Λογος Γυναικων

Ξεκινά τις εργασίες του την Παρασκευή, 26/5/2006, το τριήμερο συνέδριο με τίτλο «Λόγος γυναικών», που διοργανώνει το τμήμα Φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης με πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία να συναποτελούν την ταυτότητά του. Ένα συνέδριο με χαρακτήρα:

– επιστημονικό, εφόσον αποπειράται να διατυπώσει προτάσεις και αξιολογήσεις για το σύνολο του λόγου της γυναίκας δημιουργού από την κλασική γραμματεία μέχρι και τα νεότερα χρόνια, αρχίζοντας από τη Σαπφώ και την Πέριλλα, περνώντας στην Κασσιανή και την Άννα Κομνηνή για να περάσει στην Ευφροσύνη Σαμαρτζίδου, γυναίκα εκδότη περιοδικού το 1846 στην Κωνσταντινούπολη, στην ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη- Ρουκ και της Μαρίας Κυρτζάκη, στην πεζογραφία της Ρέας Γαλανάκη, και στις γυναίκες κινηματογραφίστριες όπως η Κλεώνη Φλέσσα και η Ελισάβετ Χρονοπούλου, που θα είναι παρούσες στο συνέδριο μαζί με το έργο τους: τα ντοκιμαντέρ «Οι πρώτες ελληνίδες δασκάλες» και «Η υμνογράφος Κασσιανή… Έκστηθι φρίττων ουρανέ» της πρώτης και την ταινία της δεύτερης με τίτλο «Ενα τραγούδι δεν φτάνει»,

– πολυθεματικό, αφού θα υπάρξουν απόπειρες προσέγγισης του λόγου των γυναικών μέσα από δημιουργικές εκφράσεις όπως η λογοτεχνία, το θέατρο, η φωτογραφία και ο κινηματογράφος,

– διεθνές, εφόσον εκφεύγει των ορίων της χώρας και προσπαθεί να αναδείξει το λόγο των γυναικών και αλλού ( Γαλλία, Παλαστίνη, Τουρκία κ.α.)

– πλούσιο σε εικαστικότητα, αφού θα υπάρχουν εκθέσεις φωτογραφίας που αποτυπώνουν την πορεία των γυναικών στο χρόνο από το αρχείο του Ελληνικού

Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου(ΕΛΙΑ) και το αρχείο του Εθνολογικού Μουσείου Θράκης – Αγγελική Γιαννακίδου.

Στο πλαίσιο του εξαιρετικού αυτού συνεδρίου, στο οποίο ήδη έχουμε αναφερθεί και θα επανέλθουμε και τις επόμενες ημέρες, θα είναι παρούσες την Κυριακή, 28/5/2006, δύο σημαντικές μορφές της γυναικείας λογοτεχνίας, η παλαιστίνια συγγραφέας Σουάντ Αμίρι, η οποία θα αναπτύξει το θέμα « Ζώντας και γράφοντας στη διακεκαυμένη ζώνη» με βάση και τα βιώματά της, εφόσον ζει στη Ραμάλα κοντά στο γνωστό, μέχρι πριν από λίγο, ως αρχηγείο του Γιασέρ Αραφάτ, και η Ερεντίζ Ατασού, Τουρκάλα πανεπιστημιακός και συγγραφέας, η οποία θα αναπτύξει το θέμα «Γυναικείος λόγος στη σύγχρονη Τουρκία», και την οποία άπασες οι εντόπιες γυναίκες, χριστιανές και μουσουλμάνες, οφείλουμε να την ακούσουμε προκειμένου να αποσείσουμε αρκετά από τα στερεότυπα που αποδίδουμε στις μουσουλμάνες γυναίκες περί εφησυχασμού λόγω θρησκείας και παραδοσιακών κοινωνικών δομών, γιατί όλα τελικά είναι και ζήτημα φύλου και ζήτημα διεκδικήσεων. Και ο λόγος των γυναικών, όταν αυτές είναι καλές δημιουργοί, μπορεί να μην είναι λόγος της εποχής τους, αλλά να γίνεται αυτός ο ίδιος η εποχή του.

