Ιστορικες και εκκλησιαστικες προεκτασεις της Πρωτοχρονιας

Στις ιστορικές και εκκλησιαστικές προεκτάσεις της Πρωτοχρονιάς όπως αυτές διαμορφώθηκαν στο διάβα των αιώνων αναλύει σήμερα στον ΠτΘ ο θεολόγος, εκκλησιαστικός ιστορικός και νομικός Ιωάννης Σιδηράς. Ξεκινώντας από τον προσδιορισμό της Πρωτοχρονιάς και την σύνδεσή της με την εορτή του Μεγάλου Βασιλείου ο κ. Σιδηράς αναφέρεται και στην κατά σάρκα περιτομή του Χριστού, που γιορτάζεται την Πρωτοχρονιά, και το συμβολισμό της για τον άνθρωπο.

ΠτΘ: κ. Σιδηρά πώς επικράτησε διαχρονικά ο προσδιορισμός της Πρωτοχρονιάς μέχρι τη σημερινή εποχή;

Ι.Σ.: Το σημείο ενάρξεως του έτους, η Πρωτοχρονιά ή Πρωτομηνιά όπως έχει καθιερωθεί, δεν ήταν πάντοτε και παντού η ίδια. Κατά το ημερολόγιο του Νουμά, Πρωτοχρονιά εθεωρείτο η πρώτη Μαρτίου. Από αυτό μας έμειναν τα ονόματα των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου. Κατά το λεγόμενο Ιουλιανό Ημερολόγιο μέχρι το 312 μ.Χ. ως πρώτη του έτους λαμβανόταν η 24η Σεπτεμβρίου, ημέρα της Φθινοπωρινής ισημερίας, η οποία από το έτος αυτό μετατέθηκε την 23η Σεπτεμβρίου, γενέθλια ημέρα του Ρωμαίου Αυτοκράτορος, Οκταβιανού Αυγούστου. Από το έτος 462 μ.Χ. η Πρωτοχρονιά μετατέθηκε στην 1η Σεπτεμβρίου για να συμπίπτει η αρχή του έτους με την αρχή του μηνός,( Ίνδικτος), η ρωμαϊκή Ινδικτιώνα. Η 1η Σεπτεμβρίου είναι η εκκλησιαστική Πρωτοχρονιά, η οποία και μέχρι και σήμερα ισχύει αρχής γενομένης από την εποχή του Βυζαντίου, 5ος αιώνας μ.Χ. και τιμάται ιδιαιτέρως από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με ειδική τελετή κατά την οποία ο εκάστοτε Οικουμενικός Πατριάρχης μαζί με το σύνολο της εν ενεργεία ιεραρχίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπογράφουν τον λεγόμενο Εκκλησιαστικό Κώδικα της Ινδίκτου. Ιδιαίτερα από το 1989 έχει καθιερωθεί η πρώτη του Εκκλησιαστικού Έτους, η 1η Σεπτεμβρίου, να είναι αφιερωμένη στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Αργότερα μετατέθηκε η Πρωτοχρονιά την 1η του Γενάρη, πάλι πρωτομηνιά, με την έννοια ότι το έτος αρχίζει με το χειμερινό ηλιοστάσιο ή με τα Χριστούγεννα. Η πρώτη του Γενάρη καθιερώθηκε περισσότερο όχι για θρησκευτικούς ή άλλους λόγους αλλά ήταν προσδιορισμός της Πρωτοχρονιάς για πολιτικούς και κοσμικούς λόγους, τα κριτήρια ήταν κοσμικά. Διαχρονικά υπήρξαν πολλοί προσδιορισμοί της Πρωτοχρονιάς του έτους.

ΠτΘ: Για ποιο λόγο;

