ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνης: 30 χρονια παραστασεων

Ο πρώτος καλλιτεχνικός του διευθυντής, Βασίλης Κυρίτσης, θυμάται - «Έχω συνδεθεί μέσω του ΔΗΠΕΘΕ, με την Κομοτηνή, τους ανθρώπους της και τη θεατρική πραγματικότητα, όπως μέρα τη μέρα χτιζόταν»

Έλκει την καταγωγή του από τα Μαστοροχώρια Ηπείρου και τα Ιωάννινα με απώτερη την Τραπεζούντα. Είναι απόφοιτος της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων. Από τα μαθητικά του χρόνια συμμετείχε ενεργά σε πολιτιστικές δραστηριότητες. Τελείωσε τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης Κ. Κουν και σπούδασε Θέατρο στο Πανεπιστήμιο VIII του Παρισιού ως υπότροφος του Ιδρύματος Ωνάση. Απέκτησε τα πτυχία, Licence Θεάτρου και Licence Κινηματογράφου και είναι αριστούχος των πτυχίων Maitrise και D.E.A. Θεάτρου με θέμα διατριβής «Θεατρική Περιοδεία και Αποκέντρωση».
 
Συνεργάστηκε ως ηθοποιός σε πολλές θεατρικές, κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές. Δραστηριοποιήθηκε στον κινηματογράφο, στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση ως ηθοποιός και σκηνοθέτης. Σκηνοθέτησε πλέον των είκοσι θεατρικών έργων τα οποία παίχτηκαν σε κρατικά και ιδιωτικά θέατρα στην Αθήνα και σε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα. Σχεδίασε, οργάνωσε και υλοποίησε εκατοντάδες παραγωγές: θεατρικές, μουσικές, εικαστικές, παρουσιάσεις βιβλίων, ημερίδες, συνέδρια κ.α. Συμμετείχε σε πολλά θεατρικά φεστιβάλ στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
 
Ο λόγος για τον Βασίλη Κυρίτση, ο οποίος διετέλεσε πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής και όρισε την «περπατησιά» του. Κι αν σήμερα η ύπαρξη του ΔΗΠΕΘΕ στην πόλη μας θεωρείται δεδομένη και ως προς την πολιτιστική προσφορά του, όπως εξήγησε ο ίδιος κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας, η παραπάνω διαπίστωση έκρυβε πολύ κόπο από πίσω της στα πρώτα χρόνια δημιουργίας του ΔΗΠΕΘΕ. Του ΔΗΠΕΘΕ που φέτος γιόρτασε τα 30 χρόνια παραστάσεών του.
 
Αφορμή λοιπόν, της συνομιλίας μας τα πρώτα «άντα» παραστάσεων που γιορτάζει φέτος το ΔΗΠΕΘΕ διά στόματος ενός από τους ανθρώπους που συνέβαλλαν τα μέγιστα ώστε το ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής να περάσει από τη φάση των «σχεδίων επί χάρτου» στην υλοποίηση και τελικά στην καθιέρωση του στον τόπο ως ένα κύτταρο δημιουργίας και πολιτισμού.
 
Βασίλης Κυρίτσης λοιπόν… 

«Όλοι οι άνθρωποι του διοικητικού συμβουλίου έδωσαν πραγματικά τα «ρέστα» τους τότε» 