Εξάλλου, όπως έλεγε και ο Σεφέρης, ο γερός τεχνίτης είναι από τα πιο υπεύθυνα όντα που γεννιούνται επί γης επισημαίνοντας ότι οι ( σοβαρότερες) ευθύνες αρχίζουν από τα όνειρα…

Σουάντ Αμίρι και Ερεντίζ Ατασού ευθύς αμέσως όμως, μέσα από τα τελευταία μυθιστορήματά τους, που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα τον χειμώνα του 2005, από τις εκδόσεις «Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός»

Σουάντ Αμίρι, «Ο Σαρόν και η πεθερά μου»

Εισαγωγή: Βασίλης Δρουκόπουλος, Μετάφραση: Γιάννα Αναστοπούλου, Εκδόσεις «Τυπωθήτω- Γιώργος Δαρδανός»

Η συγγραφέας Σουάντ Αμίρι

Η Σουάντ Αμίρι γεννήθηκε το 1951 στη Δαμασκό, μεγάλωσε στο Αμάν και σπούδασε αρχιτεκτονική στη Βηρυτό, στο Μίσιγκαν και στο Εδιμβούργο. Έλαβε μέρος στις αραβοϊσραηλινές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις στην Ουάσιγκτον (1991-93) και υπηρέτησε σε υψηλές θέσεις στο παλαιστινιακό Υπουργείο Πολιτισμού (1994-96). Συγγραφέας πολλών βιβλίων για την αρχιτεκτονική, έχει ιδρύσει το Κέντρο για την Προστασία της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς (RIWAQ), στο οποίο δραστηριοποιείται με ιδιαίτερο ζήλο. Τιμήθηκε με το βραβείο Viareggio-Versilia στην Ιταλία για το βιβλίο «Ο Σαρόν και η πεθερά μου» (2004), που κυκλοφορεί ήδη σε δώδεκα χώρες (μεταξύ αυτών, μεταφρασμένο και στα εβραϊκά). Σήμερα ζει στη Ραμάλα, όπου διδάσκει στο τοπικό Πανεπιστήμιο Μπερζεΐτ.

Για το βιβλίο της με τίτλο «Ο Σαρόν και η πεθερά μου», στον πρόλογό της η συγγραφέας διηγείται το πώς και το γιατί κατέφυγε στη γραφή, γλαφυρά και με χιούμορ για να ξορκίσει την πίκρα αλλά και το φόβο…Εξάλλου δεν είναι και ό,τι καλύτερο να ζει κάποιος υπό κατοχή και… υπό τη σκιά του Σαρόν…

Κατοχή των ζωών και των ψυχών

ΝΟΜΙΖΩ ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΟΥΤΕ συγχωρέσει τους γονείς μου ή τις εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους το 1948, μέχρι που ο σύζυγός μου κι εγώ αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε το σπίτι μας στη Ραμάλα στις 18 Νοεμβρίου του 2001. Εξαιτίας της Κατοχής της συνοικίας μας, της αλ Ιρσαήλ, από τον Ισραηλινό Στρατό, αναγκαστήκαμε να την εκκενώσουμε, και πήγαμε να μείνουμε στους φίλους μας, Ισλάχ και Σαλέχ, στην αλ Μπιρέχ.

Η πεθερά μου, που εγκατέλειψε το σπίτι της στη Γιάφα το 1948 και τώρα μένει δίπλα στην αλ Μουκάτα (το αρχηγείο του Αραφάτ) στη Ραμάλα, μου είπε, «Δίπλα στο αρχηγείο του Αραφάτ έζησα την Κόλαση. Ήταν το ίδιο άσχημο μ’ αυτό που βιώσαμε στη Γιάφα το 1948, αλλά τούτη τη φορά ξέραμε: ό,τι κι αν συμβεί, δεν εγκαταλείπεις την πόλη σου, μένεις στο σπίτι σου…Γιε τα χουμ (Ανάθεμα) – μόνο μπελάδες μας βρήκαν από τότε που ήρθαν αυτοί».

Αποφάσισα να ακολουθήσω τη συμβουλή της και επέστρεψα στην πατρίδα, μόνο και μόνο για να την πάρω μακριά από εκείνη την Κόλαση και να τη φέρω να ζήσει μαζί μας.

Άρχισα να γράφω τα προσωπικά μου ημερολόγια για τον πόλεμο, το Δεύτερο Μέρος του παρόντος βιβλίου, κάνοντας ένα είδος θεραπείας κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου (από τις 17 Νοεμβρίου 2001 έως τις 26 Σεπτεμβρίου 2002). Αργά το βράδυ, συχνά καθόμουν και έστελνα ηλεκτρονικά μηνύματα σε φίλους και συγγενείς που ανυπομονούσαν να μάθουν πώς ήταν η ζωή για μένα κατά τη διάρκεια εκείνων των φοβερών καιρών. Η συγγραφή ήταν μια προσπάθεια να απαλλαχτώ από την ένταση που προκαλούσαν και επιδείνωναν ο Σαρόν και η πεθερά μου. Μοιράστηκα διστακτικά αυτές τις σκέψεις με κάποιους στενούς φίλους.

