Απο προεδρευομενη σε προεδρικη δημοκρατια;

Ο διάλογος για τη συνταγματική αναθεώρηση και η πρόταση των έξι - Άλκης Δερβιτσιώτης, Αν. Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Σχολής του ΔΠΘ «Κατευθύνονται, χωρίς να θιγεί ο πυρήνας του συντάγματος, στη μετατροπή του πολιτεύματος από προεδρευόμενη σε προεδρική κοινοβουλευτική δημοκρατία»

Η αναθεώρηση του Συντάγματος, το τελευταίο διάστημα φαίνεται πως έχει μπει ψηλά στην κυβερνητική ατζέντα. Σε αυτή την κατεύθυνση έχουν τοποθετηθεί άλλωστε πλήθος κυβερνητικών στελεχών. Η ατζέντα αυτή βέβαια ως προς το περιεχόμενο δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμη, αφού οι όποιες δημόσιες καταθέσεις περιορίζονται σε γενικόλογες αναφορές, περί εκλογικού νόμου ή τη μεταφορά αρμοδιοτήτων. Παρόλα αυτά στην αρχή ενός τέτοιου διαλόγου είδε το φως της δημοσιότητας μια πρόταση που συνετάχθη από τέσσερις νομικούς, έναν πολιτικό και έναν οικονομολόγο και δημοσιεύθηκε στο από 5 Ιουνίου φύλλο της «Καθημερινής της Κυριακής». Η πρόταση έτυχε ευρείας αποδοχής κυρίως ως προς τα “κεφάλαια” που άνοιγε καθώς μεταξύ των προτάσεων περιλαμβάνεται μια ευρεία γκάμα αλλαγών. Από τη μετάθεση αρμοδιοτήτων στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μέχρι τη ριζική αλλαγή του εκλογικού νόμου και τη συγχώνευση των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας.
 
Έχοντας περιέλθει στην αντίληψή μας η επίμαχη πρόταση ζητήσαμε από τον Αν. Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ κ. Άλκη Δερβιτσιώτη να συνδράμει με τις γνώσεις του στην αποκωδικοποίηση των προτάσεων αλλά και στα παράγωγα, σε περίπτωση αποδοχής, μιας τέτοιας πρότασης. Ο κ. Δερβιτσιώτης κατέθεσε παραδείγματα από τη διεθνή συνταγματική εμπειρία ώστε να γίνουν κατανοητές οι προτεινόμενες αλλαγές, εντοπίζοντας τα σημεία που χρίζουν επανεξέτασης, υπογραμμίζοντας ωστόσο πως η πρόταση και η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος κινείται από τη Βουλή και όχι από την Κυβέρνηση.
 
Ο λόγος στον ίδιο όμως… 

«Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να σχεδιάσει συνταγματικώ τω τρόπω αναθεώρηση του συντάγματος»

ΠτΘ: κ. Δερβιτσιώτη τον τελευταίο καιρό ανακινείται από την κυβέρνηση το ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης….
Α.Δ.:
Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να σχεδιάσει συνταγματικώ τω τρόπω αναθεώρηση του Συντάγματος. Το άρθρο 110 του Συντάγματος επιφυλάσσει την αναθεώρηση του Συντάγματος σε πρόταση βουλευτών. Η πρωτοβουλία ξεκινά από αριθμό βουλευτών, η συζήτηση γίνεται στη βουλή, η βουλή λαμβάνει τον χαρακτηρισμό της προτείνουσας βουλής -εσχάτως ακούγεται στο δημόσιο λόγο και ο καινοφανής χαρακτηρισμός «προαναθεωρητική» βουλή, ο οποίος όμως δεν είναι σωστός-. Η προτείνουσα βουλή λοιπόν αποφασίζει ποια άρθρα θα αλλάξουν και όποτε προκύψει η επόμενη βουλή, αυτή είναι και αναθεωρητική, θα αποφασίσει δηλαδή με ποιο περιεχόμενο θα αλλάξουν τα άρθρα. Η αναθεωρητική βουλή δεσμεύεται από την πρόταση της προηγούμενης, της προτείνουσας, βουλής. Αν η προτείνουσας βουλή έχει για παράδειγμα αποφασίσει να αναθεωρηθούν τα άρθρα 10 και 20, η αναθεωρητική βουλή θα ασχοληθεί μόνο με τα άρθρα 10 και 20. Δεν μπορεί να προσθέσει το 21ο άρθρο. Καμία κυβέρνηση δεν αναμειγνύεται στη διαδικασία, οι δε υπουργοί ψηφίζουν στην αναθεώρηση του Συντάγματος μόνον εάν είναι βουλευτές. 