ΠτΘ: κ. Κυρίτση υπήρξατε ο πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής. Ποιος τελικά από τους δημάρχους πήρε την απόφαση και έγινε το ΔΗΠΕΘΕ; Ποιος απήντησε θετικά και ποιος ανέλαβε τις διαβουλεύσεις και έγινε το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο στην Κομοτηνή και ποιο δημοτικό συμβούλιο πήρε την απόφαση για την ίδρυσή του;
Β.Κ.:
Έχω συνδεθεί μέσω αυτών των γεγονότων, με την Κομοτηνή, τους ανθρώπους της, και βέβαια με τη θεατρική πραγματικότητα, όπως μέρα τη μέρα χτιζόταν την εποχή εκείνη. Φυσικά, προηγήθηκε εμού η απόφαση, κατόπιν συνεννόησης του Δήμου Κομοτηνής και του Υπουργείου Πολιτισμού, για ίδρυση ενός περιφερειακού θεάτρου. Υπουργός ήταν η αξεπέραστη Μελίνα Μερκούρη και Δήμαρχος Κομοτηνής ήταν τότε ο Χαράλαμπος Κατσιμίγας. Οι άνθρωποι αυτοί πήραν την απόφαση και δημιούργησαν το θέατρο. Η πρώτη φάση ήταν ότι δημιουργήθηκε ένα θέατρο στα χαρτιά και έμεινε στα χαρτιά για έναν χρόνο. Το μόνο πράγμα που είχε δημιουργηθεί αυτό το χρόνο ήταν η σφραγίδα. Εάν δείτε τώρα τη σφραγίδα του ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής, θα δείτε έτος ιδρύσεως 1984. Αυτό όμως στην πραγματικότητα δεν είναι αλήθεια. Το ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής ιδρύθηκε επισήμως στις 15 Νοεμβρίου του 1985. Τότε υπέγραψα εγώ το συμβόλαιο με το δήμο Κομοτηνής. Κάθε χρόνο ανανέωνα το συμβόλαιο, γιατί τότε κάθε χρόνο έπρεπε να ανανεώνεται ή όχι το συμβόλαιο των διευθυντών σε όλα τα ΔΗΠΕΘΕ. Έτσι ήταν το σύστημα, μετά άλλαξε και έγινε για τέσσερα χρόνια. Είχε γράψει ένα ωραιότατο αιτιολογικό κείμενο για τους λόγους  ανανέωσης της θητείας μου ο κ. Κατσιμίγας, γιατί στο δεύτερο χρόνο έπρεπε να ανανεωθεί το συμβόλαιό μου, που κρατήθηκε μέχρι την τελευταία μέρα που έφυγα. Αυτό είναι μια εξαιρετική λεπτομέρεια, αλλά τιμητική για την περίπτωσή μου.
 
Μετά τη λήξη του συμβολαίου μου, όταν δεν ανανεώθηκε το 1989 η θητεία μου, η Μελίνα βγήκε στο ραδιόφωνο και είπε την περίφημη φράση: «Μα τι κάνουν εκεί πάνω; Παρέλαβε ο Βασίλης Κυρίτσης ένα θέατρο στα χαρτιά και παραδίδει δύο θέατρα. Ένα χειμερινό και ένα θερινό». Και τα δυο θέατρα ξεκίνησαν, μάλιστα το ένα ολοκληρώθηκε σχεδόν, στη θητεία του Χαράλαμπου Κατσιμίγα και ενός καταπληκτικού διοικητικού συμβουλίου που είχα, με επικεφαλής τον αείμνηστο Ιορδάνη Ταουκίδη και τον, μέχρι και σήμερα υπεραγαπημένο φίλο, Δημήτρη Καπνά. Όλοι οι άνθρωποι του διοικητικού συμβουλίου έδωσαν πραγματικά τα «ρέστα» τους τότε. Άκουγαν με προσοχή ό,τι προτάσεις είχα να κάνω και τις υλοποιούσαν με καταπληκτική ταχύτητα. Αυτός ήταν και ο λόγος που το χειμερινό θέατρο τελείωσε πολύ γρήγορα, πράγμα διόλου εύκολο αν αναλογιστεί κανείς πως τότε ήμασταν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και υπαγόμασταν σε έναν κυκεώνα νόμων του δημοσίου.
 
Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που βοήθησαν. Επίσης υπήρχε μια άλλη νοοτροπία από την αντιπολίτευση της εποχής εκείνης, που είχε καταλάβει πολύ γρήγορα ότι κάτι καλό γίνεται υπέρ της πόλης, και σε βάθος χρόνου, και αυτός ήταν ο Πέτρος Ματσκίδης. Αυτοί ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που στάθηκαν από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή δίπλα μου, και έτσι, με ρυθμό καλπασμού, προχωρούσαν τα έργα σε πολλά επίπεδα. Συγχρόνως είχαμε και καλλιτεχνικό έργο, είχαμε και πρόβες. Δεν είχαμε μόνο την κατασκευή, την υποδομή στο συνολικό πλαίσιο δημιουργίας θεάτρου.
 
ΠτΘ: Πώς πήρε την απόφαση, ένας Αθηναίος, να έρθει στην Κομοτηνή που δεν υπήρχε ούτε θέατρο ούτε καμία υποδομή;
Β.Κ.:
Εκείνη την εποχή ήμουν καλλιτεχνικός σύμβουλος μιας επιτροπής υπό τον Σπύρο Μερκούρη,  γενικό διευθυντή του υπουργείου Πολιτισμού για όλα τα θέματα της πρώτης εκδήλωσης του «Αθήνα Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης», που είχε δημιουργήσει η Μελίνα. Ήμουν υπεύθυνος όλων των τεχνικών ντοσιέ των μεγάλων θιάσων που είχαν έρθει. Συγχρόνως, ήμουν και βοηθός του Ζιλ Ντασέν εκείνα τα χρόνια, αλλά εγώ είχα αρχίσει ήδη να ανησυχώ και να ψάχνω να δημιουργήσω το δικό μου πεδίο δράσης και άρχισε να με ενδιαφέρει η υπόθεση διεύθυνσης ενός διοικητικού οργανισμού. Ήταν Αύγουστος-Σεπτέμβρης και βγαίνει η προκήρυξη για τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στην Κομοτηνή. Μέχρι τότε στην Κομοτηνή δεν είχα ούτε ένα φίλο, ούτε ένα συγγενή, δεν υπηρέτησα φαντάρος εδώ, δεν ήξερα το ήθος των κατοίκων και της πόλης, δεν ήξερα τίποτε από Κομοτηνή. Αυτό όμως δεν με απογοήτευσε, αντίθετα με έσπρωξε. Με έσπρωξε να πάω να δουλέψω σε ένα χώρο που δεν είχα προηγούμενο θετικό ή αρνητικό, και έπρεπε να δημιουργήσω ένα χώρο που παράγει καλλιτεχνικό προϊόν. Κάνω λοιπόν την αίτηση και δέχομαι ένα πρώτο τηλεφώνημα από το δήμο. Δεν θυμάμαι ποιος ήταν, ήθελαν να δουν λίγο τις προθέσεις μου, κ.λπ. Στη συνέχεια, έστειλαν στην Αθήνα έναν εκπρόσωπο του νεοσύστατου Διοικητικού Συμβουλίου, τον Μανώλη Αναγνωστίδη. Κουβεντιάσαμε και μετέφερε τις εντυπώσεις του. Συζητήσαμε, μου έκανε κάποιες ερωτήσεις και μετά μετέφερε όλα τα θέματα που θίξαμε πίσω στην Κομοτηνή.
 
Κάποια στιγμή με παίρνει ο δήμαρχος κ. Κατσιμίγας και μου ανακοινώνει το αποτέλεσμα. Τον ρώτησα τότε «ήμασταν πολλοί;», και μου απάντησε «όχι, τελικά ήσασταν δύο». Έμαθα αργότερα ποιος ήταν ο δεύτερος υποψήφιος. Δημιουργήθηκε όμως ένα πρόβλημα, γιατί όπως όλοι γνωρίζουμε, η κομματική τοποθέτηση στην Ελλάδα, παίζει δυστυχώς πολύ μεγάλο ρόλο, μεγαλύτερο από την αξιοκρατική τοποθέτηση που πρέπει να έχει ο καθένας που προσλαμβάνει σαν πρότυπό του.
 
