Μεσσουνιωτισσα πεθερα- «κουραδου» νυφη

Ποιος πιθιρός ποια πιθιρά ποια νύφη δε μαλώνει

Η λέλιου (θεία) η Καλλίνου, στουν άου του μαχαουά, ίρευει δεν ίρευει έκαμι νύφ στουν μουναχουιό τς, αμά δεν τ΄ν άρισι κι πουλύ. Τί πουλύ, χίτς δεν τ΄ν άρισι.  Σάματις ήταν κανιά νύφ άξια ιά του ιότς.

Σούφρουσι ξισούφρουσι του ζουρνάτς, είπι, είπι λόγια στου ιότς, κείνους δεν τ΄νάκσι, αναγκάσκι, τουν πάντριψι.

Τουν πάντριψι, αμά η νύφ ούλου έφτυγι, ήταν φτουχιά, ήταν άσκημ, ήταν χαμνή, ήταν λιανή, έτρου(γ)ι πουλί,  δεν ήξιρι απού δλιές, δεν τ΄νήθιλι, πάει κι μπίτσι.

Η άντραϊτς τ΄νουρμίνιβι, αυτή τίπουτα, νταϊακόθκι σ΄ναναπουδιάτς, κι ούλ τ΄μέρα μουρμούρζι.  

Η λέλιουη η Καλλίνου, μόλις κοιμούνταν οι αρνίθεις, κοιμάταν κι αυτή.

Αξημέρουτα, κουντά δυο η ώρα, ξυπνούσι, ιρνούσι πέδουν, ιρνούσι πέκιν, χόρταινι τουν ύπνου τς, άου ύπνου δεν είχι, άαα ξημέρουσι, ίλιγι που μέσα τς.

Σκόνουνταν που του κριβάτ΄, έπιρνι νια μακριά βέργα κι ξινουμούσι σ΄αρνίθεις, να βγουν που του κουτέτς και να κατέβν απού απάν που τα ξύουα.

Κακάρζαν αγουροξυπνημένις οι αρνίθεις, ούτι κι αυτές χόρτασαν ύπνου, κόμα η πέτνους ούτι κικιρίκου φώναξι, ξιού-ξιού πέδουν, ξιού-ξιού-ξιού-ξιού πέκιν μες΄ σ΄ νύχτα, πούλ-πούλ-πούλ τ΄ν κουσαριά μι τα πουούδια, σ΄ μάζουνι σ΄μές΄ τ΄ναυλή, να σ΄ταΐς, μουρμουρίζοντας συνέχεια φουναχτά, μέσα σ΄νησυχία σ΄νύχτας, ν΄ ακούει η νύφ, ν΄ ακούσν κι οι ιτών΄, τί κουράδου νύφ έφιρι στου σπίτ η καημένους η ιός τ΄ς.

Άιντι μαρηηή, άιντι, σήκου. Σήκου μαρηηηηή, έφυξι κι συ κοιμάσι. Σήκου μαρή να ταΐις σ΄αρνίθεις. Σήκου μαρή κουράδου, σήκου. Άμα δεν είμι ιγώ ούλα δα ψουφίσν, σήκου κουράδου σήκου, κουράδου άααα κουράδου!!!!!!

Ο νταής Γιώργης, ο άνδρας της, τη συμβούλευε να αφήσει ήσυχα τα παιδιά, αλλά πού αυτή, από χρόνια του πήρε τον αέρα, ούτε τον λογάριαζε, σα να μην υπήρχε άνδρας στο σπίτι.

Μάταια ο γιος της την καλόπιανε, τη μάλωνε, αγρίευε, απειλούσε ότι θα φύγουν από το σπίτι, την παρακαλούσε να τους αφήσει ήσυχους να κοιμηθούν, ότι είναι μεσάνυχτα, ότι δεν ξημέρωσε ακόμη, ότι όλα θα τα κάνουν μόλις ξημερώσει. Αυτή δεν άκουγε τίποτε. Καθημερινό και ολημερινό ήταν τα τροπάρια και το βράδυ πάλι το ίδιο ψάλσιμο, «κουράδου, άααα κουράδου (τεμπέλα)», να ακούσουν και οι γείτονες.