Ι.Σ.: Ο λόγος είναι προφανής. Σε ένα κύκλο το έτος δεν έχει σταθερό σημείο αφετηρίας και τέρματος. Ο προσδιορισμός τους ήταν συμβατικός ανάλογα με τις προτιμήσεις και τις προτεραιότητες που έδιναν σε κάθε εποχή οι άνθρωποι, ηλιοστάσιο και σε ποιο από τα δύο, ισημερία και σε ποια από τις δύο, εποχή και σε ποια από τις τέσσερις, ή αργότερα στον χριστιανικό κόσμο εορτή και σε ποια από τις πολλές, κυρίως Χριστούγεννα, Πάσχα, Ευαγγελισμός. Γενικότερα βλέπουμε ότι η Πρωτοχρονιά είναι αποτέλεσμα υπολογισμών, προτεραιοτήτων και ιδιαίτερων ενδιαφερόντων είτε από θρησκευτικής είτε από πολιτικής απόψεως, όπως τα γενέθλια ενός Ρωμαίου αυτοκράτορος. Άλλη ημερομηνία είναι ορισμένη για την έναρξη του εκκλησιαστικού έτους και άλλη είναι η ημερομηνία για το κράτος και την πολιτεία ως έναρξη του πολιτικού έτους, δηλαδή του έτους βάσει του οποίου υπολογίζονται όλες οι διαδικασίες μέσα σε ένα οργανωμένο πολιτικό μόρφωμα.

Μέσα στο πλαίσιο αυτό βλέπουμε ότι η Πρωτοχρονιά ως διαδικασία επιλογής δεν είναι θεόσδοτη ημερομηνία αλλά ανθρώπινη προσέγγιση και ανθρώπινη κατασκευή. Θεόσδοτη δεν είναι καμία από τις ημερομηνίες που σχετίζεται με την προσπάθεια των ανθρώπων να μετρήσουν το έτος ή να το διαιρέσουν. Τα κριτήρια λοιπόν προέρχονται καθαρά από συνθήκες και εμπειρίες της κάθε εποχής.

ΠτΘ: Πώς συνδέθηκε η Πρωτοχρονιά με τη γιορτή του Αγίου Βασιλείου;

Ι.Σ.; Ο προσδιορισμός της γιορτής του Αγίου Βασιλείου την 1η του μηνός Ιανουαρίου έχει βαθύτερες ιστορικές και εκκλησιαστικές προεκτάσεις. Οι Τρεις Ιεράρχες υπήρξαν από τους μεγαλύτερους Πατέρες και Οικουμενικούς Διδασκάλους της Εκκλησίας, της τότε Ενωμένης Εκκλησίας του Χριστού. Επειδή ο καθένας εξ αυτών, είτε ο Μέγας Βασίλειος, είτε ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, είτε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος υπήρξαν φωτισμένες προσωπικότητες, των οποίων η επιρροή και η επίδραση στα χριστιανικά πλήθη υπήρξε καταλυτική. Έτσι δημιουργήθηκαν μέσα στο διάβα των ετών τρεις παρατάξεις αλληλοσυγκρουόμενες, οι οποίες από υπερβάλλοντα ζήλο προσπαθούσαν καθεμία εξ αυτών να προβάλλει ως κορυφαίο από τους τρεις Οικουμενικούς Διδασκάλους τον δικό της προστάτη. Έτσι δημιουργήθηκε η παράταξη των Ιωαννιτών, των Γρηγοριανών ή Γρηγοριτών και των Βασιλειανών. Αυτή η ένθερμη υποστήριξη χριστιανικών ομάδων σε έναν από τους Τρεις Διδασκάλους δημιούργησε αυτό το οποίο λέμε στην Εκκλησία διχογνωμία και διχοστασία, όχι σχίσμα διοικητικό, αλλά ένα είδος πνευματικού σχίσματος και μια ανούσια έριδα και διαμάχη η οποία έβλαπτε πραγματικά το ποίμνιο της Εκκλησίας, Τη λύση έδωσε τον 11ο μ.Χ. αιώνα ο επίσκοπος Ευχαϊτων Ιωάννης ο Μαυρόπους, ο οποίος προκειμένου να καταπαύσει αυτό το ιδιόρρυθμο σχίσμα ως προς την επιλογή του κορυφαίου εκ των Τριών Οικουμενικού Διδασκάλου, όρισε η γιορτή του καθενός εξ αυτών να είναι ορισμένη σε μια ιδιαίτερη μέρα μέσα στον Γενάρη και ταυτοχρόνως για να καταπαύσει αυτή η διχογνωμία να είναι και των τριών η εορτή ορισμένη σε μια ιδιαίτερη μέρα μέσα στο Γενάρη, την 30η Ιανουαρίου. Ο Μέγας Βασίλειος ορίστηκε να εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου, η οποία ήταν ήδη ταυτισμένη ήδη ως πρωτομηνιά και πρωτοχρονιά.