«Προετοιμάζονται να δώσουν περισσότερες αρμοδιότητες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας χωρίς όμως να εκλέξουν τον Πρόεδρο από το εκλογικό σώμα»

ΠτΘ: Σποραδικά αφήνεται να εννοηθεί στο δημόσιο διάλογο η πρόταση για «μεταβολή» του πολιτεύματος από προεδρευόμενη σε προεδρική κοινοβουλευτική δημοκρατία…
Α.Δ.:
Κάποιοι περιλαμβανομένης και της κυβερνητικής πλειοψηφίας και πολλών άλλων, κατευθύνονται, χωρίς να θιγεί ο πυρήνας του συντάγματος, στη μετατροπή του πολιτεύματος, από προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία σε προεδρική κοινοβουλευτική δημοκρατία.
 
Προετοιμάζονται δηλαδή να δώσουν περισσότερες αρμοδιότητες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, χωρίς όμως να εκλέξουν τον Πρόεδρο από το εκλογικό σώμα, που θα ήταν και το σωστότερο εφόσον του αυξάνουν τις αρμοδιότητες, και θέλουν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, να εφαρμόσουν το γαλλικό μοντέλο του 1958. Το 1958 στη Γαλλία, η τέταρτη γαλλική δημοκρατία που ήταν προεδρευόμενη, μετατράπηκε στο σημερινό ημιπροεδρικό πολίτευμα. Όλες οι διατάξεις του συντάγματος που μπορούσαν να αναθεωρηθούν με βάση το αντίστοιχο άρθρο του γαλλικού συντάγματος, ανάλογο με το δικό μας 110, αναθεωρήθηκαν με τη συνήθη διαδικασία, ο δε Πρόεδρος επειδή έπαιρνε παραπάνω αρμοδιότητες, αυτό το κομμάτι της αναθεώρησης τέθηκε ως ερώτημα στο εκλογικό σώμα. Με δημοψήφισμα οι Γάλλοι, αποφάσισαν, αν θέλουν αυτή την ανακατανομή εξουσίας μέσα στην εκτελεστική λειτουργία, δηλαδή να «φύγουν» οι αρμοδιότητες από τον Πρωθυπουργό και να «πάνε» στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όπερ και εγένετο και έτσι ο Πρωθυπουργός είναι σήμερα στη Γαλλία ένα είδος «εκτελεστή» των θελήσεων του Προέδρου της Δημοκρατίας. 

«Αντί να δούμε πώς θα μπορέσουμε να «θρέψουμε» τους πολίτες αυτής της χώρας, περί άλλων ασχολούμεθα»

ΠτΘ: Σύμφωνα με τα όσα δηλώνουν οι κυβερνώντες ανάμεσα σε αυτά που θα περιλαμβάνονται στην αναθεώρηση του συντάγματος θα είναι και ο εκλογικός νόμος. Κάποιοι μάλιστα προκρίνουν τη θέσπιση απλής αναλογικής…
Α.Δ.:
Σ’ αυτή την ταλαίπωρη χώρα δεν έχει γίνει κατανοητό από τους πολίτες, όχι από τους ειδικούς, ότι η απλή αναλογική είναι δυνατόν να θεραπευτεί με περισσότερους από έναν μαθηματικούς τύπους. Τα εκλογικά συστήματα είναι μαθηματικοί τύποι, γι’ αυτό και τα φτιάχνουν μαθηματικοί ή φυσικοί, διότι είναι μαθηματικές πράξεις, που αποσκοπούν να συνδέσουν ευθέως και αναλόγως το εκλογικό αποτέλεσμα ενός κόμματος, το ποσοστό του, με τον αντίστοιχο αριθμό εδρών στη βουλή. Έχουμε δηλαδή δύο μαθηματικά μεγέθη και θα πρέπει αυτά αναλογικώ τω τρόπω να συνδεθούν. Αυτή είναι η μία οικογένεια εκλογικών συστημάτων. Η άλλη οικογένεια εκλογικών συστημάτων είναι τα πλειοψηφικά. Όποιος πάρει τις περισσότερες ψήφους παίρνει και όλο το «πακέτο». Και υπάρχουν και τα μικτά συστήματα. Τα μικτά συστήματα, είναι αυτά τα οποία, ως επί το πλείστον, εφαρμόζονται και συντελούν στην κυβερνητική σταθερότητα με την έννοια της πριμοδότησης του πρώτου κόμματος, χωρίς να αδικούν και τα υπόλοιπα. Το ισχύον σύστημα στην Ελλάδα είναι μικτό σύστημα. Έχει στοιχεία αγνής, απλής και άδολης αναλογικής, που είναι οι πολλές έδρες, και στοιχείο απολύτως πλειοψηφικού, που είναι οι πενήντα έδρες μπόνους που πηγαίνουν στο πρώτο κόμμα.
 
