετερώνυμα έλκονται, τα ομώνυμα απωθούνται», ενώ στον Χρήστο, με τον οποίο μοιάζει δεν δίνει σημασία στην αρχή. Ερωτεύεται τον Κωνσταντή και προσπαθεί αυτό να είναι ένα σωσίβιο μέσα σ’ αυτό το σπίτι που κουράζεται, όπου κανείς δεν τη βοηθάει παρόλο που τους αγαπάει όλους.

ΠτΘ: Και φθάνει στο σημείο να λέει «δεν είμαι δούλα των δούλων»…
Ζ.Ν.:
Ναι, γιατί κανείς δε τη βοηθάει και είναι και φιλότιμη.
Εκεί υπάρχει μια πίκρα, αλλά παρόλα αυτά συνεχίζει και τους αγαπάει γιατί είναι ένας αγνός άνθρωπος και που κάθε κακία την πνίγει, δεν την αντέχει, δεν την αφήνει να κλείσει μάτι. Γι’ αυτό και έχει επιλέξει να έχει αυτή τη στάση ζωής.

ΠτΘ: «Τα στεφάνια έχουν αγκάθια μονάχα ο παράς είναι λουλουδένιος», λέει σε κάποιο σημείο η Μαρούλα, μέσα από το οποίο διαφαίνεται ακόμη ένα σύγχρονο θέμα, αυτό του εύκολου πλουτισμού…
Ζ.Ν.:
Το χρήμα είναι κινητήρια δύναμη, αλλά τη Μαρούλα δε τη νοιάζουν τα χρήματα. Αυτό που τη νοιάζει σε σχέση με τα χρήματα είναι ότι θα τα καταφέρει να φύγει, να γλιτώσει από τις «μπουγάδες». Ότι θα καταφέρει να παντρευτεί, αυτό την ενδιαφέρει. Το’60 αυτό ενδιέφερε τις γυναίκες, όπως και σήμερα, να κάνουν κάποια στιγμή οικογένεια, αλλά για να συμβεί αυτό θα πρέπει πρώτα να πατάνε γερά στα πόδια τους σε σχέση με τη ζωή τους και σε σχέση με τα οικονομικά τους και την καριέρα τους. Έτσι, αυτή η κοπέλα αναγκάζεται, λόγω των δυσμενών συνθηκών που επικρατούν στην οικογένειά της, να εργαστεί. Τα χρήματα όμως δεν την νοιάζουν, απλά θα τα χρησιμοποιήσει για να μπορέσει να ζήσει και να κάνει αυτά που θέλει , να μπορέσει να παντρευτεί, για τίποτα άλλο.

ΠτΘ: Στην παράσταση, η μουσική παίζει κυρίαρχο ρόλο και εκτός από τις υποκριτικές σας επιδόσεις ξεχωρίζετε και γι’ αυτές που έχετε στο τραγούδι και το χορό.
Ζ.Ν.:
Έχω κάνει φωνητική, ουσιαστικά εγώ από το τραγούδι ξεκίνησα. Από 16 χρονών ξεκίνησα με κλασικό τραγούδι με τη Βάσω Θεοχάρους και στην πορεία προέκυψε το θέατρο, το οποίο με κράτησε τελικά. Μετά είχα δασκάλα την Έφη Αδειλίνη και στο χορό, στην χοροκίνηση δασκάλες τις Μάγδα και Χριστίνα Γερουσίδη.

ΠτΘ: Έχετε κάνει όμως και τηλεόραση… είναι επιλογή σας ή άλλοθι;
Ζ.Ν.:
Είναι επιλογή μου.

ΠτΘ: Σήμερα για πολλούς νέους η τηλεόραση είναι εισιτήριο για να γίνουν γνωστοί. Ποια είναι η δική σας άποψη;
Ζ.Ν.:
Σαφώς βοηθάει πάρα πολύ για να γίνει κανείς γνωστός, από κει και πέρα όμως η τηλεόραση μπορεί να σου γυρίσει και «μπούμερανγκ». Επειδή οι δουλειές γίνονται πολύ γρήγορα και πολλές φορές είναι πρόχειρες, αυτό που αναζητούμε όλοι από την τηλεόραση είναι να γίνουμε γνωστοί.

ΠτΘ: Τον καθιερώνει όμως τον ηθοποιό;
Ζ.Ν.:
Καθιερώνει πρόσωπα, όχι όμως ηθοποιούς. Για να καθιερωθείς ως ηθοποιός πρέπει να κάνεις μια πορεία, από εκεί και πέρα το κατά πόσο θα καθιερωθείς σαν ηθοποιός εξαρτάται από τις επιλογές που θα κάνεις και από την πορεία που θ’ ακολουθήσεις, σίγουρα βοηθάει.

ΠτΘ: Έχετε κάνει όμως και κινηματογράφο…
Ζ.Ν.:
Συμμετείχα στην ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Αυτή η νύχτα μένει», όπου έκανα το ρόλο της Τζίνας, και απέσπασα κι ένα βραβείο από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 2000. Ο κινηματογράφος σήμερα χρειάζεται οικονομική υποστήριξη. Υπάρχουν πολλοί και καλοί σκηνοθέτες και ηθοποιοί, ακόμη και σενάρια μπορείς να βρεις καλά, αλλά τις περισσότερες φορές υπάρχει το πρόβλημα της παραγωγής, δηλαδή ενώ κάτι ξεκινάει με τις καλύτερες προϋποθέσεις δε πηγαίνει τόσο καλά γιατί δεν υπάρχουν τα χρήματα, ώστε να γίνει κάτι καλύτερο.

ΠτΘ: Κ. Ναλμπάντη σας ευχαριστώ πολύ.
Ζ.Ν.:
Κι εγώ σας ευχαριστώ.

Καλπάνης Μπάμπης

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.