Κυριακος Συφιλτζογλου «Σπιτι παιδιου»: Μια νουβελα ζωης εναντια στον θανατο

Της Γεωργίας Ντεμίρη*

Από τις εκδόσεις «Αντίποδες» κυκλοφορεί η νουβέλα του Κυριάκου Συφιλτζόγλου με τίτλο «Σπίτι παιδιού» (2019), έπειτα από πέντε ποιητικές συλλογές. Ο συγγραφέας αντλεί από την παιδική του ηλικία στη Δράμα, μεταξύ των χωριών Πλατανιά και Προσοτσάνη, αναπλάθοντας μνήμες και βιώματα όπου συνυπάρχουν αρμονικά η ζωή με τον θάνατο, το παρόν με το παρελθόν. Συνολικά το βιβλίο απαρτίζεται από 96 σελίδες και ήδη από τον τίτλο γίνεται σαφής ο χωροχρόνος της αφήγησης, καθώς αναφερόμαστε στο σπίτι του αφηγητή κατά το πέρασμα των χρόνων της παιδικής τους ηλικίας. Ένα βιβλίο που έρχεται να ξανά συστήσει τη θεματική του θανάτου μέσα από τη αισιόδοξη πλευρά της συνέχειας της ζωής, καθώς ένα παιδί μόνο μέσω του παιχνιδιού και της χαράς μπορεί να μιλήσει για την απώλεια. Και τότεεμείς –οι νυν μεγάλοικαι τότε παιδιά– διαβάζουμε (ξανα)μαθαίνοντας.

Ατομικές και συλλογικές ιστορίες

Ο αφηγητής του βιβλίου επιστρέφει στο «Σπίτι Παιδιού» όπου μεγάλωσε, στην Πλατανιά Δράμας, αλλά και στα γύρω χωριά. Είναι ένας τόπος ζεστασιάς, παιχνιδιού και χαράς. Εκεί το παιδί αντικρίζει τη ζωή και το θάνατο –τα μάτια του είναι αθώα. Ανέμελα περάσματα, χωρίς την άδεια των μεγάλων, στα ακατοίκητα σπίτια, με το εξαπτέρυγο στα χέρια στην εκκλησία, παίζοντας κρυφτό στα νεκροταφεία. Προσπαθεί να ξετυλίξει, μέσα από τα μισόλογα συγγενών και ξένων, τις ατομικές ιστορίες καθενός, αλλά και το περίπλοκο κουβάρι που είναι οι συλλογικές ρίζες.

Η ζωή συνεχίζεται, με ή χωρίς εμάς

Μορφολογικά το βιβλίο, αν και κατατάσσεται στο είδος της νουβέλας, αποτελείται από 32 μικροδιηγήματα, τα οποία λειτουργούν ως αυτόνομες αφηγήσεις αλλά και ως συνέχειες της αρχικής ιστορίας. Στο προλογικό σημείωμα σημειώνεται η εξής επεξήγηση: «Τα Σπίτια του Παιδιού ήταν ένα δίκτυο ιδρυμάτων που συστήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 σε χωριά της βόρειας Ελλάδας από τη Βασιλική Πρόνοια, υπό την εποπτεία του παλατιού. Τα Σπίτια του Παιδιού λειτουργούσαν ως νηπιαγωγεία αλλά είχαν επίσης προγράμματα με στόχο τον αλφαβητισμό των κατοίκων των χωριών και τη διάδοση γνώσεων υγιεινής, γεωργίας και κτηνοτροφίας. Η λειτουργία τους ως απλών κέντρων νεότητας συνεχίστηκε και μετά τη Μεταπολίτευση».  Η αναφορά αυτή σε συνδυασμό με την πληροφορία του πρώτου μέρους, ότι η μητέρα του αφηγητή εργαζόταν στο «Σπίτι παιδιού» και έμεναν εκεί για 5 μέρες μας τοποθετεί σιγά σιγά στη ροής της ιστορίας μας.

