Magic De Spell

Το είχαμε προαναγγείλει και το αναφέραμε και χθές ότι θα επιστρέψουμε καλοκαίρι καιρό με το «Ζω τη Μουσική» και το κάνουμε. Μετά την αναδημοσίευση της συνέντευξης του αγαπητού μας Στάθη Δρογώση ακολουθεί άλλη μία, αυτή των ιστορικών Magic de Spell στον Θάνο Βαφειάδη, που λίγο τα πολλά χρόνια που μας συντροφεύουν, λίγο η πρόσφατη παρουσία του Γιώργου Λαγγουρέτου στο σχήμα μας έκαναν και τους αισθανόμαστε πλέον δικά μας παιδιά…

Νέος δίσκος και «Οk πατέρα»

-Αφορμή για τη κουβέντα μας στάθηκε ο νέος σας δίσκος, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τη Lyra, με τίτλο «Οκ πατέρα». Αρχικά, η επιλογή αυτού του τίτλου, σημαίνει κάτι, επιδιώκει κάτι; Και αν ναι, τι είναι αυτό;

Γ.Λ.:
Προήλθε από το ομώνυμο κομμάτι, το οποίο είναι κάτι διαφορετικό, από αυτά που περιμένει να ακούσει κανείς σε έναν ροκ δίσκο. Είναι ένα βιωματικό τραγούδι και δεν σου κρύβω ότι πολλοί από όσους το άκουσαν πριν την κυκλοφορία του δίσκου έβαλαν τα κλάματα. Ένα κομμάτι για το οποίο όλοι έχουν κάποια αναφορά, σε όλους κάτι θυμίζει, κάτι λέει. Αυτό μας άγγιξε πολύ, το θεωρήσαμε σημαντικό για μας και δικαιωματικά δώσαμε τον τίτλο αυτό στον δίσκο. Θέλαμε να αλλάξουμε τον ήχο μας, να προχωρήσουμε ένα βήμα, να πειραματιστούμε λίγο περισσότερο, και ταυτόχρονα να παραμένει αναλλοίωτη η σφραγίδα του παλιού μας ήχου, αυτό ήταν το μεγάλο μας στοίχημα και νομίζω ότι τα καταφέραμε. Σε ό,τι αφορά στα κομμάτια ένα – ένα χωριστά, συγκεκριμένα στις μελοποιήσεις, έχουμε κάνει κάτι ανάλογο και σε άλλους δίσκους. Πάντα όταν έχουμε ένα ποίημα να μελοποιήσουμε αυτό είναι πρόκληση για μας και υπάρχει ο φόβος μήπως δεν τα καταφέρουμε, γιατί δεν είναι και η πιο εύκολη υπόθεση να ακουμπάς σε ένα ποίημα. Σε αυτό τον δίσκο συνεργαστήκαμε με τον Πάμπο Φιλίππου, είναι το τέταρτο ποίημά του που μελοποιούμε, και για πρώτη φορά με την Ελευθερία Αναγνωστάκη – Τζαβάρα γιατί μας άγγιξε με το περιεχόμενό του ποιήματός της. Επίσης, σε ό,τι αφορά τον «Κυρ-Παντελή» θα ήθελα να πω ότι με τον Πάνο Τζαβέλα είχαμε παίξει πιο παλιά και από τότε είχαμε συζητήσει ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε μια απόπειρα να διασκευάσουμε ένα κομμάτι του, να το αλλάξουμε τελείως και να το φέρουμε σε μια πιο σύγχρονη κατάσταση. Δυστυχώς, τελειώνοντας το κομμάτι αυτό είχαμε και το θάνατο του Τζαβέλα, δεν πρόλαβε να το ακούσει, θέλουμε να πιστεύουμε ότι θα το έκανε έτσι αν το έκανε σήμερα.

