Κι ετσι ο Ιξιων νυμφευθηκε την Ιυγγα!

Δεν είμαστε στην εποχή των τροφοσυλλεκτών όπου η ένωση ανδρός και γυναικός υπαγορευόταν από το ένστικτο, δεν είμαστε ούτε στην εποχή της πολυγαμίας όπου ο θεσμός καθοδηγούνταν από την ανάγκη της τεκνοποίησης. Έχουμε μπει από κάτι χιλιάδες χρόνια τώρα στην εποχή της μονογαμικής ανδροκρατούμενης κοινωνίας των πόλεων – κρατών στην αρχαία Ελλάδα όπου οι άνδρες είναι το «ισχυρό» πλην όμως αναλώσιμο στους διαρκείς πολέμους, είδος. Η οικογένεια είναι ο θεμέλιος λίθος του κράτους, το κύτταρο «παραγωγής» γνήσιων ελεύθερων ανθρώπων, πολιτών απαραίτητων για την επάνδρωση του στρατού, πρωτίστως. Ως εκ τούτου, με το γάμο, το θεσμό που διασφαλίζει τη λειτουργία της υγιούς οικογένειας κατά τα αρχαιοελληνικά πρότυπα, δεν μπορεί παρά να ασχολείται και ο νόμος. Πόσο μάλλον με τη μοιχεία και το διαζύγιο, καταστάσεις αγχογόνους όχι μόνο για τα εμπλεκόμενα συναισθηματικώς άτομα αλλά και την ίδια την πολιτεία που νιώθει την ανάσα της «αναρχίας» στο σβέρκο της σε κάθε περίπτωση που απειλεί να τινάξει στον αέρα τα χρηστά για την εποχή ήθη…

Ο γάμος, λοιπόν, δεν ήταν καμιά απλή υπόθεση. Ήταν ολόκληρη διαδικασία, απαιτητική, πολυέξοδη και χρονοβόρα.
Λαογραφικώς, δε, ενδιαφέρουσα. Όπως έπρεπε σε ένα έθιμο, με τη δική του κοινωνική βαρύτητα. Πώς όμως παντρεύονταν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι και πώς ο νόμος διευθετούσε το συμπεθέριασμα δύο οικογενειών; Περιγραφή των εθίμων και κανόνων που ρύθμιζαν τα θέματα αυτά, έκανε ο συγγραφέας – λαογράφος Γιώργος Λεκάκης στην ομιλία του με θέμα «Γάμος και Διαζύγιο στην αρχαία Ελλάδα» που πραγματοποίησε προ ημερών στο Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης & Παράδοσης στην Ξάνθη. Ο ΠτΘ διασκευάζοντας αυτά τα στοιχεία, παρουσιάζει με τη σειρά του το χρονικό ενός τέτοιου γάμου στην αρχαία Αθήνα. Σύμφωνα με τον κ. Λεκάκη, τα ισχύοντα για το θεσμό, ήταν σε γενικές γραμμές, κοινά σ’ όλες τις πόλεις της εποχής (με κάποιες ιδιαιτερότητες στην Κύπρο, τη Θράκη, την Κρήτη και κάποιες διαφοροποιήσεις στην Σπάρτη)..

Λεπτομέρειες, όμως, στη μυθοποιημένη ιστορία που ακολουθεί…

Το προξενιό

Η Ίυγξ, κόρη του Ανδοκίδη του αγγειοπλάστου, μια ζωηρή καστανόχρωμη «δαμαλίδα» 19 Μαίων, και ο Ιξίων, ο τεσσαρακονταπενταετής ώριμος «νέος» από τις Αιφίδνες (κατά κόσμον «Κιούρκα»), φτασμένος επαγγελματίας στην κατασκευή τροχών, έχουν αποφασίσει να έλθουν εις γάμου κοινωνίαν. Έρως, λέει, ανίκατος μάχαν, και ως εκ τούτου ο πατέρας Ανδοκίδης έδωσε την ευλογία του, παρόλο που δεν μπορούσε ακόμα να χωνέψει το περυσινό χουνέρι που του ’καμε τη μονάκριβή του θυγατέρα για την επιμονή του να την δώσει στον Ιππομένη (φοβόταν η αλαφροίσκιωτη η Ίυγξ μην είναι «καταραμένος» να μεταμορφωθεί και τούτος ο ωραίος άνδρας σε λιοντάρι όπως ο συνονόματός του στο μύθο, και έσυρε το γέρο της στην «Εισαγγελία Κακώσεως» για να γλιτώσει από το ανεπιθύμητο προξενιό… Τι ρεζίλια τράβηξε ο «χριστιανός»…)

Πάντως, ότι ήτο περίεργα τα γούστα της μικράς, το ψυλλιαζόταν ο αγγειοπλάστης. Ότι όμως θα έφτανε να προτιμήσει έναν «παραγινωμένο» από έναν φρέσκο κι ακμαίο άνδρα, δεν το φανταζόταν ποτέ του… Η Ίφις, η προμνηστρίδα, είχε καταφέρει φαίνεται να την πείσει για τις κρυφές χάρες τού σχετικώς καλοστεκούμενου, υποψήφιου συζύγου και για τα πλεονεκτήματα ενός συνετού γάμου… Καθότι, και κάποια γοητεία διέθετε για την ηλικία του ο κύριος και καλό κομπόδεμα…

Τέλος πάντων, ορίστηκε η γαμήλια ένωση να γίνει όταν το φεγγάρι θα ήταν ολόγιομο το μήνα Γαμηλιώνα κατά το συνήθειο. Και επειδή, κρίσιμη για την επιτυχία του γάμου, λεπτομέρεια, ήταν τον καιρό εκείνο η αλήθεια δια τον πρότερο «βίο και πολιτεία» των υποψηφίων συζύγων, έκατσε μια μέρα η Ίυγξ και εξιστόρησε στην Ίφιδα (και αυτή με τη σειρά της ενημέρωσε σχετικώς τον Ιξίωνα), με το νι και με το σίγμα τα καθέκαστα με τα επιπόλαια φλερτ της νιότης της που ενίοτε, θες η περιέργεια θες οι ορμόνες, προχωρούσαν σε εμπέδωση της θεωρίας στην πράξη… Ζητούμενο άλλωστε δεν ήταν η παρθενία αλλά η αλήθεια περί της υπάρξεως ή μη, παρθενίας…

Τα της φερνής συζητήθηκαν και αποφασίσθηκαν μεταξύ του κηδεμόνος και του υποψηφίου γαμπρού παρουσία της προμνηστρίδας – μη τυχόν και χάσει το ποσοστό της η μεσάζων… Ο αγγειοπλάστης, ζάπλουτος δεν ήταν αλλά τη βολή του την είχε. Αυτό που δεν είχε, ήταν η πρόθεση να δώσει στην κόρη του παραπάνω απ’ ό,τι τον υποχρέωνε ο νόμος του Σόλωνα: τρία ιμάτια και το αναγκαίο τεντζερεδικό για να κάνει τη νοικοκυρά στο καινούριο της σπίτι. «Μα το ελάχιστο, κυρ Ανδοκίδη!! Τέτοιον άντρα παίρνει, το βαστάει η καρδιά σου να του τη στείλεις με μια περισκελίδα στον κ…!!» τον πιλάτευε η Ίφις την ώρα που τα μάτια του Ιξίωνα λίγο ήθελαν να γυρίσουν ανάποδα από την τσιγκουνιά του πενθερού… Σιγά μην εννοούσε αυτό ο Πλούταρχος όταν έλεγε «είναι προτιμότερη η χρυσή κοπέλα από τον χρυσό της κοπέλας»! Πες πες, τον κατάφερε η καπάτσα η προμνηστρίδα τον έρημο τον Ανδοκίδη να προικίσει την κόρη του αξιοπρεπώς… Εδώ, και οι φτωχές κοπέλες ακόμα έπαιρναν φερνή από την Πολιτεία 120 μνας! Έπειτα, ό,τι έδινε στην Ίυγγα θα το έπαιρνε πίσω από

τον γαμπρό σε γη… Για εγγύηση. Λίγο το’ χεις το κτηματάκι στον Άλιμο να βρέχεις, μακριά από την πλέμπα των δημοσίων πλαζ, τα ποδάρια σου στη θάλασσα κάθε καλοκαίρι;; Χώρια που αν, ό μη γένοιτο, χώριζε το ζευγάρι, ο ζωντοχήρος θα του επέστρεφε τη φερνή μέχρι τελευταίας μνας και με νόμιμο τόκο 18% (9 οβολούς κατά μνα) παρακαλώ, για κάθε ημέρα καθυστέρησης… Το ίδιο κι αν χανόταν η κόρη του, χτύπα ξύλο, πριν προλάβει να αποκτήσει παιδιά…

Έδωσαν, το λοιπόν, τα χέρια, και ξεκίνησαν τις ετοιμασίες για το γαμήλιο τριήμερο.

Ο γάμος

Φασαρία μεγάλη και τρανή η προετοιμασία του γάμου. Δεν ήταν, άιντε άιντε… τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε, όνειρο ήτανε, έχε γεια Παναγιά… Τι το νυφικό, τι η λουτροφορία, τι τα δώρα, τι οι προσκλήσεις και «μη ξεχάσουμε να καλέσουμε τους Αλκμεωνίδες» μεγαλόσογο στην Αθήνα γαρ, «και τους συγγενείς στην Σπάρτη καλέ» μη παρεξηγηθούν… Από τυπικής απόψεως, ευτυχώς, τα πράγματα ήταν τακτοποιημένα: η νύφη άνω των 18 ετών, ο γαμπρός άνω των 30 και με δικαίωμα γάμου αφού η πρώτη του γυναίκα είχε αποθάνει, γραμμένοι και οι δύο στο Ληξιαρχικό Γραμματείο της πόλης.

Αλλά όσο σκεφτόταν ο αγγειοπλάστης το τριήμερο με τα τραπεζώματα, τα νταβαντούρια και το πήγαιν’ έλα των δώρων, τόσο τον έπιανε το άγχος… Αν δε σπουδάσεις, λέει το σοφό γνωμικό, και δεν παντρέψεις παιδιά, δεν ξέρεις τι θα πει ζόρι… Κι όπως έτρεχαν οι μέρες, δεν το κατάλαβε πότε ήρθε η πρώτη «αποφράδα» που θα του’ παιρνε τη μικρή του κορούλα μακριά από το σπιτικό τους…

Τα Προαύλεια

Η πρώτη μέρα, των Προαυλείων, αρχίνησε με τις θυσίες ζώων στην αυλή του Ανδοκίδη παρουσία μελλονύμφων και συγγενών. Να μυρίσουν ο Τέλειος Δίας και η Τελεία Ήρα, ως προστάτες του Γάμου που ήταν, τα σφαχτάρια, να συγκινηθούν από την πίστη των θνητών και να μεριμνήσουν ώστε «τα παιδιά» να έχουν καλόν γάμο… Πήρε και η Ίυγξ το ψαλιδομάχαιρο, κι έκοβε σε κάθε ζώο μια τούφα από την κώμη της, προσφορά στην Αφροδίτη… Στο τέλος, μάζεψε και τα κοριτσίστικα παιγνίδια της, κάτι κύμβαλα κάτι πλαγγόνες που τις έψαχνε μια ώρα στο σεντούκι με τα αναμνηστικά, έβγαλε και τη ζώνη αγνότητας που φορούσε και τα πήγε στο ναό της θεάς να έχουν να παίζουν οι μικρότερες κοπέλες… Η αλήθεια ήταν πως συγκινήθηκε καθώς αποχαιρετούσε τον άζυγο βίο για να εισέλθει στο σύζυγο βίο…

Το απογευματάκι έγινε η λουτροφορία: τα αμφιθαλή παιδάκια της γειτονιάς, πήγαν στην Καλλιρρόη, την καλύτερη πηγή της Αθήνας, και κουβάλησαν νερό για να κάνει το μπάνιο της η νύφη. Μέχρι να τελειώσει ήρθε και νύχτωσε… Αφού καθαρίστηκε η Ίυγξ, ξανάβαλαν το νερό στις στάμνες και το πήγαν, ολόκληρη πομπή μικρών λαμπαδηφόρων, στο σπίτι του γαμπρού για να λουστεί και αυτός να τόνε βρει καθαρόν η άλλη μέρα. Γούστο που το κάνανε οι πιτσιρικάδες να κουβαλάν πέρα δώθε τα σταμνιά και τις δάδες μέσα στη νύχτα! Όπου γάμος και χαρά, μέσα αυτοί!

Ες αύριο πάλι, σκέφτηκε με νόημα ο Ανδοκίδης πριν πέσει στην κλίνη του να ξεκουραστεί. Όχι όμως για πολύ…

Η Γαμοδεσία

Τη δεύτερη ημέρα, μέρα του Γάμου, ξεκίνησε από το πρωί το πήγαιν’ έλα των φιλενάδων της θυγατρός του στο σπίτι και αμέσως μετά ο δικός του πονοκέφαλος… Η Ίυγξ στο γυναικωνίτη, από τη μια να τραγουδά και από την άλλη να τσιρίζει για το ασιδέρωτο το πέπλο και το λεκέ στη δεξιά της νυμφίδα, οι γαμοστόλες να τιτιβίζουν αδιάκοπα, ο δικός του ο πονοκέφαλος να εξελίσσεται σε ημικρανία και να μην τον πιάνει κανένα βοτάνι, το σπίτι να έχει μετατραπεί σε χάνι με τον κόσμο να

μπαινοβγαίνει και «να τους χαίρεστε καλέ, άντε και καλούς απογόνους», τα τραπέζια για το γλέντι να μην επαρκούν και πώς να ζητήσεις από το γείτονα τον Φερεκράτη που θα σε κάνει κωμωδία να γελά μαζί σου όλη η Αθήνα στο θέατρο…

Κατά το μεσημεράκι, νωρίς νωρίς, ξεκίνησε η γαμοδεσία… Όλοι βολεύτηκαν, τελικώς. Μόνο του αγγειοπλάστη δεν έλεγε να του φύγει ο πονοκέφαλος… Από το στολισμένο με μυρτιές σπίτι, βγήκε η Ίυγξ ντυμένη νυφούλα… Τι όμορφη που ήταν κρυμμένη κάτω από το πέπλο της! Το λευκό μακρύ ένδυμα, το ποικίλο ιμάτιο από πάνω, το κεντημένο στο μπούστο, τα πλούσια περιδέραια στο λαιμό της, το πέπλο στο πρόσωπό της, το γαμήλιο στεφάνι από μενεξέδες και υακίνθους στο κεφάλι της, ακόμη και οι νυμφίδες που πρόβαλαν κάτω από το νυφικό, φάνταζαν τέλεια επάνω της! Φούσκωσε το στέρνο του μπαμπά της από περηφάνια για τη θυγατέρα του «αχ! η πεισματάρα να μη θέλει να πάρει τον Ιππομένη! Τι ζευγάρι ταιριαστό θα’καναν…»

Έκατσε η νύφη στη θέση της μέσα στο γλέντι, περιστοιχισμένη από γυναίκες. Στην απέναντι μεριά, το είχαν ήδη στρώσει οι άντρες με το γαμπρό στη μέση. Κι όλο κρυφοκοίταζε η μια πλευρά την άλλη και χασκογελούσαν και περίμεναν ν’ αρχίσει ο χορός για να βρεθούν κοντά τα δύο φύλα… Στο μεταξύ, το μυαλό του Ανδοκίδη ήταν στη μαρτυρία. Γράφτηκαν όλα τα ονόματα των παρευρισκομένων στο πινάκιο; Ότι έγιναν μάρτυρες της τέλεσης του γάμου οι καλεσμένοι; Ή θα πάει στράφι τέτοιο τραπέζωμα;;

Κι ενόσω τα σκεφτόταν αυτά ο αγγειοπλάστης, ακούγονται από την αυλή φωνές και πειράγματα για τον γαμπρό: του φάνηκε ότι ξεκίνησε νωρίς η «αποκάλυψη» της νύφης, αλλά δεν έδωσε σημασία… Πού να’ ξερε ότι η κόρη του είχε σκοπό να «ξηλώσει» κανονικά το γαμέτη στα δώρα προτού ευαρεστηθεί να δείξει το πρόσωπό της σηκώνοντας το πέπλο… Και «φόρτωνε» ο Ιξίωνας, και έκανε τη δύσκολη η Ίυγξ, και ξαναφόρτωνε ο Ιξίωνας και δόστου να κουνάει δεξιά αριστερά το κεφάλι της η Ίυγξ, μέχρι που ακόμα και οι καλεσμένοι άρχισαν ν’ αντιλαμβάνονται πως δεν θα έχει καλή έκβαση το έθιμο αν την άφηναν να συνεχίσει… «Τράβα μωρέ το πέπλο, τι άλλο θες να κουβαλήσει ο άνθρωπος! Ολόκληρο το Άκρον Ίλιον Κρυστάλ μαζί με τον Γκούτσι σού έφερε στα πόδια σου! Φτάνει πια! Δεν τον βλέπεις που σκοτείνιασε το μάτι του;;» της ψιθύρισε μέσα από τα δόντια η φιλενάδα της η Περίβοια, κι έτσι η Ίυγξ «έκοψε την πλάκα» και αποκάλυψε το πρόσωπό της ολοκληρώνοντας την τελετή της γαμοδεσίας με την οποία γινόταν πλέον, νόμιμη σύζυγος του Ιξίωνα.