-Δε γλέπς, τυφχώθκις, οι αρνίθις νυσκιές, του γρούν δα ψουφείς που τ΄δίψα , τα καρούτια (δοχεία) άδεια, τα φασούλια άβραστα, του λάδ΄ στουν πάτου, σαντέ ούλ΄ τ΄μέρα ξεπλένετι, μπίτσι κι του σαπούν΄, τσάκνα κάνκαπ ιά τ΄ στιά, τί κόμα να συ αραδιάσου. Ό,τι κι να μί πεις κουράδου είνι, παλιουκούραδου.

-Ανιπρόκοπ΄ μαρή, χαμνή, στραβή, κουράδου. Ί(ε)λεγα ιγώ αμά ποιός μ΄άκουε. Καουά που είμι ζουντανή, άμα πιθάνου δα ψουφίσν που τ΄νπείνα. Άμα η υναίκα είνι κουράδου τί χαΐρ΄ δα ειδεί η άντρας κι του σπίτ, μουρμούριζε όλη την ημέρα τριγυρίζοντας στην αυλή, να τ΄ ακούει η νύφη, να είναι όμως ενημερωμένη και η γειτονιά.

Μάταια ο γιος της την καλόπιανε, τη μάλωνε, αγρίευε, απειλούσε ότι θα φύγουν από το σπίτι, την παρακαλούσε να τους αφήσει ήσυχους να κοιμηθούν, ότι είναι μεσάνυχτα, ότι δεν ξημέρωσε ακόμη, ότι όλα θα τα κάνουν μόλις ξημερώσει. Αυτή δεν άκουγε τίποτε. Καθημερινό και ολημερινό ήταν τα τροπάρια και το βράδυ πάλι το ίδιο ψάλσιμο, «κουράδου, άααα κουράδου (τεμπέλα)», να ακούσουν και οι γείτονες

Πέρασε πολύς καιρός και μόνο όταν είδε τις εγγονές της ημέρωσε λίγο και σταμάτησε τις μπηχτές στη νύφη, όχι όλες τις ώρες όμως, μόνο τις μεσανυχτιάτικες.

Μη πιστέψει κανείς ότι σταμάτησε τη γκρίνια, ποτέ δεν προσπέρασε το πρόβλημά της.

Τουλάχιστον τώρα δεν ξυπνούσε στις δύο τα μεσάνυχτα τη νύφη και τις κότες, τις έκανε τη χάρη να τις ξυπνά τα ξημερώματα ο κόκορας με τα κακαρίσματά του.

Δεν ήθελε να παραδεχθεί ότι ο γιος της παντρεύτηκε, έφυγε από την αγκαλιά της,  ότι ο γιος στην αγκαλιά της νύφης κανακεύεται.

Η νύφη και ο μοναχογιό της, έκλεισαν τα αυτιά τους και με σεβασμό, όπως άρμοζε, την ανέχθηκαν, την καλοκοίταξαν μέχρι τα βαθιά της γεράματα κι ας μην είπε ένα καλό λόγο.

Πίστευε πραγματικά ότι κακότυχε ο γιος της «μ τ΄ν κουράδου που φουρτώθκι».

Ποια θάλασσα, ποιος ποταμός
ποια βρύση δεν θολώνει
Ποιος πιθιρός ποια πιθιρά
ποια νύφη δε μαλώνει
Ποιος νέος επαντρεύτηκε
και δεν το μετανιώνει

ΥΓ: Κουράδου: Η τεμπέλα γυναίκα, με πολλές απαιτήσεις, που δεν προσφέρει τίποτα, ένα άχρηστο  τσιμπούρι που μόνο ρουφά.  

Μάρτιος 2021

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.