«Ανατολικη Θρακη –Ανατολικη Ρωμυλια:

«Ανατολική Θράκη – Ανατολική Ρωμυλία: Αλησμόνητες επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου» ήταν το θέμα εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο το βράδυ στην αίθουσα του Πολιτιστικού Κέντρου Αιγείρου. Συνδιοργανωτές της εκδήλωσης ο Πολιτιστικός Σύλλογος Αιγείρου και ο Θρησκευτικός Σύλλογος Αγίας Μαρίνας Ιμέρου. Παρόντες στην εκδήλωση ο πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και Κομοτηνής κ. Κωνστάντιος, ο εκπρόσωπος του Βουλευτή Ροδόπης κ. Πεταλωτή, κ. Κυριάκου, η πρώην βουλευτής κ. Μανωλιά, ο νομάρχης κ. Γιαννακίδης, οι δήμαρχοι Αιγείρου και Μαρωνείας κ. Λίτσος και κ. Παπανικολάου, αντιδήμαρχοι των δύο δήμων, ο αστυνομικός διευθυντής κ. Καραγκιοζίδης, εκπρόσωπος του Διοικητή της Σχολής Αστυνομίας, ο πρόεδρος του Μορφωτικού Συλλόγου Σαρακατσάνων κ. Νάκος, ιερείς και πλήθος κόσμου. Χαιρετισμούς απηύθυναν ο πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Αιγείρου κ. Κούκος και η πρόεδρος του Θρησκευτικού Συλλόγου Αγίας Μαρίνας Ιμέρου κ. Δουδούκα. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Πολιτιστικού Συλλόγου Αιγείρου απονεμήθηκε τιμητική πλακέτα στον Ιωάννη Σιδηρά, θεολόγο, νομικό και εκκλησιαστικό συγγραφέα ομιλητή της εκδήλωσης, για τους αγώνες του για στήριξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Σχέσεις Οικουμενικού Πατριαρχείου και Ανατολικής Θράκης – Ανατολικής Ρωμυλίας

Όπως ανέφερε ο κ. Σιδηράς οι περιοχές τόσο της Ανατολικής Θράκης όσο και της Ανατολικής Ρωμυλίας «ανέκαθεν διατηρούσαν ισχυρούς και ακατάλυτους, εκκλησιαστικούς και πνευματικούς δεσμούς με τη Μητέρα Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως». Και οι δύο περιοχές, ως ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές και εκκλησιαστικές επαρχίες είχαν συγκριτικά με άλλες περιοχές τις περισσότερες μητροπόλεις και επισκοπές. «Το γεγονός αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο και περιστασιακό. Αντιθέτως περίτρανα αποδεικνύει τόσο το υψηλό και γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα των κατοίκων της Ανατολικής Θράκης και Ανατολικής Ρωμυλίας όσο και την ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα που έδιδε το Οικουμενικό Πατριαρχείο σ’ αυτές τις νευραλγικές εκκλησιαστικές επαρχίες του με τον υψηλού επιπέδου ακμάζοντα ορθόδοξο πληθυσμό».

