«Η μικρη πλατεια» του Καρλο Γκολντονι

Παρακολουθήσαμε ασθμαίνοντες για να προλάβουμε την τελευταία τουλάχιστον παράσταση του έργου του Κάρλο Γκολντόνι « Η μικρή πλατεία» στην Κομοτηνή και ομολογουμένως βρεθήκαμε προ ευχαρίστου εκπλήξεως. Δεν γνωρίζουμε αν ο Τάσος Βαβατσικλής ήταν η αφορμή και ενδεχομένως η αιτία να απελευθερωθεί, αλλά και να κατατεθεί επί της θητείας του ως προέδρου, αλλά και ως συνολικά υπευθύνου ως εκ της θέσεώς του, η ωρίμανση του ταλέντου και της αποκτηθείσης λόγω της συστηματικής και για δεκαετίες πλέον ενασχόλησης με το θέατρο του καλλιτεχνικού διευθυντή Δημήτρη Παπασταμάτη.

«Η μικρή πλατεία» του Γκολντόνι, έτσι, είναι η τέταρτη καλή στη συνέχεια παράσταση, παράσταση καμωμένη με φιλοτιμία και άποψη που το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ παρουσιάζει.
Αναφέρομαι στην παράσταση του αδύναμου ως θεατρικού κειμένου «Μια ζωή χωρίς εμένα» του Κύριλ Τοπάλοβ, που εν τούτοις στη σκηνή, λόγω φιλότιμης δουλειάς με το κείμενο και συγκροτημένη σκηνοθετική άποψη μεταξύ μεταμοντέρνου γκροτέσκ και οικογενειακής παρωδίας, έβγαινε, την καλή παράσταση των μονοπράκτων «Η έξοδος μετά τις έξι απαγορεύεται» και «Ασανσέρ» του Χρήστου Χαρτοματσίδη με τον ενιαίο τίτλο «Σκούρο μαύρο, σχεδόν λευκό», και τώρα την προσαρμογή ουσιαστικά του έργου του Κάρλο Γκολντόνι «Η μικρή πλατεία». Σημειωτέον ότι και οι τρεις προαναφερθείσες παραστάσεις δεν ξεκίνησαν από τη διάθεση να παραχθεί εύκολα θέατρο, αλλά ουσιαστικά συνυφαίνονταν με αποφάσεις πολιτικής τόσο για το άνοιγμα στο βαλκανικό θέατρο, όσο και απόδοσης τιμής στους εντοπίους άξιους καλλιτέχνες και στον ενταύθα παραγόμενο πολιτισμό. Θεατρικά και ο Τοπάλοβ ήταν δύσκολη απόφαση, γιατί ουσιαστικά επρόκειτο για ένα έργο που έπρεπε ο λόγος του να ξαναφτιαχτεί από την αρχή, και η απόπειρα για ανέβασμα στη σκηνή των έργων του Χρήστου Χαρτοματσίδη δεν ήταν από τις ευκολότερες επίσης αποφάσεις. Γιατί επρόκειτο για θέατρο που διαλέγονταν με δύσκολα κλασικά κείμενα και θεματικούς, πυκνούς σε νοήματα και υποσημαινόμενα, πυρήνες όπως η βία της εξουσίας και η τρέλα.

Η τέταρτη καλή προσπάθεια του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. είχε διαφορετική τελείως αφετηρία και έγινε στο πλαίσιο της πειραματικής σκηνής και του ανοίγματος του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ στο νεανικό κοινό της πόλης και ήταν η παράσταση που δόθηκε σε μπαρ της πόλης μας με τον τίτλο « Έρωτας δίχως θάνατο, Θάνατος δίχως έρωτα». Μια δύσκολη επίσης παράσταση που δοκίμασε την αντοχή ηθοποιών και συντελεστών σε αντίξοες και εκτός προστασίας του σκηνικού χώρου συνθήκες.

Στην ευχάριστη όμως έκπληξη της «Μικρής πλατείας», που κάποιος αδυνατεί να κατανοήσει αν δεν δει την παράσταση και αν δεν έχει διαβάσει το πυκνό εισαγωγικό σημείωμα του Δημήτρη Παπασταμάτη στο πρόγραμμα της παράστασης, όπου σε ελάχιστες γραμμές εξηγεί το γιατί ουσιαστικά εισκομίζει τον Γκολντόνι στην Κομοτηνή και στη δεκαετία του εξήντα, θεωρώντας ότι όλοι έχουν κατά νου τη λαμπρή στιγμή που ο Τζόρτζιο Στρέλλερ – και όχι μόνον, αντιθέτως μια λαμπρή πλειάδα σκηνοθετών – και ο Κάρλο Γκολντόνι συναντήθηκαν διακόσια χρόνια μετά, και ο πρώτος- χρησιμοποιώντας ως καμβά τον Γκλοντόνι – μας παρέδωσε «Έναν υπηρέτη των δυο αφεντάδων» και γενικότερα Γκολντόνι στη σκηνή, αξεπέραστο.