Ψάχνουμε, πατώντας στο punk και σε άλλα μουσικά ρεύματα

-Πριν συνεχίσουμε εκτενέστερα όσον αφορά στο πολιτικό μήνυμα των τραγουδιών σας, δύο ακόμη ερωτήσεις όσον αφορά στον δίσκο. Η πρώτη αφορά στο κομμάτι-έκπληξη αυτού του δίσκου το νησιώτικο ροκ με τη συμμετοχή της Στέλλας Κονιτοπούλου, «Το δύο» με τον χαρακτηριστικό ήχο της λύρας. Πώς σας ήρθε η ιδέα γιʼ αυτό το κομμάτι; Τι σας έδωσε το ερέθισμα; Και πόσο εύκολο είναι να «ενώσεις» δύο ή και περισσότερους διαφορετικούς ήχους;

Θ.Β.:
Θα μου επιτρέψεις να πιάσω το νήμα της απάντησης από την προηγούμενη ερώτηση. Πιστεύω ότι το punk έχει να πει σήμερα κάποια πράγματα, αλλά, κατά την άποψή μου, ο δίσκος όπως και το συγκρότημα και η εποχή έχουν έντονα μετά-punk στοιχεία, δηλαδή κάποιους χρωματισμούς, κάποιες αισθήσεις, κάποιες εικόνες οι οποίες λίγο το πηγαίνουν κάπου αλλού το πράγμα. Πιστεύω, ότι σε αυτό το «κάπου αλλού» βρίσκεται το συγκρότημα, αυτό ψάχνουμε και αυτό προσπαθούμε κυρίως να εκφράσουμε, πατώντας όμως και στο punk όπως και σε άλλα πράγματα. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το συγκεκριμένο κομμάτι.

Γ.Λ.: Δεν είναι η πρώτη φορά που προσπαθούμε να εισάγουμε παραδοσιακά στοιχεία στη μουσική μας, έχουν υπάρξει κομμάτια όπως το «Ζεϊμπέκικο του ροκ», το «Νίψον ανομήματα», το «Κρήτη Jam», το οποίο εγώ το αγαπάω πάρα πολύ ως ακροατής του συγκροτήματος, το «Ηλί Λαμά» που έχει κάποια παραδοσιακά στοιχεία, δεν είναι κάτι πρωτοφανές για μας σε καμία περίπτωση. Χωρίς προκαταλήψεις και δογματισμούς λοιπόν, το συγκρότημα μπήκε στο studio και έκανε ένα «πείραμα». Πήρε μια νησιώτισσα καταξιωμένη τραγουδίστρια, από τη Νάξο, και έβαλε τη δική του ροκ ορμή πάνω σε ένα κρητικό φόντο.

Θ.Β.: Κάτι, το οποίο ήταν εμένα προσωπικά το όνειρό μου, διότι κατάγομαι από το Ρέθυμνο και πάντα όταν ήμουν πιτσιρικάς σκεφτόμουν τι συμπαγές «πακέτο» θα έκαναν λύρα, λαούτο, μπάσο και ντραμς. Να σημειώσω ότι αυτό δεν είναι ένα τραγούδι που εμείς φτιάξαμε και καλέσαμε τη Στέλλα να το τραγουδήσει. Ξεκίνησε από συζήτηση μεταξύ ημών και της Στέλλας και πήγε βήμα – βήμα και μάλιστα όλοι είχαμε πει ότι αν δε μας αρέσει δεν θα το συμπεριλάβουμε καν στον δίσκο, αλλά όπως αποδείχθηκε μας άρεσε. Magic De Spell! Αυτό πιστεύουμε… Ό,τι είναι μέσα στον ήχο του συγκροτήματος.

-Πόσο εύκολο είναι να «ενώσεις» δύο ή και περισσότερους διαφορετικούς ήχους;

Θ.Β.:
Θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο και τουλάχιστον για μας απόδειξη γιʼ αυτό είναι ότι ταλαιπωρηθήκαμε πολύ καιρό στήνοντας αυτό το τραγούδι τόσο στις πρόβες, όσο και κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης και του remix.

Γ.Λ.: Πάντως, ζούμε στην εποχή των μουσικών μωσαϊκών, δηλαδή τα περισσότερα συγκροτήματα σήμερα παίρνουν στοιχεία από πολλά μουσικά είδη, ακόμα και αυτό το ευρωπαϊκό ρεύμα με το ska-punk, η reggae, το balkan, όλα αυτά είναι μουσικά κράματα, το θέμα είναι τι εκφράζει τον καθένα ανάλογα με την ιστορία του και τον τρόπο έκφρασής του και πόσο θέλει να βάλει από το καθένα για να φτιάξει το δικό του μείγμα.

