«Μυθος Ομορριζος» του Τασου Πολυμερη

Μία πρόταση παράλληλης ανάγνωσης του έργου των Καβάφη, Θεόφιλου και Μακρυγιάννη με στόχο την ανάδειξη της κοινής, ρωμαίικης, ρίζας τους, με διάμεσο τον βυζαντινό πολιτισμό

Από τις «Εναλλακτικές Εκδόσεις» κυκλοφόρησε το 2017 η ανοιχτή πρόταση του κομοτηναίου Τάσου Πολυμέρη με τον τίτλο «Μύθος Ομόρριζος» (σελίδες 166). Πρόκειται για μία αξιοσημείωτη και βαθύτατα τεκμηριωμένη προσπάθεια του συγγραφέα –εφάμιλλη με μελέτες ακαδημαϊκού επιπέδου– να εξετάσει συγκριτικά το έργο κορυφαίων ελληνικών προσωπικοτήτων όπως είναι ο ποιητής Κ. Π. Καβάφης, ο ζωγράφος Θεόφιλος και ο αγωνιστής του ΄21 Ιωάννης Μακρυγιάννης, και να ανακαλύψει τη συνάφειά τους.
 
Όπως ο ίδιος σημειώνει, η συγγραφή τού έργου αυτού ξεκίνησε από όταν ο ίδιος άρχισε να συσχετίζει τις λεζάντες που έγραφε στα έργα του ο Θεόφιλος, με το ύφος και τον τονισμό των ποιημάτων τού Καβάφη. Ο Μακρυγιάννης αλλά και άλλες προσωπικότητες τέθηκαν και αυτές στο στόχαστρο της σύγκρισης, καθώς βασικό κριτήριο του κ. Πολυμέρη ήταν ο τόνος που «άκουγε» στη ροή του λόγου τους. Επιπλέον κριτήριο ήταν και η «καθαρότητα» που τους χαρακτήριζε, καθώς όπως τονίζεται δεν στηρίχθηκαν σε λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά δάνεια και κανενός είδους -ισμούς, συνήθως εισαγόμενους από τη Δύση. 

«Ο Θεόφιλος και ο Καβάφης μεταφέρουν κομμάτια του παρελθόντος χρόνου – δηλαδή μνήμες– στο παρόν» 

Ο Θεόφιλος υπήρξε σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος καλλιτέχνης που αποτύπωνε με τα πινέλα του θρύλους και παραδόσεις, αλλά και στιγμές τής τότε ελληνικής πραγματικότητας. Ο Ο. Ελύτης τον χαρακτήριζε ως «τον άνθρωπο-σύνδεσμο, τη ζωντανή παύλα που μας ενώνει με την πιο αυθεντική πλευρά τού αγνοημένου εαυτού μας», γι’ αυτό «νιώθουμε συγκίνηση και “παραμυθία” όταν κοιτάμε τις ζωγραφιές του», σχολιάζει ο συγγραφέας. Ο κοσμοπολίτης Κ. Π. Καβάφης, ένας «παρεξηγημένος» ποιητής για αρκετά χρόνια, που ανακάλυψε την ποιητική του πλευρά κάπως καθυστερημένα, αναδείχθηκε εντούτοις παγκοσμίως σε έναν από τους αξιότερους ποιητές της γενιάς του και όχι μόνο.
 
Όσον αφορά τη συνεξέταση του έργου τους, κάποια από τα κριτήρια σύγκρισης είναι οι ατέλειες, αλλά και η αντιγραφική μνήμη των δύο αυτών προσώπων. Χαρακτηριστικά, ο Τάσος Πολυμέρης μνημονεύει ότι  «o Θεόφιλος αντιγράφει λιθογραφίες, καρτ-ποστάλ κ.λπ. αλλά το αποτέλεσμα ξεπερνά κατά πολύ το πρότυπο. Είναι τα δικά του που βάζει. Ο Καβάφης πάλι, σε πάρα πολλά ποιήματά του θα “αντιγράψει” τα θέματά του από τον Πλούταρχο και άλλους αρχαίους συγγραφείς. Και ο Θεόφιλος και ο Καβάφης θεωρώ ότι συνδέονται με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο με αυτό που αποκαλούμε αντιγραφική μνήμη, καθώς μεταφέρουν κομμάτια του παρελθόντος χρόνου –δηλαδή μνήμες– στο παρόν».
 