Όπως είπε στην Ανατολική Θράκη μέχρι και την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923 υπήρχαν και άκμαζαν οι Μητροπόλεις: Αδριανουπόλεως, Ηρακλείας, Αίνου, Τυρολόης και Σερεντίου, Βιζύης και Μηδείας, Σαράντα Εκκλησιών, Σηλυβρίας, Γανου και Χώρας, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Καλλιπόλεως και Μαδύτου, Μετρών και Αθύρων, ενώ στην Ανατολική Ρωμυλία οι Μητροπόλεις Φιλιππουπόλεως, Βάρνας, Αγχιάλου, Αγαθουπόλεως, Αγαθονικείας, Βράτσας, Λεύκης, Κωνσταντίας, Λιτίτσης, Μεσημβρίας, Πρεσλάβας, Ροδοστόλου, Σαμακοβίου και Σωζοπόλεως. «Δεν είναι τυχαίο ότι ως Μητροπολίτες και επίσκοποι στις εκκλησιαστικές επαρχίες της Ανατολικής Ρωμυλίας εκλέγονταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο οι άριστοι, και μάλιστα πολλοί από αυτούς αργότερα εκλέγονταν και οικουμενικοί πατριάρχες». Το Πατριαρχείο όμως δεν μεριμνούσε μόνο γι’ αυτό αλλά και για την ίδρυση εκκλησιών, μοναστηριών, ευαγών φιλανθρωπικών και κοινωφελών ιδρυμάτων και φυσικά νηπιαγωγείων, δημοτικών σχολείων, σχολαρχείων και λοιπών ανώτερων και ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, «διότι το Πατριαρχείο ζητούσε και με κίνδυνο πολλές φορές να πέσει στην δυσμένεια του Σουλτάνου, την άδεια για την ίδρυση και λειτουργία όλων των παραπάνω. Και επιπλέον το Πατριαρχείο με τους διακεκριμένους φιλεκπαιδευτικούς και φιλοπρόοδους συλλόγους της Κωνσταντινουπόλεως φρόντιζε να αποστέλλονται διδάσκαλοι και διδασκάλισσες σε όλα τα σχολεία της Αν. Θράκης και Αν. Ρωμυλίας ώστε οι ελληνόπαιδες να γεύονται τα νάματα της ελληνορθόδοξης Παιδείας και παραδόσεως για να ανθίστανται στα σχέδια εκβουλγαρισμού και εκτουρκισμού τους».

Εκπαίδευση

Με μέριμνα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην πρώτη γραμμή ήταν τα θέματα παιδείας και μόρφωσης, ζητώντας από το 1850 και μετά τις σχετικές άδειες από το Οθωμανικό κράτος. Σταδιακά λοιπόν άρχισαν να ιδρύονται σε όλες τις μεγάλες πόλεις, κωμοπόλεις και στα πλέον απομακρυσμένα χωριά της Ανατολικής Θράκης και Ανατολικής Ρωμυλίας όλων των βαθμίδων σχολειά, παρθεναγωγεία, αρρεναγωγεία, τα λεγόμενα γραμματοδιδασκαλεία, σχολαρχεία, ημιγυμνάσια, γυμνάσια, ανώτερα και ανώτατα φροντιστήρια που δεν υπήρχαν στην κυρίως Ελλάδα. Ήδη από το 1848 στην Φιλιππούπολη λειτουργούσαν και δύο ιδιωτικά σχολεία, του Παπακωνσταντίνου και του Θεοφιλάκη. Βιβλιοθήκες με πολλά και σπάνια βιβλία, εργαστήρια φυσικής πειραματικής και Χημείας, τεχνικά εργαστήρια κ.α.

«Οι μαθητές και μαθήτριες διδάσκονταν από σύγχρονα βιβλία όλα τα μαθήματα, την στιγμή που σ’ άλλες επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και στις επαρχίες της ελεύθερης Ελλάδος, δεν υπήρχαν εγχειρίδια ούτε για τους δασκάλους.

Το δε διδακτικό προσωπικό σε όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα ήταν υψηλότατου επιπέδου, αφού οι διδάσκαλοι, οι διδασκάλισσες και οι καθηγητές ήταν απόφοιτοι των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Φιλιππουπόλεως, της Σμύρνης, της Αδριανουπόλεως, της Τραπεζούντος και της Κωνσταντινουπόλεως.