Καλό απόγευμα προς βραδάκι, αφού είχαν αδειάσει καμπόσα βαρέλια οίνου και τίποτα δε γινόταν να τους χαλάσει τη διάθεση, βοηθούσης και της πανσελήνου, ετοιμάστηκαν με αποφασιστικότητα άπαντες δια την αγωγήν: τουτέστιν, τη συνάντηση της νύφης με τα πεθερικά της στο σπίτι του γαμπρού πριν από την πρώτη γαμήλια νύχτα… Ανέβηκε η Ίυγξ στη δίτροχη τη βοϊδάμαξα έχοντας στα δεξιά της το γαμπρό και στα αριστερά της τον παράνυμφο, δηλαδή τον σύμπαρη, όπερ παραφθαρμένο, τον κουμπάρο… Πίσω, ακολουθούσε έφιππος ο «τελετάρχης» του γάμου και οι συγγενείς με δάδες αναμμένες. Μπροστά από την βοϊδάμαξα πήγαιναν οι ελεύθερες κοπέλες ψέλνοντας τον υμέναιο και κρατώντας στα χέρια κόσκινο, ρόκα κι αδράχτι, σύμβολα της νοικοκυροσύνης της νύφης.

Η μάνα του Ιξίωνα – ορφανός δεν ήταν ο χήρος, – είχε και την ηλικία της είχε και το άγχος της ως γραία σοφή, που ’δαν τα μάτια της πολλά… Περισσότερο την ανησυχούσε το ενδεχόμενο να αναπτύξει ο γιος της οστεοειδείς εκφύσεις επί του τριχωτού της κεφαλής του με την πιτσιρίκα που κουκουλώθηκε σε τέτοια ηλικία… Ευτυχώς, η μοιχεία τιμωρούνταν βαριά, στην περίπτωση φυσικά που έβγαινε στη φόρα… Δεκατέσσερα, το λοιπόν, θα τα είχε τα μάτια της από δω και στο εξής, κι ας έβλεπε θολά απ’ τον καταρράκτη… Οικεία – κρήνη, κρήνη – οικεία θα την είχε τη νυφούλα της, γιατί όσο και να προσπάθησε δεν κατάφερε να χωνέψει ότι η μικρά παντρεύτηκε το γιόκα της για να καθρεφτίζεται στη φαλάκρα του… Άσε που δεν μπορούσε να κάνει και παιδιά ο αθεόφοβος… Τόσα χρόνια, ούτε τη συχωρεμένη κατέστησε έγκυο, ούτε και καμία από τις παλλακίδες στη ζούλα… Αν το διαπίστωνε αυτό η Ίυγξ και το αποδείκνυε ιατρικώς, θα μπορούσε και να τον χωρίσει ή ακόμα χειρότερα, υπό την προστασία του νόμου να πάει να κάνει τα παιδιά της με άλλον και να τα μεγαλώσει ο Ιξίωνάς της για δικά του… Αχ! μωρέ, το «κέρατο», για παράνομο για νόμιμο, κέρατο δεν παύει να’ ναι…

Η γαμήλια πομπή, όπως πλησίαζε, ακούγονταν τα γέλια και τα τραγούδια, και η μάνα του Ιξίωνα ίσιωσε το κορμί της και τη σκέψη της για να τους προϋπαντήσει κατά το έθιμο. Είχε, ήδη, στολίσει το σπίτι με δάφνες, ξηρούς καρπούς, σταφύλια, σύκα και καρύδια για τους νεόνυμφους, είχε έτοιμα και τα τραγήματα, το γαμήλιο πλακούντα φτιαγμένο με μέλι και σουσάμι και τα μελοκύδωνα που με νόμο καθιέρωσε ο ίδιος ο Σόλωνας να τρων στην αγωγή οι νεόνυμφοι για να συμβολίζεται έτσι, λέει, η γλυκύτητα του διαλόγου τους στην υπόλοιπη κοινή ζωή τους… «Καλός ο Σόλων μα πολύ κολλούσε στη λεπτομέρεια…»

Έφτασε η πομπή μπροστά από την κυρά Πολυξώ, πρόλαβε αυτή να δει τη νύφη της να κουκουλώνεται και πάλι το πέπλο πριν σηκώσει τα μάτια της στην πενθερά της… Από συμβολισμό σε συμβολισμό το πήγαινε το έθιμο… Τους τάισε και τα μέλια με τα σουσάμια για τη γονιμότητα – «τρομάρα του τού Ιξίωνα» – έδωσε και τις ευχές της και τους άφησε ν’ αποσυρθούν…

Το μάτι, εντωμεταξύ, της Ίυγγος, κάτω από το πέπλο της σεμνότητας, σκάναρε τα πάντα ένα γύρο στο καινούριο της το σπίτι με πρώτη και καλύτερη την πενθερά της: μια ζαλάδα, όταν «κοιτάχθηκαν» απ’

τις δυο μεριές του πέπλου, το ομολόγησε η Ίυγξ ότι της ήρθε, αλλά μπορεί, πάλι, να ήταν και της φαντασίας της το βλέμμα του επιθεωρητή Πουαρώ που έπιασε στο χαμογελαστό πρόσωπο της γραίας. Ο πλακούντας πάντως ήταν νόστιμος, αν και το μελοκύδωνο τής έπεσε βαρύ για επιδόρπιο… Τα πέταξε όλα από πάνω της όταν αντίκρισε τη νυφική παστάδα αλλά πριν πέσει, έριξε μια ματιά και στην παράδυστο για να δει αν είναι αναπαυτικό το στρώμα… Άφησε στο ρόλο της «θυρωρού» έξω από την πόρτα της την πιστή της Περίβοια, να διώχνει τάχαμου με τις πέτρες τους «αδιάντροπους» φίλους του συζύγου της που κατά πώς όριζε το έθιμο, θα επιδίδονταν σε ολονυκτία σκωπτικών παιγνίων και τραγουδιών αφιερωμένων στο γαμπρό, πήρε και τις σχετικές προφυλάξεις, η αδαής, μη τυχόν και καταστεί από τώρα «ενδιαφέρουσα» περισσότερο για τη μαμή παρά για το σύζυγο, κι έπεσε τ’ ανάσκελα στην παστάδα πίσω από το παραπέτασμα…

Τη νύχτα εκείνη, ζήτημα αν απήλαυσε τη στρωμνή της παραδύστου για κανα μισάωρο… Τόσο, που τρόμαξε η καψερή ότι δεν θα τη γλίτωνε την εγκυμοσύνη στα δεκαεννιά της χρόνια…

Τα Επαύλεια

Ξημέρωσε η επαύλιος ημέρα και βρήκε τα σόγια να ετοιμάζονται για το τρίτο μεγάλο τραπέζωμα στη σειρά. Χήρα η κυρά Πολυξώ, χήρος και ο κυρ Ανδοκίδης, έτρεχαν και δεν έφταναν… Σ’ αυτό το γλέντι θ’ αντάλλασσαν δώρα τα συμπεθέρια και θα εκτίθονταν στον κόσμο η φερνή. Ο αγγειοπλάστης, πήρε εγκαίρως τα βοτάνια του για να προλάβει τον πονοκέφαλο. Οι κουτσομπόλες εκάστου φύλου θα είχαν να λένε για τα αρώματα, τα κοσμήματα, τα ποδήματα, τις λεκάνες και τους αμφορείς που άλλαξαν χέρια για το συμπεθεριό. Άσε δε την προίκα! Τι ήταν τούτο! (Να’ ναι καλά η προμνηστρίδα που έσωσε εγκαίρως την κατάσταση…)

Όσοι είχαν καταφέρει να χωνέψουν το φαΐ της προηγούμενης ημέρας, το ξανάστρωσαν, με πρόθεση να τιμήσουν δεόντως τα γιορτινά καλούδια… Κατά το βραδάκι, έσκασε μύτη και ο γαμπρός. Βαρύς βαρύς, με ύφος συζύγου – αρσιβαρίστα που είχε καιρό να γυμναστεί και «πιάστηκαν» τα μεριά του από τις δύσκολες ασκήσεις, ο Ιξίων, έφθανε στο σπίτι του πενθερού του για να περάσει εκεί τη νύχτα ως όριζε το έθιμο. Ευτυχώς, δηλαδή, γιατί η μέση του δεν θα τα άντεχε δεύτερη βάρδια απανωτά τα γυμνάσια της Ίυγγος… Άσε που τον έτρωγε η περιέργεια να πληροφορηθεί… Αφού έληξε το νταβαντούρι, γαμπρός και πενθερός έκατσαν στο μέσα δώμα και ξεκίνησε η καθιερωμένη «ενημέρωση τύπου»: «την ήθελες, την πήρες, ευθύνη δε φέρω», ξεκίνησε ο Ανδοκίδης κατά το γνωστό «δεν ήξερες δε ρώταγες;;» μ’ αποτέλεσμα ένας κόμπος να κάτσει στο λάρυγγα του Ιξίωνα… πόσο πίσω την έχει η αχλάδα την ουρά;; «η Ίυγξ είναι κοπέλα με χάρες και ταλέντα. Είναι πονόψυχη, καλή και προκομμένη. Γνωρίζει από ιατρική φροντίδα, κέντημα, μαγείρεμα -σου κάνει κάτι μπριζόλες στα κάρβουνα να ρουφάς και το μεδούλι!- ξέρει ξένες γλώσσες, λογιστικά -να σου κρατάει το μαγαζί- και έκανε και ορθοφωνία γιατί της αρέσει το τραγούδι…

Δεν ήθελε να διακόψει ο Ιξίων, μη χάσει τον ειρμό του ο γέρος. «Αλλά, έχει ένα κουσούρι, γαμπρέ μου… Είναι λίγο αλαφροΐσκιωτη και κοκέτα. Και πεισματάρα κομματάκι. Τελευταία εντωμεταξύ, όλο για κάτι δικαιώματα μου μιλούσε και για καταπιέσεις, λέει, του γυναικείου φύλου και μ’ απειλούσε ότι θα πάει να μείνει στην ξαδέρφη της στην Σπάρτη που είναι πιο προοδευτικοί, λέει, από μας, με ελεύθερες συμβιώσεις πριν από το γάμο και ανύπαρκτες μοιχείες, τέτοια απαράδεκτα! Αλλά όταν ισχυρίζεται κάτι, μην της αντιμιλάς πολύ γιατί μπορεί να γίνει επικίνδυνη… Να προσέχεις με τις παλλακίδες και να μην την προκαλείς – γιατί ζηλεύει από φυσικού της… Την έχω ικανή να σου κουβαληθεί στις εταίρες, αγκαζέ και να ξεσηκώσει καμιά θύελλα στην πόλη… Εμένα δεν είδες τι μού ’κανε πέρυσι! Δεν έχει σημασία η ηλικία σου. Απλώς δεν της αρέσει να είναι «από κάτω»… Με αντιλαμβάνεσαι; Αν δεν ήταν κόρη μου, μπορεί να ήταν σουφραζέτα… Μα το Δία και την Ήρα, σου λέω…Θέλει προσοχή μέχρι να στρώσει! Εγώ μια φορά στα είπα και αμαρτία ουκ έχω…»

Μάτι δεν έκλεισε εκείνη τη νύχτα ο Ιξίων. Κλοθογυρνούσε στο κρεβάτι όπως η σκέψεις κλοθογυρνούσαν στο μυαλό του. Κατά τα ξημερώματα, το πήρε απόφαση: αν η νέα του γυναίκα ήταν εντάξει στις συζυγικές της υποχρεώσεις (το νοικοκυριό, τη φροντίδα των ασθενών και των ζώων της οικογένειας και την ανατροφή των παιδιών – όταν θα έκαναν τέλος πάντων) τότε, όσο στρυφνή κι αν αποδεικνυόταν, αυτός δεν θα μπορούσε να τεκμηριώσει στο δικαστήριο αιτία διαζυγίου, οπότε δώρον άδωρον και να το σκέφτεται ακόμα… Με τις παλλακίδες θα φρόντιζε να μην έχει πολλά πολλά (καλημέρα – καλησπέρα, το λούσιμο, το μπάνιο του, το πλύσιμο των ρούχων του, άντε και τα νύχια των ποδιών του που δε άντεχε τις επικύψεις) για να μην ξανάβει την Ίυγγα… Θα έκοβε και τις συχνές επισκέψεις στα «μορφωτικά ιδρύματα» των εταίρων (πού να πιστέψει η Ίυγξ ότι εκεί πάει για να μελετήσει Όμηρο…) Και θα περίμενε… Έκρινε ότι ήταν νωρίς ακόμα να σκεφθεί τι θα έκανε όταν ανακάλυπτε η γυναίκα του τη στειρότητά του αλλά αποφάσισε πως, δια παν ενδεχόμενον και λόγω της ηλικίας του, επιβαλλόταν από αύριο κιόλας να διορθώσει τη διαθήκη του ονοματίζοντας, όπως είχε δικαίωμα, το διάδοχό του στη συζυγική εστία της Ίυγγος… Κι άστηνε να τρέχει στα δικαστήρια μετά για να βρει άκρη… Κατά τα λοιπά, θα αφηνόταν ν’απολαύσει τον έρωτα μαζί της για το υπόλοιπον της ζωής του, θεωρώντας τον εαυτό του τυχερό που είχε καταφέρει να καπαρώσει μια τόσο νοστιμούλα νεαρά Αθηναία…

Πάνω που έσκασε το χαμόγελο στα χείλια του, θυμήθηκε το τραπέζωμα που έπρεπε να κάνει στους φράτορες της πόλης! Τους χαρτογιακάδες, ντε, που συνέτασσαν και επικαιροποιούσαν τους ληξιαρχικούς καταλόγους των φρατριών! Γεννήσεις, γάμοι, θάνατοι… Χωρίς τη γραφειοκρατία των φρατόρων δεν φαινόσουν πουθενά και άντε να αποδείξεις μετά στο κράτος ότι είσαι έγγαμος πολίτης του… Η εγγραφή όμως απαιτούσε τραπέζωμα και γλέντι και δώρα στην αφεντιά τους, εν ολίγοις από τον καιρό του Δευκαλίωνα ο δημόσιος τομέας έρεπε προς το μπαξίσι… «Δε βαριέσαι! Σάμπως το 2003 καλύτερη θα ’ναι η Ελλάδα;» Και μ’ αυτή την αισιόδοξη σκέψη, τον πήρε ο ύπνος ο ασήκωτος μέχρι «το φεγγάρι του αγελαδάρη»…

Σαν άνοιξε τα μάτια του, βρήκε δίπλα στο κρεβάτι ριγμένη τη χλαμύδα την κεντημένη που έστειλε, κατά το έθιμο, η Ίυγξ για να τη φορέσει και να επιστρέψει σπίτι του… Την τυλίχτηκε και ξεκίνησε για τη γυναίκα του… Βλέπεις, δεν μπορούσε να πάει μήτε «στο περίπτερο για τσιγάρα» μήτε στα καράβια…

Κι έτσι, ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…

Μαρία Β.Μπόντη

Γλωσσάριο:

Αμφιθαλή: τα παιδιά που είχαν και τους δύο γονείς τους εν ζωή. Προϋπόθεση για να συμμετέχουν στη λουτροφορία.