Κατά καιρούς σε αυτή τη χώρα επιλέγουμε ένα θεσμικό ζήτημα, χωρίς να είναι αναγκαίο, χωρίς να είναι τόσο επείγον, μόνο και μόνο για να αποσπάσουμε την προσοχή από άλλα ζητήματα. Ο δημόσιος διάλογος αυτή τη στιγμή στο χώρο που λέγεται Βουλή και είναι ο κατεξοχήν επίσημος θεσμός διεξαγωγής του δημόσιου διαλόγου, θα έπρεπε να είναι, κατά την ταπεινή μου αντίληψη, πώς υπερβαίνουμε την οικονομική κρίση, τι σχέδιο υπάρχει, αν έχουμε δικό μας σχέδιο και πώς αυτό το σχέδιο έρχεται και εναρμονίζεται με τα σχέδια των δανειστών μας, κλπ. Αντί να δούμε πώς θα μπορέσουμε να «θρέψουμε» τους πολίτες αυτής της χώρας, περί άλλων ασχολούμεθα. 

Η πρόταση των έξι

ΠτΘ:  Προσφάτως δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή της Κυριακής» ένα κείμενο που υπογράφεται από τους κ.κ Νίκο Αλεβιζάτο,  Παναγή Βουρλούμη, Γιώργο Γεραπετρίτη, Γιάννη Κτιστάκη, Στέφανο Μάνο και Φίλιππο Σπυρόπουλο, οι οποίοι δημοσιοποίησαν μια σειρά προτάσεων βάσει της οποίας επιθυμούν να ανοίξει ουσιαστικά ο διάλογος σχετικά με τη συνταγματική αναθεώρηση. Θα μας βοηθήσετε  σε μια μικρή ανάλυση των όσων διαβάσαμε; Υπάρχει προηγούμενο ανάλογο  κατάθεσης  στο δημόσιο χώρο  πρότασης αναθεώρησης του συντάγματος;
Α.Δ.:
Πάντα στη χώρα γινόταν δημόσιος διάλογος, έστω και περιορισμένος, για τη συνταγματική αναθεώρηση. Απλώς το εντυπωσιακό σε αυτή τη νέα προσπάθεια κατάστρωσης του δημοσίου διαλόγου είναι ότι όλοι συγκλίνουν στην αύξηση αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η κεντρική ιδέα του Συντάγματος είναι ότι μέσα στην εκτελεστική λειτουργία, υπάρχουν δύο πόλοι. Ο ένας πόλος είναι ο αρχηγός του κράτος, δηλαδή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, και ο άλλος πόλος είναι η Κυβέρνηση. Με την αναθεώρηση του 1986, το πολίτευμα κατέστη κοινοβουλευτικό αμιγώς, υπό τη διάσταση ότι οι αποφασιστικές αρμοδιότητες μεταφέρθηκαν στον Πρωθυπουργό και την Κυβέρνηση. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες, ακόμα και σήμερα, αλλά τις έχει εφεδρικά. Όταν δεν λειτουργεί το σχήμα βουλής-κυβέρνησης, τότε παρεμβαίνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως «αποσυμπιεστής».
 
