Η Γενοκτονια των Κιρκαλιωτων

Τα μαρτύρια των Κατοίκων της Κίρκης Έβρου

Τον πανέμορφο τόπο που βρίσκεται  ΒΔ της Αλεξανδρούπολης μέσα  σε καταπράσινα  δάση και κακοτράχαλες  διαβάσεις διάλεξαν οι πρόγονοί μας να εμπιστευτούν τη ζωή τους, με την εγκατάστασή τους προ πολλών αιώνων. Τους ώθησαν  σ’ αυτή τους την επιλογή οι ορεσίβιες βιωματικές καταβολές  καταγωγής τους από τις δυσπρόσιτες  Ηπειρωτικές περιοχές. Όπως σημειώνω στο βιβλίο μου με τίτλο « Κίρκη Έβρου, η μάγισσα  ή η μαγεία της φύσης », εκεί μέσα στα δάση ένοιωθαν ασφαλείς από τους παντοίους εχθρούς  όλων των εποχών. Η Κίρκη, με την συνεχή και κατά διαστήματα προσέλευση πολλών ηπειρωτών καθώς και την συγχρόνως ενσωμάτωση, πιθανόν των ελάχιστων εναπομεινάντων  από τις γύρω τοποθεσίες, απομεινάρια των Κικόνων, είχε μια συνεχή άνθιση σε όλους τους τομείς. Ιδιαίτερα είχε ανάπτυξη στην κτηνοτροφία, την γεωργία, με την καλλιέργεια μέταξας και μετά καπνού  καθώς και άλλων καλλιεργειών που αποτέλεσαν πλουτοπαραγωγικές πηγές. Σ’ αυτό βέβαια συνετέλεσε και η από την αρχαιότητα  διάβαση, διέλευσης από Ήπειρο προς Κωνσταντινούπολη, η Παραεγνατία  όπως την ονόμασαν, ώστε η Κίρκη να εξελιχθεί  με τον καιρό σε ιστορικό Κόμβο  με το όνομα  40ο  Χάνι (Κιρκ – Χαν) ως σταθμός εμπορευματικός, εστίασης, διαμονής στα Χάνια, ανεφοδιασμού και άλλων χρήσεων. Η όλη εικόνα του χωριού ήταν αξιοζήλευτη, αφού αποτελούσε οργανωμένη κοινωνία με όργανα αυτοδιοίκησης που ρύθμιζαν τα πάντα για την αρμονική διαβίωση των κατοίκων.

Όπως εξελίχθηκε και οργανώθηκε ο οικισμός της Κίρκης από της συστάσεως και μέχρι  τις αρχές του 19ου αιώνα δημιούργησε μια ακμάζουσα  πορεία συνεχούς ανάπτυξης και προόδου με υψηλά ενδιαφέροντα για τη θρησκεία, τα γράμματα και τον πολιτισμό.

Αυτό το όμορφο κλίμα νοικοκυροσύνης  και προκοπής στα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου  έμελλε να διαταραχθεί από τις εθνοτικές πολεμικές καταστάσεις και έτσι ο φιλήσυχος αυτός οικισμός επανειλημμένα να υποστεί τα πάνδεινα. Λεηλατήθηκε, πυρπολήθηκε, κατεστράφη και  οι κάτοικοί του άλλοι εξοντώθηκαν, άλλοι υπέστησαν ομηρία  και δεν επέστρεψαν ποτέ, και άλλοι πέθαναν από πείνα, λιμούς και εξάντληση στις αντίξοες συνθήκες των βίαιων  μετακινήσεων.

Όλα  αυτά αποτέλεσαν την Γενοκτονία των Κιρκαλιωτών, γιατί αυτές οι απώλειες του αποδεκατισμού ελάττωσαν κατά  παραπάνω από μισό τον πληθυσμό  του οικισμού.