Ατεκνία: λόγος διαζυγίου, εάν αποδεικνυόταν ιατρικώς από την πλευρά που το ισχυριζόταν. Επίσης, έδινε το δικαίωμα στο ή στη σύζυγο του στείρου, να αποκτήσει παιδιά με άλλον άντρα ή γυναίκα, τα

οποία όμως θα ανήκαν στην οικογένεια.

Γαμέτης: ο γαμπρός.

Γαμηλιών: (αντιστοίχως στο σημερινό ημερολόγιο 15 Ιανουαρίου – 15 Φεβρουαρίου) ο μήνας που κατά την παράδοση των αρχαίων είχε τελεστεί ο γάμος του κορυφαίου θεού Διός με την κορυφαία θεά Ήρα.

Γάμος: υποχρέωση των ελευθέρων πολιτών για τη δημιουργία οικογένειας και υγιών απογόνων. Στη Σπάρτη, οι εργένηδες χαρακτηρίζονταν ως «άτιμοι» και επιβάλλονταν πρόστιμα αγαμίας (ζημία αγαμίου» για τους γεροντοκόρους, «ζημία οψιγαμίου» για όσους νυμφεύονταν σε προχωρημένη ηλικία και «ζημία κακογαμίου» για όσους νυμφεύονταν μη ελεύθερη αστή).

Στην Αθήνα και άλλες πόλεις, ο γάμος διαρκούσε ένα τριήμερο (Προαύλεια, Γαμοδεσία, Επαύλεια) και δεν ήταν θρησκευτικός. Δεύτερος γάμος επιτρεπόταν στον άνδρα εφόσον η προηγούμενη γυναίκα είχε πεθάνει. Η συγγένεια, πλην του α’ βαθμού, δεν ήταν εμπόδιο γάμου.

Γαμοστόλες: οι νυφοστόλες, οι φιλενάδες της νύφης που την στόλιζαν την ημέρα του γάμου.

Διαζύγιο: έβγαινε μόνο εάν ο ή η σύζυγος αποδείκνυε τη σοβαρότητα του λόγου για τον οποίο το ζητούσε: στειρότητα του άλλου, ή αμέλεια στις υποχρεώσεις του απέναντι στην οικογένεια. Για τη γυναίκα, οι υποχρεώσεις ήταν τα οικιακά, η φροντίδα των ασθενών και των ζώων, η τεκνοποίηση και η ανατροφή των παιδιών. Για τον άνδρα ήταν η τεκνοποίηση και η συντήρηση της οικογένειά του. Στις υποχρεώσεις του άνδρα, ήταν και η γηροκομία των γονιών που αποτελούσε προϋπόθεση για την ανέλιξή του σε δημόσια αξιώματα.

Εισαγγελία Κακώσεως: η δικαστική αρχή στην οποία προσέβαλαν οι θυγατέρες τα ανεπιθύμητα προξενιά που τους έκαναν ερήμην τους οι γονείς.

Προμνηστρίδα: η προξενήτρα. Έπαιρνε ποσοστό επί της προικός αλλά εάν στη διάρκεια του γάμου ανακαλυπτόταν ότι το προξενιό βασίστηκε σε κάποιο ψέμα της, ο γάμος μπορούσε να διαλυθεί και αυτή έπρεπε να επιστρέψει τα ποσοστά της πίσω.

Θυρωρός: έθιμο φύλαξης της εισόδου της νυφικής παστάδας κατά την πρώτη νύχτα του γάμου, από την καλύτερη φίλη της νύφης.

Κρήνη: το νερό από την κρήνη έφερνε στο σπίτι η σύζυγος. Η καθημερινή της καλή εμφάνιση εκεί, εκτός από υποχρέωση θεωρείται ότι ήταν και ένας έμμεσος τρόπος κοινωνικής προστασίας της γυναίκας από τη βία στην οικογένεια.

Μαρτυρία: η επίσημη (καταγραμμένη) παρουσία των καλεσμένων (μαρτύρων) στη γαμοδεσία, με την οποία αποδεικνυόταν η τέλεση του γάμου ο οποίος δεν ήταν θρησκευτικός. Πουθενά, σ’ όλη τη διάρκεια του τριημέρου, δεν εμφανιζόταν το ιερατείο.

Υμέναιος: το γαμήλιο τραγούδι.

Μενεξέδες και Υάκινθοι: τα αγαπημένα λουλούδια της θεάς Αφροδίτης, προτιμούνταν για το νυφικό στεφάνι.

Μοιχεία: κακουργηματικής φύσεως αδίκημα στην Αθήνα που τιμωρούνταν βαριά. Ανύπαρκτο αδίκημα στη Σπάρτη απουσία σχετικού νόμου. Ουσιαστικά, έχοντας τη διέξοδο των εταίρων, οι Αθηναίοι άνδρες δεν είχαν λόγο να μοιχεύουν. Θεωρούνταν ότι η μοιχεία καταλύει την οικογένεια και άρα το κράτος μακροπρόθεσμα, εξ ου και η βαριά ποινή.

Νυμφίδες: τα νυφικά υποδήματα.

Πλακούντας: το κέικ.

Παλλακίδες: Αθηναίες κοπέλες, ορφανές (συνήθως εξαιτίας των πολέμων) που δεν είχαν να δώσουν προίκα για να παντρευτούν. Γινόταν «οικότροφες» στα σπίτια των Αθηναίων με καθήκοντα υπηρέτησης των καθημερινών αναγκών των ανδρών. Ο θεσμός αποσκοπούσε στο να αποφευχθούν οι επιμειξίες με τους ξένους. Οι σύζυγοι ήταν υποχρεωμένες να τον αποδεχθούν.

Παράδυστος: το ατομικό κρεβάτι ύπνου του κάθε συζύγου. Θεωρούνταν δείγμα υγείας, το να κοιμάται χωριστά το ανδρόγυνο και όχι στην παστάδα μετά τον έρωτα.

Παστάδα: το νυφικό δωμάτιο και κρεβάτι.

Προμνηστρίδα: η προξενήτρα. Έπαιρνε ποσοστά επί της προικός. Εάν, όμως ο ή η σύζυγος ανακάλυπτε ότι το προξενιό στηρίχθηκε σε κάποιο ψέμα της, μπορούσε να διαλύσει το γάμο και η προμνηστρίδα ήταν υποχρεωμένη να επιστρέψει τα ποσοστά της πίσω.

Τραγήματα: τα ξηροκάρπια.

Υμέναιος: το γαμήλιο τραγούδι.

Φερνή: η προίκα της νύφης. Παρέμενε στην κυριότητά της και των παιδιών της ενώ ο σύζυγος απολάμβανε μόνο την επικαρπία. Σε περίπτωση διαζυγίου ή θανάτου της συζύγου απουσία τέκνων, ήταν υποχρεωμένος να την επιστρέψει στον πεθερό του, εντόκως, μάλιστα, αν καθυστερούσε. Αν υπήρχαν παιδιά, η προίκα πήγαινε επ’ ονόματί τους.

Χρησιμοποιήθηκαν, αυθαίρετα, τα εξής ονόματα:

Ανδοκίδης (φημισμένος αγγειοπλάστης αττικών αγγείων – 6ος αι. π.Χ.), Ίυγξ (κόρη του Πάνα και της νύμφης Ηχώς), Ιξίων (γιος του Φλεγύα ή του Άρη. Αποπειράθηκε να βιάσει την Ήρα και ο Δίας τον καταδίκασε σε αιώνια τιμωρία δένοντας τον σε πύρινο τροχό που στριφογύριζε αδιάκοπα στους αιθέρες), Ιππομένης (γιος του Μεγαρέα και της Μερόπης. Μεταμορφώθηκε σε λιοντάρι), Ίφις, Πολυξώ, Περίβοια (ονόματα διαφόρων μυθολογικών ηρωίδων), Φερεκράτης (Αθηναίος κωμωδιογράφος – 5ος αι. π.Χ.), Αλκμεωνίδες (μεγάλο και σπουδαίο γένος στην αρχαία Αθήνα).

ΥΠΕΡΤΙΤΛΟΣ

«Οι εταίρες υπάρχουν για τη σωματική μας απόλαυση, οι παλλακίδες για τις καθημερινές μας ανάγκες αλλά οι σύζυγοι για να κάνουν γνήσια παιδιά και ν’ ασχολούνται με την ανατροφή τους»…

ΤΙΤΛΟΣ

Κι έτσι ο Ιξίων νυμφεύθηκε την Ίυγγα!

ΥΠΟΤΙΤΛΟΣ

Γάμος αλά αρχαιοελληνικά σε ένα κατά φαντασίαν χρονικό…

Δεν είμαστε στην εποχή των τροφοσυλλεκτών όπου η ένωση ανδρός και γυναικός υπαγορευόταν από το ένστικτο, δεν είμαστε ούτε στην εποχή της πολυγαμίας όπου ο θεσμός καθοδηγούνταν από την ανάγκη της τεκνοποίησης. Έχουμε μπει από κάτι χιλιάδες χρόνια τώρα στην εποχή της μονογαμικής ανδροκρατούμενης κοινωνίας των πόλεων – κρατών στην αρχαία Ελλάδα όπου οι άνδρες είναι το «ισχυρό» πλην όμως αναλώσιμο στους διαρκείς πολέμους, είδος. Η οικογένεια είναι ο θεμέλιος λίθος του κράτους, το κύτταρο «παραγωγής» γνήσιων ελεύθερων ανθρώπων, πολιτών απαραίτητων για την επάνδρωση του στρατού, πρωτίστως. Ως εκ τούτου, με το γάμο, το θεσμό που διασφαλίζει τη λειτουργία της υγιούς οικογένειας κατά τα αρχαιοελληνικά πρότυπα, δεν μπορεί παρά να ασχολείται και ο νόμος. Πόσο μάλλον με τη μοιχεία και το διαζύγιο, καταστάσεις αγχογόνους όχι μόνο για τα εμπλεκόμενα συναισθηματικώς άτομα αλλά και την ίδια την πολιτεία που νιώθει την ανάσα της «αναρχίας» στο σβέρκο της σε κάθε περίπτωση που απειλεί να τινάξει στον αέρα τα χρηστά για την εποχή ήθη…

Ο γάμος, λοιπόν, δεν ήταν καμιά απλή υπόθεση. Ήταν ολόκληρη διαδικασία, απαιτητική, πολυέξοδη και χρονοβόρα. Λαογραφικώς, δε, ενδιαφέρουσα. Όπως έπρεπε σε ένα έθιμο, με τη δική του κοινωνική βαρύτητα. Πώς όμως παντρεύονταν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι και πώς ο νόμος διευθετούσε το συμπεθέριασμα δύο οικογενειών; Περιγραφή των εθίμων και κανόνων που ρύθμιζαν τα θέματα αυτά, έκανε ο συγγραφέας – λαογράφος Γιώργος Λεκάκης στην ομιλία του με θέμα «Γάμος και Διαζύγιο στην αρχαία Ελλάδα» που πραγματοποίησε προ ημερών στο Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης & Παράδοσης στην Ξάνθη. Ο ΠτΘ διασκευάζοντας αυτά τα στοιχεία, παρουσιάζει με τη σειρά του το χρονικό ενός τέτοιου γάμου στην αρχαία Αθήνα. Σύμφωνα με τον κ. Λεκάκη, τα ισχύοντα για το θεσμό, ήταν σε γενικές γραμμές, κοινά σ’ όλες τις πόλεις της εποχής (με κάποιες ιδιαιτερότητες στην Κύπρο, τη Θράκη, την Κρήτη και κάποιες διαφοροποιήσεις στην Σπάρτη)..