Σύμφωνα με την πρόταση των έξι η οποία κατατέθηκε δημοσίως, αλλά και το περιεχόμενο αυτών που υπαινίσσονται από την πλευρά της κυβερνητικής πλειοψηφίας, θα ξαναμεταφερθούν αρμοδιότητες από την Κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό προς τον Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλεγόταν από το εκλογικό σώμα, δε θα είχα καμία αντίρρηση. Επί της ουσίας όμως στις προτάσεις προβλέπεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να εκλεγεί -μια παλιά πρόταση πολλών, συμπεριλαμβανομένης και της ταπεινότητάς μου- από διευρυμένο εκλεκτορικό σώμα που δεν θα περιλαμβάνει μόνο τους βουλευτές αλλά και εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης.
 
Ταυτόχρονα δε η πρόταση η οποία διατυπώνεται -και κατά την άποψή μου είναι πάρα πολύ σωστή- είναι να μη διαλύεται η Βουλή στην περίπτωση μη εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά να συνεχίζουμε με την ίδια διαδικασία, μέχρι να εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Δηλαδή αποχωρίζεται το θέμα βουλευτικών εκλογών λόγω διάλυσης της Βουλής, εξαιτίας της αδυναμίας της να εκλέξει Πρόεδρο Δημοκρατίας.
 
Επίσης στις προτάσεις υπάρχει το καινοφανές, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να προτείνει τον Πρωθυπουργό στη Βουλή, η Βουλή να εκλέγει τον Πρωθυπουργό και ακολούθως να σχηματίζεται κυβέρνηση. Και υπάρχουν δύο εναλλακτικές. Εάν η Βουλή ψηφίζει με τουλάχιστον 151 βουλευτές την πρόταση του Προέδρου της Δημοκρατίας, έχουμε κυβέρνηση. Εάν όμως η Βουλή υπερψηφίσει την πρόταση του Προέδρου της Δημοκρατίας με πρωθυπουργό με 149 ψήφους, εάν θέλει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα το αποδέχεται, αν δε θέλει θα επαναπροκηρύσσει εκλογές. Θεωρητικώς, η αφετηρία ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων του Προέδρου είναι να παραμένει σταθερή η Βουλή και να μην έχουμε συχνά εκλογές. Μεταφέρουμε επομένως τις κυβερνητικές αρμοδιότητες διάλυσης της Βουλής στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος όμως, σύμφωνα με την πρόταση, δεν είναι εκλεγμένος από το εκλογικό σώμα.
 
Τέλος στο βάθος των προτάσεων υπάρχει και το εξής: στη σημερινά ισχύουσα διάταξη του συντάγματος, η Κυβέρνηση είναι αυτή που χαράσσει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας και είναι το «αποφασίζον όργανο». Στις προτάσεις των έξι η φράση «η Κυβέρνηση είναι το αποφασίζον όργανο» έχει επαλειφθεί. Αντιλαμβάνεστε τι ερμηνευτικό ζήτημα δημιουργείται μεταξύ των δύο πόλων της εκτελεστικής λειτουργίας με αυτόν τον τρόπο στην περίπτωση κατά την οποία προέρχονται από αντίθετες πολιτικές «οικογένειες».

«Στην πρόταση των έξι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι αιρετός μονάρχης στην κυριολεξία»

ΠτΘ: Με το ισχύον σύστημα το έργο και η αποτελεσματικότητα της Κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού κρίνονται και τίθενται υπό έλεγχο στη Βουλή. Με αυτό το προεδρικό σύστημα και τις διευρυμένες αρμοδιότητες που θα έχει, ποιος θα κρίνει τον πρόεδρο;
Α.Δ.:
Ουδείς, διότι ο πρόεδρος, σύμφωνα με την πρόταση, διορίζει και τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τον Εισαγγελέα του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Είναι αιρετός μονάρχης στην κυριολεξία. Δεν είναι απλή μεταφορά αρμοδιοτήτων. Έχει υπεραρμοδιότητες, δυσανάλογα πολλές με αυτές που αναλογούν σε Πρόεδρο εκλεγμένο από εκλεκτορικό σώμα. Αν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στην πρόταση αυτή, εκλεγόταν από το εκλογικό σώμα, ουδεμία αντίρρηση. Γίνεται στη Γαλλία, αλλά στη Γαλλία εξισορροπείται το σύστημα, όταν η πλειοψηφία της Βουλής προέρχεται από διαφορετική πολιτική «οικογένεια», από αυτή που προέρχεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Τότε το σύστημα εξισορροπείται. Αν εδώ μας προκύψει αυτό το πράγμα, δεν ξέρω τι μέγεθος θα έχει η κρίση, γιατί τους θεσμούς δεν τους έχουμε για να αποφεύγουμε τις συζητήσεις, ούτε να είναι ένα είδος «τσιμέντου». Τους θεσμούς τους έχουμε για να διευκολύνουμε τη συζήτηση.
 