-Όλο αυτό το μωσαϊκό μουσικών και ήχων το θεωρείς απαραίτητο πλέον στη σημερινή μουσική σκηνή;

Θ.Β.:
Ίσως, τα τελευταία χρόνια αυτό να συμβαίνει λίγο παραπάνω και να σημειώσω ότι πρέπει πάντα να υπάρχει σεβασμός στις μουσικές πηγές, γιατί συχνά ακούμε διάφορες προσμείξεις οι οποίες δεν είναι πετυχημένες, δεν σέβονται την παραδοσιακή μουσική, αλλά ούτε και τα σύγχρονα μουσικά ρεύματα. Τη δεκαετία του ʽ80 είχαμε μια παρόμοια κατάσταση, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό, σήμερα ίσως να μπορεί να πει κανείς ότι αυτό είναι μόδα.

Γ.Λ.: Πάντως, χαριτολογώντας, θα έλεγα ότι το συγκρότημα έχει ξεπεράσει τον εαυτό του στο σημείο αυτό, έχει ένα μέλος που προέρχεται από τον χώρο του χιπ χοπ, έχει κάνει ουσιαστικά μια ριζική τομή στον ήχο του, ωστόσο η προσωπική μου αίσθηση είναι ότι προχωράει προς μία κατεύθυνση η οποία είναι σαφής. Διαμορφώνεται ένας καινούριος ήχος, τα κομμάτια beat-αίρονται μέσα από αυτήν την ιστορία και ακούγονται με έναν καινούριο ίσως τρόπο, χωρίς όμως να λείπει η αίσθηση του συγκροτήματος, απλά, το τελευταίο προχωράει ένα βήμα παραπάνω. Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό που οι «παλιοί» μας έχουν τη διάθεση, το «ευήκοον ους» που λέμε, δηλαδή τη διάθεση να ακούσουν και να διαμορφώσουν τα καινούρια πράγματα.

Γράφεις για την κοινωνία

μέσα στην κοινωνία

-Να γυρίσουμε στον χώρο της πολιτικής… 29 χρόνια ιστορίας για τη μπάντα και μας έχετε χαρίσει πολύ σπουδαία, πολύ «δυνατά» πολιτικά κομμάτια (π.χ. «Σεράγεβο» ή το πιο πρόσφατο «Από μακριά» και το ολοκαίνουριο «Λουλούδι»). Είστε από τους καλλιτέχνες που παίρνουν θέση, που φαίνεται να μην φοβούνται ακόμη και το να δυσαρεστήσουν κάποιους οπαδούς τους ίσως. Πιστεύετε πως έτσι πρέπει να λειτουργούν οι καλλιτέχνες;

Θ.Β.:
Εμείς τουλάχιστον μόνο έτσι μπορούμε να λειτουργήσουμε. Για μένα, προσωπικά, αυτό είναι το ροκ… Δεν είναι μόνο μια ηλεκτρική κιθάρα και τα θορυβώδη τύμπανα. Είναι το περιεχόμενο, το νόημα, το μήνυμα…

Γ.Λ.: Κι όχι τίποτα άλλο, πάνω απʼ όλα είμαστε πολίτες, είμαστε άνθρωποι… Ζούμε τα πράγματα κάθε μέρα, το Δεκέμβρη ήμασταν εδώ, ήμασταν στις πορείες κι εμείς. Ζήσαμε την ατμόσφαιρα, όλα αυτά που γίνανε. Δεν μπορείς να βγάλεις τον εαυτό σου έξω απʼ την κοινωνία, πρέπει να ʽσαι μέσα στην κοινωνία. Δεν γράφεις για την κοινωνία έξω απʼ την κοινωνία, γράφεις για την κοινωνία μέσα στην κοινωνία…

-Πολλά ροκ συγκροτήματα συνδύασαν δύο μορφές τέχνης, το τραγούδι και την ποίηση. Ίσως οι ροκ μπάντες να «έσωσαν» ή να έδωσαν ώθηση στις μελοποιήσεις έργων σπουδαίων ποιητών που για ένα διάστημα φαίνεται να είχαν ατονήσει, συμφωνείτε με αυτό; Και στο έργο σας άλλωστε η ποίηση είναι εμφανής, διαβάζετε πολύ;

