Διαστασεις, 4738

1ο Έμαθα πάτερ…

…ότι ο mister Αθανασόπουλος της ΔΕΗ θέλει σεμνά και ταπεινά να μας αλλάξει τα φώτα… Γιατί πάτερ μου ζητά αυξήσεις 30%; Για να πληρώνουμε τον ίδιο και τους κολλητούς του. Και από πότε πάτερ μου δίδονται αυξήσεις, χωρίς να αναβαθμιστούν οι παρεχόμενες υπηρεσίες; Από τότε που ο υπόδουλος στον καναπέ του ελληνικός λαός ΚΑΘΕΕΕΕΕΕΕΤΑΙ, πληρώνει και σιωπααααααά…

Ένας Έλληνας, λοιπόν, πεθαίνει και φτάνει στη ρεσεψιόν της Κόλασης. Ο υπάλληλος του ανακοινώνει ότι, επειδή είναι υπήκοος χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να διαλέξει μία από τις κολάσεις των χωρών-μελών. Σκέφτεται λίγο και αποφασίζει να πάει στη Γερμανική. Οργανωμένη χώρα σου λέει, τόσα χρόνια στην Ελλάδα τι κατάλαβα… μου βγάλανε το λάδι. Τουλάχιστον, ας πάρω μυρωδιά του τι σημαίνει Ευρώπη, έστω και στην κόλαση.

Φτάνει λοιπόν μπροστά στην πύλη της γερμανικής κόλασης. Μαύρο μάρμαρο, καλογυαλισμένο, σιδερένια πύλη και ψηλά γράφει με μεγάλα γράμματα ΚΟΛΑΣΗ στα γερμανικά. Χτυπάει…. Του ανοίγει ένας άψογα ντυμένος υπάλληλος και τον ρωτά τι θέλει.

– Να δω πώς είναι, του απαντά εκείνος.

– Ούτε να το σκέφτεστε, του απαντά ο υπάλληλος! Όλη την ημέρα μας δέρνουνε με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια γεμάτα σκατά!!! Φρίκη! Φρίκη!

2ο Όπου φύγει-φύγει ο ρωμιός πάτερ μου…

Δοκιμάζει τις υπόλοιπες κολάσεις, τα ίδια. Έτσι απογοητευμένος, καταφεύγει στην έσχατη λύση, την ελληνική κόλαση!

Φτάνει λοιπόν έξω από την πύλη. Μία πύλη εγκαταλειμμένη, βρώμικη, όπου στο ψηλότερο σημείο της υπάρχει με μεγάλα φωσφορίζοντα γράμματα η λέξη ΚΟΛΑΣΗ. Το Κ και το Λ φυσικά δεν ανάβουν. Έτσι η επιγραφή γράφει ΟΑΣΗ.

– Ελληνική ανοργανωσιά… μουρμουρίζει…

Όσο πλησιάζει, ακούει κάτι περίεργους θορύβους… Μοιάζουν με μουσική. Πλησιάζει περισσότερο. Η μουσική πλέον ακούγεται ολοκάθαρα. Μπουζούκια, μπαγλαμάδες κλπ. Χτυπάει… Του ανοίγει ένας τύπος κρατώντας μία μπουκάλα στο χέρι, εντελώς φέσι, και τον ρωτά τι θέλει.

– Ήρθα να δω πώς είναι, του λέει και βάζει το κεφάλι του μέσα… Τραπέζια, κάπνα, κάτι γκόμενες χορεύουν πάνω στα τραπέζια τσιφτετέλια, νταούλια….. Γενικώς, μπάχαλο.

Τρελαίνεται ο τύπος….

– Καλά ρε φίλε, τι γίνεται εδώ; ρωτά.

– Aσε φίλε, χάλια του λέει ο μεθυσμένος. Η κατάσταση είναι δραματική εδώ πέρα. Μας δέρνουν όλη μέρα με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια με σκατά.

– Πλάκα μου κάνεις, απαντάει ο πεθαμένος. Εδώ πίνετε και γλεντάτε……

– Εεε, ξέρεις πώς είναι εδώ στην Ελλάδα. Τη μία δεν έχουμε σκατά, την άλλη χαλάνε τα μαστίγια…

3ο Κοιτάζω την Ταραντούλα πάτερ μου…

…που δεν κάνει τίποτα και απορώ πώς η αριστερή παράδοση την έχει κάνει έτσι, να θεωρεί την εργασία αποκλειστικά πεδίο εκμετάλλευσης και αλλοτρίωσης. Δηλαδή πάτερ μου, ο τόπος της εργασίας είναι τόπος φιλόξενος μόνο για τον κεφαλαιοκράτη, (ψιθυρίζω την τελευταία λέξη γιατί στο διπλανό γραφείο εργάζεται (δίνει εντολές δηλαδή να εργαστούν οι άλλοι) η διευθύντριάμου…), που αποσπά εντός αυτού με καταπιεστικές μεθόδους, ρητά ή υπόρρητα κέρδη εις βάρος του ανθρώπινου μόχθου. Κι όμως πάτερ μου ακόμη και άτομα με οικονομική ευχέρεια αποζητούν την εργασία για να νιώθουν όχι μόνο κοινωνικά ενταγμένοι αλλά και για να νοηματοδοτούν με τους δικούς τους σκοπούς τον βίο τους… Πάτερ, πάω για αύξηση όπως αντιλαμβάνεσθε, αλλά πάντα να έχετε στο νου σας ότι ως στήλη… γράφουμε και καμιά ανακρίβεια πού και πού…

4ο Εδώ γελάτε…

Πεθαίνει κάποιος και πάει στον παράδεισο.

– Όλα καλά, του λεν στο σεμινάριο, αλλά εδώ πρέπει να προσέχεις να μην πατήσεις κανένα ροζ συννεφάκι, γιατί αλλιώς θα πρέπει να κάνεις συνέχεια σεξ με κάποια πολύ άσχημη. Μα πάρα πολύ άσχημη.

– Εντάξει, λέει αυτός και βγαίνει έξω για μια βόλτα.

Προχωράει και βλέπει τον παλιό φίλο το Μήτσο, με μία γριά με μία τεράστια ελιά στη μύτη. Πιο άσχημη γυναίκα δεν είχε ξαναδεί.

– Τι έπαθες, ρε Μήτσο;

– Άσε ρε φίλε… Τρίτη μέρα που ήμουν εδώ, ξυπνάω, πάω να σηκωθώ αγουροξυπνημένος και πατάω ένα ροζ συννεφάκι… Τι γκαντεμιά ήταν αυτή;! Ανάθεμα το ροζ συννεφάκι τους!!!

Συνεχίζει τη βόλτα του, αφού τον παρηγορεί λίγο, και βλέπει τον φίλο του τον Γιάννη.

Και αυτός ήταν με μία εξωφρενικά κακάσχημη γυναίκα.

– Ρε συ, τι έπαθες;

– Άστα ρε! Περπάταγα στον δρόμο, βλέπω μία ωραία γκόμενα, και αφηρημένος πατάω το ροζ συννεφάκι! Ανάθεμα την ώρα και την στιγμή!!!

Συνεχίζει τον δρόμο του και βλέπει τον φίλο του τον Κώστα, τον πιο άσχημο της παρέας. Αυτός ήταν με μία κουκλάρα, και φυσικά μες στην τρελή χαρά.

– Τι έγινε, τυχερούλη;

– Πάτησα το ροζ συννεφάκι, λέει περίλυπη η κοπέλα…

Υ.Γ.

Μμμμμ ΚοΛάτσιό

Μαρία Νικολάου

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.