Η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη μέχρι την Αδριανούπολη καταλαμβάνονται από τη Βουλγαρία. Κατά την υποχώρησή τους όμως οι Τούρκοι λεηλατούν τα κατοικούμενα, από Έλληνες χωριά και σφά­ζουν στο διάβα τους όποιον προλάβουν. Προ της εγκατάλειψης όμως  του χωριού συνέβησαν τραγικά γεγονότα. Οι Τούρκοι με την αποχώρησή τους από τη Θράκη γιατί έπρεπε να παραδοθεί στους Βουλγάρους κατέστρεφαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, λήστευαν, έκαιγαν, έσφαζαν και έβγαζαν κάθε ένστικτο βαρβαρότητας στο πέρασμα τους.  Η κατάσταση για τους χριστιανούς στην Τουρκία αρχίζει κάπως να «σφίγγει» από τις τουρκικές αρχές με την επικράτηση των Νεότουρκων το 1908, αλλά το χωριό, ασήμαντο και απομονωμένο, ελάχιστα αισθάνεται την αλλαγή και η ζωή συνεχίζεται ομαλά μέχρι την κήρυξη του πρώτου Βαλκανικού πολέμου, το 1912.

Οι κάτοικοι του Κιρκά σε μια δραματική νύχτα εγκαταλείπουν το χωριό και κατα­φεύγουν στο βουνό μέσα στο πυκνό δάσος του Αράπ-Ντερέ. Σφάζουν τα σκυλιά τους που τους ακολούθησαν, για να μην ακουστούν τα γαβγίσματά τους και προ­δοθεί το καταφύγιο τους, ποτίζουν τα μωρά τους με αφιόνι (ακατέργαστο όπιο), για να κοιμούνται συνεχώς και να μην ακουστεί το κλάμα τους, και περνούν τρία μερόνυχτα μέσα στο φόβο και την αγωνία.

Ας είναι αναπαυμένη η ψυχή της Μαρίας, αυτής που αργότερα ήταν γνωστή σαν «Γκάτζαινα». Ήταν η μόνη γυναίκα, τότε ακόμα νέο κορίτσι, που ήταν κατάλλη­λη να παίξει το ρόλο κατάσκοπου, γιατί δεν ήταν μόνο έξυπνη, αλλά ήξερε και την τουρκική γλώσσα και με τις πληροφορίες της, ειδοποιήθηκε το χωριό και σώθηκαν χίλιες διακόσιες ψυχές. Υπήρξε στην περίπτωση αυτή μια πραγματική ηρωίδα.

Ο λόγος  στην  ιστορική  προσωπικότητα  στην μετέπειτα  Μανιά, η μαία  (η μαμή  του χωριού). 

Θα προσπαθήσω εδώ να σκιαγραφήσω, από ό,τι θυμάμαι από τα γραπτά και τις διηγήσεις του πατέρα μου, τα σχετικά με τον ρόλο που έπαιξε η Μαρία (Γκάτζαινα) ως πληροφοριοδότης. Αυτό συνέβη όταν ο σταθμάρχης του Σιδηροδρομικού Σταθμού (κάποιος Αρμένης τουρκικής καταγωγής) ζήτησε από το χωριό υπηρέτρια οπότε του προμήθευσαν την Μαρία.

Η Μαρία ήταν η μόνη πηγή από την οποία μπορούσαν να  έχουν κάποιες έγκυρες πληροφορίες οι Έλληνες κάτοικοι του χωριού, σε εποχές  πολύ δύσκολες. Προσποιούνταν την κουφή, ύστερα υπό υποδείξεις των ιθυνόντων του χωριού και έπαιξε τον ρόλο κατασκόπου. Κρυφάκουγε ό,τι συζητούσαν  ο σταθμάρχης με τον Τούρκο Αξιωματικό της Φρουράς και με κίνδυνο να αποκαλυφθεί και να θανατωθεί, επινοούσε έξυπνους τρόπους και ευκαιρίες να κατατοπίζει τους ιθύνοντες του χωριού.