ΠτΘ: Ήταν τυχαία η επιλογή της 1ης Γενάρη;

Ι.Σ.: Δεν είναι τυχαίο γιατί ο Ιωάννης Μαυρόπους όρισε την εορτή του Μεγάλου Βασιλείου την 1η Γενάρη και των άλλων δύο πατέρων στις ημερομηνίες που έπονται μέσα στο Γενάρη, διότι ο Μέγας Βασίλειος είναι αυτός ο οποίος ερμήνευσε σε θεολογικό βαθυστόχαστο έργο του «Εξαήμερος» τα σχετικά χωρία του βιβλίου της Γενέσεως της Παλαιάς Διαθήκης περί της δημιουργίας του κόσμου, οπότε ο βαθύτατα θεολογικά καταρτισμένος Ιωάννης ο Μαυρόπους ταύτισε το πρόσωπό του με την 1η του έτους, ταυτίζοντάς την συμβολικά με τη δημιουργία του κόσμου όπως αυτή παρουσιάζεται μέσα στο βιβλίο της Γενέσεως της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Μέγας Βασίλειος είναι εκ των τριών ο μόνος που ασχολήθηκε ερμηνευτικά με τη δημιουργία του κόσμου στο επίσημο θεολογικό του σύγγραμμα «Εξαήμερος» για αυτό και θεώρησε ότι από τους Τρεις Οικουμενικούς Διδασκάλους η καταλληλότερη ημερομηνία για το Μέγα Βασίλειο θα ήταν η πρώτη του έτους.

ΠτΘ: Και πώς ταυτίστηκε η μορφή του Αγίου Βασιλείου με δώρα;

Ι.Σ.: Τον Άγιο Βασίλειο τον έχουμε ταυτίσει με δώρα με ένα καταναλωτικό όργιο κάθε 1η του έτους με τα περίφημα ρεβεγιόν τα οποία ήρθαν φυσικά ως δυτικότροπη προσέγγιση της εορτής. Όλα αυτά είναι ξενόφερτα για την ορθόδοξη παράδοση. Ο Μέγας Βασίλειος υπήρξε ασκητικός πατέρας της Εκκλησίας, είναι παροιμιώδης η φιλανθρωπική του δράση, με το περίφημο συγκρότημά του «Βασιλειάδα» όπου περιελάμβανε ιδρύματα, όπως ορφανοτροφεία, νοσοκομεία, γηροκομεία, θεραπευτήρια, κέντρα συσσιτίων, στα οποία μάλιστα εσιτίζοντο όχι μόνο χριστιανοί αλλά και ιουδαίοι και άλλων θρησκευτικών αποκλίσεων ή πεποιθήσεων άνθρωποι. Ο Μέγας Βασίλειος ως Santa Claus δεν έχει καμία σχέση με τον Άγιο Βασίλειο, αλλά με τον Άγιο Νικόλαο της Δύσεως, είναι κατασκευή εμπόρων που προέρχονταν κυρίως από την Ισπανία, την Αγγλία και είχαν εμπορικές συναλλαγές με την Αμερική κατά τον 18ο αιώνα. Επεκράτησε ακόμη περισσότερο κατά τον 19ο αιώνα η ταύτιση του Αγίου Βασιλείου με αυτού του είδους τις εμπορικές συναλλαγές ως προστάτου Αγίου κυρίως των ναυτικών και ακόμη περισσότερο ανιστόρητα ταυτίστηκε με τον Άγιο Βασίλειο της Ορθοδοξίας, πράγμα το οποίο δεν ισχύει σε καμία περίπτωση.

Βλέπουμε με το παράδειγμα αυτό πώς αλλοιώνεται η παράδοση σε πολλά επίπεδα της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και ο λαός, κυρίως τα παιδιά, βλέπουν ένα Άγιο Βασίλειο που ταυτίζεται με τον καταναλωτισμό, με κάτι το κοσμικό, και αγνοούν την ουσιαστική μορφή του Μεγάλου Βασιλείου που είναι ασκητική, πνευματική, θεολογική και βεβαίως είναι ο της Καισσαρείας και Καππαδοκίας επίσκοπος και πατήρ της Ανατολικής Εκκλησίας, ο οποίος μέσα από τα θεολογικά του συγγράμματα και από την διακονία του στην Εκκλησία και από την προσφορά του στα θεολογικά πράγματα μπόρεσε και αυτός μαζί με πολλούς άλλους να διαμορφώσουν την ορθόδοξη θεολογία, την ασκητική παράδοση και την ορθόδοξη, αγιοπνευματική βιοτή στον Ανατολικό κόσμο.