Λεπτομέρειες, όμως, στη μυθοποιημένη ιστορία που ακολουθεί…

Το προξενιό

Η Ίυγξ, κόρη του Ανδοκίδη του αγγειοπλάστου, μια ζωηρή καστανόχρωμη «δαμαλίδα» 19 Μαίων, και ο Ιξίων, ο τεσσαρακονταπενταετής ώριμος «νέος» από τις Αιφίδνες (κατά κόσμον «Κιούρκα»), φτασμένος επαγγελματίας στην κατασκευή τροχών, έχουν αποφασίσει να έλθουν εις γάμου κοινωνίαν. Έρως, λέει, ανίκατος μάχαν, και ως εκ τούτου ο πατέρας Ανδοκίδης έδωσε την ευλογία του, παρόλο που δεν μπορούσε ακόμα να χωνέψει το περυσινό χουνέρι που του ’καμε τη μονάκριβή του θυγατέρα για την επιμονή του να την δώσει στον Ιππομένη (φοβόταν η αλαφροίσκιωτη η Ίυγξ μην είναι «καταραμένος» να μεταμορφωθεί και τούτος ο ωραίος άνδρας σε λιοντάρι όπως ο συνονόματός του στο μύθο, και έσυρε το γέρο της στην «Εισαγγελία Κακώσεως» για να γλιτώσει από το ανεπιθύμητο προξενιό… Τι ρεζίλια τράβηξε ο «χριστιανός»…)

Πάντως, ότι ήτο περίεργα τα γούστα της μικράς, το ψυλλιαζόταν ο αγγειοπλάστης. Ότι όμως θα έφτανε να προτιμήσει έναν «παραγινωμένο» από έναν φρέσκο κι ακμαίο άνδρα, δεν το φανταζόταν ποτέ του… Η Ίφις, η προμνηστρίδα, είχε καταφέρει φαίνεται να την πείσει για τις κρυφές χάρες τού σχετικώς καλοστεκούμενου, υποψήφιου συζύγου και για τα πλεονεκτήματα ενός συνετού γάμου… Καθότι, και κάποια γοητεία διέθετε για την ηλικία του ο κύριος και καλό κομπόδεμα…

Τέλος πάντων, ορίστηκε η γαμήλια ένωση να γίνει όταν το φεγγάρι θα ήταν ολόγιομο το μήνα Γαμηλιώνα κατά το συνήθειο. Και επειδή, κρίσιμη για την επιτυχία του γάμου, λεπτομέρεια, ήταν τον καιρό εκείνο η αλήθεια δια τον πρότερο «βίο και πολιτεία» των υποψηφίων συζύγων, έκατσε μια μέρα η Ίυγξ και εξιστόρησε στην Ίφιδα (και αυτή με τη σειρά της ενημέρωσε σχετικώς τον Ιξίωνα), με το νι και με το σίγμα τα καθέκαστα με τα επιπόλαια φλερτ της νιότης της που ενίοτε, θες η περιέργεια θες οι ορμόνες, προχωρούσαν σε εμπέδωση της θεωρίας στην πράξη… Ζητούμενο άλλωστε δεν ήταν η παρθενία αλλά η αλήθεια περί της υπάρξεως ή μη, παρθενίας…

Τα της φερνής συζητήθηκαν και αποφασίσθηκαν μεταξύ του κηδεμόνος και του υποψηφίου γαμπρού παρουσία της προμνηστρίδας – μη τυχόν και χάσει το ποσοστό της η μεσάζων… Ο αγγειοπλάστης, ζάπλουτος δεν ήταν αλλά τη βολή του την είχε. Αυτό που δεν είχε, ήταν η πρόθεση να δώσει στην κόρη του παραπάνω απ’ ό,τι τον υποχρέωνε ο νόμος του Σόλωνα: τρία ιμάτια και το αναγκαίο τεντζερεδικό για να κάνει τη νοικοκυρά στο καινούριο της σπίτι. «Μα το ελάχιστο, κυρ Ανδοκίδη!! Τέτοιον άντρα παίρνει, το βαστάει η καρδιά σου να του τη στείλεις με μια περισκελίδα στον κ…!!» τον πιλάτευε η Ίφις την ώρα που τα μάτια του Ιξίωνα λίγο ήθελαν να γυρίσουν ανάποδα από την τσιγκουνιά του πενθερού… Σιγά μην εννοούσε αυτό ο Πλούταρχος όταν έλεγε «είναι προτιμότερη η χρυσή κοπέλα από τον χρυσό της κοπέλας»! Πες πες, τον κατάφερε η καπάτσα η προμνηστρίδα τον έρημο τον Ανδοκίδη να προικίσει την κόρη του αξιοπρεπώς… Εδώ, και οι φτωχές κοπέλες ακόμα έπαιρναν φερνή από την Πολιτεία 120 μνας! Έπειτα, ό,τι έδινε στην Ίυγγα θα το έπαιρνε πίσω από

τον γαμπρό σε γη… Για εγγύηση. Λίγο το’ χεις το κτηματάκι στον Άλιμο να βρέχεις, μακριά από την πλέμπα των δημοσίων πλαζ, τα ποδάρια σου στη θάλασσα κάθε καλοκαίρι;; Χώρια που αν, ό μη γένοιτο, χώριζε το ζευγάρι, ο ζωντοχήρος θα του επέστρεφε τη φερνή μέχρι τελευταίας μνας και με νόμιμο τόκο 18% (9 οβολούς κατά μνα) παρακαλώ, για κάθε ημέρα καθυστέρησης… Το ίδιο κι αν χανόταν η κόρη του, χτύπα ξύλο, πριν προλάβει να αποκτήσει παιδιά…

Έδωσαν, το λοιπόν, τα χέρια, και ξεκίνησαν τις ετοιμασίες για το γαμήλιο τριήμερο.

Ο γάμος

Φασαρία μεγάλη και τρανή η προετοιμασία του γάμου. Δεν ήταν, άιντε άιντε… τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε, όνειρο ήτανε, έχε γεια Παναγιά… Τι το νυφικό, τι η λουτροφορία, τι τα δώρα, τι οι προσκλήσεις και «μη ξεχάσουμε να καλέσουμε τους Αλκμεωνίδες» μεγαλόσογο στην Αθήνα γαρ, «και τους συγγενείς στην Σπάρτη καλέ» μη παρεξηγηθούν… Από τυπικής απόψεως, ευτυχώς, τα πράγματα ήταν τακτοποιημένα: η νύφη άνω των 18 ετών, ο γαμπρός άνω των 30 και με δικαίωμα γάμου αφού η πρώτη του γυναίκα είχε αποθάνει, γραμμένοι και οι δύο στο Ληξιαρχικό Γραμματείο της πόλης.

Αλλά όσο σκεφτόταν ο αγγειοπλάστης το τριήμερο με τα τραπεζώματα, τα νταβαντούρια και το πήγαιν’ έλα των δώρων, τόσο τον έπιανε το άγχος… Αν δε σπουδάσεις, λέει το σοφό γνωμικό, και δεν παντρέψεις παιδιά, δεν ξέρεις τι θα πει ζόρι… Κι όπως έτρεχαν οι μέρες, δεν το κατάλαβε πότε ήρθε η πρώτη «αποφράδα» που θα του’ παιρνε τη μικρή του κορούλα μακριά από το σπιτικό τους…

Τα Προαύλεια

Η πρώτη μέρα, των Προαυλείων, αρχίνησε με τις θυσίες ζώων στην αυλή του Ανδοκίδη παρουσία μελλονύμφων και συγγενών. Να μυρίσουν ο Τέλειος Δίας και η Τελεία Ήρα, ως προστάτες του Γάμου που ήταν, τα σφαχτάρια, να συγκινηθούν από την πίστη των θνητών και να μεριμνήσουν ώστε «τα παιδιά» να έχουν καλόν γάμο… Πήρε και η Ίυγξ το ψαλιδομάχαιρο, κι έκοβε σε κάθε ζώο μια τούφα από την κώμη της, προσφορά στην Αφροδίτη… Στο τέλος, μάζεψε και τα κοριτσίστικα παιγνίδια της, κάτι κύμβαλα κάτι πλαγγόνες που τις έψαχνε μια ώρα στο σεντούκι με τα αναμνηστικά, έβγαλε και τη ζώνη αγνότητας που φορούσε και τα πήγε στο ναό της θεάς να έχουν να παίζουν οι μικρότερες κοπέλες… Η αλήθεια ήταν πως συγκινήθηκε καθώς αποχαιρετούσε τον άζυγο βίο για να εισέλθει στο σύζυγο βίο…

Το απογευματάκι έγινε η λουτροφορία: τα αμφιθαλή παιδάκια της γειτονιάς, πήγαν στην Καλλιρρόη, την καλύτερη πηγή της Αθήνας, και κουβάλησαν νερό για να κάνει το μπάνιο της η νύφη. Μέχρι να τελειώσει ήρθε και νύχτωσε… Αφού καθαρίστηκε η Ίυγξ, ξανάβαλαν το νερό στις στάμνες και το πήγαν, ολόκληρη πομπή μικρών λαμπαδηφόρων, στο σπίτι του γαμπρού για να λουστεί και αυτός να τόνε βρει καθαρόν η άλλη μέρα. Γούστο που το κάνανε οι πιτσιρικάδες να κουβαλάν πέρα δώθε τα σταμνιά και τις δάδες μέσα στη νύχτα! Όπου γάμος και χαρά, μέσα αυτοί!

Ες αύριο πάλι, σκέφτηκε με νόημα ο Ανδοκίδης πριν πέσει στην κλίνη του να ξεκουραστεί. Όχι όμως για πολύ…

Η Γαμοδεσία

Τη δεύτερη ημέρα, μέρα του Γάμου, ξεκίνησε από το πρωί το πήγαιν’ έλα των φιλενάδων της θυγατρός του στο σπίτι και αμέσως μετά ο δικός του πονοκέφαλος… Η Ίυγξ στο γυναικωνίτη, από τη μια να τραγουδά και από την άλλη να τσιρίζει για το ασιδέρωτο το πέπλο και το λεκέ στη δεξιά της νυμφίδα, οι γαμοστόλες να τιτιβίζουν αδιάκοπα, ο δικός του ο πονοκέφαλος να εξελίσσεται σε ημικρανία και να μην τον πιάνει κανένα βοτάνι, το σπίτι να έχει μετατραπεί σε χάνι με τον κόσμο να

μπαινοβγαίνει και «να τους χαίρεστε καλέ, άντε και καλούς απογόνους», τα τραπέζια για το γλέντι να μην επαρκούν και πώς να ζητήσεις από το γείτονα τον Φερεκράτη που θα σε κάνει κωμωδία να γελά μαζί σου όλη η Αθήνα στο θέατρο…

Κατά το μεσημεράκι, νωρίς νωρίς, ξεκίνησε η γαμοδεσία… Όλοι βολεύτηκαν, τελικώς. Μόνο του αγγειοπλάστη δεν έλεγε να του φύγει ο πονοκέφαλος… Από το στολισμένο με μυρτιές σπίτι, βγήκε η Ίυγξ ντυμένη νυφούλα… Τι όμορφη που ήταν κρυμμένη κάτω από το πέπλο της! Το λευκό μακρύ ένδυμα, το ποικίλο ιμάτιο από πάνω, το κεντημένο στο μπούστο, τα πλούσια περιδέραια στο λαιμό της, το πέπλο στο πρόσωπό της, το γαμήλιο στεφάνι από μενεξέδες και υακίνθους στο κεφάλι της, ακόμη και οι νυμφίδες που πρόβαλαν κάτω από το νυφικό, φάνταζαν τέλεια επάνω της! Φούσκωσε το στέρνο του μπαμπά της από περηφάνια για τη θυγατέρα του «αχ! η πεισματάρα να μη θέλει να πάρει τον Ιππομένη! Τι ζευγάρι ταιριαστό θα’καναν…»

Έκατσε η νύφη στη θέση της μέσα στο γλέντι, περιστοιχισμένη από γυναίκες. Στην απέναντι μεριά, το είχαν ήδη στρώσει οι άντρες με το γαμπρό στη μέση. Κι όλο κρυφοκοίταζε η μια πλευρά την άλλη και χασκογελούσαν και περίμεναν ν’ αρχίσει ο χορός για να βρεθούν κοντά τα δύο φύλα… Στο μεταξύ, το μυαλό του Ανδοκίδη ήταν στη μαρτυρία. Γράφτηκαν όλα τα ονόματα των παρευρισκομένων στο πινάκιο; Ότι έγιναν μάρτυρες της τέλεσης του γάμου οι καλεσμένοι; Ή θα πάει στράφι τέτοιο τραπέζωμα;;

Κι ενόσω τα σκεφτόταν αυτά ο αγγειοπλάστης, ακούγονται από την αυλή φωνές και πειράγματα για τον γαμπρό: του φάνηκε ότι ξεκίνησε νωρίς η «αποκάλυψη» της νύφης, αλλά δεν έδωσε σημασία… Πού να’ ξερε ότι η κόρη του είχε σκοπό να «ξηλώσει» κανονικά το γαμέτη στα δώρα προτού ευαρεστηθεί να δείξει το πρόσωπό της σηκώνοντας το πέπλο… Και «φόρτωνε» ο Ιξίωνας, και έκανε τη δύσκολη η Ίυγξ, και ξαναφόρτωνε ο Ιξίωνας και δόστου να κουνάει δεξιά αριστερά το κεφάλι της η Ίυγξ, μέχρι που ακόμα και οι καλεσμένοι άρχισαν ν’ αντιλαμβάνονται πως δεν θα έχει καλή έκβαση το έθιμο αν την άφηναν να συνεχίσει… «Τράβα μωρέ το πέπλο, τι άλλο θες να κουβαλήσει ο άνθρωπος! Ολόκληρο το Άκρον Ίλιον Κρυστάλ μαζί με τον Γκούτσι σού έφερε στα πόδια σου! Φτάνει πια! Δεν τον βλέπεις που σκοτείνιασε το μάτι του;;» της ψιθύρισε μέσα από τα δόντια η φιλενάδα της η Περίβοια, κι έτσι η Ίυγξ «έκοψε την πλάκα» και αποκάλυψε το πρόσωπό της ολοκληρώνοντας την τελετή της γαμοδεσίας με την οποία γινόταν πλέον, νόμιμη σύζυγος του Ιξίωνα.

Καλό απόγευμα προς βραδάκι, αφού είχαν αδειάσει καμπόσα βαρέλια οίνου και τίποτα δε γινόταν να τους χαλάσει τη διάθεση, βοηθούσης και της πανσελήνου, ετοιμάστηκαν με αποφασιστικότητα άπαντες δια την αγωγήν: τουτέστιν, τη συνάντηση της νύφης με τα πεθερικά της στο σπίτι του γαμπρού πριν από την πρώτη γαμήλια νύχτα… Ανέβηκε η Ίυγξ στη δίτροχη τη βοϊδάμαξα έχοντας στα δεξιά της το γαμπρό και στα αριστερά της τον παράνυμφο, δηλαδή τον σύμπαρη, όπερ παραφθαρμένο, τον κουμπάρο… Πίσω, ακολουθούσε έφιππος ο «τελετάρχης» του γάμου και οι συγγενείς με δάδες αναμμένες. Μπροστά από την βοϊδάμαξα πήγαιναν οι ελεύθερες κοπέλες ψέλνοντας τον υμέναιο και κρατώντας στα χέρια κόσκινο, ρόκα κι αδράχτι, σύμβολα της νοικοκυροσύνης της νύφης.