 Όταν πληροφορήθηκε ότι μια νύχτα θα έφθαναν τα τελευταία υποχωρούντα τουρκικά στρατεύματα, να καταστρέψουν ό,τι μπορούσαν και να σφάξουν τους κατοίκους, ειδοποιήθηκαν από τη Μαρία οι αστυνομικοί και ο παπάς  που φρόντισαν και κατέφυγαν όλοι  οι κάτοικοι στο δάσος του Αράπ-Ντερέ  για τρία ημερόνυχτα και έτσι σώθηκαν χάρη στις κατασκοπευτικές ικανότητες της.

Αυτή η περιπέτεια είχε σαν αποτέλεσμα και το θάνατο του Κύρου Τσολάκη του Μιχαήλ, που τον βρήκαν ένοπλοι Τούρκοι στην εξοχή, στην περιοχή «της Αλέξαινας τα χωράφια» και τον εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Στην συνέχεια τον θάνατο ενός κατοίκου, του Νίκου Δαμκαλή που τον έστειλαν από τον κρυψώνα οι χωριανοί για ανίχνευση, με σκοπό να πάει να δει τι γίνεται στο χωριό και στο μονο­πάτι κοντά στο Αρναούτ πηγάδι, στην πλαγιά έξω από το χωριό, οι Τούρκοι τον πυροβόλησαν, αντίκρυ από την εκκλησία, όπου και εξέπνευσε καθώς και την σφαγή μιας λεχώνας που βρήκαν.

Με τον γυρισμό τους στο χωριό δεν ησύχασαν για πολύ, γιατί έφυγαν μεν οι Τούρκοι, αλλά ήρθαν οι Βούλγαροι, «σύμμαχοι» μας.

Γύρω στα 1880, με την απόφαση του κομιτάτου της Βουλγαρίας για την εφαρμογή του προγράμματος του μεγαλοϊδεατισμού με σκοπό την προσάρτηση της Θράκης στη  Βουλγαρία, συνεχίζονται τα βάσανα των κατοίκων. Με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου 19 Φεβρουαρίου με 3 Μαρτίου  1878 δημιουργούνταν  ένα μεγάλου τύπου αυτόνομο βουλγάρικο πριγκιπάτο, Μεγάλη Βουλγαρία, που περιλαμβάνει  ολόκληρη τη Μακεδονία καθώς και την Θράκη. Έτσι αρχίζουν οι ενοχλήσεις σε όλους τους οικισμούς από ένοπλους Βουλγάρους κομιτατζήδες.

Η Κίρκη δεχόταν τακτικά και πολύ συχνά βίαιες ενοχλήσεις για να υποταχθούν οι κάτοικοι της στις βουλγαρικές επεκτατικές βλέψεις. Οι τρόποι με τους οποίους  ήθελαν να επιβάλουν την βουλγαροκρατία  ήταν να εγκαταστήσουν Βουλγάρους, παπά και δάσκαλο, τα παιδιά να διδάσκονται τη βουλγαρική γλώσσα, να εγγραφούν στο ληξιαρχείο της κοινότητας με βουλγάρικα ονόματα και να προσφέρουν βοήθεια βιοτικών αναγκών σε άπορες οικογένειες  και άλλα.

Οι Κιρκαλιώτες  αντιστάθηκαν σε αυτή τη βάρβαρη επέλαση  και αρνήθηκαν κάθε συνεργασία μαζί τους και δεν δέχθηκαν τις δελεαστικές προτάσεις τους εκτός από δύο, τρεις οικογένειες που ενέδωσαν από  λόγους φτώχιας και εξαντλητικής  διαβίωσης. Στις βουλγαρικές επιστημονικές έρευνες αναφέρεται ότι ενώ τα γύρω χωριά υπέκυψαν στη βουλγαρική προπαγάνδα  και την ένταξή τους στη βουλγαρική εκκλησιαστική Εξαρχία, η Κίρκη παρέμενε  στο Οικουμενικό Πατριαρχείο που μέσω της οργάνωσης “Αλληλεγγύη” ενίσχυε  το σχολείο και την εκκλησία στέλνοντας δασκάλους και βιβλία.