Σχετικά με τις ατέλειες που χαρακτηρίζουν τα έργα και των δύο, αυτές χάνονται στη «συνολική δομή τού ζωγραφικού πίνακα και των ποιημάτων αντίστοιχα», ενώ η αρτιότητα της τέχνης τους βρίσκεται σε άλλο επίπεδο, το οποίο περιγράφει η εξής φράση του Ν. Γ. Πεντζίκη: «Το ευρέως συμμετρικό είναι ασύμμετρο στις λεπτομέρειες».  

«Η συνάντηση του λόγου του Καβάφη με τον λόγο του Μακρυγιάννη, μέσα από τη γλωσσική τους έκφραση, είναι μία ευλογημένη συνάντηση» 

«Ο ένας μπαρουτοκαπνισμένος και καταπληγιασμένος οπλαρχηγός, “ασπούδαχτος”, ο άλλος πολυμαθής, σκληρά σκεπτόμενος εστέτ της Αλεξάνδρειας». Ο συγγραφέας εκτός από τους παραπάνω χαρακτηρισμούς που αποδίδει στον Μακρυγιάννη και τον Καβάφη αντιστοίχως, παραθέτει αποσπάσματα έργων και των δύο –από τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη και από διάφορα ποιήματα του Καβάφη–, καταλήγοντας πως πολλά σημεία μοιάζουν σαν να γράφτηκαν από το ίδιο πρόσωπο. Αν και αποτελούν δύο διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, τα κείμενά τους είναι τόσο κοντά από άποψη ύφους, αλλά και νοήματος. «Έχουν και οι δύο μία λείανση λόγου τέτοια, που επιτρέπει οι φωνές τους να είναι φωνές πολλών ανθρώπων», δίνοντας έτσι στο έργο τους μία συλλογική διάσταση.
 

«Η περίπτωση του Καβάφη είναι η πορεία κάποιου που ξεφορτώνεται στον δρόμο πάρα πολλά περιττά, για να φτάσει στα απολύτως απαραίτητα. Φτάνει να μιλήσει απλά, λιτά», χωρίς να σημαίνει αυτόματα και μονοσήμαντα. Από την άλλη όμως, ο Μακρυγιάννης δεν χρειάζεται να ακολουθήσει μία ανάλογη πορεία. Ο λόγος του αν και χαρακτηρίζεται από απλότητα είναι «λόγος της καρδιάς και της αλήθειας». 

Γ. Σεφέρης: «Αν ο Μακρυγιάννης μάθαινε γράμματα την εποχή εκείνη, πολύ φοβούμαι πως θα έπρεπε να απαρνηθεί τον εαυτό του» 

Όσο λιτός και αν είναι ο Μακρυγιάννης, παραμένει γνήσιος εσωκλείοντας τις αξίες τού ελληνικού πολιτισμού. Υπέρμαχος τής ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της επιστροφής στην απλότητα, της ενίσχυσης της πραγματικής μόρφωσης και όχι της ψευτολογιότητας, που επικρατούσε σε μεγάλο βαθμό στην εποχή του. Όπως τονίζει ο Γ. Σεφέρης σε ομιλία που παραχώρησε στην Αλεξάνδρεια το 1943, «Αν ο Μακρυγιάννης μάθαινε γράμματα την εποχή εκείνη, πολύ φοβούμαι πως θα έπρεπε να απαρνηθεί τον εαυτό του, γιατί την παιδεία την κρατούσαν στα χέρια τους οι “τροπαιούχοι του άδειου λόγου”», οι νεόπλουτοι της μάθησης με την κίβδηλη λογιοσύνη. 