Ο άλλος υποψήφιος ήταν Αθηναίος, ένας συνάδελφος αξιόλογος, που είχε μια εμπειρία σοβαρότατη στο Εθνικό Θέατρο, μόνο σε επίπεδο βοηθού, ο Λάμπρος Κωστόπουλος, που ήταν στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Εγώ δεν ήμουν στέλεχος, ούτε του ΠΑΣΟΚ, ούτε άλλου κόμματος, γι’ αυτό υπήρξε και ένα δίλημμα στην πρόσληψή μου. Και βέβαια, εικάζω, πρέπει να υπήρξαν διλήμματα και ερωτήματα στο παρασκήνιο. Μετά έμαθα ότι πήραν τη Μελίνα ένα τηλέφωνο, η οποία με ήξερε πολύ καλά, γιατί ήδη δούλευα σε μεγάλες παραγωγές στην Αθήνα και είπε «τον Βασίλη να πάρετε».
 
Πηγαίνω λοιπόν, στο γραφείο του δημάρχου να γνωρίσω τον δήμαρχο από κοντά. Καθόμαστε, κουβεντιάζουμε, λέμε τις πρώτες κουβέντες και ανοίγει το συρτάρι του και μου βγάζει ποιήματα που είχε γράψει ο ίδιος. Ο τότε δήμαρχος Κομοτηνής μου διάβαζε ποίηση μέσα στο γραφείο του!
 
ΠτΘ: Όταν σας ανακοινώθηκε η πρόσληψή σας στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή και ήρθατε στην Κομοτηνή, πού μένατε και ποιες ήταν οι πρώτες ενέργειές σας;
Β.Κ.:
Στην αρχή έμενα σε κάποιο ξενοδοχείο. Φρόντισαν όμως και μου βρήκαν ένα πάρα πολύ καλό διαμέρισμα στην ΕΚΤΕΝΕΠΟΛ, που ήταν ακόμη λίγο έρημη. Τακτοποιούμαι εκεί και με πάνε στο γραφείο μου, που βρισκόταν στο γνωστό κτίριο, το οποίο είχε δύο δωμάτια εντελώς άδεια και βέβαια μια μεγάλη αίθουσα, η οποία ήταν άδεια κι αυτή, με ένα φοβερά αποκρουστικό έκο. Πήγα στον Φαρασόπουλο και πήρα πολλά μέτρα μαύρο κάμποτο, το οποίο το παρήγγειλε διότι δεν το είχε. Όταν ήρθε το πήγαμε σε μοδίστρες, το κρεμάσαμε, και έτσι γέμισε το μισό θέατρο. Έτσι έγινε η πρώτη μόνωση απορρόφησης των ήχων και εξομαλύνθηκε η κατάσταση. Στη συνέχεια, με παίρνει κάποιος τηλέφωνο και με ενημερώνει να πάω εκεί που είναι σήμερα το θερινό, και εκεί θα ήταν ένας κύριος που είχε έπιπλα γραφείου. Θα έπαιρνα ό,τι χρειαζόμουν κι εκείνος θα μου τα έφερνε. Είχα φέρει και μια γραφομηχανή μαζί μου, αλλά δεν είχα ούτε γραμματέα, ούτε τεχνικό προσωπικό ούτε καν ηλεκτρολόγο. Κάτι έπρεπε να γίνει. Αρχίζουμε έτσι σιγά σιγά να μεθοδεύουμε τις προσλήψεις. Οι προσλήψεις είναι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο επίσης, άξιο λόγου. Στην καρδιά της παντοδυναμίας του ΠΑΣΟΚ, εγώ λειτούργησα με τον πλέον αξιοκρατικό τρόπο. Αποτέλεσμα, είχα διαλέξει, τα εκλεκτά παιδιά της Κομοτηνής, που συνέχισαν να δουλεύουν μέχρι και την ημέρα που έφυγα. Ένας υπάρχει ακόμα, είναι ο Δημήτρης Τζατζανάς, που ξέρω ότι στα δύσκολα χρόνια του ΔΗΠΕΘΕ που ακολούθησαν, αν δεν υπήρχε αυτός θα είχε προ πολλού διαλυθεί και το τεχνικό μέρος του ΔΗΠΕΘΕ. Τα παιδιά αυτά συνέχισαν μαζί μου μέχρι και την τελευταία ημέρα που έφυγα. Μετά δεν ξέρω τι έγιναν. 