Η μάνα του Ιξίωνα – ορφανός δεν ήταν ο χήρος, – είχε και την ηλικία της είχε και το άγχος της ως γραία σοφή, που ’δαν τα μάτια της πολλά… Περισσότερο την ανησυχούσε το ενδεχόμενο να αναπτύξει ο γιος της οστεοειδείς εκφύσεις επί του τριχωτού της κεφαλής του με την πιτσιρίκα που κουκουλώθηκε σε τέτοια ηλικία… Ευτυχώς, η μοιχεία τιμωρούνταν βαριά, στην περίπτωση φυσικά που έβγαινε στη φόρα… Δεκατέσσερα, το λοιπόν, θα τα είχε τα μάτια της από δω και στο εξής, κι ας έβλεπε θολά απ’ τον καταρράκτη… Οικεία – κρήνη, κρήνη – οικεία θα την είχε τη νυφούλα της, γιατί όσο και να προσπάθησε δεν κατάφερε να χωνέψει ότι η μικρά παντρεύτηκε το γιόκα της για να καθρεφτίζεται στη φαλάκρα του… Άσε που δεν μπορούσε να κάνει και παιδιά ο αθεόφοβος… Τόσα χρόνια, ούτε τη συχωρεμένη κατέστησε έγκυο, ούτε και καμία από τις παλλακίδες στη ζούλα… Αν το διαπίστωνε αυτό η Ίυγξ και το αποδείκνυε ιατρικώς, θα μπορούσε και να τον χωρίσει ή ακόμα χειρότερα, υπό την προστασία του νόμου να πάει να κάνει τα παιδιά της με άλλον και να τα μεγαλώσει ο Ιξίωνάς της για δικά του… Αχ! μωρέ, το «κέρατο», για παράνομο για νόμιμο, κέρατο δεν παύει να’ ναι…

Η γαμήλια πομπή, όπως πλησίαζε, ακούγονταν τα γέλια και τα τραγούδια, και η μάνα του Ιξίωνα ίσιωσε το κορμί της και τη σκέψη της για να τους προϋπαντήσει κατά το έθιμο. Είχε, ήδη, στολίσει το σπίτι με δάφνες, ξηρούς καρπούς, σταφύλια, σύκα και καρύδια για τους νεόνυμφους, είχε έτοιμα και τα τραγήματα, το γαμήλιο πλακούντα φτιαγμένο με μέλι και σουσάμι και τα μελοκύδωνα που με νόμο καθιέρωσε ο ίδιος ο Σόλωνας να τρων στην αγωγή οι νεόνυμφοι για να συμβολίζεται έτσι, λέει, η γλυκύτητα του διαλόγου τους στην υπόλοιπη κοινή ζωή τους… «Καλός ο Σόλων μα πολύ κολλούσε στη λεπτομέρεια…»

Έφτασε η πομπή μπροστά από την κυρά Πολυξώ, πρόλαβε αυτή να δει τη νύφη της να κουκουλώνεται και πάλι το πέπλο πριν σηκώσει τα μάτια της στην πενθερά της… Από συμβολισμό σε συμβολισμό το πήγαινε το έθιμο… Τους τάισε και τα μέλια με τα σουσάμια για τη γονιμότητα – «τρομάρα του τού Ιξίωνα» – έδωσε και τις ευχές της και τους άφησε ν’ αποσυρθούν…

Το μάτι, εντωμεταξύ, της Ίυγγος, κάτω από το πέπλο της σεμνότητας, σκάναρε τα πάντα ένα γύρο στο καινούριο της το σπίτι με πρώτη και καλύτερη την πενθερά της: μια ζαλάδα, όταν «κοιτάχθηκαν» απ’

τις δυο μεριές του πέπλου, το ομολόγησε η Ίυγξ ότι της ήρθε, αλλά μπορεί, πάλι, να ήταν και της φαντασίας της το βλέμμα του επιθεωρητή Πουαρώ που έπιασε στο χαμογελαστό πρόσωπο της γραίας. Ο πλακούντας πάντως ήταν νόστιμος, αν και το μελοκύδωνο τής έπεσε βαρύ για επιδόρπιο… Τα πέταξε όλα από πάνω της όταν αντίκρισε τη νυφική παστάδα αλλά πριν πέσει, έριξε μια ματιά και στην παράδυστο για να δει αν είναι αναπαυτικό το στρώμα… Άφησε στο ρόλο της «θυρωρού» έξω από την πόρτα της την πιστή της Περίβοια, να διώχνει τάχαμου με τις πέτρες τους «αδιάντροπους» φίλους του συζύγου της που κατά πώς όριζε το έθιμο, θα επιδίδονταν σε ολονυκτία σκωπτικών παιγνίων και τραγουδιών αφιερωμένων στο γαμπρό, πήρε και τις σχετικές προφυλάξεις, η αδαής, μη τυχόν και καταστεί από τώρα «ενδιαφέρουσα» περισσότερο για τη μαμή παρά για το σύζυγο, κι έπεσε τ’ ανάσκελα στην παστάδα πίσω από το παραπέτασμα…

Τη νύχτα εκείνη, ζήτημα αν απήλαυσε τη στρωμνή της παραδύστου για κανα μισάωρο… Τόσο, που τρόμαξε η καψερή ότι δεν θα τη γλίτωνε την εγκυμοσύνη στα δεκαεννιά της χρόνια…

Τα Επαύλεια

Ξημέρωσε η επαύλιος ημέρα και βρήκε τα σόγια να ετοιμάζονται για το τρίτο μεγάλο τραπέζωμα στη σειρά. Χήρα η κυρά Πολυξώ, χήρος και ο κυρ Ανδοκίδης, έτρεχαν και δεν έφταναν… Σ’ αυτό το γλέντι θ’ αντάλλασσαν δώρα τα συμπεθέρια και θα εκτίθονταν στον κόσμο η φερνή. Ο αγγειοπλάστης, πήρε εγκαίρως τα βοτάνια του για να προλάβει τον πονοκέφαλο. Οι κουτσομπόλες εκάστου φύλου θα είχαν να λένε για τα αρώματα, τα κοσμήματα, τα ποδήματα, τις λεκάνες και τους αμφορείς που άλλαξαν χέρια για το συμπεθεριό. Άσε δε την προίκα! Τι ήταν τούτο! (Να’ ναι καλά η προμνηστρίδα που έσωσε εγκαίρως την κατάσταση…)

Όσοι είχαν καταφέρει να χωνέψουν το φαΐ της προηγούμενης ημέρας, το ξανάστρωσαν, με πρόθεση να τιμήσουν δεόντως τα γιορτινά καλούδια… Κατά το βραδάκι, έσκασε μύτη και ο γαμπρός. Βαρύς βαρύς, με ύφος συζύγου – αρσιβαρίστα που είχε καιρό να γυμναστεί και «πιάστηκαν» τα μεριά του από τις δύσκολες ασκήσεις, ο Ιξίων, έφθανε στο σπίτι του πενθερού του για να περάσει εκεί τη νύχτα ως όριζε το έθιμο. Ευτυχώς, δηλαδή, γιατί η μέση του δεν θα τα άντεχε δεύτερη βάρδια απανωτά τα γυμνάσια της Ίυγγος… Άσε που τον έτρωγε η περιέργεια να πληροφορηθεί… Αφού έληξε το νταβαντούρι, γαμπρός και πενθερός έκατσαν στο μέσα δώμα και ξεκίνησε η καθιερωμένη «ενημέρωση τύπου»: «την ήθελες, την πήρες, ευθύνη δε φέρω», ξεκίνησε ο Ανδοκίδης κατά το γνωστό «δεν ήξερες δε ρώταγες;;» μ’ αποτέλεσμα ένας κόμπος να κάτσει στο λάρυγγα του Ιξίωνα… πόσο πίσω την έχει η αχλάδα την ουρά;; «η Ίυγξ είναι κοπέλα με χάρες και ταλέντα. Είναι πονόψυχη, καλή και προκομμένη. Γνωρίζει από ιατρική φροντίδα, κέντημα, μαγείρεμα -σου κάνει κάτι μπριζόλες στα κάρβουνα να ρουφάς και το μεδούλι!- ξέρει ξένες γλώσσες, λογιστικά -να σου κρατάει το μαγαζί- και έκανε και ορθοφωνία γιατί της αρέσει το τραγούδι…

…………………………………

Δεν ήθελε να διακόψει ο Ιξίων, μη χάσει τον ειρμό του ο γέρος. «Αλλά, έχει ένα κουσούρι, γαμπρέ μου… Είναι λίγο αλαφροΐσκιωτη και κοκέτα. Και πεισματάρα κομματάκι. Τελευταία εντωμεταξύ, όλο για κάτι δικαιώματα μου μιλούσε και για καταπιέσεις, λέει, του γυναικείου φύλου και μ’ απειλούσε ότι θα πάει να μείνει στην ξαδέρφη της στην Σπάρτη που είναι πιο προοδευτικοί, λέει, από μας, με ελεύθερες συμβιώσεις πριν από το γάμο και ανύπαρκτες μοιχείες, τέτοια απαράδεκτα! Αλλά όταν ισχυρίζεται κάτι, μην της αντιμιλάς πολύ γιατί μπορεί να γίνει επικίνδυνη… Να προσέχεις με τις παλλακίδες και να μην την προκαλείς – γιατί ζηλεύει από φυσικού της… Την έχω ικανή να σου κουβαληθεί στις εταίρες, αγκαζέ και να ξεσηκώσει καμιά θύελλα στην πόλη… Εμένα δεν είδες τι μού ’κανε πέρυσι! Δεν έχει σημασία η ηλικία σου. Απλώς δεν της αρέσει να είναι «από κάτω»… Με αντιλαμβάνεσαι; Αν δεν ήταν κόρη μου, μπορεί να ήταν σουφραζέτα… Μα το Δία και την Ήρα, σου λέω…Θέλει προσοχή μέχρι να στρώσει! Εγώ μια φορά στα είπα και αμαρτία ουκ έχω…»

Μάτι δεν έκλεισε εκείνη τη νύχτα ο Ιξίων. Κλοθογυρνούσε στο κρεβάτι όπως η σκέψεις κλοθογυρνούσαν στο μυαλό του. Κατά τα ξημερώματα, το πήρε απόφαση: αν η νέα του γυναίκα ήταν εντάξει στις συζυγικές της υποχρεώσεις (το νοικοκυριό, τη φροντίδα των ασθενών και των ζώων της οικογένειας και την ανατροφή των παιδιών – όταν θα έκαναν τέλος πάντων) τότε, όσο στρυφνή κι αν αποδεικνυόταν, αυτός δεν θα μπορούσε να τεκμηριώσει στο δικαστήριο αιτία διαζυγίου, οπότε δώρον άδωρον και να το σκέφτεται ακόμα… Με τις παλλακίδες θα φρόντιζε να μην έχει πολλά πολλά (καλημέρα – καλησπέρα, το λούσιμο, το μπάνιο του, το πλύσιμο των ρούχων του, άντε και τα νύχια των ποδιών του που δε άντεχε τις επικύψεις) για να μην ξανάβει την Ίυγγα… Θα έκοβε και τις συχνές επισκέψεις στα «μορφωτικά ιδρύματα» των εταίρων (πού να πιστέψει η Ίυγξ ότι εκεί πάει για να μελετήσει Όμηρο…) Και θα περίμενε… Έκρινε ότι ήταν νωρίς ακόμα να σκεφθεί τι θα έκανε όταν ανακάλυπτε η γυναίκα του τη στειρότητά του αλλά αποφάσισε πως, δια παν ενδεχόμενον και λόγω της ηλικίας του, επιβαλλόταν από αύριο κιόλας να διορθώσει τη διαθήκη του ονοματίζοντας, όπως είχε δικαίωμα, το διάδοχό του στη συζυγική εστία της Ίυγγος… Κι άστηνε να τρέχει στα δικαστήρια μετά για να βρει άκρη… Κατά τα λοιπά, θα αφηνόταν ν’απολαύσει τον έρωτα μαζί της για το υπόλοιπον της ζωής του, θεωρώντας τον εαυτό του τυχερό που είχε καταφέρει να καπαρώσει μια τόσο νοστιμούλα νεαρά Αθηναία…

Πάνω που έσκασε το χαμόγελο στα χείλια του, θυμήθηκε το τραπέζωμα που έπρεπε να κάνει στους φράτορες της πόλης! Τους χαρτογιακάδες, ντε, που συνέτασσαν και επικαιροποιούσαν τους ληξιαρχικούς καταλόγους των φρατριών! Γεννήσεις, γάμοι, θάνατοι… Χωρίς τη γραφειοκρατία των φρατόρων δεν φαινόσουν πουθενά και άντε να αποδείξεις μετά στο κράτος ότι είσαι έγγαμος πολίτης του… Η εγγραφή όμως απαιτούσε τραπέζωμα και γλέντι και δώρα στην αφεντιά τους, εν ολίγοις από τον καιρό του Δευκαλίωνα ο δημόσιος τομέας έρεπε προς το μπαξίσι… «Δε βαριέσαι! Σάμπως το 2003 καλύτερη θα ’ναι η Ελλάδα;» Και μ’ αυτή την αισιόδοξη σκέψη, τον πήρε ο ύπνος ο ασήκωτος μέχρι «το φεγγάρι του αγελαδάρη»…

Σαν άνοιξε τα μάτια του, βρήκε δίπλα στο κρεβάτι ριγμένη τη χλαμύδα την κεντημένη που έστειλε, κατά το έθιμο, η Ίυγξ για να τη φορέσει και να επιστρέψει σπίτι του… Την τυλίχτηκε και ξεκίνησε για τη γυναίκα του… Βλέπεις, δεν μπορούσε να πάει μήτε «στο περίπτερο για τσιγάρα» μήτε στα καράβια…

Κι έτσι, ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…

Μαρία Β.Μπόντη

Παραπομπές:

Αμφιθαλή: τα παιδιά που είχαν και τους δύο γονείς τους εν ζωή. Προϋπόθεση για να συμμετέχουν στη λουτροφορία.

Ατεκνία: λόγος διαζυγίου, εάν αποδεικνυόταν ιατρικώς από την πλευρά που το ισχυριζόταν. Επίσης, έδινε το δικαίωμα στο ή στη σύζυγο του στείρου, να αποκτήσει παιδιά με άλλον άντρα ή γυναίκα, τα

οποία όμως θα ανήκαν στην οικογένεια.

Γαμέτης: ο γαμπρός.

Γαμηλιών: (αντιστοίχως στο σημερινό ημερολόγιο 15 Ιανουαρίου – 15 Φεβρουαρίου) ο μήνας που κατά την παράδοση των αρχαίων είχε τελεστεί ο γάμος του κορυφαίου θεού Διός με την κορυφαία θεά Ήρα.

Γάμος: υποχρέωση των ελευθέρων πολιτών για τη δημιουργία οικογένειας και υγιών απογόνων. Στη Σπάρτη, οι εργένηδες χαρακτηρίζονταν ως «άτιμοι» και επιβάλλονταν πρόστιμα αγαμίας (ζημία αγαμίου» για τους γεροντοκόρους, «ζημία οψιγαμίου» για όσους νυμφεύονταν σε προχωρημένη ηλικία και «ζημία κακογαμίου» για όσους νυμφεύονταν μη ελεύθερη αστή).

Στην Αθήνα και άλλες πόλεις, ο γάμος διαρκούσε ένα τριήμερο (Προαύλεια, Γαμοδεσία, Επαύλεια) και δεν ήταν θρησκευτικός. Δεύτερος γάμος επιτρεπόταν στον άνδρα εφόσον η προηγούμενη γυναίκα είχε πεθάνει. Η συγγένεια, πλην του α’ βαθμού, δεν ήταν εμπόδιο γάμου.

Γαμοστόλες: οι νυφοστόλες, οι φιλενάδες της νύφης που την στόλιζαν την ημέρα του γάμου.

Διαζύγιο: έβγαινε μόνο εάν ο ή η σύζυγος αποδείκνυε τη σοβαρότητα του λόγου για τον οποίο το ζητούσε: στειρότητα του άλλου, ή αμέλεια στις υποχρεώσεις του απέναντι στην οικογένεια. Για τη γυναίκα, οι υποχρεώσεις ήταν τα οικιακά, η φροντίδα των ασθενών και των ζώων, η τεκνοποίηση και η ανατροφή των παιδιών. Για τον άνδρα ήταν η τεκνοποίηση και η συντήρηση της οικογένειά του. Στις υποχρεώσεις του άνδρα, ήταν και η γηροκομία των γονιών που αποτελούσε προϋπόθεση για την ανέλιξή του σε δημόσια αξιώματα.

Εισαγγελία Κακώσεως: η δικαστική αρχή στην οποία προσέβαλαν οι θυγατέρες τα ανεπιθύμητα προξενιά που τους έκαναν ερήμην τους οι γονείς.