Εάν αυτή η αντίληψη αρχίζει να εκφεύγει, αρχίζει να μπαίνει στη λογική ότι έχω το θεσμό μόνο και μόνο για να λειτουργεί το σύστημα, θέλω να θέσω το εξής θέμα τι γίνεται εάν έχουμε έναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας με θητεία εξαετή και τις παραπάνω υπεραρμοδιότητες, διότι η μέχρι σήμερα εμπειρία μας έδειξε ότι η διενέργεια πρόωρων εκλογών, μετά από παραίτηση Πρωθυπουργού λόγω έντονων αντιδράσεων είναι υπαρκτή περίπτωση.
 
Όπως και να ‘χει, εξ όσων έχω αντιληφθεί, κανένα πολιτικό κόμμα δεν έχει δώσει λεπτομερείς προτάσεις για τον τρόπο της αναθεώρησης. Οι μόνοι που έχουν δώσει λεπτομερείς προτάσεις για τον τρόπο της αναθεώρησης, είναι «η πρόταση των έξι». Η Νέα Δημοκρατία δια του νέου προέδρου της κ. Κυριάκου Μητσοτάκη, έχει δώσει ένα στίγμα και αντίστοιχο στίγμα έχουν δώσει και τα άλλα πολιτικά κόμματα, αλλά δεν έχουμε λεπτομερείς καταγραφές εκ μέρους των πολιτικών κομμάτων. Αυτό μπορεί να υποδηλώνει έναν καινοφανή, πάντως ευπρόσδεκτο τρόπο, εκ μέρους των πολιτικών κομμάτων να δώσουν προτεραιότητα στους έχοντες την ειδικότερη γνώση να τοποθετηθούν επί του θέματος. Μπορεί όμως να υποκρίπτει και μια προσπάθεια αποφυγής τοποθέτησης μέσω της υιοθέτησης των προτάσεων των ειδικών.

«Το Ελεγκτικό Συνέδριο αντικαθίσταται από μία ανώτατη ελεγκτική αρχή, ο Άρειος Πάγος και το Συμβούλιο της Επικρατείας “συγχωνεύονται”»

ΠτΘ: Αυτό που ξαφνιάζει επίσης στην πρόταση είναι η ύπαρξη ενός μόνο ανώτατου δικαστηρίου. Τι εξυπηρετεί αυτή η συγχώνευση;
Α.Δ.:
Σύμφωνα με την πρόταση, δεν θα καταργηθεί μόνο ο Άρειος Πάγος και το Συμβούλιο της Επικρατείας, αναδιαρθρώνεται και το Ελεγκτικό Συνέδριο. Το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι ένα μικτό όργανο. Κατά 65-70% είναι διοικητικό όργανο ελεγκτικό για τις δαπάνες και κατά 30-35% είναι δικαστήριο. Το Ελεγκτικό Συνέδριο αντικαθίσταται από μία ανώτατη ελεγκτική αρχή, ο Άρειος Πάγος και το Συμβούλιο της Επικρατείας «συγχωνεύονται» σε ένα ανώτατο δικαστήριο, και ταυτόχρονα καταργούνται τα διοικητικά δικαστήρια. Οι διοικητικοί δικαστές ενσωματώνονται και δημιουργείται μόνο ένα σώμα δικαστών ώστε ο ίδιος δικαστικός σχηματισμός να ασχολείται ταυτόχρονα με το ποινικό, το αστικό και το διοικητικό -αν υπάρχει- μέρος μιας υπόθεσης. Αυτή η πρόταση έχει λογική και έχει βάση στην αντίληψη ότι ενδεχομένως να εξοικονομείται χρόνος για την έκδοση της απόφασης καθώς ένα από τα σημαντικά θέματα που έχουμε σ’ αυτή τη χώρα είναι ότι χρονίζει η έκδοση των δικαστικών αποφάσεων. Είναι μια εξαιρετικά καλή αφετηρία.
 