Αξίζει μάλιστα να υπογραμμιστεί ότι το επίπεδο της παρεχόμενης επιστημονικής γνώσεως ήταν τόσο υψηλό στα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Φιλιππουπόλεως, Αδριανουπόλεως, Ραιδεστού, Σαράντα Εκκλησιών, Βάρνας, Πύργου και Αγχιάλου, απ’ όπου αποφοιτούσαν νηπιαγωγοί, διδάσκαλοι και καθηγητές, ώστε οι Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου κυρίως της Βορείου Ελλάδος, Μακεδονίας και Θράκης πίεζαν τις ανώτατες σχολικές εφοροεπιτροπές των παραπάνω ανωτέρων και ανωτάτων εκπαιδευτηρίων να δεχθούν να φοιτήσουν σ’ αυτά οι απόφοιτοι άνδρες και γυναίκες από τις διάφορες επαρχίες για να αποφοιτήσουν νηπιαγωγοί και διδάσκαλοι για να επιστρέψουν και να διδάξουν στη διδασκαλεία και λοιπά εκπαιδευτικά ιδρύματα των περιοχών προελεύσεως και καταγωγής τους. Αυτή η διακαής επιθυμία να σπουδάσουν σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα την παιδαγωγική επιστήμη, εκδηλωνόταν κυρίως για τις παιδαγωγικές σχολές της Αδριανουπόλεως και Φιλιππουπόλεως που ήταν υψηλότατου επιπέδου και ασύγκριτες για την εποχή τους».

Σύλλογοι

Σε όλες τις μεγάλες πόλεις, κωμοπόλεις και κεφαλοχώρια της Ανατολικής Θράκης και Αν. Ρωμυλίας λειτουργούσαν κεντρικοί, τοπικοί, περιφερειακοί, μικτοί (Έλληνες και άλλες εθνότητες), αμιγώς ελληνικοί σύλλογοι, λέσχες, σωματεία, ενώσεις, συντεχνίες, πολιτικές οργανώσεις, εμπορικά ισνάφια, (εμπορικοί συνδικαλιστικοί φορείς). Αυτοί οι συλλογικοί φορείς ήταν φιλεκπαιδευτικοί, φιλόμουσοι, καλλιτεχνικοί, κοινωφελείς, φιλανθρωπικοί, πολιτικοί και καθαρά συντεχνιακοί.

«Άξιοι μνείας είναι οι θεατρικοί, μουσικοί, γυμναστικοί, αθλητικοί, αγροτικοί ανδρών – γυναικών και δεσποινίδων, σύλλογοι – λέσχες και σωματεία που προσέφεραν υψηλού επιπέδου εκπαιδευτικό, εθνικό και κοινωνικό έργο, καθώς και ποιοτική ψυχαγωγία».


Όπως είπε, υπήρχε συνεργασία κυρίως των φιλεκπαιδευτικών συλλόγων της Αδριανουπόλεως και της Φιλιππουπόλεως με τους αντιστοίχους της Κωνσταντινουπόλεως αλλά και με τους συλλόγους του ευρυτέρου γεωγραφικού χώρου της Θράκης και της Μακεδονίας για την αναβάθμιση του προγράμματος σπουδών και του επιπέδου των παρεχόμενων γνώσεων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Για το σκοπό αυτό πραγματοποιούσαν μαζικές αποστολές βιβλίων προς τα σχολεία του ευρύτερου θρακικού χώρου όπως επίσης και αποστολή διδακτικού προσωπικού.

Τέτοιοι ποικίλου περιεχομένου σύλλογοι λειτουργούσαν και δραστηριοποιούνταν, στη μεν Ανατολική Θράκη στην Αδριανούπολη, Μακρά Γέφυρα (Ουζούν Κιοπρού), Ραιδεστό, Ηράκλεια, Τυρολόη, Σχολάσι, Σαράντα Εκκλησιές, Λουλέ Μπουργκάς (Αρκαδιούπολη), Βιζύη, Μηδεία, Σκοπό, Σαμακόβιο, Βουνάρ-Χισάρ (Κρύα Βρύση), αλλά και αλλού, στην δε Ανατολική Ρωμυλία, στην Φιλιππούπολη, Στενήμαχο, Πύργο, Μεσημβρία, Αγχίαλο, Καριές, Σωζόπολη, Αγαθούπολη, και φυσικά στο Καβακλί (1896) υπό την επωνυμία «Αδελφότης Ομόνοια».