Χρειάστηκε να εισβάλουν οι Ισραηλινοί στη Ραμάλα για να συνειδητοποιήσω πόσο απίστευτα πολύ με στήριζαν οι φίλες μου (περιλαμβανομένης της πεθεράς μου, Μαρί Τζαμπατζί). Στην αρχή η ανιψιά μου Ντιάλα, και οι φίλες μου Ρέμα Χαμαμί και Βέρα Νόφα, διάβαζαν και ζητούσαν κι άλλα – το ίδιο και ο σύζυγός μου, ο Σαλίμ. Αργότερα ο κατάλογος μεγάλωσε και περιέλαβε τη Λουίζα Μοργκαντίνι, τον Μάικλ Άβιαντ, τη Λέιλα Σαχίντ, την Πένι Τζόνσον, την Τάνια Νασίρ Ταμάρι, τη Βέρα Ταμάρι, την Ανίτα Θίορελ, την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, τη Ροσέλ Ντέιβις, τη Μαρί – Κριστίν Ούλας και την Ταϊσίρ Χασμπούν.

Το θέμα της έκδοσης προέκυψε μόλις το καλοκαίρι του 2002, όταν γνώρισα τη Μαροκινή συγγραφέα Φατίμα Μερνίσι στη Στοκχόλμη. Για άλλη μια φορά οι γυναίκες φίλες μου ανέλαβαν δράση και έτρεξαν στους εκδότες με το χειρόγραφο (είχα χάσει μερικά από αυτά που είχα γράψει, και χρειάστηκε να τα ανακτήσω από τα ηλεκτρονικά γραμματοκιβώτια των φίλων μου). Η Ντάφνα Γκόλαν το πήγε στον εκδοτικό οίκο Μπαβέλ στο Τελ Αβίβ, η Λουίζα Μοργκαντίνι και η Μαρία Ναντότι στον Αλμπέρτο Ρόλο στις εκδόσεις Φελτρινέλι στο Μιλάνο, η Ανίτα Θίορελ στον Σουηδό εκδότη. Από κει και πέρα, το βιβλίο «Ο Σαρόν και η πεθερά μου», το Δεύτερο Μέρος της αγγλικής έκδοσης, πήρε δική του ζωή, μια ζωή που με δυσκολία κατάφερα να ακολουθήσω. Η σχετική επιτυχία του με ενθάρρυνε, σοβαρά και συνειδητά, να αρχίσω να γράφω αυτό που τελικά έγινε το δεύτερο βιβλίο μου (το Πρώτο Μέρος του παρόντος βιβλίου)…

Τα ημερολόγια, που διαρκούν από το 1981 έως το 2004, αρχίζουν με το ταξίδι μακριά από τη μητέρα μου και το Αμάν – την πόλη όπου μεγάλωσα και είχα ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου – μέχρι τότε στη Ραμάλα, μια πόλη υπό ισραηλινή Κατοχή. Το ταξίδι, που θα διαρκούσε έξι μήνες, έγινε ισόβιο. Στη Ραμάλα έζησα, εργάστηκα, ερωτεύτηκα, παντρεύτηκα και απόκτησα μια πεθερά.

Τα ημερολόγια περιλαμβάνουν περιγραφές της καθημερινής μου ζωής υπό Κατοχή και τις συχνές αναμετρήσεις μου με τους Ισραηλινούς «Δημόσιους Λειτουργούς» και στρατιώτες.

Ένας αγαπημένος φίλος μου, ο Μπιλάλ Χαμάντ, με δίδαξε κάποτε, καθώς διασχίζαμε τα απίστευτα συνωστισμένα και χαοτικά σύνορα Ιορδανίας – Συρίας, πώς να αποστασιοποιούμαι και να παρατηρώ τον παραλογισμό της στιγμής. Καθώς τα χρόνια πέρασαν, αυτό έγινε ένας πολύτιμος μηχανισμός αυτοάμυνας ενάντια στην ισραηλινή Κατοχή των ζωών και των ψυχών μας.

Μόνο κάνοντας «ένα βήμα προς τη μεριά της ζωής» μπόρεσα να παρατηρήσω και να αφηγηθώ τον εξωφρενισμό της ζωής μου και της ζωής των άλλων.