Αυτά  συνέχισαν να διαδραματίζονται μέχρι τον Οκτώβριο του 1912 , οπότε αφού η Θράκη επιδικάζεται στην Βουλγαρία, οι Κιρκαλιώτες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το χωριό και να μεταφερθούν σε περιοχές  της Ανατολικής Μακεδονίας, ενώ ο κύριος όγκος του πληθυσμού εγκαθίσταται στο Δοξάτο. Κάποιοι εγκαταστάθηκαν στη Δράμα, την Καβάλα και αλλού. Οι Κιρκαλιώτες κτηνοτρόφοι επέλεξαν την Ελευθερούπολη, λόγω των δασικών εκτάσεων της περιοχής,  ως πιο κατάλληλης για τα κοπάδια τους. Η μεταφορά έγινε φυσικά οδικώς  με όλες  τις αντίξοες συνθήκες.

Έτσι  οι κάτοικοι της Κίρκης, χωρίς τα σπιτικά νοικοκυριά τους, με τα παιδιά στην αγκαλιά, ρακένδυτοι, άσιτοι, χωρίς ενδύματα και σκεπάσματα  βρέθηκαν  στο δρόμο, μέσα σε απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες. Είναι αδύνατο να περιγραφεί πλήρως  αυτό το δράμα που υπέστησαν οι πρόγονοι μας. Αποδεκατισμός πολλών και λιμοκτονία, κύρια  χαρακτηριστικά της κατάστασης, που συνοδεύονταν από θανατηφόρες ασθένειες, φυματίωση, χολέρα, πανούκλα, ελονοσία στις οποίες δεν άντεχαν οι καχεκτικοί οργανισμοί τους, αλλά υπήρχε και έλλειψη φαρμάκων για να γιατρευτούν. Κατά μαρτυρίες  επιζώντων κάποιοι έτρεχαν πίσω από τα κάρα των ντόπιων που πήγαιναν στα χωράφια για τα καπνά και μάζευαν τις πεταμένες καρπουζόφλουδες  για να βάλουν κάτι στο στόμα τους. Επίσης αναφέρεται ότι η εποχή ευνόησε εκείνη τη χρονιά στο  να υπάρχουν πολλές χελώνες που αποτέλεσαν φαγητό για αντιμετώπιση της πείνας. Οι απώλειες ήταν μεγάλες, αλλά όσοι άντεξαν, την επόμενη χρονιά, βελτιώθηκε η κατάσταση κάπως με κάποιο μεροκάματο στις  γεωργικές εργασίες ή καλλιέργεια λίγων καπνών για να ζήσουν.

Η ήρεμη και ευτυχισμένη ζωή των κατοίκων του Κιρκά, όπως και των λοιπών ελλη­νικών πληθυσμών της Θράκης και της Μακεδονίας, ανατρέπεται από συγκλονιστι­κές φάσεις πατριωτικού ενθουσιασμού στην αρχή, απογοητεύσεων και οδύνης στη συνέχεια και καταστροφής και προσφυγιάς έπειτα.

Η Ελληνική Κυβέρνηση όμως, τηρώντας τους όρους της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, εγκαταλείπει τη Θράκη, η οποία παραδίνεται στους Βούλγαρους τον Οκτώβριο του 1913. Η ελευθερία κράτησε λοιπόν μόνο τρεις μήνες και έμελλε να αργήσει άλλα έξι χρόνια. Η Βουλγαρική κατοχή κατέστρεψε στα χρόνια που ακολούθησαν τον κοινωνικό και οικονομικό ιστό της τοπικής κοινωνίας.  Σταμάτησε τον πολιτισμό και ερήμωσε όλη την περιοχή. Έτσι 250,000 Έλληνες της Θράκης οδηγήθηκαν στην προσφυγιά. Δεκάδες χιλιάδες σφαγιάσθηκαν.