«Δίνω μεγάλη σημασία στην επικοινωνία, διότι αυτοί οι χώροι αν δεν έχουν τεχνικό προσωπικό που να πιάνει «πουλιά στον αέρα», δεν προχωράνε» 

ΠτΘ: Τους διδάξατε όλους από την αρχή;
Β.Κ.:
Όλους, έναν έναν, από την αρχή. Πρέπει να πω ότι ο Δημήτρης Τζατζανάς δεν είναι μόνο καταπληκτικός φροντιστής θεάτρου, όπως εξελίχθηκε, αλλά ήταν και είναι και εξαιρετικός ηλεκτρολόγος μεγάλων εγκαταστάσεων. Είναι πολύ καλό παιδί και πολύ καλός στην επικοινωνία. Δίνω μεγάλη σημασία στην επικοινωνία, διότι αυτοί οι χώροι αν δεν έχουν τεχνικό προσωπικό που να πιάνει «πουλιά στον αέρα», δεν προχωράνε. Με αυτά τα παιδιά βρήκαμε μεθόδους επικοινωνίας, εξελίξαμε τα πράγματα, και όλοι αυτοί προχώρησαν άψογα μαζί μου. Παρ’ όλες τις πιέσεις που δεχόμουν, επέλεξα ανθρώπους ικανότατους, γιατί, όπως ήξεραν όλοι, δεν γνώριζα πρόσωπα και πράγματα. Έτσι σιγά σιγά χτίστηκε το οικοδόμημα με όρους θεάτρου, καθώς οι όροι οι δικοί μου ήταν οι όροι του θεάτρου και έτσι προέκυψαν άνθρωποι από όλο το κομματικό φάσμα της Ελλάδας και της περιοχής.
 
ΠτΘ: Η θεατρική σκηνή πώς δημιουργήθηκε;
Β.Κ.:
Όταν βρέθηκα στη μεγάλη αίθουσα υπήρχαν μέσα δυο κούτες ΝΟΥΝΟΥ. Εκεί είχε έδρα το κλιμάκιο του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Φεύγοντας άφησαν μόνο αυτές τις κούτες που μέσα είχε φωτογραφίες από παραστάσεις. Επίσης, βρήκα και δυο σόμπες γκαζιού που τις χρησιμοποιούσαν προφανώς το χειμώνα για τις πρόβες τους.
 
Ρώτησα πού έπαιζαν οι άλλοι και μου απάντησαν στον κινηματογράφο «Τα Αστέρια». Ο χώρος του κινηματογράφου δεν μου άρεσε καθόλου. Εντελώς αντιαμφιθεατρικός χώρος. Έτσι, πάω στο γραφείο και αρχίζω να μετράω με βήματα το μήκος της σάλας. Τότε μου γεννήθηκε η ιδέα να δημιουργήσω κάτι μέσα σε εκείνη τη σάλα. Κάνω κάποιους πρόχειρους υπολογισμούς και βγάζω 150 θέσεις, ένας ικανοποιητικός αριθμός. Το σκεπτικό μου ήταν ότι το θέατρο αυτό είναι το θέατρο της Κομοτηνής. Η παραγωγή μένει εδώ. Άμα κάνεις επιτυχίες οι παραστάσεις διαρκούν 1-1,5 μήνα και γεμίζει το θέατρο με τον καλύτερο τρόπο. Δε φεύγεις, δεν είσαι περιοδεύων θίασος. Την πολιτιστική ζύμωση την προσφέρει το θέατρο που παραμένει στην έδρα του.
 