Μπορούμε να δούμε και το ομοσπονδιακό σχήμα των Ηνωμένων Πολιτειών, πράγματι εκεί υπάρχει ένα τέτοιο δικαστήριο, που επιλύει τα μείζονα θέματα. Κατά την πρόταση, το Ανώτατο Δικαστήριο, που τον πρόεδρο και τον εισαγγελέα του τον διορίζει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τον επιλέγει και τον διορίζει, μεταξύ τριών υποψηφίων που του προτείνει το ίδιο το δικαστήριο, το οποίο δεν είναι τόσο άσχημο όσο ακούγεται. Νομίζω όμως ότι η πρόταση χρίζει επανεπεξεργασίας, ως προς την σύνθεση του δικαστηρίου διότι λέει ότι θα αποτελείται κατά τα 2/3 από τακτικούς δικαστές και κατά το 1/3 από νομικούς εγνωσμένης εμπειρίας. Η πρόταση δηλαδή καταργεί τον όρο καθηγητής πανεπιστημίου, ακριβώς για να καταργηθούν και τα ηλικιακά όρια του 67ου έτους.

«Η πρόταση πρέπει να αξιολογηθεί ως αυτό που είναι• μία πρόταση δηλαδή εντίμως υποβληθείσα στο δημόσιο διάλογο»

ΠτΘ: Στην επίμαχη πρόταση υπάρχει πρόβλεψη και για αλλαγή του τρόπου εκλογής των βουλευτών; Πώς την αξιολογείτε;
Α.Δ.:
Η πρόταση πρέπει να αξιολογηθεί ως αυτό που είναι. Μία πρόταση δηλαδή εντίμως υποβληθείσα στο δημόσιο διάλογο, δια του δημόσιου τρόπου. Δεν δεσμεύει κανέναν, ούτε καν τους συντάκτες της οι οποίοι λένε «εμείς καταλήξαμε σε αυτό το σημείο, ελάτε να συζητήσουμε». Η πρόταση υιοθετεί ένα κράμα στοιχείων γαλλικού συντάγματος και πολιτεύματος και γερμανικού συντάγματος και πολιτεύματος.
 
Όσον αφορά στο πρώτο σκέλος της ερώτησής σας, θα εκπλαγείτε αν ακούσετε τον τρόπο εκλογής βουλευτών, που υιοθετείται αμιγώς στην πρόταση από το γερμανικό σύστημα, το οποίο όμως έχει μια τεχνική δυσχέρεια. Στο γερμανικό εκλογικό σύστημα κάθε εκλογέας έχει δύο ψήφους. Η μία ψήφος πηγαίνει υπέρ υποψηφίου βουλευτή σε μονοεδρική περιφέρεια, οπότε εκεί έχουμε πλειοψηφικό σύστημα, και η άλλη ψήφος πηγαίνει σε μια άλλη κάλπη η οποία αφορά βουλευτές της μείζονος εκλογικής περιφέρειας οι οποίοι εκλέγονται με το σύστημα της λίστας, εκεί ισχύει το αναλογικό σύστημα. Έτσι επιτρέπεται στο εκλογικό σώμα να ψηφίζει πρόσωπα που προέρχονται από διαφορετικά κόμματα. Το θέμα είναι ότι σύμφωνα με το εκλογικό σύστημα της Γερμανίας η Ομοσπονδιακή βουλή δεν έχει σταθερό αριθμό εδρών διότι προστίθενται έδρες ώστε να αντιστοιχούν με το Πανγερμανικό ποσοστό κάθε κόμματος. Η πρόταση υιοθετεί αυτό το μοντέλο, όμως κατ’ αναλογία έτσι δεν θα υπάρχει σταθερός αριθμός βουλευτών και στην ελληνική βουλή. Αυτό είναι το τεχνικό πρόβλημα.
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.