Θ.Β.:
Διαβάζουμε αρκετά, μας αρέσει το διάβασμα και θα συμφωνήσω με τη διαπίστωση που έκανες. Για παράδειγμα έχουμε την πολύ ωραία ποιητική συλλογή του Γιάννη Αγγελάκα, που είναι επίσης ροκ τραγούδια. Πολλές μελοποιήσεις γίνονται από ροκ συγκροτήματα, γιατί τα συγκροτήματα δεν έχουν να χάσουν και πάρα πολλά, τα ποιήματα είναι δύσκολα, πολλές φορές το πλατύ κοινό δεν μπορεί να το παρακολουθήσει αυτό, γιʼ αυτό και οι καλλιτέχνες, που απευθύνονται σε ευρύ κοινό, δεν το προτιμούν, σε αντίθεση βέβαια με τη δεκαετία του ʼ70 που πολλοί το τολμούσαν και η ποίηση είχε μεγάλη απήχηση.

Κάποιοι επιδιώκουν να «δείχνουν» ότι το ροκ βρίσκεται σε ύφεση

-Βαδίζετε αισίως προς την τέταρτη δεκαετίας της μουσικής σας διαδρομής, όλα αυτά τα χρόνια το ελληνικό ροκ πέρασε από πολλά στάδια, πολλές δημιουργικές περιόδους αλλά και πολλές φουρτούνες, σε ποιο στάδιο πιστεύετε ότι βρισκόμαστε τώρα;

Θ.Β.:
Ίσως να μην είναι εύκολο να απαντήσει κανείς, έχουν γίνει πάρα πολλά πράγματα στο παρελθόν και γίνονται και σήμερα. Νομίζω ότι υπάρχει δημιουργικότητα, μιας και βλέπουμε δεκάδες συγκροτήματα, που πολλά από αυτά είναι αξιόλογα. Απλά αυτό το μουσικό ύφος «δείχνει» ή κάποιοι επιδιώκουν να «δείχνει» ότι βρίσκεται σε μια ύφεση. Αυτό που με κάνει να νοιώθω αισιόδοξος, επειδή έχω ζήσει όλες αυτές τις εποχές και μέσα από το ίδιο το συγκρότημα, «σκαμπανεβάσματα», «ανηφόρες» και «κατηφόρες», βλέπω πάντα μετά από μια κατηφόρα να έρχεται μια καλύτερη περίοδος.

Ότι το ροκ πέθανε, το διάβαζα στα περιοδικά, πριν ακόμα ασχοληθώ με τη μουσική, αλλά τελικά μάλλον είναι αθάνατο…

Γ.Λ.: Αυτό που μπορώ πάντως να πω κατηγορηματικά είναι ότι τα «προβάδικα» είναι γεμάτα με καινούρια γκρουπ, από πιτσιρικάδες και μεγάλους, που παίζουνε, δεν βρίσκεις ώρα να κάνεις πρόβα…

Θ.Β.: Και θεωρώ ότι πρέπει όλοι, από το σημείο που βρίσκεται ο καθένας, να βοηθήσουμε αυτά τα καινούρια γκρουπ. Εμείς πάμε σε μικρές συναυλίες και ακούμε πολύ αξιόλογα συγροτήματα, δεν πρέπει να μείνει έτσι αυτό. Νομίζω ότι το έχουμε ανάγκη και σαν χώρα να ακούμε αξιόλογη μουσική είτε είναι ροκ είτε οτιδήποτε άλλο, έχουμε βαρεθεί να ακούμε πράγματα που δεν μας λένε τίποτα και δεν ξέρουμε αν λένε και σʼ αυτούς που τα γράφουν…

Η υπερεκμετάλλευση και η προχειρότητα έβλαψαν το ροκ

-Η δεκαετία ʽ90 με την πληθώρα ροκ επιλογών, ίσως και με την υπερ-προβολή ροκ συγκροτημάτων, θεωρείτε ότι έβλαψε την ελληνική σκηνή και ότι είναι εφικτή πλέον μια νέα «χρυσή» εποχή στον χώρο του ροκ;