Αποφασίζω λοιπόν ότι θα γίνει εδώ το θέατρο. Ξεκινάω και πρόβες, βρίσκω τους ηθοποιούς και παράλληλα έχω και μια ικανότατη σκηνογράφο που είχε σπουδάσει στην Αγγλία και γνώριζε από κατασκευές. Έτσι, αρχίζουμε να κατασκευάζουμε τη σκηνή, συγχρόνως με τις πρόβες. Όχι όμως την κερκίδα. Προχωράμε ώσπου φτάνουμε παραμονές πρεμιέρας και τότε λέω στον Ιορδάνη Ταουκίδη, τον αγαπημένο αυτό άνθρωπο, «θέλουμε καρέκλες» και μου λέει θα σου βρω εγώ από τη Λέσχη Κομοτηναίων. Βοήθησε κόσμος, έγινε η πρεμιέρα και είχαμε απόγευμα-βράδυ, γεμάτο το θέατρο. Έτσι ξεκίνησε και έτσι έγινε. Σιγά σιγά μετά ολοκληρώθηκαν τα έργα υποδομής και έγινε η κερκίδα. 

«Κάθε ΔΗΠΕΘΕ έχει δικά του χαρακτηριστικά» 

ΠτΘ: Σας έχουν μείνει παραστάσεις που ανεβάσατε στην Κομοτηνή;
Β.Κ.:
Οι παραγωγές που έκανα εγώ στην Κομοτηνή ήταν εννιά συνολικά. Έκανα την περίφημη “τριλογία της Αυλής”, που ήταν “Το φιντανάκι” του Παντελή Χορν, μετά περάσαμε στην περίφημη “Αυλή των Θαυμάτων” του Ιάκωβου Καμπανέλη, και τέλος φτάσαμε στη “Βέρα και το τάβλι”, του Κεχαΐδη, όπου εγώ άλλαξα τη σειρά, και έκανα το τάβλι που διαδραματίζεται μέσα σε μια αυλή, και μετά τη βέρα που περνάει στο διαμέρισμα. Σε αυτά τα τρία έργα είχα χρησιμοποιήσει τον ίδιο σκηνογράφο, τον Τάσο Ζωγράφο, ώστε η σκηνογραφία να είναι διαχρονική μέσα στο χρόνο, με μικρές μόνο σκηνογραφικές παρεμβάσεις από έργο σε έργο.
Ανεβάσαμε και Μολιέρο, και  «Το Σακάκι που βελάζει» του Στρατίεβ που είχε μεγάλη επιτυχία. Τα καθίσματα ήταν τελικά 165 με το γνωστό φουαγιέ που υπάρχει και σήμερα. Έτσι, έπεισα και τον δήμαρχο. Αν και με άκουγαν στο Διοικητικό Συμβούλιο, όταν είδαν ότι άρχισα να περνάω πολύ γρήγορα στη δράση και έβλεπαν τα αποτελέσματα αυτής της υλοποίησης των πρώτων καταστάσεων, των πρώτων πραγμάτων που έπρεπε να υλοποιήσω από όλα όσα τους εξηγούσα στα Δ.Σ., και είδαν ακόμη ότι έμεινα νύχτα-μέρα στο θέατρο,  ένα βράδυ έρχεται ο Μίμης Καπνάς και με πηγαίνει έξω για να φάμε. Το άλλο βράδυ έρχεται ο Ιορδάνης Ταουκίδης για να βγούμε έξω, να θυμάμαι να τρώω.
 
Ήμουν από τη μία παραγωγή στην επόμενη, εάν διαβάσεις το πρώτο πρόγραμμα, είχαμε διπλή πρεμιέρα. Πρεμιέρα θεατρικού χώρου, το λέω θέατρο της Κομοτηνής και πρεμιέρα του θεατρικού ως καλλιτεχνικού προϊόντος, της πρώτης παράστασης δηλαδή, που παρήχθη στην πόλη. Δεν ήταν εισαγωγής. Εδώ έγιναν όλα.
 