Α.Π.

Η κατά σάρκα

περιτομή του Χριστού

«Ο Ιησούς Χριστός με τη Γέννησή του εντάχθηκε στην οικογένεια του Ιωσήφ και ακολούθησε την μέχρι τότε παράδοση του Ιουδαϊσμού κατά την ανατροφή του. Μέρος αυτής της παράδοσης ήταν και η κατά σάρκα περιτομή σύμφωνα με τις διατάξεις της θρησκείας του Ισραήλ που γινόταν στα αγόρια κατά την όγδοη ημέρα από την γέννησή τους και σήμαινε την ένταξη του κάθε αγοριού, του νέου Ιουδαίου, σε μια ζωή υπακοής στον Μωσαϊκό νόμο και στον ένα και μόνο θεό του Ισραήλ. Ήταν η ορατή επί της σάρκας και του σώματος του μικρού παιδιού απόδειξη ότι ανήκει στην θρησκεία του Ισραήλ ότι τηρεί τον Μωσαϊκό νόμο και ότι αποδέχεται την θεόσδοτη νομοθεσία η οποία παρεδόθη ως παρακαταθήκη και παράδοση στο Εβραϊκό γένος από τον Μωυσή. Είναι μία υλική προσέγγιση ενός δεσμού πνευματικού μεταξύ του κάθε Εβραίου με την πίστη του Ισραήλ. Σήμερα η περιτομή γίνεται από τους Εβραίους και τους Μουσουλμάνους ενώ ο Χριστιανισμός εξ αρχής την απέρριψε με την Αποστολική Σύνοδο των Ιεροσολύμων όπου οι Απόστολοι απεφάσισαν να καταργηθεί η κατά σάρκα περιτομή και αντί αυτής τα πιστά μέλη της Εκκλησίας να βαπτίζονται στο όνομα του Ιησού Χριστού, για αυτό και ο σχετικός Απόστολος στην συγκεκριμένη περικοπή αναφέρει ότι δεν υπάρχει ούτε περιτομή, ούτε ακροβυστία, αλλά βάπτισμα στο πρόσωπο του ενσαρκωθέντος και εναθρωπίσαντος Υιού και Λόγου του Θεού. Στο πρόσωπο αυτού που φόρεσε σάρκα και την ανακαίνισε. Οι Απόστολοι στην Αποστολική Σύνοδο των Ιεροσολύμων θεωρώντας ότι ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη εξωτερικών γνωρισμάτων ευσέβειας και υποταγής, όπως φανερώνεται αυτό μέσα από την κατά σάρκα περιτομή των Ιουδαίων και των Μουσουλμάνων αλλά πνευματικών κριτηρίων, τα οποία ταιριάζουν καλύτερα με την ελευθερία και την πνευματικότητά του. Θεώρησαν ότι το Βάπτισμα είναι η οντολογική μεταμόρφωση και ανακαίνιση του ανθρώπου. Με το βάπτισμα η Εκκλησία θάπτει τον παλαιό άνθρωπο και τον νεκρώνει και ενδύεται τον καινό άνθρωπο εις Χριστόν. Για αυτό η Εκκλησία ψάλλει «όσοι εις Χριστόν εβαπτήσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε». Η Εκκλησία με αφορμή την κατά σάρκα περιτομή του Κυρίου τιμά τέτοια περιστατικά, ως ιδιαίτερα της ζωής του Χριστού και ενδεικτικά του σεβασμού του στο Μωσαϊκό Νόμο και στις παραδόσεις που μέχρι τότε λειτουργούσαν ως το κυριότερο μέσο προετοιμασίας των ανθρώπων για την ουσιαστική τους σχέση με τον Θεό μέχρι και την έλευση του Μεσσία, δηλαδή του Λυτρωτού, που είναι ο Χριστός. Τα γεγονότα της ζωής του Κυρίου, τα οποία ιδιαιτέρως τιμώνται, αποτελούν και τον λόγο για να καθιερωθούν και οι λεγόμενες Δεσποτικές Εορτές.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.