Το τέλος του Α Παγκόσμιου πολέμου βρίσκει την Τουρκία ηττημένη. Η Ελλάδα διεκδικεί ξανά όλη τη Θράκη. Τότε η Γαλλία, για να εξυπηρετήσει τα δικά της συμφέροντα στη Μέση Ανατολή, δια του αρχιστράτηγου των συμμαχικών δυνάμεων της Μέσης Ανατολής Γάλλου Φρανσουά ντ Εσπεραί διατάσσει τα συμμαχικά στρατεύματα να καταλάβουν τη Δυτική Θράκη, επίσημα, για λογαριασμό της συμμαχίας, ουσιαστικά όμως για την επίτευξη των δικών της βλέψεων. Το πρωινό της 4ης Οκτωβρίου 1919 τα συμμαχικά στρατεύματα με επικεφαλής τον στρατηγό Λεοναρδόπουλο μπαίνουν στην Ξάνθη και στη συνέχεια ελευθερώνουν όλη τη Δυτική Θράκη από τους Βούλγαρους.

Οι συμμαχικές δυνάμεις επέβαλαν στη Θράκη καθεστώς διασυμμαχικής κατοχής, ονομάζοντάς την  “Χώρα της Θράκης”.   Επίσημη γλώσσα ήταν η Γαλλική. Τη Διοίκηση της Θράκης ανέλαβε κατ΄ εξουσιοδότηση του Αρχιστράτηγου ο Στρατηγός  Σαρπύ.

Φτάνουμε έτσι στην 14η  Μαΐου του 1920, ημέρα που ο Ελληνικός Στρατός διατάσσεται να αναλάβει εξ ονόματος των συμμάχων την κατάληψη και διοίκηση της Δυτικής Θράκης, αντικαθιστώντας τα Γαλλικά στρατεύματα. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, με τη Συνθήκη των Σεβρών, η Θράκη προσαρτάται οριστικά στην Ελλάδα και οι Κιρκαλιώτες επιστρέφουν από την προσφυγιά όπως αφηγείται η κιρκαλιώτησσα  Θεοδώρα Κατσίκα.

«Όταν φύγαμε το 1912 πρόσφυγες στη Μακεδονία στο Δοξάτο για 8 χρόνια και το1920 μας φέρανε πάλι το κράτος μας πίσω στο χωριό μας, σπίτια δεν είχαμε τα έκαψαν οι τούρκοι, ούτε εκκλησία που μόνο οι τοίχοι ήταν και τα παιδιά τα έκανε ένας ψάλτης μαθήματα, και μας δώσανε αντίσκηνα. Ένα βράδυ  όλη νύχτα βροχή, αέρας πολύς έριξε τις σκηνές, φωνές, κλάματα τα γυναικόπαιδα και από το κρύο και από τη  βροχή και αρρωστήσαμε πολλοί διότι ήταν τον Μάρτη μήνα που ήρθαμε, σπίτια δεν είχαμε, πέντε σπίτια παλιά και αυτά μισοκαμένα, σχολείο δεν είχε, καμένο και αυτό, εκκλησία μέσα καμένη  μόνο οι τοίχοι δeν έπεσαν   και τα παιδιά πήγαιναν στην εκκλησία όπου ένας ψάλτης ο μπάρμπα Μιχάλης (τον  Γόιδα εννοεί) τα έκανε μάθημα. 