Ευεργέτες

Όπως είπε ο κ. Σιδηράς πολύ μεγάλη υπήρξε και η συμβολή των Θρακών ευεργετών του 19ου και 20ου αιώνα, «οι οποίοι παράλληλα με τους μεγάλους και μικρότερους (τοπικούς) συλλόγους, έδωσαν μια ξεχωριστή ώθηση στην εκπαίδευση και γενικότερα στην πολιτιστική ανάπτυξη των περιοχών όπου έδρασαν ή γεννήθηκαν. Τέτοιοι Θράκες Μεγάλοι Ευεργέτες υπήρξαν: ο Γεώργιος Ζαρίφης που ίδρυσε, τα περίφημα «Ζαρίφεια Εκπαιδευτικά Ιδρύματα», ο Γρηγόριος Μαρασλής (από Φιλιππούπολη), στη Ραιδεστό οι Κωστάκης και Γεώργιος Θεοδωρίδης, οι Σταύρος και Πασχάλης Γεωργιάδης και ο Κωνσταντινίδης. Στους Επιβάτες ο Σαράντης Αρχιγένης, στην Σηλυβρία ο Σταύρος Σταυρίδης, στην Αίνο ο Μητροπολίτης Αίνου Σωφρόνιος, ο Κων/νος Κουτσουρέλης. Στην Αδριανούπολη ο Χρ. Παπαδόπουλος, ο Δημήτριος Δοδόπουλος, στις Σαράντα Εκκλησιές, ο Αντώνιος Κομιζόπουλος και Μιχαλάκης Γκιουμουσγκερδάνης στην Φιλιππούπολη, στην Βάρνα ο Παρασκευάς Νικολάου και ο Βασίλειος Σουλήνης.

Θρακιώτες λόγιοι

Ξεχωριστή θέση όμως κατέχουν και οι πολυάριθμοι Θρακιώτες Λόγιοι, οι οποίοι τίμησαν το γένος μας στον οθωμανικό και ευρωπαϊκό χώρο, όπως ο Στέφανος και οι υιοί Αλέξανδρος και Κων/νος Καραθεοδωρή, Στέφανος Κουμανούδης, Σαράντης Αρχιγένης, Βλάσιος Σκορδέλης, Άνθιμος Αλεξούδης (Μητρ. Αμασείας), Αριστοτέλης Κουρτίδης, Μυρτίλος Αποστολίδης, Σταμάτιος Ψάλτης, Αρχιεπ. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Χρ. Τσούντας (παν/κος – Αρχαιολόγος), Θυατείρων και Μεγ. Βρετανίας Γερμανός Στρινόπουλος (Σηλυβρία), Αχιλλέας Σαμοθράκης, Βασ. Μυστακίδης και ο Άγιος Νεκτάριος Κεφαλάς (Σηλυβρία).

Οικονομία

«Οι κοινότητες στην Ανατολική Θράκη και Ανατολική Ρωμυλία ήταν οικονομικά ισχυρές και εύπορες και εν γένει η γεωγραφική θέση της Θράκης, την καθιστούσε μία από τις ευφορότερες και πλουσιότερες επαρχίες και της βυζαντινής και της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πέρα από την στρατηγική της σπουδαιότητας η οικονομική σημασία της Θράκης υπήρξε τεράστια εφόσον αποτελούσε τον σιτοβολώνα της Κων/πόλεως απ’ όπου η Υψηλή Πύλη προμηθεύονταν δημητριακά, σταφύλια, κρασί, γαλακτοκομικά είδη και σφάγια. Φημισμένα ήταν τα μαλλιά, τα δέρματα, τα τυροκομικά, το σαπούνι, τα οπωρολαχανικά. Ιδιαίτερα ανεπτυγμένη ήταν η κτηνοτροφία και η καλλιέργεια του μεταξιού, της υφαντουργίας και της κεντητικής.