Υπονοώ, βέβαια, τις δυνατότητες που παρέχει σε ανοικτές σκηνοθετικές πραγματώσεις ο Γκολντόνι, δεν μπορούσαμε εντούτοις να φανταστούμε ότι η φόρμα του λαϊκού θεάτρου του Γκολντόνι θα μπορούσε ποτέ να χρησιμοποιηθεί τόσο προσφυώς έτσι ώστε να αποδώσει ένα αξιόλογο λαϊκό θέαμα και θέμα με πρωταγωνίστρια την παλιά Κομοτηνή. Ένα πρώτο, ίσως, θεατρικό κείμενο για την πόλη, το λογοτεχνικό πρόσωπο της οποίας μας έχει κυρίως κατατεθεί από το Μισέλ Φάις και την «Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου». Αν έτσι το βιβλίο του Φάις έχει εγγράψει την Κομοτηνή στις πόλεις της λογοτεχνίας και το βιβλίο του Θανάση Πανδρευμένου με τίτλο «Αθανασίου Διάκου, Αδιέξοδος β» λειτουργεί ως μια παράλληλη μυθιστορηματική βιογραφία του συγγραφέα και της πόλεως τις δεκαετίες από το ΄50 και μετά, η προσαρμογή της «Μικρής πλατείας» του Γκολντόνι από το Δημήτρη Παπασταμάτη σε μετάφραση της Μυρσίνης Λαντζουράκη από τα Αγγλικά, λειτουργεί ως το πρώτο θεατρικό κείμενο με πρωταγωνίστρια την πόλη μας τα τελευταία, πριν το 2000, σαράντα χρόνια. Ένα κείμενο στο οποίο απογράφεται η πολυπολιτισμικότητα της πόλης και το βασικό κύτταρό της η γειτονιά, οι μουσικές της, τα παιγνίδια της φτώχειας,- οι πιτουρομαχίες- το λαϊκό χιούμορ, οι κοινωνικές της τάξεις, οι ποικίλης καταγωγής συμβιούντες, η εμπλουτισμένη με τις γλώσσες των πληθυσμιακών ομάδων που τη συναποτελούν θρακιώτικη διάλεκτος, οι πλανόδιοι μικροπωλητές της, τα λαϊκά δίστιχα και τετράστιχα…

Ενα πρώτο θεατρικό κείμενο για την πόλη που σαφώς οφείλει ως τέτοιο να διαφυλαχτεί και να διασωθεί, γιατί ουσιαστικά ακούγοντάς το, κατανοήσαμε και το τι ήθελαν να πουν οι ηθοποιοί της παράστασης, όταν σε συνέντευξή τους μας είπαν ότι δουλέψαμε τόσο το κείμενο στις καθιστικές πρόβες που οι λέξεις, αν και άγνωστες μερικές σε μας ως θρακιώτικες ή τούρκικης προέλευσης, έλιωναν στο στόμα. Οταντζήδες, μισκίνι, παρτάλια είναι, εξάλλου, λέξεις ιδιοκτησίας μας…

Για την παράσταση τώρα. Καλοδουλεμένη με πολύ καλή σκηνογραφική και ενδυματολογική πρόταση από την Όλγα-Μαρία που έφερε τον Γκολντόνι με τα μπαλκόνια της Βενετίας προσφυώς επίσης, στην Κομοτηνή της δεκαετίας του εξήντα, επιτρέποντας τις συνομιλίες από τα λειτουργικά παράθυρα των ορόφων, παραπέμποντας και στις αριστοκράτισσες της εποχής του συγγραφέα που δεν μετακινούνταν ασυνόδευτες στο δρόμο και, συγχρόνως, στην παράδοση της πόλης και τις συνομιλίες πίσω από τα καφασωτά. Πολύ καλή και η διαφοροποίηση και μέσα από τα κοστούμια των αριστοκρατών της γειτονιάς, όλοι τους λευκά ενδεδυμένοι και φυσικά υπέροχος με συνεχώς αυξανόμενο σκηνικό βάρος ο Φιλοποίμην Ανδρεάδης, που σε δέκα μόνον λεπτά απέδωσε ευκρινέστατα τον ηλικιωμένο αριστοκράτη, Γκολντονικό, αλλά και Κομοτηναίο, μια και οι αστοί της Κομοτηνής ήταν μεν λίγοι αλλά πραγματικά αστοί. Αριστοκράτες με τα χαρακτηριστικά της αστοσύνης του καιρού τους όπως ο Στάλιος, ο Πεϊδης, ο Τσανακλής.

Καλή σκηνοθετική επιλογή και η υπενθύμιση του γκολντονικού στυλιζαρίσματος και του ρόλου της μάσκας από την αριστοκράτισσα κόρη Ροδούλα.

Χαριτωμένη κίνηση και μελετημένα εντόπια και η χορογραφία, αλλά και η μουσική, και τους ηθοποιούς στη μεγάλη παράδοση του λαϊκού θεάτρου ενταγμένους εν συνόλω να το γλεντούν. Το επαναλαμβανόμενο χειροκρότημα καθ΄ όλη τη διάρκεια της παράστασης τους ανταπέδιδε τον οίστρο και το κέφι. Η μαμά της Φωτούλας, Δήμητρα Καλπάκη, μας εντυπώθηκε ως ανεπανάληπτη στη σκηνή κωμική φιγούρα, αλλά και ο Αγγελής του Γιώργου Καρύδα αξιοσημείωτος.

Γενικά μεγάλη ομάδα…

Τ.Β.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.