«Τι είναι ο μύθος; Μία κατασκευή εξωπραγματική ή μία σύνθεση που εμπεριέχει την πραγματικότητα των αισθήσεών μας»; 

Οι αναφορές περί Μύθου ─ η λέξη μύθος είναι η λέξη κλειδί και στον τίτλο της μελέτης─ όπως τονίζεται από τον συγγραφέα, δεν θα πρέπει να συγχέονται με το φαντασιακό στοιχείο, το οποίο επικαλείται μεγάλο μέρος της ελληνικής διανόησης. «Ο μύθος αγγίζει πρωταρχικές αλήθειες του ανθρώπου γι’ αυτό είναι τόσο ισχυρός». Προς επίρρωση της παραπάνω θέσης, μνημονεύονται και οι απόψεις του Ν. Γ. Πεντζίκη, «ο Μύθος, ή πιο σωστά η μυθική σκέψη, μπορεί να θεωρηθεί σαν υποκατάστατο του ζωικού ενστίκτου, που εξελισσόμενο το ανθρώπινο είδος έχει αποβάλλει. Δεν είναι όμως δυνατόν άνευ κινδύνου, να απεκδυθεί τη μυθική σκέψη…
Επειδή λοιπόν η νόηση από μόνη της είναι ανεπαρκής, εμπιστευόμαστε τον Μύθο που είναι μια υπέρ-πραγματικότητα, μία Ολότητα, πιο πλήρης απ’ αυτό που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας». Επομένως, «το πόσο πολύ ο Καβάφης και ο Θεόφιλος συνδέονται με τον Μύθο δεν προκύπτει μόνο από το έργο τους αλλά και από την προσωπική μυθολογία που ακολουθεί και τους δύο στην ιδιωτική τους ζωή». Και οι δύο, λοιπόν, καθοδηγούνται από τον εσώτερο Μύθο, προσφέροντας τους κατευθύνσεις στο νήμα της ζωής. 

«Οι τρεις πρωταγωνιστές της μελέτης είναι οι ενδιάμεσοι κρίκοι της επανασύνδεσης του μεσαιωνικού με τον νεώτερο Ελληνισμό από άποψη γλώσσας, ύφους, και μορφολογίας» 

Ο Τάσος Πολυμέρης, χωρίς να είναι φιλόλογος, διαθέτει αναλυτική και συνθετική ματιά, που αποκαλύπτει διαστάσεις τού ελληνικού πολιτισμού που από πολλούς ηθελημένα ή αθέλητα αγνοούνται, παραθέτοντας στον αναγνώστη όλα τα απαραίτητα  που στοιχειοθετούν την ανάγνωσή του, προκειμένου η συλλογιστική του για την άρρητη δημοσία, αλλά μακρά εν τοις πράγμασι πολιτισμική παράδοση του ελληνισμού,  μέσω του βυζαντίου, να γίνει  από δόξα πίστη. Όπως πίστη υπήρξε για λογοτέχνες και διανοούμενους όπως ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ο Κωστής Μοσκώφ κ.ά., αλλά και νεοελληνιστές όπως η επίτιμη διδακτόρισσα της Σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης κ. Μαρί-Πωλ Μασσόν που  με εξαιρετική παρρησία ανέσυρε προς προβληματισμό και στις μέρες μας  την άποψη αυτή της συνέχειας.  
 
Επανερχόμενοι, δεν είναι υπερβολική η επισήμανση, κατά τον ίδιο, ότι οι τρεις αυτοί άνθρωποι –Θεόφιλος, Καβάφης, Μακρυγιάννης– είναι «οι ενδιάμεσοι κρίκοι της επανασύνδεσης του μεσαιωνικού με τον νεώτερο Ελληνισμό από άποψη γλώσσας, ύφους, και μορφολογίας». Και οι τρεις προσωπικότητες, ιδιαίτερα ξεχωριστές, αναδεικνύουν ότι η απλότητα και η αυθεντικότητα αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά του πολιτισμού μας. 

Θεόφιλος και Καβάφης, κάλυψαν χάσματα αιώνων 

«Ένας ακόμη κοινός τόπος του Θεόφιλου και του Καβάφη είναι η γέφυρα με τον παρελθόντα χρόνο (…) Κάλυψαν χάσματα αιώνων. Κάλυψαν τον χαμένο χρόνο. Συμπύκνωσαν τον χρόνο για να προλάβουν, για λογαριασμό  όλων ημών που κινούμαστε στον παρόντα χρόνο»

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.