Αυτά που ξεχωρίζουν είναι η γλώσσα και η οπτική γωνία που έχουν συντεθεί από τον Συφιλτζόγλου με μεγάλη προσοχή και επιτυχία, καθώς πρέπει να αποδώσουν την ψυχολογία ενός μικρού παιδιού, του μικρού Κυριάκου.Διαβάζουμε στο  22οκεφάλαιο:

« [..] Xειμώνας ήταν και στο διάλειμμα, ενώ παίζαμε μπάλα, βλέπω να σταματά ένα αμάξι και να βγαίνει ο κύριος χωρίς την κυρία και να ξεκλειδώνει την καγκελόπορτα. Εκείνη την ώρα που κοιτούσα τον κύριο να περπατά προς το τρίγωνο σπίτι, έφαγα γκολ. Η ομάδα μου μ’ έβριζε, αλλά εμένα δεν μ’ ένοιαζε, γιατί το μυαλό μου ήταν στον κύριο χωρίς την κυρία. Το μεσημέρι, όταν σχολάσαμε, άρχισε να χτυπά πένθιμα η καμπάνα. Ήμουν σίγουρος ότι χτυπά για την κυρία που δεν ήρθε με τον κύριο. Την άλλη μέρα σήκωσα ξαπτέρυγο στην εκκλησία. Το φέρετρο της κυρίας δεν άνοιξε καθόλου, γιατί λέγανε όλοι κρυφά, μην τους ακούσει ο κύριος που δεν μιλούσε καθόλου, πως το φέρετρο είχε μόνο λίγη στάχτη και τα σιδερένια γυαλιά της κυρίας που τράκαρε στη Γερμανία με ένα φορτηγό που κουβαλούσε πετρέλαιο. Αυτά λέγανε κι εγώ μέσα μου έλεγα πως δεν γίνεται να είναι έτσι, μόνο στάχτη και γυαλιά μέσα, ολόκληρο φέρετρο από τη Γερμανία μέχρι το χωριό, μια ολόκληρη κυρία μόνο στάχτη και γυαλιά. Όταν τελείωσε ο παπάς και βγήκαμε, έξω από την εκκλησία μας περίμενε η φιλαρμονική από την Ανδριανή που την είχε φωνάξει ο κύριος. Πρώτη φορά σήκωνα ξαπτέρυγο μαζί με μουσική και ήταν πολύ ωραία. Αυτοί που έπαιζαν, όλοι τους φορούσαν μπλε στολή και μπλε καπέλο. Θυμήθηκα την μπλε στέγη που η κυρία δεν θα ξαναέβλεπε και δεν ήταν τόσο ωραία».

Εικόνες αλυσιδωτές και συνειρμικές ταυτοχρόνως, περιγραφές που ρέουν, ερωτήματα πολλά, αναπάντητα και μη, όμως καμία τραγικότητα. Γιατί τι μένει στο τέλος; Η ζωή που συνεχίζεται, με ή χωρίς εμάς.

Αυγή Λίλλη «Η παιδική αγνότητα καθιστά το βίωμα του θανάτου κάτι απολύτως φυσικό, ένα παιχνίδι μέσα στο συνεχές και καθημερινό βίωμα της ζωής»

Η Αυγή Λίλλη στην κριτική της στο περιοδικό «Φρέαρ» αναφέρεται στην οπτική γωνία της αφήγησης και στην ικανότητα του συγγραφέα να μας (υπεν)θυμίσει τη σημασία του θανάτου για τον κόσμο ενός μικρού παιδιού:

«Η εξοικείωση των παιδιών με τον θάνατο, την απώλεια και το πένθος αποτελεί ευρύ ερευνητικό κεφάλαιο της παιδοψυχολογίας. Άπειρες μελέτες και βιβλία έχουν γραφεί από τους επιστήμονες του κλάδου για το πώς μιλάμε στα μικρά παιδιά για το βίωμα της απώλειας και πώς φτιάχνουμε με ισορροπία και επίγνωση το αφήγημα του θανάτου. Σε αυτό το κείμενο βεβαίως αφήνουμε την ψυχολογική πτυχή του ευαίσθητου αυτού ζητήματος στους ειδικούς και στρέφουμε το βλέμμα μας στο μυθοπλαστικό (ή όχι) λογοτεχνικό αφήγημα του θανάτου από την οπτική γωνία ενός παιδιού. Πώς άραγε εξιστορεί ένα παιδί τον θάνατο και τα συμφραζόμενά του; Το ερώτημα φαίνεται να “απαντά»” εύστοχα ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου με τη νουβέλα “Σπίτι παιδιού” (Αθήνα, “Αντίποδες”, 2019). Το βιβλίο, όπου ο αφηγητής ξεδιπλώνει αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας μεταξύ Πλατανιάς (τις καθημερινές) και Προσοτσάνης (τα Σαββατοκύριακα), όταν η μητέρα του εργαζόταν στο “Σπίτι Παιδιού” της Πλατανιάς, αξιοποιεί περίτεχνα τη φόρμα novella-in-flash, όπου δηλαδή κάθε ενότητα ή κεφάλαιο μπορεί να αναγνωσθεί αυτόνομα, αποκτώντας αυθύπαρκτη υπόσταση ως κείμενο.

Ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου έρχεται να μας θυμίσει με ένα ολοζώντανο κείμενο για τον θάνατο ‒και το οποίο ανταποκρίνεται απόλυτα στη γνωστή φράση “διαβάζεται απνευστί”‒ ότι στον κόσμο ενός παιδιού ο θάνατος είναι μέρος της ζωής, το τελευταίο κομμάτι της ‒ή μήπως το πρώτο;‒ με ένα ιερό (και στα μάτια του παιδιού συναρπαστικό) τελετουργικό, το οποίο συγκροτείται από συγκεκριμένα στάδια, διαδικασίες, συμπεριφορές. Μεταξύ αυτών το πένθος, το οποίο εκφράζεται με τον θρήνο και όπου ο θρήνος εκδηλώνεται, στην παιδική οντολογική συνθήκη, απαραιτήτως με κλάμα, αλλιώς ο κύκλος της ζωής διακυβεύεται, καθώς και η τελετουργική ολοκλήρωσή του. Για τον νεαρό αφηγητή, το κοιμητήριο, “τα νεκροταφεία”, στον πληθυντικό, κατά τον βορειοελλαδίτικο τύπο, είναι ένας ιερός χώρος όπου τώρα ζουν σιωπηρά όσοι ήδη έζησαν. Η ιερότητα όμως του χώρου δεν ορίζεται τόσο από ένα θεωρητικό πλαίσιο και τους κανόνες των ενηλίκων, αλλά από το γεγονός ότι ο ίδιος χώρος είναι εξ υπαρχής επιθυμητός και οικείος. Σε αυτό “τον τόπο τον φωτεινό” και “χλοερό” ο μικρός Κυριάκος ποτίζει τα βασιλικά με τη μητέρα του, παίζει με τον αδερφό του κρυφτό και γουόκι-τόκι ανάμεσα στα μνήματα, καταγράφει τα ληξιαρχικά δεδομένα των πεθαμένων σαν να πρόκειται για άλλο ένα παιχνίδι. “Τα νεκροταφεία”, το κοιμητήριο είναι το “Σπίτι Παιδιού” όπου η παιδική αγνότητα καθιστά το βίωμα του θανάτου κάτι απολύτως φυσικό, ένα παιχνίδι μέσα στο συνεχές και καθημερινό βίωμα της ζωής».