Η μεγάλη γεωγραφική απόσταση της Κομοτηνής από το θεατρικό κέντρο, την Αθήνα, έχει ως αποτέλεσμα οι ηθοποιοί δύσκολα να έρχονται εδώ. Οι άνθρωποι είχαν και υποχρεώσεις. Από τα τηλεοπτικά είχαν τότε μεγάλα μεροκάματα. Όποιος ερχόταν εδώ έπρεπε να του βρούμε σπίτι, με αποτέλεσμα όλα τα μέλη του ΔΣ να προσπαθούν να βρούμε σπίτια, να μείνουν οι ηθοποιοί. Ο Παύλος Ορκόπουλος έχει να διηγείται ακόμη και σήμερα που έμενε με τη γυναίκα του σε ένα υπόγειο και μάλιστα εκεί συνέλαβε το γιο του, όπως μου έλεγε.
 
Κάθε ΔΗΠΕΘΕ έχει δικά του χαρακτηριστικά. Όταν πήγα μετά στη Λαμία αυτό ήταν ολοφάνερο. Στη Λαμία με μεγάλη ευκολία μπορούσα να έχω «αστέρια», γιατί ήταν δυο ώρες από την Αθήνα. Ο Νινιός έπαιζε στην παράσταση, και το βράδυ έμπαινε στο αυτοκίνητό του και πήγαινε στην Αθήνα. Ο Σταύρος Παράβας με την Άννα Φόνσου, επίσης. Αυτό ήταν μεγάλη ευκολία για μένα γιατί έκανα μια διανομή ακόμη πιο προχωρημένη, και έτσι μου προέκυψε και ο Σαίξπηρ, που έχει άλλες απαιτήσεις.
 
Εδώ θέλω να προσθέσω άλλο ένα όνομα, τον Κώστα Καλούδη. Ο Κώστας Καλούδης δούλευε τότε στο δήμο. Ο άνθρωπος αυτός, με την πρώτη κίνηση, με την πρώτη κουβέντα που κάναμε, κατάλαβε ότι κάτι σοβαρό πάει να γίνει. Δέχτηκε να δουλεύει παραπάνω προκειμένου να προχωράμε το χειμερινό θέατρο της Κομοτηνής. Παράλληλα όμως μου ανακοινώνει κάποιος ότι κάποτε είχαν κάνει μια κουβέντα με τον Μίνω Βολανάκη για ένα θερινό θέατρο. Αυτός ήταν που πήρε τα σχέδια των αρχιτεκτόνων, Δημήτρη και Σουζάνας Αντωνακάκη κι αυτός με τη δική του αγάπη και θέληση το ολοκλήρωσε. Τον ευχαρίστησα δημοσίως πάρα πολλές φορές και γραπτώς στα προγράμματά μου. 

«Όταν πρωτοήρθα αντιμετώπισα εχθρικές διαθέσεις από πολλούς» 

ΠτΘ: Ποια ήταν η καλύτερη στιγμή στο ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής; Τι θυμάσαι με πολύ μεγάλη αγάπη;
Β.Κ.:
Δε θέλω να αδικήσω. Υπάρχουν πάρα πολλές στιγμές. Είναι ένας συνδυασμός φορτίων που εκπροσωπούν αυτό που εγώ πιστεύω για τον άνθρωπο. Η ζωή συμβάδιζε αρμονικά με τις επιθυμίες, τη δημιουργία, την καλή ποιότητα φιλίας. Όπως είπα και πριν, ποτέ δεν ήμουν ενταγμένος σε ένα κόμμα. Είναι η φύση μου τέτοια. Η κριτική μου σκέψη είναι αρκετά προχωρημένη και αυτή με οδηγούσε σωστά και δεν χρειαζόμουν τέτοια δεκανίκια. Έκανα τις πράξεις που έπρεπε και η κούραση και το εξοδολόγιο δεν ήταν ποτέ πρόβλημα για μένα. Όταν πρωτοήρθα αντιμετώπισα εχθρικές διαθέσεις από πολλούς. Τα χρόνια όμως που ήμουν εδώ όλοι αυτοί έγιναν φίλοι μου, οι άνθρωποι που εκπροσωπούσαν τα κόμματα κι όχι τα κόμματά τους. 