Προμνηστρίδα: η προξενήτρα. Έπαιρνε ποσοστό επί της προικός αλλά εάν στη διάρκεια του γάμου ανακαλυπτόταν ότι το προξενιό βασίστηκε σε κάποιο ψέμα της, ο γάμος μπορούσε να διαλυθεί και αυτή έπρεπε να επιστρέψει τα ποσοστά της πίσω.

Θυρωρός: έθιμο φύλαξης της εισόδου της νυφικής παστάδας κατά την πρώτη νύχτα του γάμου, από την καλύτερη φίλη της νύφης.

Κρήνη: το νερό από την κρήνη έφερνε στο σπίτι η σύζυγος. Η καθημερινή της καλή εμφάνιση εκεί, εκτός από υποχρέωση θεωρείται ότι ήταν και ένας έμμεσος τρόπος κοινωνικής προστασίας της γυναίκας από τη βία στην οικογένεια.

Μαρτυρία: η επίσημη (καταγραμμένη) παρουσία των καλεσμένων (μαρτύρων) στη γαμοδεσία, με την οποία αποδεικνυόταν η τέλεση του γάμου ο οποίος δεν ήταν θρησκευτικός. Πουθενά, σ’ όλη τη διάρκεια του τριημέρου, δεν εμφανιζόταν το ιερατείο.

Υμέναιος: το γαμήλιο τραγούδι.

Μενεξέδες και Υάκινθοι: τα αγαπημένα λουλούδια της θεάς Αφροδίτης, προτιμούνταν για το νυφικό στεφάνι.

Μοιχεία: κακουργηματικής φύσεως αδίκημα στην Αθήνα που τιμωρούνταν βαριά. Ανύπαρκτο αδίκημα στη Σπάρτη απουσία σχετικού νόμου. Ουσιαστικά, έχοντας τη διέξοδο των εταίρων, οι Αθηναίοι άνδρες δεν είχαν λόγο να μοιχεύουν. Θεωρούνταν ότι η μοιχεία καταλύει την οικογένεια και άρα το κράτος μακροπρόθεσμα, εξ ου και η βαριά ποινή.

Νυμφίδες: τα νυφικά υποδήματα.

Πλακούντας: το κέικ.

Παλλακίδες: Αθηναίες κοπέλες, ορφανές (συνήθως εξαιτίας των πολέμων) που δεν είχαν να δώσουν προίκα για να παντρευτούν. Γινόταν «οικότροφες» στα σπίτια των Αθηναίων με καθήκοντα υπηρέτησης των καθημερινών αναγκών των ανδρών. Ο θεσμός αποσκοπούσε στο να αποφευχθούν οι επιμειξίες με τους ξένους. Οι σύζυγοι ήταν υποχρεωμένες να τον αποδεχθούν.

Παράδυστος: το ατομικό κρεβάτι ύπνου του κάθε συζύγου. Θεωρούνταν δείγμα υγείας, το να κοιμάται χωριστά το ανδρόγυνο και όχι στην παστάδα μετά τον έρωτα.

Παστάδα: το νυφικό δωμάτιο και κρεβάτι.

Προμνηστρίδα: η προξενήτρα. Έπαιρνε ποσοστά επί της προικός. Εάν, όμως ο ή η σύζυγος ανακάλυπτε ότι το προξενιό στηρίχθηκε σε κάποιο ψέμα της, μπορούσε να διαλύσει το γάμο και η προμνηστρίδα ήταν υποχρεωμένη να επιστρέψει τα ποσοστά της πίσω.

Τραγήματα: τα ξηροκάρπια.

Υμέναιος: το γαμήλιο τραγούδι.

Φερνή: η προίκα της νύφης. Παρέμενε στην κυριότητά της και των παιδιών της ενώ ο σύζυγος απολάμβανε μόνο την επικαρπία. Σε περίπτωση διαζυγίου ή θανάτου της συζύγου απουσία τέκνων, ήταν υποχρεωμένος να την επιστρέψει στον πεθερό του, εντόκως, μάλιστα, αν καθυστερούσε. Αν υπήρχαν παιδιά, η προίκα πήγαινε επ’ ονόματί τους.

Χρησιμοποιήθηκαν, αυθαίρετα, τα εξής ονόματα:

Ανδοκίδης (φημισμένος αγγειοπλάστης αττικών αγγείων – 6ος αι. π.Χ.), Ίυγξ (κόρη του Πάνα και της νύμφης Ηχώς), Ιξίων (γιος του Φλεγύα ή του Άρη. Αποπειράθηκε να βιάσει την Ήρα και ο Δίας τον καταδίκασε σε αιώνια τιμωρία δένοντας τον σε πύρινο τροχό που στριφογύριζε αδιάκοπα στους αιθέρες), Ιππομένης (γιος του Μεγαρέα και της Μερόπης. Μεταμορφώθηκε σε λιοντάρι), Ίφις, Πολυξώ, Περίβοια (ονόματα διαφόρων μυθολογικών ηρωίδων), Φερεκράτης (Αθηναίος κωμωδιογράφος – 5ος αι. π.Χ.), Αλκμεωνίδες (μεγάλο και σπουδαίο γένος στην αρχαία Αθήνα).

ΥΠΕΡΤΙΤΛΟΣ

«Οι εταίρες υπάρχουν για τη σωματική μας απόλαυση, οι παλλακίδες για τις καθημερινές μας ανάγκες αλλά οι σύζυγοι για να κάνουν γνήσια παιδιά και ν’ ασχολούνται με την ανατροφή τους»…

ΤΙΤΛΟΣ

Κι έτσι ο Ιξίων νυμφεύθηκε την Ίυγγα!

ΥΠΟΤΙΤΛΟΣ

Γάμος αλά αρχαιοελληνικά σε ένα κατά φαντασίαν χρονικό…

Δεν είμαστε στην εποχή των τροφοσυλλεκτών όπου η ένωση ανδρός και γυναικός υπαγορευόταν από το ένστικτο, δεν είμαστε ούτε στην εποχή της πολυγαμίας όπου ο θεσμός καθοδηγούνταν από την ανάγκη της τεκνοποίησης. Έχουμε μπει από κάτι χιλιάδες χρόνια τώρα στην εποχή της μονογαμικής ανδροκρατούμενης κοινωνίας των πόλεων – κρατών στην αρχαία Ελλάδα όπου οι άνδρες είναι το «ισχυρό» πλην όμως αναλώσιμο στους διαρκείς πολέμους, είδος. Η οικογένεια είναι ο θεμέλιος λίθος του κράτους, το κύτταρο «παραγωγής» γνήσιων ελεύθερων ανθρώπων, πολιτών απαραίτητων για την επάνδρωση του στρατού, πρωτίστως. Ως εκ τούτου, με το γάμο, το θεσμό που διασφαλίζει τη λειτουργία της υγιούς οικογένειας κατά τα αρχαιοελληνικά πρότυπα, δεν μπορεί παρά να ασχολείται και ο νόμος. Πόσο μάλλον με τη μοιχεία και το διαζύγιο, καταστάσεις αγχογόνους όχι μόνο για τα εμπλεκόμενα συναισθηματικώς άτομα αλλά και την ίδια την πολιτεία που νιώθει την ανάσα της «αναρχίας» στο σβέρκο της σε κάθε περίπτωση που απειλεί να τινάξει στον αέρα τα χρηστά για την εποχή ήθη…

Ο γάμος, λοιπόν, δεν ήταν καμιά απλή υπόθεση. Ήταν ολόκληρη διαδικασία, απαιτητική, πολυέξοδη και χρονοβόρα. Λαογραφικώς, δε, ενδιαφέρουσα. Όπως έπρεπε σε ένα έθιμο, με τη δική του κοινωνική βαρύτητα. Πώς όμως παντρεύονταν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι και πώς ο νόμος διευθετούσε το συμπεθέριασμα δύο οικογενειών; Περιγραφή των εθίμων και κανόνων που ρύθμιζαν τα θέματα αυτά, έκανε ο συγγραφέας – λαογράφος Γιώργος Λεκάκης στην ομιλία του με θέμα «Γάμος και Διαζύγιο στην αρχαία Ελλάδα» που πραγματοποίησε προ ημερών στο Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης & Παράδοσης στην Ξάνθη. Ο ΠτΘ διασκευάζοντας αυτά τα στοιχεία, παρουσιάζει με τη σειρά του το χρονικό ενός τέτοιου γάμου στην αρχαία Αθήνα. Σύμφωνα με τον κ. Λεκάκη, τα ισχύοντα για το θεσμό, ήταν σε γενικές γραμμές, κοινά σ’ όλες τις πόλεις της εποχής (με κάποιες ιδιαιτερότητες στην Κύπρο, τη Θράκη, την Κρήτη και κάποιες διαφοροποιήσεις στην Σπάρτη)..

Λεπτομέρειες, όμως, στη μυθοποιημένη ιστορία που ακολουθεί…

Το προξενιό

Η Ίυγξ, κόρη του Ανδοκίδη του αγγειοπλάστου, μια ζωηρή καστανόχρωμη «δαμαλίδα» 19 Μαίων, και ο Ιξίων, ο τεσσαρακονταπενταετής ώριμος «νέος» από τις Αιφίδνες (κατά κόσμον «Κιούρκα»), φτασμένος επαγγελματίας στην κατασκευή τροχών, έχουν αποφασίσει να έλθουν εις γάμου κοινωνίαν. Έρως, λέει, ανίκατος μάχαν, και ως εκ τούτου ο πατέρας Ανδοκίδης έδωσε την ευλογία του, παρόλο που δεν μπορούσε ακόμα να χωνέψει το περυσινό χουνέρι που του ’καμε τη μονάκριβή του θυγατέρα για την επιμονή του να την δώσει στον Ιππομένη (φοβόταν η αλαφροίσκιωτη η Ίυγξ μην είναι «καταραμένος» να μεταμορφωθεί και τούτος ο ωραίος άνδρας σε λιοντάρι όπως ο συνονόματός του στο μύθο, και έσυρε το γέρο της στην «Εισαγγελία Κακώσεως» για να γλιτώσει από το ανεπιθύμητο προξενιό… Τι ρεζίλια τράβηξε ο «χριστιανός»…)

Πάντως, ότι ήτο περίεργα τα γούστα της μικράς, το ψυλλιαζόταν ο αγγειοπλάστης. Ότι όμως θα έφτανε να προτιμήσει έναν «παραγινωμένο» από έναν φρέσκο κι ακμαίο άνδρα, δεν το φανταζόταν ποτέ του… Η Ίφις, η προμνηστρίδα, είχε καταφέρει φαίνεται να την πείσει για τις κρυφές χάρες τού σχετικώς καλοστεκούμενου, υποψήφιου συζύγου και για τα πλεονεκτήματα ενός συνετού γάμου… Καθότι, και κάποια γοητεία διέθετε για την ηλικία του ο κύριος και καλό κομπόδεμα…

Τέλος πάντων, ορίστηκε η γαμήλια ένωση να γίνει όταν το φεγγάρι θα ήταν ολόγιομο το μήνα Γαμηλιώνα κατά το συνήθειο. Και επειδή, κρίσιμη για την επιτυχία του γάμου, λεπτομέρεια, ήταν τον καιρό εκείνο η αλήθεια δια τον πρότερο «βίο και πολιτεία» των υποψηφίων συζύγων, έκατσε μια μέρα η Ίυγξ και εξιστόρησε στην Ίφιδα (και αυτή με τη σειρά της ενημέρωσε σχετικώς τον Ιξίωνα), με το νι και με το σίγμα τα καθέκαστα με τα επιπόλαια φλερτ της νιότης της που ενίοτε, θες η περιέργεια θες οι ορμόνες, προχωρούσαν σε εμπέδωση της θεωρίας στην πράξη… Ζητούμενο άλλωστε δεν ήταν η παρθενία αλλά η αλήθεια περί της υπάρξεως ή μη, παρθενίας…

Τα της φερνής συζητήθηκαν και αποφασίσθηκαν μεταξύ του κηδεμόνος και του υποψηφίου γαμπρού παρουσία της προμνηστρίδας – μη τυχόν και χάσει το ποσοστό της η μεσάζων… Ο αγγειοπλάστης, ζάπλουτος δεν ήταν αλλά τη βολή του την είχε. Αυτό που δεν είχε, ήταν η πρόθεση να δώσει στην κόρη του παραπάνω απ’ ό,τι τον υποχρέωνε ο νόμος του Σόλωνα: τρία ιμάτια και το αναγκαίο τεντζερεδικό για να κάνει τη νοικοκυρά στο καινούριο της σπίτι. «Μα το ελάχιστο, κυρ Ανδοκίδη!! Τέτοιον άντρα παίρνει, το βαστάει η καρδιά σου να του τη στείλεις με μια περισκελίδα στον κ…!!» τον πιλάτευε η Ίφις την ώρα που τα μάτια του Ιξίωνα λίγο ήθελαν να γυρίσουν ανάποδα από την τσιγκουνιά του πενθερού… Σιγά μην εννοούσε αυτό ο Πλούταρχος όταν έλεγε «είναι προτιμότερη η χρυσή κοπέλα από τον χρυσό της κοπέλας»! Πες πες, τον κατάφερε η καπάτσα η προμνηστρίδα τον έρημο τον Ανδοκίδη να προικίσει την κόρη του αξιοπρεπώς… Εδώ, και οι φτωχές κοπέλες ακόμα έπαιρναν φερνή από την Πολιτεία 120 μνας! Έπειτα, ό,τι έδινε στην Ίυγγα θα το έπαιρνε πίσω από

τον γαμπρό σε γη… Για εγγύηση. Λίγο το’ χεις το κτηματάκι στον Άλιμο να βρέχεις, μακριά από την πλέμπα των δημοσίων πλαζ, τα ποδάρια σου στη θάλασσα κάθε καλοκαίρι;; Χώρια που αν, ό μη γένοιτο, χώριζε το ζευγάρι, ο ζωντοχήρος θα του επέστρεφε τη φερνή μέχρι τελευταίας μνας και με νόμιμο τόκο 18% (9 οβολούς κατά μνα) παρακαλώ, για κάθε ημέρα καθυστέρησης… Το ίδιο κι αν χανόταν η κόρη του, χτύπα ξύλο, πριν προλάβει να αποκτήσει παιδιά…

Έδωσαν, το λοιπόν, τα χέρια, και ξεκίνησαν τις ετοιμασίες για το γαμήλιο τριήμερο.

Ο γάμος

Φασαρία μεγάλη και τρανή η προετοιμασία του γάμου. Δεν ήταν, άιντε άιντε… τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε, όνειρο ήτανε, έχε γεια Παναγιά… Τι το νυφικό, τι η λουτροφορία, τι τα δώρα, τι οι προσκλήσεις και «μη ξεχάσουμε να καλέσουμε τους Αλκμεωνίδες» μεγαλόσογο στην Αθήνα γαρ, «και τους συγγενείς στην Σπάρτη καλέ» μη παρεξηγηθούν… Από τυπικής απόψεως, ευτυχώς, τα πράγματα ήταν τακτοποιημένα: η νύφη άνω των 18 ετών, ο γαμπρός άνω των 30 και με δικαίωμα γάμου αφού η πρώτη του γυναίκα είχε αποθάνει, γραμμένοι και οι δύο στο Ληξιαρχικό Γραμματείο της πόλης.