Σουάντ Αμίρι

Ιούλιος 2004

“Το κείμενο της Αμίρι είναι στην ουσία του βαθύτατα πολιτικό”

Ενώ το ημερολόγιο της Σουάντ Αμίρι διανθίζεται από διάσπαρτες και σύντομες αναφορές σε πολιτικά και ιστορικά γεγονότα που έχουν σημαδέψει το παλαιστινιακό ζήτημα, τη συγγραφέα δεν απασχολεί – σ’ αυτό το επίπεδο – η απόπειρα δομημένης πολιτικοικοινωνικής ανάλυσης και συγκροτημένης εξέτασης των ιστορικών δεδομένων. Και σ’ αυτό το σημείο προκύπτει εμφαντικά ένα παράδοξο που έγκειται στο γεγονός ότι το κείμενο της Αμίρι είναι στην ουσία του βαθύτατα πολιτικό. Όποια ανάγνωση και να αποπειραθεί κανείς, δεν μπορεί να αποφύγει τη νοητή επεξεργασία που οδηγεί αναπόδραστα σε συμπεράσματα με πολιτικό περιεχόμενο. Και αυτό δεν προκύπτει μόνο από εκείνα τα σημεία όπου η πολιτική αναφορά είναι σαφής, ανοιχτή και «κραυγαλέα» αλλά επίσης από σημεία της αφήγησης που σε πρώτο πλάνο φαίνεται να κινούνται σε πιο προσωπικό, συναισθηματικό ή και απλά διαπιστωτικό επίπεδο.

Β. Δρουκόπουλος

“H ενεργός μνήμη του ιστορικού παρελθόντος από τον παλαιστινιακό λαό

μπορεί να εμποδίσει τη ταφή της ελπίδας”

Ο Ισαάκ Ντόιτσερ είχε παρατηρήσει κάποτε ότι, όπως οι Πρώσοι του 19ου αιώνα είχαν κατανικήσει μέσα σε λίγα χρόνια όλους τους γείτονές τους, τους Δανούς, τους Αυστριακούς και τους Γάλλους, έτσι και οι νίκες των Ισραηλινών τους έχουν εμφυσήσει απόλυτη πεποίθηση στην αποτελεσματικότητά τους, τυφλή εμπιστοσύνη στην ισχύ των όπλων τους, σοβινιστική αλαζονεία και περιφρόνηση για τους άλλους λαούς. Κι όμως, όλα αυτά τα απόλυτα χαρακτηριστικά και οι ιδιότητες «υπερανθρώπων» δεν παραμένουν αλώβητα στη διήγηση της Αμίρι. Ενώ επικρατεί το δόγμα «όποιος κρατάει ένα σφυρί οτιδήποτε άλλο μοιάζει με καρφί – και όποιο καρφί εξέχει κοπανιέται προς τα μέσα», αφθονούν οι αφηγήσεις πραγματικών περιστατικών όπου η «ακατανίκητη» ισραηλινή στρατιωτική μηχανή γελοιοποιείται στο έπακρο. Η απομυθοποίηση, παραταύτα, δεν αφήνει ανέγγιχτη και την παλαιστινιακή κοινωνία. Η ηρωική και επικολυρική εξιστόρηση των αντιστασιακών επιτευγμάτων του παλαιστινιακού λαού μέσω των φιλικά προσκείμενων ΜΜΕ, στην οποία όμως δεν καταφεύγει η Σουάντ Αμίρι, αντιπαραβάλλεται με μια παλαιστινιακή κοινωνία – ή ενός μέρους της τουλάχιστον – που αναλίσκεται μέσα στις βραχυπρόθεσμες κι επώδυνες απαιτήσεις της καθημερινότητας, ενώ συνάμα φαίνεται να τις διαφεύγουν συχνά οι μακροπρόθεσμες απολήξεις τούτων των καθημέριων μεριμνών (παραφράζοντας τον Χρ. Μαλεβίτση από το άρθρο του «Επέτειος προφητικού φιλοσόφου» στην «Καθημερινή» 11.11.94).

Έχω την άποψη ότι δύο είναι οι βασικοί πυλώνες στους οποίους στηρίζεται η πραγματική υπόσταση της ισραηλινής τακτικής για τη διατήρηση άσβεστου του υποτιθέμενου δικαιώματος για την επέκταση της χώρας «από τον Νείλο στον Ευφράτη» («Θα είμαστε πάντα πεινασμένοι και διψασμένοι για περισσότερο χώρο», δήλωνε απερίφραστα ο Χαΐμ Βάισμαν, πρώτος πρόεδρος του Ισραήλ). Πρώτον, η υιοθέτηση της άποψης ότι η εξουσία καθοδηγείται και διασφαλίζεται από τη βία (αλλά ας μη λησμονούμε και το γερμανικό «Man Kann sich totsiegen»: «Μπορείς να οδηγήσεις τον εαυτό μου νικηφόρα στον τάφο του»). Δεύτερον, η παραδοχή της θέσης ότι, επειδή η ενεργός μνήμη του ιστορικού παρελθόντος από τον παλαιστινιακό λαό μπορεί να εμποδίσει τη ταφή της ελπίδας, απαραίτητη είναι η εξάλειψη αυτής της ιστορικής μνήμης και, αν αυτό δεν καταστεί εφικτό, η μετατροπή της αισιοδοξίας και της ελπίδας σε ξεδοντιασμένο εφησυχασμό. Τους δύο αυτούς πυλώνες ανατέμνει και αναδεικνύει το βιβλίο με εύγλωττο και ρωμαλέο τρόπο. Η σιωπή είναι πράξη έσχατης συναίνεσης – και η Σουάντ Αμίρι συμβάλλει αποτελεσματικά στο να προληφθεί το αναπότρεπτο ενός τέτοιου ενδεχόμενου.