Οι Ανατολικοθρακιώτες και Ανατολικορωμυλιώτες ήταν νοικοκυραίοι από τους λίγους. Άριστοι χορευτές, καλοί οργανοπαίκτες, ενώ οι γυναίκες τους ονομαστές υφάντρες, κεντήτρες και μαγείρισσες. Χοροί, τραγούδια, μουσική παράδοση, ενδυμασίες, φορεσιές, εργαστήρια χρυσοχοΐας, κατασκευή κοσμημάτων. Όλα αυτά αποδεικνύουν τον όλο πολιτισμό των Θρακών, την λαογραφία και την πλούσια παράδοσή τους».

Λαογραφία

«Πλούσια όμως, είναι η λαογραφία των Θρακών, στην οποία διατηρούνται και αναβιώνουν πλείστα όσα αρχαία έθιμα της Θράκης». Ενδεικτικά ο κ. Σιδηράς ανέφερε ότι οι Θράκες θεωρούσαν απαρχή του νέου έτους την πρώτη μέρα του Μάρτη, τις Κούνιες «που κατασκευάζονταν και δένονταν στα δέντρα την δεύτερη μέρα του Πάσχα ή ανήμερα του Αγίου Γεωργίου. Το κούνημα σ’ αυτές τις «αιώρες» ήταν αρχαίο έθιμο των Αθηναίων που συμβόλιζε τον καθαρμό – εξαγνισμό από το κακό, τα πνεύματα του κακού.

Η Πεντηκοστή ή διαφορετικά ψυχοσάββατο του Μάη έχει μεγάλο λαογραφικό ενδιαφέρον. Σύμφωνα με την παράδοση, οι ψυχές των νεκρών δεν το θέλουν καθόλου αυτό το ψυχοσάββατο διότι, ύστερα από σχεδόν 50 ημέρες, μετά την Ανάσταση του Χριστού μας, που ήταν ελεύθερες στον πάνω κόσμο και κόντρα στα πρόσωπα και τα μέρη που εν ζωή αγάπησαν, υποχρεώνονται να κλειστούν και πάλι στον «κάτω κόσμο». Αν μάλιστα βρεθεί κάποιος στα κοιμητήρια την ημέρα της Πεντηκοστής ακούει τον θρήνο τους καθώς δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τον πάνω κόσμο».

Επίσης ανέφερε το έθιμο με τις φωτιές του Αϊ-Γιάννη του Κλήδονα, το έθιμο της «Βαρβάρας» που πριν από λίγες ημέρες το αναβιώσαμε στα σπίτια μας, κατά την εορτή της Αγίας Βαρβάρας και τέλος το έθιμο των «αλεκτοροθυσιών» (το σφάξιμο δηλαδή των πετεινών) «κατά το βράδυ της παραμονής των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ (7/11). Είναι γνωστό ότι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ λαμβάνει τις ψυχές των ανθρώπων κατά την ώρα της Εκδημίας τους εις Κύριον. Για να τον καλοπιάσουν λοιπόν οι συμπατριώτες μας, οι Θρακιώτες τι έκαναν; Το βράδυ της παραμονής της εορτής, των Αρχαγγέλων, όλοι οι γέροντες πήγαιναν σε καθορισμένο μέρος, όπου ένας εξ αυτών (πάντα ο ίδιος) έσφαζε τους πετεινούς που έφερναν μαζί τους υπό το φως των κεριών. Έτσι καλόπιαναν τον Αρχάγγελο Μιχαήλ για να μη τους πάρει την ψυχή.

Και ένα άλλο έθιμο που σχετίζεται με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ αναφέρει ότι ως γνωστόν οι Θρακιώτες συνήθιζαν ν’ αφήνουν τα παπούτσια τους μπροστά στην εξώπορτα του σπιτιού τους. Στις 8 Νοεμβρίου όμως, ανήμερα της εορτής των Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ, έβαζαν τα παπούτσια μέσα στο σπίτι για να μην τα δει το βράδυ εκείνο που διήρχετο ο Αρχ. Μιχαήλ και θυμηθεί να πάρει τις ψυχές τους».

Α.Π.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.