Αλλά όσο σκεφτόταν ο αγγειοπλάστης το τριήμερο με τα τραπεζώματα, τα νταβαντούρια και το πήγαιν’ έλα των δώρων, τόσο τον έπιανε το άγχος… Αν δε σπουδάσεις, λέει το σοφό γνωμικό, και δεν παντρέψεις παιδιά, δεν ξέρεις τι θα πει ζόρι… Κι όπως έτρεχαν οι μέρες, δεν το κατάλαβε πότε ήρθε η πρώτη «αποφράδα» που θα του’ παιρνε τη μικρή του κορούλα μακριά από το σπιτικό τους…

Τα Προαύλεια

Η πρώτη μέρα, των Προαυλείων, αρχίνησε με τις θυσίες ζώων στην αυλή του Ανδοκίδη παρουσία μελλονύμφων και συγγενών. Να μυρίσουν ο Τέλειος Δίας και η Τελεία Ήρα, ως προστάτες του Γάμου που ήταν, τα σφαχτάρια, να συγκινηθούν από την πίστη των θνητών και να μεριμνήσουν ώστε «τα παιδιά» να έχουν καλόν γάμο… Πήρε και η Ίυγξ το ψαλιδομάχαιρο, κι έκοβε σε κάθε ζώο μια τούφα από την κώμη της, προσφορά στην Αφροδίτη… Στο τέλος, μάζεψε και τα κοριτσίστικα παιγνίδια της, κάτι κύμβαλα κάτι πλαγγόνες που τις έψαχνε μια ώρα στο σεντούκι με τα αναμνηστικά, έβγαλε και τη ζώνη αγνότητας που φορούσε και τα πήγε στο ναό της θεάς να έχουν να παίζουν οι μικρότερες κοπέλες… Η αλήθεια ήταν πως συγκινήθηκε καθώς αποχαιρετούσε τον άζυγο βίο για να εισέλθει στο σύζυγο βίο…

Το απογευματάκι έγινε η λουτροφορία: τα αμφιθαλή παιδάκια της γειτονιάς, πήγαν στην Καλλιρρόη, την καλύτερη πηγή της Αθήνας, και κουβάλησαν νερό για να κάνει το μπάνιο της η νύφη. Μέχρι να τελειώσει ήρθε και νύχτωσε… Αφού καθαρίστηκε η Ίυγξ, ξανάβαλαν το νερό στις στάμνες και το πήγαν, ολόκληρη πομπή μικρών λαμπαδηφόρων, στο σπίτι του γαμπρού για να λουστεί και αυτός να τόνε βρει καθαρόν η άλλη μέρα. Γούστο που το κάνανε οι πιτσιρικάδες να κουβαλάν πέρα δώθε τα σταμνιά και τις δάδες μέσα στη νύχτα! Όπου γάμος και χαρά, μέσα αυτοί!

Ες αύριο πάλι, σκέφτηκε με νόημα ο Ανδοκίδης πριν πέσει στην κλίνη του να ξεκουραστεί. Όχι όμως για πολύ…

Η Γαμοδεσία

Τη δεύτερη ημέρα, μέρα του Γάμου, ξεκίνησε από το πρωί το πήγαιν’ έλα των φιλενάδων της θυγατρός του στο σπίτι και αμέσως μετά ο δικός του πονοκέφαλος… Η Ίυγξ στο γυναικωνίτη, από τη μια να τραγουδά και από την άλλη να τσιρίζει για το ασιδέρωτο το πέπλο και το λεκέ στη δεξιά της νυμφίδα, οι γαμοστόλες να τιτιβίζουν αδιάκοπα, ο δικός του ο πονοκέφαλος να εξελίσσεται σε ημικρανία και να μην τον πιάνει κανένα βοτάνι, το σπίτι να έχει μετατραπεί σε χάνι με τον κόσμο να

μπαινοβγαίνει και «να τους χαίρεστε καλέ, άντε και καλούς απογόνους», τα τραπέζια για το γλέντι να μην επαρκούν και πώς να ζητήσεις από το γείτονα τον Φερεκράτη που θα σε κάνει κωμωδία να γελά μαζί σου όλη η Αθήνα στο θέατρο…

Κατά το μεσημεράκι, νωρίς νωρίς, ξεκίνησε η γαμοδεσία… Όλοι βολεύτηκαν, τελικώς. Μόνο του αγγειοπλάστη δεν έλεγε να του φύγει ο πονοκέφαλος… Από το στολισμένο με μυρτιές σπίτι, βγήκε η Ίυγξ ντυμένη νυφούλα… Τι όμορφη που ήταν κρυμμένη κάτω από το πέπλο της! Το λευκό μακρύ ένδυμα, το ποικίλο ιμάτιο από πάνω, το κεντημένο στο μπούστο, τα πλούσια περιδέραια στο λαιμό της, το πέπλο στο πρόσωπό της, το γαμήλιο στεφάνι από μενεξέδες και υακίνθους στο κεφάλι της, ακόμη και οι νυμφίδες που πρόβαλαν κάτω από το νυφικό, φάνταζαν τέλεια επάνω της! Φούσκωσε το στέρνο του μπαμπά της από περηφάνια για τη θυγατέρα του «αχ! η πεισματάρα να μη θέλει να πάρει τον Ιππομένη! Τι ζευγάρι ταιριαστό θα’καναν…»

Έκατσε η νύφη στη θέση της μέσα στο γλέντι, περιστοιχισμένη από γυναίκες. Στην απέναντι μεριά, το είχαν ήδη στρώσει οι άντρες με το γαμπρό στη μέση. Κι όλο κρυφοκοίταζε η μια πλευρά την άλλη και χασκογελούσαν και περίμεναν ν’ αρχίσει ο χορός για να βρεθούν κοντά τα δύο φύλα… Στο μεταξύ, το μυαλό του Ανδοκίδη ήταν στη μαρτυρία. Γράφτηκαν όλα τα ονόματα των παρευρισκομένων στο πινάκιο; Ότι έγιναν μάρτυρες της τέλεσης του γάμου οι καλεσμένοι; Ή θα πάει στράφι τέτοιο τραπέζωμα;;

Κι ενόσω τα σκεφτόταν αυτά ο αγγειοπλάστης, ακούγονται από την αυλή φωνές και πειράγματα για τον γαμπρό: του φάνηκε ότι ξεκίνησε νωρίς η «αποκάλυψη» της νύφης, αλλά δεν έδωσε σημασία… Πού να’ ξερε ότι η κόρη του είχε σκοπό να «ξηλώσει» κανονικά το γαμέτη στα δώρα προτού ευαρεστηθεί να δείξει το πρόσωπό της σηκώνοντας το πέπλο… Και «φόρτωνε» ο Ιξίωνας, και έκανε τη δύσκολη η Ίυγξ, και ξαναφόρτωνε ο Ιξίωνας και δόστου να κουνάει δεξιά αριστερά το κεφάλι της η Ίυγξ, μέχρι που ακόμα και οι καλεσμένοι άρχισαν ν’ αντιλαμβάνονται πως δεν θα έχει καλή έκβαση το έθιμο αν την άφηναν να συνεχίσει… «Τράβα μωρέ το πέπλο, τι άλλο θες να κουβαλήσει ο άνθρωπος! Ολόκληρο το Άκρον Ίλιον Κρυστάλ μαζί με τον Γκούτσι σού έφερε στα πόδια σου! Φτάνει πια! Δεν τον βλέπεις που σκοτείνιασε το μάτι του;;» της ψιθύρισε μέσα από τα δόντια η φιλενάδα της η Περίβοια, κι έτσι η Ίυγξ «έκοψε την πλάκα» και αποκάλυψε το πρόσωπό της ολοκληρώνοντας την τελετή της γαμοδεσίας με την οποία γινόταν πλέον, νόμιμη σύζυγος του Ιξίωνα.

Καλό απόγευμα προς βραδάκι, αφού είχαν αδειάσει καμπόσα βαρέλια οίνου και τίποτα δε γινόταν να τους χαλάσει τη διάθεση, βοηθούσης και της πανσελήνου, ετοιμάστηκαν με αποφασιστικότητα άπαντες δια την αγωγήν: τουτέστιν, τη συνάντηση της νύφης με τα πεθερικά της στο σπίτι του γαμπρού πριν από την πρώτη γαμήλια νύχτα… Ανέβηκε η Ίυγξ στη δίτροχη τη βοϊδάμαξα έχοντας στα δεξιά της το γαμπρό και στα αριστερά της τον παράνυμφο, δηλαδή τον σύμπαρη, όπερ παραφθαρμένο, τον κουμπάρο… Πίσω, ακολουθούσε έφιππος ο «τελετάρχης» του γάμου και οι συγγενείς με δάδες αναμμένες. Μπροστά από την βοϊδάμαξα πήγαιναν οι ελεύθερες κοπέλες ψέλνοντας τον υμέναιο και κρατώντας στα χέρια κόσκινο, ρόκα κι αδράχτι, σύμβολα της νοικοκυροσύνης της νύφης.

Η μάνα του Ιξίωνα – ορφανός δεν ήταν ο χήρος, – είχε και την ηλικία της είχε και το άγχος της ως γραία σοφή, που ’δαν τα μάτια της πολλά… Περισσότερο την ανησυχούσε το ενδεχόμενο να αναπτύξει ο γιος της οστεοειδείς εκφύσεις επί του τριχωτού της κεφαλής του με την πιτσιρίκα που κουκουλώθηκε σε τέτοια ηλικία… Ευτυχώς, η μοιχεία τιμωρούνταν βαριά, στην περίπτωση φυσικά που έβγαινε στη φόρα… Δεκατέσσερα, το λοιπόν, θα τα είχε τα μάτια της από δω και στο εξής, κι ας έβλεπε θολά απ’ τον καταρράκτη… Οικεία – κρήνη, κρήνη – οικεία θα την είχε τη νυφούλα της, γιατί όσο και να προσπάθησε δεν κατάφερε να χωνέψει ότι η μικρά παντρεύτηκε το γιόκα της για να καθρεφτίζεται στη φαλάκρα του… Άσε που δεν μπορούσε να κάνει και παιδιά ο αθεόφοβος… Τόσα χρόνια, ούτε τη συχωρεμένη κατέστησε έγκυο, ούτε και καμία από τις παλλακίδες στη ζούλα… Αν το διαπίστωνε αυτό η Ίυγξ και το αποδείκνυε ιατρικώς, θα μπορούσε και να τον χωρίσει ή ακόμα χειρότερα, υπό την προστασία του νόμου να πάει να κάνει τα παιδιά της με άλλον και να τα μεγαλώσει ο Ιξίωνάς της για δικά του… Αχ! μωρέ, το «κέρατο», για παράνομο για νόμιμο, κέρατο δεν παύει να’ ναι…

Η γαμήλια πομπή, όπως πλησίαζε, ακούγονταν τα γέλια και τα τραγούδια, και η μάνα του Ιξίωνα ίσιωσε το κορμί της και τη σκέψη της για να τους προϋπαντήσει κατά το έθιμο. Είχε, ήδη, στολίσει το σπίτι με δάφνες, ξηρούς καρπούς, σταφύλια, σύκα και καρύδια για τους νεόνυμφους, είχε έτοιμα και τα τραγήματα, το γαμήλιο πλακούντα φτιαγμένο με μέλι και σουσάμι και τα μελοκύδωνα που με νόμο καθιέρωσε ο ίδιος ο Σόλωνας να τρων στην αγωγή οι νεόνυμφοι για να συμβολίζεται έτσι, λέει, η γλυκύτητα του διαλόγου τους στην υπόλοιπη κοινή ζωή τους… «Καλός ο Σόλων μα πολύ κολλούσε στη λεπτομέρεια…»

Έφτασε η πομπή μπροστά από την κυρά Πολυξώ, πρόλαβε αυτή να δει τη νύφη της να κουκουλώνεται και πάλι το πέπλο πριν σηκώσει τα μάτια της στην πενθερά της… Από συμβολισμό σε συμβολισμό το πήγαινε το έθιμο… Τους τάισε και τα μέλια με τα σουσάμια για τη γονιμότητα – «τρομάρα του τού Ιξίωνα» – έδωσε και τις ευχές της και τους άφησε ν’ αποσυρθούν…

Το μάτι, εντωμεταξύ, της Ίυγγος, κάτω από το πέπλο της σεμνότητας, σκάναρε τα πάντα ένα γύρο στο καινούριο της το σπίτι με πρώτη και καλύτερη την πενθερά της: μια ζαλάδα, όταν «κοιτάχθηκαν» απ’

τις δυο μεριές του πέπλου, το ομολόγησε η Ίυγξ ότι της ήρθε, αλλά μπορεί, πάλι, να ήταν και της φαντασίας της το βλέμμα του επιθεωρητή Πουαρώ που έπιασε στο χαμογελαστό πρόσωπο της γραίας. Ο πλακούντας πάντως ήταν νόστιμος, αν και το μελοκύδωνο τής έπεσε βαρύ για επιδόρπιο… Τα πέταξε όλα από πάνω της όταν αντίκρισε τη νυφική παστάδα αλλά πριν πέσει, έριξε μια ματιά και στην παράδυστο για να δει αν είναι αναπαυτικό το στρώμα… Άφησε στο ρόλο της «θυρωρού» έξω από την πόρτα της την πιστή της Περίβοια, να διώχνει τάχαμου με τις πέτρες τους «αδιάντροπους» φίλους του συζύγου της που κατά πώς όριζε το έθιμο, θα επιδίδονταν σε ολονυκτία σκωπτικών παιγνίων και τραγουδιών αφιερωμένων στο γαμπρό, πήρε και τις σχετικές προφυλάξεις, η αδαής, μη τυχόν και καταστεί από τώρα «ενδιαφέρουσα» περισσότερο για τη μαμή παρά για το σύζυγο, κι έπεσε τ’ ανάσκελα στην παστάδα πίσω από το παραπέτασμα…

Τη νύχτα εκείνη, ζήτημα αν απήλαυσε τη στρωμνή της παραδύστου για κανα μισάωρο… Τόσο, που τρόμαξε η καψερή ότι δεν θα τη γλίτωνε την εγκυμοσύνη στα δεκαεννιά της χρόνια…

Τα Επαύλεια

Ξημέρωσε η επαύλιος ημέρα και βρήκε τα σόγια να ετοιμάζονται για το τρίτο μεγάλο τραπέζωμα στη σειρά. Χήρα η κυρά Πολυξώ, χήρος και ο κυρ Ανδοκίδης, έτρεχαν και δεν έφταναν… Σ’ αυτό το γλέντι θ’ αντάλλασσαν δώρα τα συμπεθέρια και θα εκτίθονταν στον κόσμο η φερνή. Ο αγγειοπλάστης, πήρε εγκαίρως τα βοτάνια του για να προλάβει τον πονοκέφαλο. Οι κουτσομπόλες εκάστου φύλου θα είχαν να λένε για τα αρώματα, τα κοσμήματα, τα ποδήματα, τις λεκάνες και τους αμφορείς που άλλαξαν χέρια για το συμπεθεριό. Άσε δε την προίκα! Τι ήταν τούτο! (Να’ ναι καλά η προμνηστρίδα που έσωσε εγκαίρως την κατάσταση…)