Β. Δρουκόπουλος

Ερεντίζ Ατασού, «Όνειρο στην κλιμακτήριο»

Πρόλογος- Μετάφραση- Σημειώσεις: Ανθή Καρρά, Εκδόσεις «Tυπωθήτω- Γιώργος Δαρδανός»

Η συγγραφέας Ερεντίζ Ατασού

Η συγγραφέας Ερεντίζ Ατασού είναι μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς της σύγχρονης Τουρκίας. Με σπουδές στη Φαρμακευτική και κάτοχος πανεπιστημιακής έδρας στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας, δημοσίευσε την πρώτη της συλλογή διηγημάτων το 1981, που την ακολούθησαν άλλες τέσσερις συλλογές, καθώς και τρία μυθιστορήματα: «Η άλλη όψη του βουνού» (1995, Βραβείο Ορχάν Κεμάλ, μεταφρασμένο στα αγγλικά το 2000 και με επαινετικές κριτικές στη Μεγάλη Βρετανία), «Η καυτή εκείνη εποχή της νιότης» (1999) και το «Όνειρο στην κλιμακτήριο» (2002). Το σύνολο του έργου της κινείται γύρω από τον άξονα της γυναικείας ταυτότητας και της θέσης της γυναίκας στην κοινωνία: κείμενα με κριτική ματιά απέναντι στο πολιτιστικό οικοδόμημα της πατριαρχικής κοινωνίας και όχι απλές μαρτυρίες της γυναικείας κατάστασης, που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα στην Τουρκία και αγγίζουν όλες τις γυναίκες (και όχι μόνο, φυσικά) όπου γης.

Για τη συγγραφέα Ερεντίζ Ατασού η μεταφράστρια του μυθιστορήματος Ανθή Καρρά στον πρόλογό της μας πληροφορεί για την πορεία της στην αναζήτηση της ταυτότητάς της ως συγγραφέα μέσα από μια γραφή που ακουμπά στην κοινωνική πραγματικότητα, προσπαθώντας να την καταλάβει αλλά και να την αλλάξει…

Εξάλλου, υπήρχαν και τέτοιου είδους αιτήματα κάποτε, ιδιαίτερα από τις γυναίκες που όλοι οι άλλοι, ο καθείς με τη σειρά του από τον πατέρα μέχρι τον σύντροφο, είχαν το πάλαι(;) τον αποκλειστικό στη ζωή τους λόγο…

Ερεντίζ Ατασού: «Υπάρχουν και οι Γυναίκες»

Η Ερεντίζ Ατασού έφτασε, σύμφωνα με τα ίδια της τα λόγια, εντελώς τυχαία στην περιπέτεια της γραφής, μια και η νεαρή γυναίκα που έστελνε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 πολυσέλιδα γράμματα από την Αγγλία στις φίλες της στην Άγκυρα, περιγράφοντας τις εντυπώσεις και τις εμπειρίες της από την πρώτη της μακρά διαμονή στην Ευρώπη, είχε ήδη ολοκληρώσει τις σπουδές της στη Φαρμακευτική και είχε βάλει στα σκαριά μια ακαδημαϊκή καριέρα που θα την οδηγούσε μερικά χρόνια αργότερα στην έδρα Φαρμακογνωσίας του Πανεπιστημίου της Άγκυρας.

Η ικανοποίηση μέσω της γραφής της ανάγκης επικοινωνίας που της δημιούργησε η πρώτη απομάκρυνση από τον προστατευτικό οικογενειακό της χώρο την ώθησε, όταν επέστρεψε πλέον στη χώρα της, να αναζητήσει αυτή τη φορά καταφύγιο στη λογοτεχνική γραφή προκειμένου να συμμετάσχει στη συζήτηση για τη θέση της γυναίκας στην τουρκική κοινωνία, που οι διεκδικήσεις του φεμινιστικού κινήματος είχαν επαναφέρει τη δεκαετία του ’80 δυναμικά στο προσκήνιο.