«Η Μελίνα Μερκούρη είχε απόλυτο δίκιο για τη δημιουργία του ΔΗΠΕΘΕ» 

ΠτΘ: Πρέπει να πούμε ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Μελίνα που έφτιαξε τα ΔΗΠΕΘΕ; Είχε δίκιο;
Β.Κ.:
Απόλυτο. Σήμερα φθίνουν για άλλο λόγο, αλλά είχαν ξεκινήσει ήδη να φθίνουν από τις τρομακτικές παρεμβάσεις των κομματικοδημαρχειακών παραγόντων, οι οποίοι άρχισαν να τα βλέπουν σαν ένα πεδίο εξουσίας. Κατέβαζαν συνεχώς το επίπεδο απαιτήσεων από ένα πολιτιστικό χώρο που παρήγαγε. Η ζημιά όμως που γίνεται αυτή τη στιγμή στο θέατρο, με τις δεκάδες ερασιτεχνικές ομάδες που παράγουν έργο, ελλείψει άλλων διαδικασιών, θα την κατανοήσουμε αργότερα. 

«Οι δήμαρχοι μπορεί να είναι καλοί, αλλά το τι σημαίνει θέατρο δεν το ξέρουν» 

ΠτΘ: Υπάρχει ελπίδα για το ΔΗΠΕΘΕ;
Β.Κ.:
Για να σας απαντήσω θα σας πάω στην αρχή της δημιουργίας των ΔΗΠΕΘΕ. Τότε λοιπόν υπήρχε μια γραφειοκρατία άνευ προηγουμένου. Τα θέατρα αυτά ξεκίνησαν σαν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Για να αγοράσουμε μια βελόνα, ένα ύφασμα, έπρεπε να έχουμε την έγκριση της νομαρχίας. Όταν έχεις πρεμιέρα έπρεπε όλα να είναι, αγορασμένα, ραμμένα, έτοιμα, μέσα στις πρόβες και να είναι τέλεια. Αυτά με τέτοιες γραφειοκρατίες ήταν ανέφικτο να γίνουν. Κάποια στιγμή με πρωτοπόρο τον Σταύρο Μπένο, στο ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας, γίνεται μια πρώτη επιχείρηση να αλλάξει σύσταση ο οργανισμός από Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και να γίνει Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου και πετυχαίνει. Τότε αναλαμβάνει η Μελίνα τονίζοντας σε όλα τα ΔΗΠΕΘΕ, να μελετήσουν τι έκαναν στην Καλαμάτα και να μετατρέψουν τα ΝΠΔΔ σε ΝΠΙΔ, ώστε έτσι να απελευθερωθούν και να προχωρήσουν. Παράλληλα, γίνεται και συντάσσεται η προγραμματική σύμβαση που περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που αφορούν ένα καλλιτεχνικό οργανισμό.
 
Οι δήμαρχοι μπορεί να είναι καλοί, αλλά το τι σημαίνει θέατρο δεν το ξέρουν. Όσοι από αυτούς άκουγαν και έκαναν σωστές επιλογές, πήγαιναν μπροστά. Κι αυτοί εισέπρατταν το δικό τους μερίδιο για τις σωστές επιλογές, αλλά και η πόλη παρήγαγε καλλιτεχνικό προϊόν άξιο λόγου. Η μνήμη καταγράφει αυτά τα πράγματα και αναπαράγει στο μέλλον ποιοτικά χαρακτηριστικά στην καθημερινή ζωή, αλλά και στα παιδιά του ο καθένας μεταδίδει αυτή τη μνήμη με όμορφο τρόπο, αφομοιωμένο με έναν δικό του τρόπο ο καθένας.
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.