Θ.Β.:
Δεν έβλαψε η υπερ-προβολή, αυτό που έβλαψε είναι ότι κάποιοι το είδαν ως πηγή κέρδους, και αναφέρομαι σε εταιρείες και άλλους παράγοντες. Από τη στιγμή λοιπόν που το είδαν έτσι, χωρίς κανένα κριτήριο πια άρχισαν να κυκλοφορούν διάφορα πράγματα, και πρόχειρα, που δεν ήταν αντιπροσωπευτικά ενώ υπήρχαν πραγματικά συγκροτήματα που πραγματικά άξιζαν, αλλά δεν τα πλησίαζε κανείς. Δεν γινόταν δουλειά σε βάθος, δεν έψαξαν αυτοί που έπρεπε να ψάξουν τις σωστές μουσικές να τις ανακαλύψουν και να τις βοηθήσουν, απλά θεωρούσαν ότι ήταν ευκαιρία για χρήμα, και πολλές εταιρείες και μάνατζερ κέρδισαν πάρα πολλά λεφτά.

-Πλέον οι δισκογραφικές έχουν αλλάξει τη ματιά τους στο ροκ ή το χρησιμοποιούν με μόνο σκοπό το κέρδος;

Γ.Λ.:
Το δισκογραφικό τοπίο έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια. Η δισκογραφία έχει τα γνωστά προβλήματα της απαξίωσης του cd, ως εμπορικού προϊόντος. Σε αυτό συμβάλλει και το διαδίκτυο, αλλά και η κυκλοφορία πειρατικών cd. Δεν ξέρω πόσο συμφέρον έχει μια εταιρεία να αντιμετωπίσει ένα δίσκο, ως εμπορικό προϊόν, είναι ένα καινούριο τοπίο το οποίο όλοι ψάχνουν και ο καθένας προσπαθεί να δώσει τις απαντήσεις του για το τι συμβαίνει σήμερα και κυρίως για το τι θα γίνει αύριο…

-Το τοπίο στην επικοινωνία και την τέχνη είναι διαφορετικό σήμερα χάρη στο διαδίκτυο

Το διαδίκτυο είναι για πολλές ροκ και όχι μόνο μπάντες και καλλιτέχνες ένας προσιτός χώρος έκφρασης και προώθησης της δουλειάς τους, μια ελπίδα. Εσείς που ζήσατε και τις καλές εποχές της ροκ μουσικής, όσον αφορά στη δισκογραφία πώς το κρίνετε;

Θ.Β.:
Πιστεύω ότι είναι ένα εργαλείο, αυτή τη στιγμή πολύ ισχυρό, μπορείς μέσα από αυτό να βρεις, να μάθεις, να ακούσεις πράγματα, να επικοινωνήσεις πολύ πιο εύκολα με ανθρώπους που δε μπορούσες παλιότερα, το τοπίο της επικοινωνίας και της τέχνης είναι διαφορετικό χάρη στο διαδίκτυο. Να δούμε όμως, πώς θα εξελιχθεί. Πρόσφατα ψηφίστηκε στην Ε.Ε. κάποιος νόμος ο οποίος περιορίζει την ελεύθερη χρήση του διαδικτύου. Έχουμε δει και άλλα πράγματα, κορυφαία συγκροτήματα όπως οι Radiohead διέθεσαν τον δίσκο τους στο διαδίκτυο έναντι τιμήματος που όριζε ο κάθε ακροατής από μόνος του, αλλά και ο Prince διέθεσε τον δίσκο του μαζί με κάποιο περιοδικό, αν δεν κάνω λάθος. Γίνονται διάφορες τέτοιες κινήσεις οι οποίες δεν ξέρουμε τελικά τι τοπίο θα διαμορφώσουν.

Γ.Λ.: Εγώ, να τονίσω ότι ή ύπαρξη μιας μπάντας σήμερα δεν είναι μόνο η δισκογραφία της, είναι κι άλλα πράγματα. Είναι καταρχήν η ζωντάνια, η δημιουργικότητά της, το αν παίζει, το αν προσπαθεί και αν εξελίσσεται. Και δεύτερον είναι κυρίως οι ζωντανές εμφανίσεις.