Παρηχώντας τον τίτλο του τραγουδιού (Kadinlar Vardir – «Υπάρχουν, είναι παρούσες οι γυναίκες») που τραγουδιόταν στις φεμινιστικές διαδηλώσεις, δημοσίευσε το 1981 την πρώτη της συλλογή διηγημάτων με τίτλο Kadmlar da Vardir (Υπάρχουν και οι Γυναίκες). Στα πρώτα της αυτά διηγήματα εστίασε το φακό της στις αφανείς ηρωίδες μιας θλιβερής και αποπνικτικής μικροαστικής καθημερινότητας: νοικοκυρές, εργαζόμενες, συνειδητοποιημένες επαναστάτισσες αριστερές, μεροκαματιάρισσες ή ακόμα και ξένες γυναίκες, αφήνοντας έτσι να διαφανεί ότι οι κοινωνικές, οικονομικές ή ιδεολογικές διαφορές που υπήρχαν μεταξύ τους δε μπορούσαν να αναιρέσουν τις οδυνηρές συνέπειες της κοινής τους μοίρας ως γυναίκες σε μια έντονα πατριαρχική κοινωνία. Η πρώτη της αυτή συλλογή βραβεύτηκε το 1982 με το βραβείο διηγήματος του Βιβλιοπωλείου Akademi, και η φωνή της έγινε δεκτή με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από το ευαισθητοποιημένο στο γυναικείο ζήτημα αναγνωστικό κοινό.

Η γυναικεία ταυτότητα και η θέση της γυναίκας στην κοινωνία θα αποτελέσει έως σήμερα τον κύριο άξονα του έργου της. Η Ερεντίζ Ατασού θεωρεί τη γυναικεία της υπόσταση θεμελιώδη παράγοντα στη διαμόρφωση της ταυτότητάς της ως συγγραφέως, καθώς τα όρια που θέτει, οι περιορισμοί που επιβάλλει, τα εμπόδια που ορθώνει τόσο σε κοινωνικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο, στην ανθρώπινή της υπόσταση έχουν μοιραία άμεσο αντίκτυπο στο συγγραφικό της έργο. Γι’ αυτό και αντιμετωπίζει ευνοϊκά την έννοια της γυναικείας λογοτεχνίας, στην οποία κατατάσσει τα κείμενα των γυναικών συγγραφέων που υιοθετούν μια κριτική ματιά απέναντι στο πολιτιστικό οικοδόμημα της πατριαρχικής κοινωνίας και δεν αποτελούν απλές μαρτυρίες της γυναικείας κατάστασης. Δεν παραβλέπει ωστόσο τις πολλαπλές πτυχές της προσωπικότητας του κάθε ατόμου και την ελευθερία του να προβάλλει ως συγγραφέας αυτές που εκείνο κάθε φορά επιλέγει, και δεν υποστηρίζει τα στεγανά όρια μιας λογοτεχνίας που απευθύνεται μονάχα στις γυναίκες. Ο λόγος που η ίδια επέλεξε να καταγράψει τη γυναικεία εμπειρία, χωρίς στιγμή να ξεχνά σε ποιο φύλο ανήκει, είναι γιατί θεωρεί απολύτως αναγκαίο ν’ ανυψωθούν επιτέλους στη σφαίρα της λογοτεχνίας τα βιώματα των γυναικών που είναι αδύνατο να καταγραφούν από άνδρες, όσο αυτοί αρνούνται να τα μοιραστούν.

Στις επόμενες συλλογές διηγημάτων της (Lanetliler [Καταραμένες], 1985, Dullara Yas Yakisir [Το Πένθος ταιριάζει στις Χήρες], 1988, Onunla Guzeldim [Ήμουν Ωραία μαζί του], 1992) εμβάθυνε σταθερά τον προβληματισμό της, αγγίζοντας όλο και περισσότερο το ζήτημα της γυναικείας σεξουαλικότητας, ενώ συγχρόνως εμπλούτισε τα θέματά της με αναφορές στο πρόσφατο παρελθόν της χώρας της, θέλοντας να επισημάνει πόση σημασία έχει η διαχρονική γνώση και κατανόηση της γυναικείας εμπειρίας, και ως εκ τούτου η επικοινωνία μεταξύ των γυναικών διαφόρων γενεών.