Βαρβάρα Ρούσσου «Μέσα σε ένα κλίμα παιδικού υπερρεαλισμού τα ζώα εξανθρωπίζονται και γίνονται μέτοχοι του πένθους»

Στο περιοδικό «Ο Αναγνώστης» η Βαρβάρα Ρούσσου υποστηρίζει μεταξύ άλλων την χωρική ανάγνωση του χρόνου, κατά τον Μπαχτίν,  που ακολουθεί ο συγγραφέας μας,  αλλά και την επιρροή του από τον υπερρεαλισμό:

«Διαβάζοντας το βιβλίο αυτόματα μετατοπίστηκε η σκέψη μου στο μπαχτινικό απόσπασμα για τον μυθιστορηματικό χρονότοπο. Όχι γιατί η μπαχτινική θεωρία βρίσκει πλήρη εφαρμογή στο “Σπίτι παιδιού” αλλά επειδή φαίνεται σαν να διαβάζει ο Συφιλτζόγλου χωρικά το χρόνο καθώς μετακινεί το χαρακτήρα του παιδιού από Πλατανιά σε Προσοτσάνη από Θεσσαλονίκη σε Γερμανία, από Γερμανία σε Πλατανιά, ενώνοντας τις γενιές, μιλώντας με παρατημένες φωτογραφίες, μετρώντας το χρόνο με θανάτους ανθρώπων, ζώων και σπιτιών καθώς περιδιαβαίνει σε ακατοίκητα πια σπίτια και επιχειρεί να αναζωογονήσει το παλιό κάρο(κεφάλαια 4 και10). Αρχίζοντας από τη φύση και τα δέντρα (κεφάλαιο 14) και τις συνήθειες των ανθρώπων μπροστά στο θάνατο μετρά τη χρονική ροή με το γεγονός, στη βάση του τόπου. Αυτή τη διαρκή σχέση του Συφιλτζόγλου με το χρόνο-τόπο, την ιστορικότητα και την αφήγηση των ερειπίων διακρίνει και όποιος παρακολουθεί τις φωτογραφίες του δημιουργού. Φωτοποιήματα πάνω σε τοπία και κυρίως εγκαταλελειμμένα σπίτια που αρθρώνουν ιστορία ατομική και συλλογική: τη μετανάστευση, την προσφυγιά, τη σιωπή της φύσης.

Μέσα σε ένα κλίμα παιδικού υπερρεαλισμού τα ζώα εξανθρωπίζονται και γίνονται μέτοχοι του πένθους: ο μικρός λιβανίζει το μνήμα της προβατίνας Τάνιας, θεωρεί σκόπιμη τη συμμετοχή των αγελάδων στην κηδεία της αφεντικίνας τους, επιμένει να φιλοξενήσουν την ανέστια, όπως νομίζει, κουκουβάγια που δολοφονείται σκληρά˙ οι νεκροί δεν είναι άνετα στα νεκροταφεία της πόλης, και ο θάνατος εκεί δεν είναι αιώνιος, οπότε : “Μου ‘πε πως εδώ τους έχουν για λίγο, όχι όπως στα χωριά. Ε τότε κι εγώ εδώ θέλω, της είπα, για λίγο στην πόλη και μετά ξανά πίσω στο χωριό, ζωντανός”. Πρόκειται λοιπόν για πένθος που η παιδική ματιά αντιμετωπίζει με αθωότητα και περίσσια καλοσύνη, εξισώνοντας έτσι κάθε αδικία της ζωής των νεκρών: θυμιατίζει τα μνήματα των έρημων, συμπονά τους γέρους που πεθαίνουν μόνοι, αντιμετωπίζει εξεταστικά τους νεκρούς χωρίς την αγχώδη φρίκη των ενηλίκων αλλά με συναισθηματική συμμετοχή της ανέμελης παιδικής ηλικίας. Έτσι, το βιβλίο δεν βαραίνει τον αναγνώστη που απολαμβάνει την αφήγηση της καθαρής παιδικής ματιάς».

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου γεννήθηκε στη Δράμα το 1983, όπου και ζει. Είναι πτυχιούχος Νομικής (2004) και Πολιτικών Επιστημών (2011) του Α.Π.Θ. Το 2007
εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Έκαστος εφ’ ω ετάφη» (εκδ. «Γαβριηλίδης» και «Θράκα», 2017).

*Η Γεωργία Ντεμίρη είναι φιλόλογος και διδακτορική φοιτήτρια στο ΤΕΦ/ΔΠΘ.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.