Θ.Β.: Αυτό ήθελα να πω, ότι το διαδίκτυο μεγαλώνει την κρίση της μουσικής βιομηχανίας, αλλά η μουσική δεν είναι ταυτόσημη με τη μουσική βιομηχανία και νομίζουμε ότι το διαδίκτυο μπορεί να βοηθήσει τη μουσική.

Γ.Λ.: Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να είμαστε από κοντά, κάθε μέρα το τοπίο αλλάζει, τα δεδομένα μεταβάλλονται…

-Πολλοί, ανάμεσά τους και κορυφαία ονόματα του χώρου, προσάπτουν στους έλληνες ρόκερ, προχειρότητα όσον αφορά στη δουλειά τους (στον ήχο τους κυρίως, στον στίχο, στις LIVE εμφανίσεις τους…), αλλά και μια «κλοσάρ»/underground οπτική των πραγμάτων. Σε αντίθεση με κορυφαία ονόματα της ξένης σκηνής τα οποία δέχονται και πολλές φορές επιδιώκουν την ένταξή τους στο star system… Ποια είναι η άποψή σας για όλα αυτά;

Θ.Β.:
Αυτό είναι ανάλογα με την άποψη και την τοποθέτηση που έχει ο καθένας, δεν μπορούμε να πούμε ότι την ελληνική ροκ σκηνή τη χαρακτηρίζει προχειρότητα, μπορεί όμως πάρα πολλά συγκροτήματα να το βλέπουν πρόχειρα το πράγμα. Νομίζουμε ότι είναι γενικά θέμα του κάθε μουσικού, του κάθε δημιουργού, πόσο δίνει βάση σε αυτό που κάνει, πόσο προσπαθεί αυτό που παρουσιάζει να είναι όσο το δυνατόν επεξεργασμένο και καλύτερο, δεν είναι θέμα ροκ ή μη ροκ. Βέβαια, αν κάποιοι μπερδεύουν την πολυτέλεια, που τους δίνει η ένταξη στο star system, με την προχειρότητα νομίζω ότι αυτό είναι λάθος. Αν ένα συγκρότημα από τις ΗΠΑ, για παράδειγμα, έχει πουλήσει 20.000.000 δίσκους μπορεί να έχει τα καλύτερα φώτα, τα καλύτερα ηχητικά, αλλά τελικά μπορεί όμως η μουσική να μην είναι η καλύτερη.

Αξίζει να ακουστούν

οι νέοι αν και δεν τους αφήνουν

-Και μια ερώτηση για το κλείσιμο και για τους δυο σας, την άποψή σας για τη νέα γενιά σήμερα…

Θ.Β.:
Νομίζουμε ότι είναι μια χαρά, καταρχήν η δική μας η γενιά δεν κατάφερε πια και τόσα πολλά πράγματα για να κρίνει την τωρινή νέα γενιά. Νομίζω ότι η τωρινή νέα γενιά δεν έχει τις ίδιες δυνατότητες με τη δική μας, γιατί κάποια πράγματα της τα έχουν κόψει. Παρʼ όλα αυτά όμως έχουν έρθει φάσεις όπως αυτή του Δεκεμβρίου που μας δείχνουν ποιοι είναι και τι μπορούν να κάνουν. Μάλιστα είναι λιγότερο κολλημένοι απʼ ό,τι ήμασταν εμείς παλιά, πιο ανοιχτοί και όταν θα έρθει η στιγμή να κρίνουμε αυτή τη γενιά νομίζω ότι το αποτέλεσμα θα είναι θετικό.

Γ.Λ.: Η νέα γενιά έχει τα δικά της χρώματα, τους δικούς της κώδικες, τα δικά της σύμβολα, τα μη σύμβολα, τον δικό της τρόπο, είναι κομμάτι της κοινωνίας, του εαυτού μας, του περίγυρού μας, δεν μπορείς να κάθεσαι απʼ έξω και να λες «η νέα γενιά τι κάνει;». Εμείς είμαστε μέσα σʼ αυτό το πράγμα, παίζουμε, μιλάμε με τα παιδιά αυτά, παίζουμε μαζί στις συναυλίες, συμφωνούμε, διαφωνούμε, μας κρίνουν, τους κρίνουμε.

Επιμέλεια: Α.Χ.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.