Το 1995 δημοσίευσε το πρώτο της μυθιστόρημα, Dagm Oteki Yuzu (H Άλλη Όψη του Βουνού), στο οποίο μέσα από μια μυθοπλασία έντονα εμπνευσμένη από την ιστορία της οικογένειάς της ξετυλίγει την ιστορία της χώρας της τον 20ο αιώνα. Με κεντρικές ηρωίδες τρεις γενεές γυναικών, που αντιστοιχούν σε τρία στάδια της πορείας της χώρας της, από την οθωμανική αυτοκρατορία στη σύγχρονη Τουρκία, μέσα από τις ριζικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις του κεμαλισμού, η Ερεντίζ Ατασού προσπάθησε – όπως είπε χαρακτηριστικά η ίδια – «ν’ αγγίξει τη σάρκα της χώρας της μέσα από τη βασανιστική πορεία της προσωπικής της ιστορίας». Στο βιβλίο αυτό, όπως και σε όσα θα ακολουθήσουν στη συνέχεια, η φεμινιστική συνείδηση υπάρχει ως προβληματισμός πάνω στον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες διαμορφώνουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Αν μία φωτογραφία τραβηγμένη το 1935, μιας ομάδας νεαρών ανδρών και γυναικών, μεταξύ των οποίων και η μητέρα της ντυμένη με ένα κομψό λευκό «ντε πιες», από ιρλανδικό βαμβακερό και φορώντας παπούτσια με…τακούνι, στην κορυφή τους όρους Ουλούνταγ (του Ολύμπου της Βιθυνίας), συμβολίζει τη θριαμβευτική ανάβαση, τις ελπίδες που είχαν γεννήσει σε μια ολόκληρη γενιά οι μεταρρυθμίσεις του Ατατούρκ, η πραγματικότητα, η «άλλη όψη του βουνού», αποδείχθηκε πολύ πιο οδυνηρή.

Η Ερεντίζ Ατασού προσπαθεί να καταλάβει, και όχι να κρίνει και να καταδικάσει. Αντιλαμβάνεται έτσι πόσο ρόλο πρέπει να έπαιξε στη δημιουργία της δικής της φεμινιστικής συνείδησης το γεγονός ότι μεγάλωσε σε μία οικογένεια που και τα δύο της μέλη, η μητέρα και ο πατέρας της, ορφανεμένοι καθώς ήταν από πατέρα λόγω του πολέμου, είχαν μεγαλώσει με αρχηγό της οικογένειας μία χήρα μητέρα, που είχε επωμισθεί όλα τα βάρη μόνη της, προσφέροντας έτσι ένα δυναμικό γυναικείο πρότυπο, σε άμεση αντίθεση με την υποταγμένη και παραγκωνισμένη γυναικεία μορφή της παραδοσιακής μουσουλμανικής πατριαρχικής οικογένειας.

Το μυθιστόρημά της αυτό βραβεύτηκε το 1996 με το Βραβείο Μυθιστορήματος Ορχάν Κεμάλ, μία από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές διακρίσεις της Τουρκίας.

Ακολούθησαν δύο συλλογές διηγημάτων (Tas ustune gul oynamasi [Ανάγλυφο στην Πέτρα Ρόδο], 1997: Βραβείο Διηγήματος Γιουνούς Ναντί της ίδιας χρονιάς, Ucu [Φευγαλέα], 1998), και ένα δεύτερο μυθιστόρημα (Gelcligin O Yakici Mevsimi [ Η Καυτή Εκείνη Εποχή της Νιότης], 1999).

Συνεχίζοντας τον προβληματισμό της πάνω στη γυναικεία κατάσταση, η Ερεντίζ Ατασού απελευθερώνει όλο και περισσότερο την έκφρασή της στην προσπάθειά της να προσεγγίσει και να εκφράσει την αποσιωπημένη γυναικεία σεξουαλικότητα, μιας και η γυναικεία συνείδηση δε μπορεί να εξελιχθεί αποκομμένη από το γυναικείο σώμα. Αναζητεί τις λέξεις για να εκφράσει την περίπλοκη διασύνδεση του γυναικείου σώματος με την ψυχή, τους ψυχικούς μηχανισμούς που, παράλληλα με τους κοινωνικούς, κρατούν δέσμια τα γυναικεία κορμιά, εμποδίζουν τις γυναίκες να βιώσουν στις σχέσεις τους την ερωτική πληρότητα, με όλες τις ολέθριες συνέπειες που αυτό μπορεί να έχει τόσο για τον οικογενειακό τους περιβάλλον όσο και προπαντός γι’ αυτές τις ίδιες. Η αναζήτηση αυτή θα αποτελέσει και τον κεντρικό άξονα του επόμενου μυθιστορήματός της, Bir Yasdonumu Ruyasi (Όνειρο στην Κλιμακτηριο), που δημοσιεύτηκε το 2002.