Όσοι είχαν καταφέρει να χωνέψουν το φαΐ της προηγούμενης ημέρας, το ξανάστρωσαν, με πρόθεση να τιμήσουν δεόντως τα γιορτινά καλούδια… Κατά το βραδάκι, έσκασε μύτη και ο γαμπρός. Βαρύς βαρύς, με ύφος συζύγου – αρσιβαρίστα που είχε καιρό να γυμναστεί και «πιάστηκαν» τα μεριά του από τις δύσκολες ασκήσεις, ο Ιξίων, έφθανε στο σπίτι του πενθερού του για να περάσει εκεί τη νύχτα ως όριζε το έθιμο. Ευτυχώς, δηλαδή, γιατί η μέση του δεν θα τα άντεχε δεύτερη βάρδια απανωτά τα γυμνάσια της Ίυγγος… Άσε που τον έτρωγε η περιέργεια να πληροφορηθεί… Αφού έληξε το νταβαντούρι, γαμπρός και πενθερός έκατσαν στο μέσα δώμα και ξεκίνησε η καθιερωμένη «ενημέρωση τύπου»: «την ήθελες, την πήρες, ευθύνη δε φέρω», ξεκίνησε ο Ανδοκίδης κατά το γνωστό «δεν ήξερες δε ρώταγες;;» μ’ αποτέλεσμα ένας κόμπος να κάτσει στο λάρυγγα του Ιξίωνα… πόσο πίσω την έχει η αχλάδα την ουρά;; «η Ίυγξ είναι κοπέλα με χάρες και ταλέντα. Είναι πονόψυχη, καλή και προκομμένη. Γνωρίζει από ιατρική φροντίδα, κέντημα, μαγείρεμα -σου κάνει κάτι μπριζόλες στα κάρβουνα να ρουφάς και το μεδούλι!- ξέρει ξένες γλώσσες, λογιστικά -να σου κρατάει το μαγαζί- και έκανε και ορθοφωνία γιατί της αρέσει το τραγούδι…

…………………………………

Δεν ήθελε να διακόψει ο Ιξίων, μη χάσει τον ειρμό του ο γέρος. «Αλλά, έχει ένα κουσούρι, γαμπρέ μου… Είναι λίγο αλαφροΐσκιωτη και κοκέτα. Και πεισματάρα κομματάκι. Τελευταία εντωμεταξύ, όλο για κάτι δικαιώματα μου μιλούσε και για καταπιέσεις, λέει, του γυναικείου φύλου και μ’ απειλούσε ότι θα πάει να μείνει στην ξαδέρφη της στην Σπάρτη που είναι πιο προοδευτικοί, λέει, από μας, με ελεύθερες συμβιώσεις πριν από το γάμο και ανύπαρκτες μοιχείες, τέτοια απαράδεκτα! Αλλά όταν ισχυρίζεται κάτι, μην της αντιμιλάς πολύ γιατί μπορεί να γίνει επικίνδυνη… Να προσέχεις με τις παλλακίδες και να μην την προκαλείς – γιατί ζηλεύει από φυσικού της… Την έχω ικανή να σου κουβαληθεί στις εταίρες, αγκαζέ και να ξεσηκώσει καμιά θύελλα στην πόλη… Εμένα δεν είδες τι μού ’κανε πέρυσι! Δεν έχει σημασία η ηλικία σου. Απλώς δεν της αρέσει να είναι «από κάτω»… Με αντιλαμβάνεσαι; Αν δεν ήταν κόρη μου, μπορεί να ήταν σουφραζέτα… Μα το Δία και την Ήρα, σου λέω…Θέλει προσοχή μέχρι να στρώσει! Εγώ μια φορά στα είπα και αμαρτία ουκ έχω…»

Μάτι δεν έκλεισε εκείνη τη νύχτα ο Ιξίων. Κλοθογυρνούσε στο κρεβάτι όπως η σκέψεις κλοθογυρνούσαν στο μυαλό του. Κατά τα ξημερώματα, το πήρε απόφαση: αν η νέα του γυναίκα ήταν εντάξει στις συζυγικές της υποχρεώσεις (το νοικοκυριό, τη φροντίδα των ασθενών και των ζώων της οικογένειας και την ανατροφή των παιδιών – όταν θα έκαναν τέλος πάντων) τότε, όσο στρυφνή κι αν αποδεικνυόταν, αυτός δεν θα μπορούσε να τεκμηριώσει στο δικαστήριο αιτία διαζυγίου, οπότε δώρον άδωρον και να το σκέφτεται ακόμα… Με τις παλλακίδες θα φρόντιζε να μην έχει πολλά πολλά (καλημέρα – καλησπέρα, το λούσιμο, το μπάνιο του, το πλύσιμο των ρούχων του, άντε και τα νύχια των ποδιών του που δε άντεχε τις επικύψεις) για να μην ξανάβει την Ίυγγα… Θα έκοβε και τις συχνές επισκέψεις στα «μορφωτικά ιδρύματα» των εταίρων (πού να πιστέψει η Ίυγξ ότι εκεί πάει για να μελετήσει Όμηρο…) Και θα περίμενε… Έκρινε ότι ήταν νωρίς ακόμα να σκεφθεί τι θα έκανε όταν ανακάλυπτε η γυναίκα του τη στειρότητά του αλλά αποφάσισε πως, δια παν ενδεχόμενον και λόγω της ηλικίας του, επιβαλλόταν από αύριο κιόλας να διορθώσει τη διαθήκη του ονοματίζοντας, όπως είχε δικαίωμα, το διάδοχό του στη συζυγική εστία της Ίυγγος… Κι άστηνε να τρέχει στα δικαστήρια μετά για να βρει άκρη… Κατά τα λοιπά, θα αφηνόταν ν’απολαύσει τον έρωτα μαζί της για το υπόλοιπον της ζωής του, θεωρώντας τον εαυτό του τυχερό που είχε καταφέρει να καπαρώσει μια τόσο νοστιμούλα νεαρά Αθηναία…

Πάνω που έσκασε το χαμόγελο στα χείλια του, θυμήθηκε το τραπέζωμα που έπρεπε να κάνει στους φράτορες της πόλης! Τους χαρτογιακάδες, ντε, που συνέτασσαν και επικαιροποιούσαν τους ληξιαρχικούς καταλόγους των φρατριών! Γεννήσεις, γάμοι, θάνατοι… Χωρίς τη γραφειοκρατία των φρατόρων δεν φαινόσουν πουθενά και άντε να αποδείξεις μετά στο κράτος ότι είσαι έγγαμος πολίτης του… Η εγγραφή όμως απαιτούσε τραπέζωμα και γλέντι και δώρα στην αφεντιά τους, εν ολίγοις από τον καιρό του Δευκαλίωνα ο δημόσιος τομέας έρεπε προς το μπαξίσι… «Δε βαριέσαι! Σάμπως το 2003 καλύτερη θα ’ναι η Ελλάδα;» Και μ’ αυτή την αισιόδοξη σκέψη, τον πήρε ο ύπνος ο ασήκωτος μέχρι «το φεγγάρι του αγελαδάρη»…

Σαν άνοιξε τα μάτια του, βρήκε δίπλα στο κρεβάτι ριγμένη τη χλαμύδα την κεντημένη που έστειλε, κατά το έθιμο, η Ίυγξ για να τη φορέσει και να επιστρέψει σπίτι του… Την τυλίχτηκε και ξεκίνησε για τη γυναίκα του… Βλέπεις, δεν μπορούσε να πάει μήτε «στο περίπτερο για τσιγάρα» μήτε στα καράβια…

Κι έτσι, ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…

Μαρία Β.Μπόντη

Παραπομπές:

Αμφιθαλή: τα παιδιά που είχαν και τους δύο γονείς τους εν ζωή. Προϋπόθεση για να συμμετέχουν στη λουτροφορία.

Ατεκνία: λόγος διαζυγίου, εάν αποδεικνυόταν ιατρικώς από την πλευρά που το ισχυριζόταν. Επίσης, έδινε το δικαίωμα στο ή στη σύζυγο του στείρου, να αποκτήσει παιδιά με άλλον άντρα ή γυναίκα, τα

οποία όμως θα ανήκαν στην οικογένεια.

Γαμέτης: ο γαμπρός.

Γαμηλιών: (αντιστοίχως στο σημερινό ημερολόγιο 15 Ιανουαρίου – 15 Φεβρουαρίου) ο μήνας που κατά την παράδοση των αρχαίων είχε τελεστεί ο γάμος του κορυφαίου θεού Διός με την κορυφαία θεά Ήρα.

Γάμος: υποχρέωση των ελευθέρων πολιτών για τη δημιουργία οικογένειας και υγιών απογόνων. Στη Σπάρτη, οι εργένηδες χαρακτηρίζονταν ως «άτιμοι» και επιβάλλονταν πρόστιμα αγαμίας (ζημία αγαμίου» για τους γεροντοκόρους, «ζημία οψιγαμίου» για όσους νυμφεύονταν σε προχωρημένη ηλικία και «ζημία κακογαμίου» για όσους νυμφεύονταν μη ελεύθερη αστή).

Στην Αθήνα και άλλες πόλεις, ο γάμος διαρκούσε ένα τριήμερο (Προαύλεια, Γαμοδεσία, Επαύλεια) και δεν ήταν θρησκευτικός. Δεύτερος γάμος επιτρεπόταν στον άνδρα εφόσον η προηγούμενη γυναίκα είχε πεθάνει. Η συγγένεια, πλην του α’ βαθμού, δεν ήταν εμπόδιο γάμου.

Γαμοστόλες: οι νυφοστόλες, οι φιλενάδες της νύφης που την στόλιζαν την ημέρα του γάμου.

Διαζύγιο: έβγαινε μόνο εάν ο ή η σύζυγος αποδείκνυε τη σοβαρότητα του λόγου για τον οποίο το ζητούσε: στειρότητα του άλλου, ή αμέλεια στις υποχρεώσεις του απέναντι στην οικογένεια. Για τη γυναίκα, οι υποχρεώσεις ήταν τα οικιακά, η φροντίδα των ασθενών και των ζώων, η τεκνοποίηση και η ανατροφή των παιδιών. Για τον άνδρα ήταν η τεκνοποίηση και η συντήρηση της οικογένειά του. Στις υποχρεώσεις του άνδρα, ήταν και η γηροκομία των γονιών που αποτελούσε προϋπόθεση για την ανέλιξή του σε δημόσια αξιώματα.

Εισαγγελία Κακώσεως: η δικαστική αρχή στην οποία προσέβαλαν οι θυγατέρες τα ανεπιθύμητα προξενιά που τους έκαναν ερήμην τους οι γονείς.

Προμνηστρίδα: η προξενήτρα. Έπαιρνε ποσοστό επί της προικός αλλά εάν στη διάρκεια του γάμου ανακαλυπτόταν ότι το προξενιό βασίστηκε σε κάποιο ψέμα της, ο γάμος μπορούσε να διαλυθεί και αυτή έπρεπε να επιστρέψει τα ποσοστά της πίσω.

Θυρωρός: έθιμο φύλαξης της εισόδου της νυφικής παστάδας κατά την πρώτη νύχτα του γάμου, από την καλύτερη φίλη της νύφης.

Κρήνη: το νερό από την κρήνη έφερνε στο σπίτι η σύζυγος. Η καθημερινή της καλή εμφάνιση εκεί, εκτός από υποχρέωση θεωρείται ότι ήταν και ένας έμμεσος τρόπος κοινωνικής προστασίας της γυναίκας από τη βία στην οικογένεια.

Μαρτυρία: η επίσημη (καταγραμμένη) παρουσία των καλεσμένων (μαρτύρων) στη γαμοδεσία, με την οποία αποδεικνυόταν η τέλεση του γάμου ο οποίος δεν ήταν θρησκευτικός. Πουθενά, σ’ όλη τη διάρκεια του τριημέρου, δεν εμφανιζόταν το ιερατείο.

Υμέναιος: το γαμήλιο τραγούδι.

Μενεξέδες και Υάκινθοι: τα αγαπημένα λουλούδια της θεάς Αφροδίτης, προτιμούνταν για το νυφικό στεφάνι.

Μοιχεία: κακουργηματικής φύσεως αδίκημα στην Αθήνα που τιμωρούνταν βαριά. Ανύπαρκτο αδίκημα στη Σπάρτη απουσία σχετικού νόμου. Ουσιαστικά, έχοντας τη διέξοδο των εταίρων, οι Αθηναίοι άνδρες δεν είχαν λόγο να μοιχεύουν. Θεωρούνταν ότι η μοιχεία καταλύει την οικογένεια και άρα το κράτος μακροπρόθεσμα, εξ ου και η βαριά ποινή.

Νυμφίδες: τα νυφικά υποδήματα.

Πλακούντας: το κέικ.

Παλλακίδες: Αθηναίες κοπέλες, ορφανές (συνήθως εξαιτίας των πολέμων) που δεν είχαν να δώσουν προίκα για να παντρευτούν. Γινόταν «οικότροφες» στα σπίτια των Αθηναίων με καθήκοντα υπηρέτησης των καθημερινών αναγκών των ανδρών. Ο θεσμός αποσκοπούσε στο να αποφευχθούν οι επιμειξίες με τους ξένους. Οι σύζυγοι ήταν υποχρεωμένες να τον αποδεχθούν.

Παράδυστος: το ατομικό κρεβάτι ύπνου του κάθε συζύγου. Θεωρούνταν δείγμα υγείας, το να κοιμάται χωριστά το ανδρόγυνο και όχι στην παστάδα μετά τον έρωτα.

Παστάδα: το νυφικό δωμάτιο και κρεβάτι.

Προμνηστρίδα: η προξενήτρα. Έπαιρνε ποσοστά επί της προικός. Εάν, όμως ο ή η σύζυγος ανακάλυπτε ότι το προξενιό στηρίχθηκε σε κάποιο ψέμα της, μπορούσε να διαλύσει το γάμο και η προμνηστρίδα ήταν υποχρεωμένη να επιστρέψει τα ποσοστά της πίσω.

Τραγήματα: τα ξηροκάρπια.

Υμέναιος: το γαμήλιο τραγούδι.

Φερνή: η προίκα της νύφης. Παρέμενε στην κυριότητά της και των παιδιών της ενώ ο σύζυγος απολάμβανε μόνο την επικαρπία. Σε περίπτωση διαζυγίου ή θανάτου της συζύγου απουσία τέκνων, ήταν υποχρεωμένος να την επιστρέψει στον πεθερό του, εντόκως, μάλιστα, αν καθυστερούσε. Αν υπήρχαν παιδιά, η προίκα πήγαινε επ’ ονόματί τους.

Χρησιμοποιήθηκαν, αυθαίρετα, τα εξής ονόματα:

Ανδοκίδης (φημισμένος αγγειοπλάστης αττικών αγγείων – 6ος αι. π.Χ.), Ίυγξ (κόρη του Πάνα και της νύμφης Ηχώς), Ιξίων (γιος του Φλεγύα ή του Άρη. Αποπειράθηκε να βιάσει την Ήρα και ο Δίας τον καταδίκασε σε αιώνια τιμωρία δένοντας τον σε πύρινο τροχό που στριφογύριζε αδιάκοπα στους αιθέρες), Ιππομένης (γιος του Μεγαρέα και της Μερόπης. Μεταμορφώθηκε σε λιοντάρι), Ίφις, Πολυξώ, Περίβοια (ονόματα διαφόρων μυθολογικών ηρωίδων), Φερεκράτης (Αθηναίος κωμωδιογράφος – 5ος αι. π.Χ.), Αλκμεωνίδες (μεγάλο και σπουδαίο γένος στην αρχαία Αθήνα).

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.