Ένα  χρόνο καθίσαμε στα αντίσκηνα, χειμώνας, βροχές χιόνια και να παρακαλώ το θεό να μας δώσει ειρήνη και αγάπη όλο τον κόσμο να μη δούμε πολέμους, 2 φορές γίναμε πρόσφυγες, 2 φορές φύγαμε από τους Τούρκους και τους Βούλγαρους, περάσαμε πολλά με τους πολέμους, πείνα φόβους, όμηροι στην Βουλγαρία, για να τα γράψουμε το τι περάσαμε πρέπει να γράψουμε τόμους ολόκληρους».

Έτσι  αμύνθηκε ώστε να διατηρήσει την ελληνικότητα της η Κίρκη και  να διασώσει  τα  γράμματα, τη γλώσσα και  τον  πολιτισμό.

14 ΜΑΙΟΥ 1920: Η ΘΡΑΚΗ ΣΥΝΘΛΙΒΕΙ ΜΙΑ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΤΗΝ ΤΑΦΟΠΛΑΚΑ ΤΗΣ ΥΠΟΔΟΥΛΩΣΗΣ

Εντωμεταξύ έντονες ήταν οι διπλωματικές διεργασίες στο συνέδριο της ειρήνης που άρχισε στο Παρίσι όπου η Δυτική Θράκη είχε αποβεί πεδίο ανταγωνισμών διαφόρων ενδιαφερομένων κρατών.

Οι Αμερικανοί αντιπρόσωποι δήλωναν απερίφραστα ότι η Δυτική Θράκη θα πρέπει να παραμείνει στην Βουλγαρία αρνούμενοι το βουλγαρικό αποκλεισμό από το Αιγαίο. Συγκεκριμένα πρότειναν να δοθεί στην Ελλάδα μόνο η περιοχή Ξάνθης – Γκιουμουλτζίνας ενώ η υπόλοιπη βόρεια δυτική Θράκη θα πήγαινε στη Βουλγαρία και η υπόλοιπη νότια δυτική Θράκη μαζί με όλη την Ανατολική στο νεοσύστατο κράτος της Κων/πολεως το οποίο ήλπιζαν ότι θα αναλάμβαναν υπό την κηδεμονία τους με εντολή της νεοσύστατης κοινωνίας των εθνών. Η στάση τους αυτή οφειλόταν και στη ένθερμη συμπάθεια του Δημοκρατικού προέδρου Wilson προς τη Βουλγαρία εξαιτίας της επιρροής τόσο της γυναίκας του και της αδερφής της που είχε παντρευτεί τον πρεσβευτή της Βουλγαρίας στην Ουάσιγκτον, όσο και των ανθελληνικών κύκλων του Ροβερτείου Κολλεγίου Κων/πολεως καθώς και των μεγαλεμπόρων καπνού ανταγωνιστών των ελληνικών συμφερόντων.

Η Γαλλία πρότεινε σαν συμβιβασμό τη δημιουργία ενός ελεύθερου κράτους του Dedeagatch που θα περιείχε ένα διάδρομο κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεε τα λιμάνι αυτό με την Αndrianople (Αδριανούπολη). Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις τελικά, ύστερα σχεδόν από ένα χρόνο από το τέλος του πολέμου και αφού αποτραβήχτηκε λόγω ασθενείας από το προσκήνιο ο τιμηθείς με Νόμπελ Ειρήνης για το έτος 1919 Πρόεδρος Wilson, η Δυτική Θράκη αφαιρέθηκε από τη Βουλγαρία με τη συνθήκη του Neuilly sur Seine (14/27.11.1919). Με το άρθρο 48 της συνθήκης αυτής η Δυτική Θράκη θα υπάγονταν μέχρι της διευθέτησης της οριστικής της τύχης υπό τη διοίκηση Γάλλου αρμοστή και θα αποτελούσε ένα είδος διασυμμαχικού κράτους (Thrace Interalliee).

*Ο Αλέξανδρος Καζαντζής είναι Εκπαιδευτικός – Νομικός – Συγγραφέας

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.