Με το μυθιστόρημα αυτό, που συμπληρώνει κατά κάποιον τρόπο χρονολογικά το πρώτο της μυθιστόρημα, μια και η πλοκή του εκτυλίσσεται από τη δεκαετία του ’70 έως τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, η Ερεντίζ Ατασού δίνει μια σύγχρονή της μορφή της θρυλικής Φεριντέ του δημοφιλούς μυθιστορήματος του Ρεσάτ Νουρί Γκιουντεκίν Calikusu (Τρυποφράχτης), που είχε γοητεύσει τις γυναίκες της γενιάς της μητέρας της, της γενιάς δηλαδή των κεμαλικών μεταρρυθμίσεων.

Στο μυθιστόρημα του αυτό, το οποίο δεν έχει δυστυχώς μεταφρασθεί στα ελληνικά παρά τη σημασία που έχει για την τουρκική εθνική λογοτεχνία, ο Ρεσάτ Νουρί Γκιοντεκίν (1889-1956) είχε προβάλει στο πρόσωπο της δυναμικής και αποφασισμένης νεαρής αστής Φεριντέ, που προσπαθεί να ξεπεράσει την ερωτική της απογοήτευση παίρνοντας τη ζωή της στα χέρια της, το πρότυπο της νέας, δυνατής και απελευθερωμένης κοινωνικά γυναίκας των κεμαλικών μεταρρυθμίσεων.

Αν η γεωγραφική περιπλάνηση της Φεριντέ στην εξαθλιωμένη Ανατολή των αρχών του αιώνα συμβολίζει την έξοδο της μουσουλμάνας γυναίκας από την ασφάλεια αλλά και τη φυλακή συνάμα της οικογενειακής εστίας, η ελευθερία αυτή φαίνεται να μπορεί να εξαγοραστεί μόνο με μίαν άτεγκτη ηθική και με την πλήρη απάλειψη της ερωτικής ζωής της γυναίκας.

Η Φεριντέ του Τρυποφράχτη, υιοθετώντας τη μικρή χωριατοπούλα Μινισέ και ανατρέφοντάς την σα δικό της παιδί, αναζητεί έναν τρόπο να εκφράσει την ανάγκη της μητρότητας, τη μόνη ψυχική ανάγκη που αξιολογείται ως πρωταρχική για τις γυναίκες, αφού είναι ικανή να τις αποτρέψει από την ηθική κατάπτωση στην οποία μπορεί εύκολα να τις οδηγήσει η κοινωνική χειραφέτηση.

Στην άλλη άκρη σχεδόν του αιώνα, η Φεριντέ της Ερεντίζ Ατασού επιχειρεί το δικό της, εσωτερικό αυτή τη φορά, ταξίδι προς τη χειραφέτηση, αναγνωρίζοντας το βάρος της ερωτικής ζωής στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, και ως εκ τούτου στη ζωή του κάθε ατόμου. Είναι όμως συνάμα και το ταξίδι μιας γενιάς, της γενιάς της συγγραφέως, που αντιστοιχεί – ας μην το ξεχνούμε – στη δική μας γενιά των Λαμπράκηδων, που διεκδίκησε και εκεί, όπως και στις άλλες χώρες του Δυτικού κόσμου, κάποια στιγμή ν’ αλλάξει την κοινωνία, και τα σημάδια αυτής της διεκδίκησης διακρίνονται στη ζωή μιας γυναίκας. Σημάδια βαθιά στο σώμα και στην ψυχή της.


Η Ερεντίζ Ατασού όχι μόνο δεν αγνοεί αλλά και προσπαθεί να κατανοήσει το μωσαϊκό μέσα από το οποίο δημιουργήθηκε η σύγχρονη Τουρκία, αναζητεί το βάρος τους στις σημερινές ζωές των ανθρώπων, μέσα από τις οικογενειακές μνήμες, τις γεύσεις και τις ευαισθησίες, πιστεύει όμως στην αναγκαιότητα υπέρβασής του μέσα σε μια καινούρια «κοινότητα», και ανησυχεί μπροστά στους κινδύνους που επιφυλάσσει ο άκρατος φιλελευθερισμός. Πάνω απ’ όλα αγαπά και πονά τη χώρα της και την αίσθηση της ταυτότητας που αυτή της προσδίδει, γι’ αυτό και η φωνή της συναντά τις αντίστοιχες φωνές της γενιάς της στη χώρα μας.

Πολλά από τα διηγήματά της έχουν μεταφραστεί και περιληφθεί σε συλλογές διηγημάτων στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα γερμανικά, το δε μυθιστόρημά της «Από την Άλλη Άκρη του Βουνού» μεταφράσθηκε το 2000 στα αγγλικά με τον τίτλο «The Other Side of the Mountain» και έγινε δεκτό στη Μεγάλη Βρετανία με πολύ θετικές κριτικές.

Άνθη Καρρά

Αύγουστος 2005, Βρυξέλλες

Κείμενα – επιμέλεια:

Τ.Β.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.